ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ: ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
«Το να διασχίσεις αυτή τη ζωή έχοντας μια «προκάτ» αντίληψη για τα πράγματα σε όλα τα επίπεδα, είναι ανόητο».
Αλέξης Σταμάτης, συγγραφέας
Η αίσθηση που έχω για τον Αλέξη Σταμάτη είναι ότι τον ξέρω καλά. Σαν φίλο με τον οποίο χανόμαστε και βρισκόμαστε μέσα στα χρόνια, αλλά μας
συνδέουν ατελείωτες συζητήσεις γύρω από θέματα που μας απασχολούν. Και όμως,
δεν τον έχω συναντήσει ποτέ παρά μόνο μέσα στα βιβλία του. Η αρχή έγινε με τον
Έβδομο Ελέφαντα, μυθιστόρημα που
κυκλοφόρησε το 1998 και έφτασε μέχρι τη Μεγάλη Βρετανία. Δύο χρόνια αργότερα
ακολούθησε το Μπαρ Φλωμπέρ (που
χάραξε ακόμη μεγαλύτερη πορεία εκτός συνόρων) και κάπου παρακάτω η Βίλα Κομπρέ. Για χρόνια τον έχασα. Τον
συνάντησα ξανά στον Άνδρα της πέμπτης
πράξης, στο αγαπημένο μου Λευκό
Δωμάτιο και φυσικά στο τελευταίο (και πιο προσωπικό) του βιβλίο Υπήρξα τόσοι άλλοι. Στο διάστημα που τον
«έχασα», ο Αλέξης Σταμάτης συνέχιζε να γράφει βιβλία (μετρά περισσότερους από
30 τίτλους στο ενεργητικό του), θεατρικά έργα για σημαντικές σκηνές της χώρας
(Εθνικό Θέατρο, Θέατρο Τέχνης, Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας) να κερδίζει βραβεία (Βραβείο
του Εθνικού Ιδρύματος Τεχνών της Αμερικής για το μυθιστόρημά του
"Αμερικάνικη Φούγκα”, 1o Βραβείο του Κύκλου Παιδικού Βιβλίου για το παιδικό του
βιβλίο "Ο Άλκης και ο Λαβύρινθος"), να αρθρογραφεί στην εφημερίδα Το Βήμα. Ανάμεσα σε όλα αυτά τον
Οκτώβριο του 2022 του ζήτησα να μιλήσει στην ραδιοφωνική μου εκπομπή
«Βιογραφικά στο ραδιόφωνο» για την θεία του και σπουδαία ποιήτρια Κατερίνα
Αγγελάκη Ρουκ. Δέχτηκε. Και το φθινόπωρο του 2023 δέχτηκε να μου μιλήσει ξανά
για αυτήν. Αυτή τη φορά για τα καλοκαίρια στην Αίγινα, στο κόκκινο σπίτι κοντά στις παλιές
φυλακές (συνέντευξη που κρατάω στο συρτάρι μου για μελλοντική χρήση). Όλα αυτά
όμως από απόσταση. Καιρό ήθελα να του ζητήσω και μια συνάντηση από κοντά, όμως
οι συνθήκες δεν ευνοούσαν. Τελικά τα καταφέραμε στην εκπνοή του 2024. Μέσα
Δεκέμβρη. Τον συνάντησα στο σπίτι του στον Διόνυσο, λίγο πριν την κυκλοφορία
του νέου του βιβλίου «Το παιδί και ο Άγγελος» και κάναμε μια όμορφη συζήτηση
σαν δυο φίλοι που έχουν να βρεθούν καιρό.
Είσαι έτοιμος για ακόμα
μια συνέντευξη;
Ναι, βέβαια.
Πώς νιώθεις όταν πρέπει
να μιλήσεις για τον εαυτό σου;
«Ωραία ερώτηση. Ειλικρινά νιώθω άνετα γιατί και αυτό που κάνω
ουσιαστικά μέσα από την λογοτεχνία και την επινόηση, βάζοντας και δικά μου
στοιχεία στο πίσω μέρος, είναι σαν να μιλάω για τον εαυτό μου. Δηλαδή έχω
συμβιβαστεί με αυτή την έννοια. Και ως ένα παιδί, όταν ήμουν μικρός, που δεν
μιλούσε πολύ (έως καθόλου) για τον εαυτό
του…
Κλειστό παιδί;
Ναι, κλειστό ως προς αυτόν τον τομέα. Ως προς τους άλλους
καθόλου. Πλέον, ειδικά από τη στιγμή που έγινα πατέρας, νομίζω ότι μέσα από τον
εαυτό μπορούμε να βρούμε ένα σωρό πράγματα που αφορούν τους άλλους ανθρώπους
γιατί άμα μπεις και στην περιπέτεια ενός άλλου, καταλαβαίνεις ότι ο εαυτός δεν
είναι κάτι απλό, δεν είσαι μόνο εσύ, είναι και άλλα πράγματα.
Μιλώντας σε μια
συνέντευξη, τι ανακάλυψες είτε για εσένα είτε για τη ζωή γενικά;
Εξαρτάται πάντα και από την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι.
Χθες για παράδειγμα, ήρθαν από την εκπομπή της Λένας Αρώνη και μου ζήτησαν να
πω κάποια πράγματα για τη μητέρα μου (σ.σ. Μπέτυ Αρβανίτη). Εγώ είχα πάρει πολύ
κακά νέα για κάτι. Ευτυχώς όλα είναι καλά αλλά εκείνη τη στιγμή ήμουν σε μεγάλη
ένταση. Και αντί αυτό το πράγμα να βγει με νεύρα, βγήκε η πιο αγαπησιάρικη
αναφορά που έχω κάνει ποτέ στη μάνα μου.
Οπότε, επειδή όλα είναι έργα εν εξελίξει, και ο άνθρωπος δεν είναι ένα πράγμα,
αλλάζει ανάλογα, κάποια στιγμή θα σου τύχει και σε συνέντευξη, αλλά και σε
συζήτηση που μου έχει τύχει πολλές φορές, να εξορυχθούν πράγματα που δεν
φανταζόσουν ποτέ. Να ξεπηδήσουν στιγμές και συνάψεις, σχέσεις μεταξύ πραγμάτων,
τα οποία σε πρώτη φάση μπορεί να μην σου κάνουν καμία εντύπωση ή να μην μπορείς
να τα συνδυάσεις και τελικά να βρεις αργότερα τη σύνδεση και να προχωρήσεις σε
κάτι που μπορεί να σε βοηθήσει και στη δουλειά σου.
Όταν διαπιστώσεις κάτι
τέτοιο, μετατοπίζεσαι εύκολα; Φεύγεις από αυτό που πίστευες και ακολουθείς κάτι
καινούργιο;
Ναι, αυτό μπορώ να το πω μετά βεβαιότητος. Δεν ξέρω και πολλούς που να το κάνουν αυτό εύκολα. Αλλά επειδή από πολύ μικρός κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν είναι σταθερά, ότι όλο αυτό που ζούμε είναι melting point, είναι ρευστό όλο από τη φύση του, υπάρχουν δυνάμεις συγκρουσιακές οι οποίες είναι τόσο βαθιές που δεν μπορούμε να τις σκεφτόμαστε κάθε μέρα γιατί θα τρελαθούμε, το να διασχίσεις αυτή τη ζωή έχοντας μια «προκάτ» αντίληψη για τα πράγματα σε όλα τα επίπεδα, είναι ανόητο. Δηλαδή κάποια στιγμή θα χτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο.
Δεν έχει νόημα να
επιμένεις…
Δεν έχει νόημα να είσαι οπαδός κάποιου πράγματος ή να το
υποστηρίζεις με τόσο ισχυρό τρόπο. Βέβαια καταλαβαίνω ότι αυτό έχει να κάνει
και με την πίστη. Πόσο βοηθητικό μπορεί να είναι για ανθρώπους που θέλουν ένα
απάγκιο, θέλουν να πιστεύουν, θέλουν να έχουν όλες αυτές τις βοηθητικές
δυνάμεις, γιατί πολλές καταστάσεις είναι δύσκολες και δεν αντέχουν να τις
κουβαλήσουν. Και έτσι τις παραδίδουν σε κάποιες βοηθητικές δυνάμεις όπως η
θρησκεία, το πολιτικό κόμμα, οτιδήποτε.
Εσύ δεν ήσουν ποτέ
κοντά σε αυτό που αποκαλείς “βοηθητικές δυνάμεις”;
Δεν είμαι εναντίον, αλλά αυτές τις βοηθητικές δυνάμεις, τις
θεωρώ φυσικές. Δηλαδή με επισκέπτονται πράγματα τα οποία δεν είναι μεταφυσικά,
δεν είναι ανεξήγητα αν τα ψάξω. Και το θέμα είναι να έχεις και το κατάλληλο
άνοιγμα, την κατάλληλη ρωγμή, ώστε να αφήσεις αυτό το φως να περάσει μέσα σου
για να μπορέσεις μετά να το αποδόσεις κιόλας. "Το ενδιαφέρον για έναν καλλιτέχνη
είναι η ενέργεια που έχει επιτρέψει να έρθει μέσα του, να την μεταμορφώσει και
να την κάνει κάτι".
Καμιά φορά θέλει μεγάλο
θάρρος να σηκώσεις το βάρος χωρίς να πιστεύεις ότι υπάρχει και κάτι άλλο,
“βοηθητικό”.
Δεν υπάρχει κάποιος κύριος που με παρακολουθεί και με βοηθάει ως θεια πρόνοια. Όχι, αυτό δεν το πιστεύω. Πιστεύω πάρα πολύ στο γεγονός της δικής μας πράξης. Δηλαδή οτιδήποτε πράττουμε έχει και ένα αποτέλεσμα. Δράση-αντίδραση. Χεγκελιανό μοντέλο στο οποίο ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος.
Και η εποχή που ζούμε;
Τώρα ζούμε σε μια εποχή που πράγματα και αποφάσεις που παλιά μπορεί να ήταν δέκα χρόνια ιστορίας, σήμερα γίνονται μέσα σε είκοσι μέρες. Και λέμε πάει ο Άσαντ στη Συρία- καινούργια Συρία. Πάμε στο επόμενο: Ουκρανία. Επόμενος… Δηλαδή η ταχύτητα με την οποία αλλάζει όχι μόνο η τεχνολογία αλλά και τα γεωπολιτικά, ακόμα και οι προσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, είναι απίστευτες. Εκεί βέβαια ισχύει ότι αυτές όλες οι τελευταίες αλλαγές που έχουν γίνει, οι τάσεις από το metoo μέχρι το woke κτλ. είναι φυσικό να έχουν μέσα τους μια υπερβολή. Αυτό βέβαια είναι ένα στοιχείο των αλλαγών στον άνθρωπο που είναι φυσικό γιατί δεν είναι όπως ένα γεωπολιτικό παιχνίδι όπου πας και βομβαρδίζεις. Εδώ μιλάμε για μια νοοτροπία ανθρώπινη, η οποία για να αλλάξει, πολλές φορές, μπορεί να χρειάζεται το άλλο άκρο για να μπορεί να διεισδύσει και να αρχίσει να μπαίνει στην καθημερινότητά μας.
Είναι απαραίτητη η υπερβολή, το άκρο για να κατακτηθούν κάποια πράγματα;
Αυτό είναι ιστορικά αποδεδειγμένο. Δηλαδή οι Σουφραζέτες, οι
μαύροι, άμα δεν έκαναν κάποια πολύ έντονα πράγματα δε θα είχαν ακουστεί, δε θα
είχε γίνει buzz που λέμε.
Έχουμε φτάσει όμως σε
ένα σημείο που δεν μπορείς να μιλήσεις γιατί ό,τι και να πεις μπορεί να
παρεξηγηθεί.
Έχεις δίκιο. Αυτό ισχύει. Ό,τι και να πεις θα στην έχουν στημένη, δεν υπάρχει περίπτωση. Οπότε, πάρα πολλοί άνθρωποι καταλήγουν να μην
λένε την άποψη τους ή να την «κουκουλώνουν» με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να έχει
ποικίλες αναγνώσεις και να είναι καλή για όλους. Δηλαδή κάποιος που θα πάρει
μια σαφή θέση την πάτησε.
Αυτός που θα μιλήσει
και θα πει τη γνώμη του θα κριθεί, και αυτός που δε θα μιλήσει πάλι θα κριθεί.
Δεν υπάρχει σωτηρία. Για αυτό λοιπόν εμείς που είμαστε
συγγραφείς και καλλιτέχνες, είμαστε λίγο τυχεροί γιατί μιλάει το έργο μας. Και
επειδή το έργο δεν είναι διδακτικό, τύπου να δίνει μηνύματα, αλλά λειτουργεί
υπόγεια είναι από τους πιο ωραίους τρόπους να πεις αυτό που θες χωρίς να πεις
«εγώ είμαι ΠΑΣΟΚ», «εγώ είμαι αυτό ή το άλλο».
Παρατηρώντας την πορεία
σου στα social και γενικότερα, νομίζω ότι ανήκεις στην κατηγορία όσων μιλούν.
Όχι τόσο. Θα ήθελα να μιλάω παραπάνω. Λέω πολλά βέβαια και
από τη στήλη μου στο Βήμα, η οποία είναι ελεύθερη και άρα διαλέγω αυτό που
θέλω. Είμαι ικανοποιημένος για τον λόγο που έχω, αν το συνδέσουμε και με τη
δυνατότητα του να μπορώ να γράφω. Δεν έχω παράπονο. Δεν αισθάνομαι φυλακισμένος,
αλλά καταλαβαίνω για παράδειγμα κάποιους δημοσιογράφους οι οποίοι είναι
φυλακισμένοι εδώ και χρόνια. Εγώ θυμάμαι παλιά στις εφημερίδες γινόταν της τρελής με την καλή
την έννοια. Υπήρχαν συγκρούσεις, απόψεις. Στα τηλεοπτικά πάνελ υπήρχαν
πραγματικές συγκρούσεις και όχι στημένες.
Ξεκινήσαμε λοιπόν, εδώ
και ώρα, άλλη μια συνέντευξη. Υπάρχει κάποια ερώτηση που έχεις βαρεθεί και που
δε θες πια να την απαντάς;
Όχι. Υπάρχει μια ερώτηση που μου την κάνουν συνέχεια αλλά
θέλω να την απαντάω. Έχει να κάνει με το αλκοόλ. Ήταν η φάση που εξετέθην πάρα
πολύ, τελείως ενσυνείδητα, όχι τόσο για εμένα αλλά για το τι θα μπορούσα να
προσφέρω. Νομίζω πολύ καλά πήγαν τα πράγματα. Είχα πολλές επαφές με δομές κτλ.
Οπότε δεν υπάρχει κάτι που να πω δε θέλω ή βαριέμαι να απαντώ.
Κρατώ στα χέρια μου το
τελευταίο σου βιβλίο «Υπήρξα τόσοι άλλοι». Κάπου σε άκουσα να λες ότι πρόκειται
για 70.000 λέξεις. Μετά από τόσες λέξεις και ιστορίες, υπάρχουν πράγματα στο
συρτάρι, ιστορίες για εσένα, που δεν έχουν ειπωθεί;
Βέβαια. Αυτό το βιβλίο έχει πάρα πολλές αποσιωπήσεις. Μπορεί
να φαίνεται σαν ένας άνθρωπος να βγάζει τη ζωή του στη φόρα, αλλά υπάρχουν
πράγματα στα οποία δεν έχω επεκταθεί επίτηδες. Πιθανόν δεν είναι η ώρα τους και
πιθανόν να μην έρθει και ποτέ. Αλλά υπάρχουν δυο - τρία μεγάλα κεφάλαια της
ζωής μου τα οποία τα έχω αφήσει ενσυνείδητα εκτός.
Όταν διάβασα αυτό το
βιβλίο σκέφτηκα γιατί ένας άνθρωπος τόσο ενεργητικός και που ο δημιουργικός του
κύκλος δεν έχει κλείσει, να μπει στη διαδικασία να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο που
θυμίζει βιογραφία;
Γιατί το θεώρησα σαν κάτι το ενδιάμεσο και όχι σαν μια τελική
βιογραφία που βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Σαν μια ενδιάμεση κάθετη τομή η
οποία κοιτάει τι έγινε μέχρι τώρα, κάτι τέτοιο. Επίσης με ενδιέφερε πάρα πολύ η
φόρμα αυτού του πράγματος, αν θα λειτουργούσε. Δηλαδή έχοντας όλες αυτές τις
σημειώσεις και τα κεφάλαια, έπρεπε με κάποιον τρόπο (για να πούμε και λίγο
τεχνικά) αυτό το πράγμα να διαβάζεται. Γιατί ο άλλος δε θα κάτσει να διαβάσει
ημερολόγιο. Πόσο ενδιαφέρον θα ήταν κάτι τέτοιο; Το θέμα είναι να δημιουργείται
μέσα από αυτές τις σημειώσεις ένα είδος αφηγηματικής ροής. Αυτό επεδίωξα με
στόχο να κάνω περίπου μυθοπλασία που και πάλι (τα γράφω και στο τέλος του
βιβλίου) , δε με ικανοποιεί κανένας όρος για το βιβλίο αυτό. Μυθιστόρημα θα το
πω, αλλά δεν το έγραψα με σκοπό να πω «Ωραία, γράψαμε τόσα βιβλία κάτσε να
δούμε τη ζωή ζήσαμε».
Οπότε θα το λέγαμε
μυθιστόρημα με μια ιδιαίτερη αφήγηση. Αυτό είναι κάτι που χαρακτηρίζει τα
βιβλία σου. Δηλαδή τα γραπτά σου έχουν ταυτότητα. Όταν διαβάζεις ας πούμε τον
«Έβδομο ελέφαντα» ξέρεις ότι είναι του Αλέξη Σταμάτη.
Χαίρομαι για αυτό γιατί είναι κάτι που εγώ, εκείνη τη στιγμή,
δεν το καταλαβαίνω. Αυτό το δαχτυλικό αποτύπωμα του καλλιτέχνη είναι κάτι που ο
ίδιος δεν μπορεί να το ελέγξει. Βέβαια, ιστορικά αν το σκεφτείς, οι
περισσότεροι συγγραφείς έχουν τον τρόπο τους. Σπάνια θα βρεις έναν συγγραφέα
που πηδάει από εδώ και από εκεί και γράφει εξίσου καλά σε όλα τα είδη.
«Υπήρξα τόσοι άλλοι», το πιο προσωπικό σου βιβλίο. Πέρασες από κάποιο “φίλτρο” τις ιστορίες πριν τις παραδόσεις στους αναγνώστες;
Αυτές που έγραψα όχι. Υπάρχουν όμως και κάποια πράγματα, βασικά οικογενειακά, που δεν τα έχω βάλει, γιατί θα δημιουργούσα θέματα σε ανθρώπους που, πλέον, δεν υπάρχει κανένας λόγος.
![]() |
Με τον συγγραφέα Αλέξη Σταμάτη στο σπίτι του στον Διόνυσο, Τετάρτη, 11 Δεκεμβρίου, 2024 |
Με ένα τέτοιο βιβλίο,
δεν φοβήθηκες την έκθεση;
Όχι. Την έκθεση τη φοβήθηκα με τον «Έβδομο ελέφαντα». Άμα
έχεις μπει σε αυτό δεν υπάρχει θέμα έκθεσης. Αυτά που άκουσα και συζήτησα (ειδικά που
συζήτησα) με ανθρώπους που το διαβάσανε ήταν πολύ ενδιαφέροντα γιατί
δημιούργησαν αιχμές και ζητήματα τα οποία ξέφυγαν πια από εμένα και πήγανε στο
πως αντιμετωπίζεται η εξάρτηση, τι σημαίνει για μια οικογένεια να κάνεις παιδί
μεγάλος, πώς έρχεται η καθημερινότητα σε όλα αυτά.
Βέβαια η προβολή και η
έκθεση σε εσένα ήταν από τα πρώτα χρόνια της ζωής σου. Πώς βίωσες το να είσαι
γιος μιας διάσημης γυναίκας και πώς επηρέασε τη σχέση σας;
Αυτό δεν το καταλάβαινα γιατί ήταν η μαμά μου. Μέχρι που με
πήγε στα γυρίσματα της ταινίας «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» και είδα από πίσω
πώς γυρίζεται μια ταινία. Αυτό με επηρέασε πάρα πολύ. Όχι μόνο σαν το τι
δουλειά κάνει η μαμά μου, αλλά για το τι γίνεται πίσω από την κάμερα. Ήταν πολύ
εντυπωσιακό για ένα παιδάκι να βλέπει τρεις ανθρώπους να ψιθυρίζουν σε ένα
μικρόφωνο και μετά από κάτι μήνες να βλέπει την ταινία σε ένα τεράστιο πανί. Τι
θαύμα είναι αυτό; Και έτσι έγινα και πολύ σινεφίλ. Η διασημότητα είχε έρθει σε άλλες
εποχές. Μην ξεχνάμε ότι ήταν και μετά τη μεταπολίτευση. Εγώ έμεινα με τη μάνα
μου από τα 13 έως τα 18. Από τα 18 και μετά δε σε ενδιαφέρει η μαμά σου. Και το
σπίτι τότε ήταν ένα διανοούμενο λούνα παρκ. Περνάγανε διάφοροι, οι οποίοι τότε
δεν φανταζόμουν ότι ήταν τόσο σημαντικοί, αλλά εν τέλει ήταν πολύ σημαντικοί
άνθρωποι τους οποίους γνώρισα ως φίλος.
Αυτές οι συναναστροφές
πιστεύεις ότι σε επηρέασαν;
Βέβαια. Επίσης είχα την τύχη να έχω τη θεία μου, την Κατερίνα
Αγγελάκη Ρουκ, που ήταν φίλη μου. Η Κατερίνα ήταν πάρα πολύ ανοιχτή με τον
κόσμο και τότε ήταν εποχές που ερχόντουσαν ξένοι ποιητές από την Αμερική. Αυτή
η καθημερινότητα ήταν μυθική. Αν βάλεις δηλαδή και της μάνας μου, και της θείας
μου και επίσης, επειδή η ποίηση της Κατερίνας είναι για εμένα ανθρώπινη, ανοιχτή
προς τον αναγνώστη, ο ανέμελος τρόπος
που ζούσε και που αντιμετώπιζε το πρόβλημά της ή τα λόγια της, μου έδωσαν πολλά πράγματα. Θυμάμαι μου
έλεγε «Δε μπορώ τις λεπτομέρειες», όπως και εγώ με τις λεπτομέρειες έχω ένα
θέμα. Όλα αυτά με έκαναν να αισθάνομαι τυχερός. Αλλά από όλες αυτές τις εικόνες, με έναν τρόπο
δικό μου, κράτησα αυτά που με ενδιέφεραν. Δε με ενδιέφερε να γίνω ηθοποιός. Θα
με ενδιέφερε να μπορούσα να γίνω σκηνοθέτης του σινεμά. Όταν γύρισα από την
Αγγλία που είχα κάνει ένα μεταπτυχιακό για τον Κινηματογράφο, θεωρητικό, το
είχα εκφράσει ως διάθεση. Και μου λέει ο άνδρας της μάνας μου, ο Βασίλης Πουλαντζάς
«Βγες με τον Νίκο Κούνδουρο να το συζητήσετε». Δε θυμάμαι τι είπαμε. Θυμάμαι με
το που γύρισα σπίτι είπα «Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνω αυτό το πράγμα που μου
περιέγραψε ο Νίκος».
Γιατί όχι ηθοποιός;
Ήμουν πολύ σεμνό και τρελό παιδί τότε. Δε μπορούσα να σκεφτώ
ότι θα παίζω κάποιον άλλον. Με ενδιέφερε πολύ να εκφραστώ εγώ. Αυτό που κάνει η
μάνα μου και η γυναίκα μου, που τους κρατάω λόγια, το θεωρώ πάρα πολύ δύσκολο
και το εκτιμώ αφάνταστα. Αυτό θεωρώ έκθεση. Βέβαια οι ηθοποιοί καλύπτονται πίσω
από τους ρόλους τους. Τώρα θα τη δώσω λίγο τη μάνα μου... Κάποια χρόνια πριν την
έβλεπα σε συνεντεύξεις και ήταν μαζεμένη γιατί τελικά δεν είναι εύκολο να είσαι
ο εαυτός σου εάν η ζωή σου είναι να παίζεις κάποιους άλλους.
Το ότι εμφανίστηκες στα
Γράμματα με ποίηση, πιστεύεις ότι έπαιξε ρόλο η παρουσία της Κατερίνας;
Ναι, βέβαια. Απόλυτο. Γιατί είχα αυτή την εικόνα και αυτά τα
κείμενα. Ταυτόχρονα πρέπει να πω και για
τον Κώστα Παπαγεωργίου που έτυχε να γνωρίσω τότε. Ήταν ένας καταπληκτικός
ποιητής της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς με τον οποίο κάναμε και διάφορες
εκδηλώσεις στο Θέατρο της Κεφαλληνίας. Αυτός μου έδωσε το σπρώξιμο γιατί ντρεπόμουν
να παρουσιάσω το πρώτο μου βιβλίο. Και έτσι βγήκα με την ποίηση. Συν το ότι
ήμουν εξαρτημένος από το ποτό, οπότε δε μπορούσα να μπω σε μια ιστορία που
θέλει πειθαρχία και συνέπεια.
Και από την ποίηση
πέρασες στον πεζό λόγο με τον Έβδομο
ελέφαντα, ο οποίος γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Πώς τη διαχειρίστηκες τότε;
Ήταν δυο απανωτά χτυπήματα. Πρώτο «Ο έβδομος ελέφαντας» που
βγήκε με τη μια στην Αγγλία και μετά το «Μπαρ Φλωμπέρ». Εγώ τότε είχα άγνοια
κινδύνου και ήταν και μια εποχή που βασίλευαν τα περιοδικά κτλ. και λίγο μπορώ
να πω «τσίμπησα» με αυτό το πράγμα. Υπήρξε αυτή η κατάσταση στη ζωή μου αλλά
όχι για πολύ. Δηλαδή όταν ήταν να
ασχοληθώ με το βιβλίο ασχολιόμουν με το βιβλίο. Και υπήρχε και κάτι πολύ καλό:
μπορούσα να ζήσω άνετα από τα βιβλία μου. Οπότε η ζωή μου ήταν αφιερωμένη στην
τέχνη, έκανα συνέχεια ταξίδια, έγραφα, ζούσα από αυτό που αγαπούσα και υπήρχαν
και κάποια περιοδικά που ασχολιόντουσαν. Όλα αυτά μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει
ένα κάθετο στοιχείο που έρχεται και τα αλλάζει το 2010… η κρίση. Είχα μια
στρωμένη δουλειά στο Έθνος και μου λένε «συγγνώμη αλλά…» τα γνωστά. Από τότε
δεν έχει συνέλθει αυτή η κατάσταση για κανέναν.
Τότε εγκατέλειψες την
αρχιτεκτονική;
Όχι, πιο νωρίς. Την αρχιτεκτονική την άφησα τέλος του
προηγούμενου αιώνα από απογοήτευση. Έχοντας τελειώσει βέβαια με την ιστορία του
αλκοόλ, είδα ότι έτσι όπως ήταν τα πράγματα στην Ελλάδα δε μπορείς να κάνεις
τίποτα προσωπικό. Αλλά η θητεία μου στην αρχιτεκτονική με βοήθησε πάρα πολύ
γιατί είναι και τέχνη και επιστήμη. Έχει και μια εγγενή δομή η οποίο βοηθάει
πάρα πολύ στο να παίρνεις μια ιδέα και να την κατατέμνεις ώστε να μπορείς να
την αφηγηθείς. Η αρχιτεκτονική και ο χώρος είναι αφηγήσεις. Έχουν πάρα πολλά
κοινά πράγματα. Της προάλλες είχα πάει στη Λάρισα και κάναμε ένα συνέδριο πάνω
στη σχέση Αρχιτεκτονικής και Λογοτεχνίας. Βγήκαν πολύ ωραία συμπεράσματα. Είναι
πάρα πολύ κοντά αυτά τα δυο πράγματα. Από το να είχα πάει στη Φιλοσοφική και να
διάβαζα τους κλασικούς χίλιες φορές που πήγα στην Αρχιτεκτονική. Δεν το
μετάνιωσα καθόλου.
Πάλεψες μια δεκαετία με
το αλκοόλ (1986-1996). Τι πιστεύεις ότι κέρδισες και τι έχασες σε αυτή τη
δεκαετία;
Κέρδισα μια δύσκολη διαδρομή. Κέρδισα ότι το έκοψα. Ότι
κατάφερα κάτι που είχε φτάσει στα όρια, με 1% ποσοστό επιβίωσης, με κάτι
νούμερα αδιανόητα και το έκοψα πολύ συνειδητά και με δικές μου ενέργειες, οι
οποίες ήταν περίπλοκές και όχι οι αναμενόμενες. Πήγα λοιπόν και κλείστηκα στο Νοσοκομείο
Σωτηρία, στο ψυχιατρικό τμήμα, εθελούσια…
Γιατί πήρες αυτή την
απόφαση και όχι να πας σε κάποια άλλη δομή;
Γιατί ήθελα να είμαι σε μια δομή με ανθρώπους που είναι
άρρωστοι αλλά δεν έχουν τη δική μου αρρώστια.
Πιστεύεις ότι αυτό θα
σε βοηθούσε περισσότερο;
Ναι, με βοήθησε. Αυτοί ήταν ψυχασθενείς. Υπήρχε ένας τύπος
για τον οποίο μας έλεγαν πως αν δεν πάρει τα χάπια του, δε θα ζούμε αύριο. Και
εγώ αισθανόμουν ότι ήμουν ένας από αυτούς, αλλά έχω άλλο πρόβλημα. Δεν είχα
ψυχιατρικό πρόβλημα αλλά πρόβλημα εξάρτησης. Με βοήθησε τρομερά να μην είμαι
στο εξειδικευμένο τοπίο.
Και τι ήταν αυτό που σε
σήκωσε και είπες τώρα θα το κάνω;
Αυτά είναι κάποια μαγικά πράγματα. Ένα απόγευμα σηκώθηκα,
κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και είπα «τελείωσε». Από τότε δεν έχω πιει
ούτε μια σταγόνα. Έχουν περάσει 28 χρόνια.
Σήμερα πώς βλέπεις τα
πράγματα σχετικά με την εξάρτηση;
Υπάρχουν παιδιά που αρχίζουν από πολύ μικρά, από την εφηβεία
και πίνουν ή οτιδήποτε. Προχωράνε και όταν φτάνουν στο αδιέξοδο λένε «θα το
κόψω». Να το κόψουν για να γυρίσουν πού; Εγώ είχα να γυρίσω. Είχα περάσει
κάποια χρόνια χωρίς να είμαι αλκοολικός όπου ήμουν ενήλικας και περνούσα καλά.
Είχα πράγματα να κάνω. Είχα να δω πού θα ήθελα να ξαναγυρίσω. Δεν ήμουν
καταδικασμένος. Ενώ σήμερα τα πράγματα με την εξάρτηση είναι πολύ άσχημα γιατί
διεισδύει σε κάτι ηλικίες απίστευτες. Εμάς το θέμα μας ήταν να κάνουμε κανένα
τσιγαράκι.
Συνήθως σε ρωτάμε για
τη μητέρα σου. Ο πατέρας;
Ο πατέρας είναι πολύ διαφορετικός από τη μάνα. Έφυγε πολύ
μεγάλος, στα 93. Έκανε στη ζωή του όσα ήθελε. Ένας άνθρωπος επιστήμονας. Πάρα
πολύ του καθήκοντος. Πολύ οργανωμένος. Πολύ ορθολογιστής. Το τελείως αντίθετο
της μαμάς. Δηλαδή αυτούς τους δυο ανθρώπους δε μπορούσες να τους φανταστείς
μαζί. Θα πλακωνόντουσαν το επόμενο δευτερόλεπτο, πράγμα που έγινε βέβαια
(γέλια).
Και χώρισαν νωρίς. Εσύ
έζησες κάποια χρόνια με τον πατέρα σου και αργότερα με τη μητέρα σου. Ένιωσες
μετέωρος;
Αυτά μπορεί να τα ένιωσα εκ των υστέρων. Με τη μάνα μου ήμουν
πιο ελεύθερος αλλά αυτό έγινε στην εφηβεία και εμένα μου άρεσε πάρα πολύ. Άλλο
αν ήταν καλό ή όχι. Με τον πατέρα μου ήταν μια κλασική αστική οικογένεια.
Ουσιαστικά, βλέποντας το από απόσταση, μετέωρος ήμουν και στα δυο γιατί και τα
δύο ήταν κομμάτια, δεν ήταν δεμέν και όπως έχω γράψει στο βιβλίο Μπαρ Φλωμπέρ
κάποια στιγμή… «εγώ ήμουν φτιαγμένος για πολύ πιο αρμονικά πράγματα στη ζωή μου
και μου τύχανε τρελά για κάποιο λόγο». Δεν είμαι μοιρολάτρης αλλά μου έχουν
τύχει όλα τα παλαβά πράγματα που μπορεί να τύχουν σε έναν άνθρωπο από όλες τις
απόψεις.
«Για δεκαετίες ήμουν
μόνος», γράφεις κάποια στιγμή στο τελευταίο σου βιβλίο. Ο έρωτας με την Εύα
(σ.σ. Σιμάτου), σε τι φάση σε βρήκε;
Με την Εύα γνωριστήκαμε το 2012 και τώρα κλείνουμε 12 χρόνια.
Με βρήκε σε μια φάση πάρα πολύ παράξενη και καθοριστική. Δηλαδή μετά το 1996 με
το ποτό, το 2012 είναι η πιο καθοριστική φάση όπου είχα ένα θέμα υγείας, είχα
χωρίσει και είχα αποφασίσει (έχοντας κάνει αρκετές σχέσεις και έχοντας παντρευτεί
δυο φορές) πως τέρμα όλα αυτά, ευτυχώς
είμαι καλός φίλος του εαυτού μου, έχω τόσα πράγματα να κάνω… και μετά
γνωρίζω την Εύα. Υπάρχει μια μαγική και πολύ ισχυρή σύνδεση η οποία πλοηγεί τη
ζωή μας. Έχουμε περάσει πολλά πράγματα αλλά δεν έχουν μείνει κηλίδες.
Και η έλευση του Ερμή;
Αυτό ήρθε και έδεσε τώρα. Δεν σκέφτομαι ότι έγινε αργά από
πλευράς μου. Δεν έχει σημασία. Παίζουμε σαν να είμαστε συνομήλικοι. Γιατί και
εγώ είμαι πολύ χαλαρός. Βλέπω κάποιους γονείς που είναι πολύ πιο συντηρητικοί
από εμένα.
Ως πατέρας,
χρησιμοποιείς την εμπειρία ή τις πληγές από τα λάθη των δικό σου γονιών σαν
ασπίδα στο μεγάλωμα του παιδιού;
Βεβαίως. Ξέροντας ότι δύο πράγματα θέλει ένα παιδί για να
είναι καλά: αγάπη και ασφάλεια. Αυτά του παρέχονται απόλυτα. Προσπαθώ να μην
έχει κανενός είδους κενό ως προς την εσωτερική ασφάλεια. Δηλαδή να του δοθούν
οι δυνατότητες να αναπτύξει αυτό που είναι αυτός.
Κάποτε αναρωτιόσουν αν
θα φτάσεις τα 30. Η σχέση σου με τον χρόνο;
Περίεργη αλλά καλή. Εμένα μου αρέσει που αθροίζεται, δεν
ξέρω, έχω ένα βίτσιο στο μεγάλωμα. Μου αρέσει που προσθέτω γιατί θεωρώ πως όλα
αυτά που γράφω στο βιβλίο, αλλά και όλα αυτά που σου λέω, είναι σαφή στο
κεφάλι μου. Δεν έχω απορίες να πάω στον ψυχίατρο να ψάξω τι είναι. Πονάει κάτι
και δεν ξέρω τι είναι; Ξέρω άμα πονάει πια.
Οπότε αυτό είναι το
κέρδος με το κύλισμα του χρόνου;
Ναι. Επίσης άμα μιλάμε για χρόνο πρέπει δυστυχώς να μιλήσουμε
και για θάνατο. Αυτή η γνώση ότι υπάρχει ημερομηνία λήξης. Εμένα με
σοκάρει πολύ ο τρόπος με τον οποίο
σήμερα, μέσα από τα media, αντιμετωπίζουμε τον θάνατο. Δηλαδή, τώρα πριν έρθεις,
έγραφα για τον δάσκαλό μου τον Γεωργουσόπουλο. Πριν έφυγε ο Γκανάς, ο
Μανουσάκης… Όλα αυτά έχουν γίνει σε χρόνο ντε τε. Και η λογική είναι
πεθαίνουνε, γράφουμε, και αντίο.
Γρήγορη κατανάλωση;
Ναι, ωραία το είπες. Πάμε στο επόμενο. Έκτακτη είδηση: πέθανε
ο γνωστός ποιητής τάδε, ο γνωστός ηθοποιός τάδε κτλ. Είναι σαν να φοβόμαστε τον
θάνατο και να θέλουμε να τον εξορίσουμε.
«Σε κάποιους δεν
κάθεται καλά η ύπαρξή μου» γράφεις. Μετά από τόσο βιβλία και όλη αυτή την
πορεία, σε ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων ή η κριτική;
-«Για να είμαι ειλικρινής δε με αφήνει αδιάφορο. Με τσιγκλάει
το γιατί. Και επειδή άνθρωποι που έχουν πει ορισμένα πράγματα (ξέρω ποιοι είναι
και τι είναι στη ζωή τους) το σενάριο βγαίνει 100% και λες "γιατί όλα αυτά να
είναι προκάτ;" Ενώ ένας συγκεκριμένος κριτικός λογοτεχνίας, τότε που είχα
επιτυχία με το «Μπαρ Φλωμπέρ», στο επόμενο βιβλίο, είχε γράψει στο Βήμα μια
αρνητική κριτική δύο σελίδων, η οποία όμως με βοήθησε πάρα πολύ γιατί ήξερα ότι
δεν είναι γραμμένη με εμπάθεια.
Και αυτή την κριτική
που θα γραφτεί με εμπάθεια, θα την κουβαλήσεις μέσα σου;
Τώρα πια όχι γιατί υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα από το να
πάρεις μια κακή κριτική. Ας πούμε με όλα αυτά που μπορούν να γράψουν στο
διαδίκτυο. Εμένα ευτυχώς δεν έχει γίνει πολλές φορές. Μετρημένες στα δάχτυλα του
ενός χεριού. Αλλά όταν συνέβη έγινα
έξαλλος. Δε μπορεί ο άλλος να σε απειλεί. Αλλά υπάρχουν άνθρωποι, και φίλοι μου,
οι οποίοι ζουν έτσι. Μέχρι που τους αρέσει γιατί γίνετε buzz. Και εδώ που τα λέμε παγκοσμίως αυτό είναι το σύστημα. Aν είχες έναν επικονωνιολόγο θα σου
έλεγε διάλεξε τον εχθρό σου και χτύπα. Και στο φινάλε τι κάνουμε; Γράφουμε το
βιβλίο που μας αρέσει. Και εγώ έχω διαβάσει βιβλία που δεν μου άρεσαν αλλά δε
θα κάτσω να τον θάψω τον άλλον και μάλιστα σε προσωπικό επίπεδο γιατί δεν μου
αρέσει το βιβλίο του.
Γιατί να κάτσεις να
γράψεις δυο σελίδες για κάτι που δεν σου αρέσει αντί να προτείνεις κάτι;
Γιατί κατά βάθος αυτός που τα γράφει θα ήθελε να είναι εσύ.
Είναι σχεδόν ερωτευμένος μαζί σου. Αυτή είναι η παθολογία αυτής της κατάστασης.
Όσο πιο έντονο είναι αυτό τόσο βλέπεις ότι από πίσω παίζονται άλλα πράγματα που
έχουν να κάνουν με το δικό του εγώ.
Έχεις κινηθεί σε πολλά
είδη: αρθρογραφείς στον τύπο, έχεις εκδώσει μυθιστορήματα, ποίηση, παιδικά… Το
να γράψεις για το θέατρο ήταν φυσικό επακόλουθο;
Ακριβώς όπως το λες. Κάποια στιγμή θα εξέβαλλε και αυτό. Το
θέατρο βέβαια είναι το πιο δύσκολο είδος από όλα γιατί, να το πω απλά, δε μπορούμε να βάλουμε
μαριονέτες να λένε ιστορίες διδακτικές. Με ένα «ναι» ή με ένα «όχι» αλλάζει όλο
αν θες να γράψεις πραγματικό θέατρο. Και ταυτόχρονα είναι κάτι που δεν
εξαρτάται μόνο από εσένα. Επίσης είναι ένας οργανισμός που εξελίσσεται κάθε
μέρα.
Και είναι αλλιώς όταν
στις παραστάσεις σου παίζει η γυναίκα ή η μητέρα σου;
Όχι καθόλου γιατί είναι επαγγελματίες.
Βρισκόμαστε στο σπίτι
σου, στον Διόνυσο, μακριά από το κέντρο της πόλης που σε καθόρισε. Πώς πήρες
την απόφαση να απομακρυνθείς;
Πρώτον, επειδή υπήρχε αυτό το σπίτι και είχα πάθει έναν έρωτα με
αυτό. Δεύτερον μετά από σχεδόν 60 χρόνια στο τρίγωνο Σόλωνος- Εξάρχεια-
Κολωνάκι πραγματικά το εξάντλησα, δεν έχει άλλο, ξέρω κάθε γωνίτσα. Πρέπει να
προχωράει ο άνθρωπος και επειδή δεν είμαι των μικρών αλλαγών, αποφασίσαμε να
έρθουμε εδώ. Και λόγω του παιδιού βέβαια, το οποίο ζει μια ζωή πιο υγιή όπως
και εγώ. Νομίζω ότι ένα σπίτι απομονωμένο μέσα κι έξω για έναν συγγραφέα είναι
παράδεισος.
Πριν κλείσουμε, τον
Μάρτιο κυκλοφορεί το καινούργιο σου βιβλίο, θες να μου πεις λίγα λόγια;
Το βιβλίο αυτό λέγεται «Το παιδί και ο Άγγελος». Θα
μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα υπαρξιακό θρίλερ το οποίο εκτυλίσσεται σε μια
επαρχιακή πόλη της Ελλάδος και αφορά ένα δίδυμο, το παιδί και τον Άγγελο οι
οποίοι έρχονται σε ένα χωριό και του αλλάζουν τα φώτα. Είναι δυο πρόσωπα που
δεν είναι μόνο αυτό που φαίνονται. Και ειδικά το θέμα του παιδιού το οποίο δεν μιλάει. Με λίγα λόγια βλέπουμε πως μια οποιαδήποτε εισβολή σε έναν κοινωνικό
χώρο μπορεί να τον αλλάξει και να δημιουργήσει συγκρούσεις. Το βιβλίο θα
κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο στις
11 Μαρτίου.
«Από τότε που με ξέρω
δεν είμαι απόλυτα παρόν» εξομολογείσαι. Πόσο παρόν είσαι στο σήμερα;
Είμαι με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο έξω, πάντα! Αλλά όχι με την έννοια του απλού παρατηρητή
και του σνομπ. Παίζω σε δυο ταμπλό.
Σε ευχαριστώ πολύ για
τη φιλοξενία και την όμορφη συζήτηση.
Εγώ σε ευχαριστώ και ο Θεός και η ψυχή σου τι θα τραβήξεις (γέλια).
Οι ερωτήσεις τελείωσαν. Η ηχογράφηση σταμάτησε. Βγάλαμε φωτογραφίες. Είπαμε κάποια πράγματα ακόμα. Αποχαιρετιστήκαμε λίγο πριν ο Ερμής επιστρέψει από το σχολείο. Ζεστά. Φιλικά. Περπατώ στην Πεντέλης. Φτάνω στον ηλεκτρικό της Κηφισιάς. Επιβιβάζομαι στο τρένο της επιστροφής κουβαλώντας στην τσάντα μου την αλήθεια ενός ανθρώπου. Και αυτό είναι το κέρδος αυτών των συναντήσεων.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου