Η σιδερώστρα | ΜΙΚΡΟ ΠΕΖΟ




Κάποτε: Πρωί. Ζεστός καφές. Ξυπνητήρια – βόμβες. Γρήγορα βήματα. Μια στο μπάνιο, μια στο δωμάτιο, μια στην κουζίνα, και πάλι πίσω. Τα ρούχα ριγμένα σε καναπέδες και πολυθρόνες. Σιδερωμένα μόνο τα απαραίτητα για να βγει η μέρα. Όπως το λευκό πουκάμισο που πάντα τον περίμενε στο σαλόνι. Τα υπόλοιπα, παραδομένα στη ζάρα.

   Στο ψυγείο, στο γραφείο, στον καθρέφτη του μπάνιου, χαρτάκια με όσα ο χρόνος δεν έφτασε: υποχρεώσεις, υποσχέσεις, παράπονα, διαπιστώσεις, δηλώσεις, απογοητεύσεις…

   Στο τέλος της ημέρας τα συγκέντρωνε όλα σε ένα κουτί. Αμέτρητα πολύχρωμα χαρτάκια, ενθύμιο των ημερών τους.

   Και η σιδερώστρα εκεί· μάρτυρας. Πότε όρθια, ακουμπισμένη στη βιβλιοθήκη του σαλονιού και πότε ανοιχτή μπροστά στην τηλεόραση, κρατούσε το ρυθμό της ζωής της. Πάνω της ακουμπούσε τη ζεστή κούπα του καφέ, την πρώτη καλημέρα, το πρόγραμμα της μέρας, τις σκέψεις και τους αναστεναγμούς της, ολόκληρη τη ζωή της…

   Τώρα: «Κάνε κουράγιο, θα φτιάξουν τα πράγματα, ο καιρός είναι γιατρός…» της είπαν, και εκείνη εκτελούσε εντολές χωρίς να καταλαβαίνει. Μόνο να λυτρωθεί ήθελε. Άρχισε να σκίζει φωτογραφίες, γράμματα, τα πολύχρωμα χαρτάκια. Συνέχισε με αντικείμενα, δώρα και ρούχα.

   Τη μέρα που πέταξε τη σιδερώστρα ένιωσε να ξηλώνεται ολόκληρη η ζωή της. Ήταν το τελευταίο πράγμα που κρατούσε ακόμη τη μορφή του «μαζί», η ένωση με την προηγούμενη ζωή της πριν το κακό. Κι αυτή η "προηγούμενη ζωή" πεταμένη τώρα στο πλακόστρωτο της πόλης, μέχρι κάποιο χέρι να την αφανίσει για πάντα. Μαζί και το λευκό πουκάμισο, κενό από στήθος και καρδιά· άδειο.



©κείμενο & κολλάζ Χάρης Γαντζούδης


 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις