Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΛΙΤΣΑ | ΜΙΚΡΟ ΠΕΖΟ

 



Έλειψε για λίγο. Ίσα να πάρει μιαν ανάσα, να ξεπλύνει από πάνω του τη μυρωδιά του νοσοκομείου και την κούραση της αναμονής. Σαράντα μέρες και νύχτες, ακινητοποιημένος σε μια καρέκλα, με μόνη συντροφιά την αγωνία.

   Όμως δεν πρόλαβε. Ένα τηλεφώνημα. Ένα λυπάμαι αμήχανο, μουδιασμένο. Και ένα οριστικό τέλος.

   Ώρες αργότερα, ξανά στο νοσοκομείο. Αυτή τη φορά στο νεκροτομείο, μπροστά στο παγωμένο του σώμα. Χωρίς δάκρυα και περιττές φλυαρίες. Μόνο σιωπή. Ο χρόνος λίγος και πολύτιμος. Βρισκόταν εκεί χάρη στην καλοσύνη ενός νοσοκόμου. Τον συναντούσε συχνά στους διαδρόμους, στο προαύλιο για τσιγάρο, στο κυλικείο. Είχαν ανταλλάξει κάποιες κουβέντες, κάποιες αλήθειες. Του χρωστούσε αυτήν την τελευταία στιγμή μαζί του, μιας και για το νοσοκομείο, τα πρωτόκολλα, τον νόμο και τους συγγενείς, δεν ήταν τίποτα. Περισσότερα από είκοσι χρόνια στο πλάι του — κι όμως, δεν ήταν τίποτα.

   Έσκυψε και φίλησε τα παγωμένα χείλη του. Δεν είπε αντίο. Κράτησε τη λέξη στο στόμα, τη μάσησε και, βγαίνοντας από τον θάλαμο, την έφτυσε στα πόδια τους. Κι ύστερα στάθηκε σε μιαν άκρη, απλός παρατηρητής των εξελίξεων. Όλοι είχαν λόγο, εκτός από τον ίδιο. Θύμωσε, αγανάκτησε, όμως από τα χείλη του δεν βγήκε λέξη.

   Κι όταν έπαψε ο θρήνος, ξεκίνησε το μοίρασμα. Όλοι ήθελαν να πάρουν κάτι από εκείνον• όλοι είχαν δικαίωμα να κρατήσουν κάτι, όχι αυτός.

   Δέκα μέρες μετά την κηδεία, καθώς μάζευε τα πράγματά του από το σπίτι τους, κρυφά, κατάφερε να φορτώσει στο αυτοκίνητο την κόκκινη βαλίτσα. Διαδρομές, ταξίδια, όνειρα, τσακωμοί, γέλια, κλάματα, χωρισμοί, ενώσεις, γράμματα, καρτ ποστάλ, φωτογραφίες, δώρα, ρούχα, σ’ αγαπώ και συγγνώμες, όλη η κοινή τους πορεία κλεισμένη στην «κοιλιά» της, στη ζεστασιά της. Πότε την είχαν αγοράσει; Δεν θυμόταν.

   Έναν χρόνο κρατούσε τη βαλίτσα σαν το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο, μέχρι που το βάρος της —και όσα κουβαλούσε— δεν τον άφηναν να πάρει ανάσα.

   Ένα βράδυ βγήκε από το σπίτι. Περπάτησε αρκετά τετράγωνα κρατώντας τη βαλίτσα. Τελικά, αποφάσισε να την αφήσει στη γωνιά ενός δρόμου, ανάμεσα σε σκουπίδια και άλλα άχρηστα αντικείμενα. "Ο κύκλος της ζωής" είπε και άρχισε να γελάει δυνατά καθώς χανόταν στο σκοτάδι.



©κείμενο & κολλάζ Χάρης Γαντζούδης




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις