ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ: ΣΟΦΙΑ ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ
"Η ποίηση είναι η μεγαλύτερη μορφή
ελευθερίας που ένιωσα στη ζωή μου. Ήταν κάτι το απελευθερωτικό όταν ερχόντουσαν
οι στίχοι και τους κατέγραφα. Όπως και όλη η περίοδος που πέρασα
γράφοντας τα Σαράντα Ποιήματα"
Σοφία Φιλιππίδου
ηθοποιός, σκηνοθέτις, συγγραφέας
Σπουδαία ηθοποιός, εργάτρια του θεάτρου
και της ζωής, ελεύθερο πνεύμα που δεν χώρεσε ποτέ σε καλούπια, καλλιτέχνιδα με
γνώση και ξεκάθαρο όραμα που μεταφράζει, σκηνοθετεί, παίζει, δημιουργεί ομάδες
και ανεβάζει τις δικές της παραστάσεις. Έτσι θα χαρακτήριζα την Σοφία
Φιλιππίδου πριν έρθουν στα χέρια μου τα «Σαράντα ποιήματά» της που κυκλοφόρησαν
αρχές καλοκαιριού από τις Εκδόσεις Οδός Πανός του Γιώργου Χρονά. Τώρα σε όλα τα
παραπάνω έχει προστεθεί και το «Σπουδαία ποιήτρια». Το γράφω χωρίς καμία
υπερβολή: η ποίηση της Φιλιππίδου είναι ισάξια των σπουδαίων ποιητών και είμαι
σίγουρος πως, με το κύλισμα του χρόνου, θα βρει τη θέση που της αξίζει.
Ποιήματα μέσα από τα οποία περνάνε όλα όσα απασχολούν τον άνθρωπο: η αρχή, το
τέλος, η απώλεια, η απογοήτευση, η ελπίδα, η φθορά, ο χρόνος, το υλικό και το
άυλο. Άλλοτε με ηρεμία, άλλοτε με θυμό. Άλλοτε με ειρωνεία και άλλοτε με
σαρκασμό, πάντα όμως με αλήθεια, η Σοφία Φιλιππίδου καταθέτει κομμάτια της που
γίνονται κομμάτια μας. Μετά την ανάγνωση των ποιημάτων της θέλησα να την
συναντήσω και εκείνη ανταποκρίθηκε θετικά στο κάλεσμά μου. Την συνάντησα λοιπόν
στην εκπνοή του Οκτωβρίου στα Εξάρχεια, στη γειτονία της και μιλήσαμε για
ποίηση, θέατρο, Τέχνη και μια διαδρομή σχεδόν πενήντα χρόνων.
Κυρία Φιλιππίδου,
διαβάζοντας τα ποιήματά σας μού δημιουργήθηκε η ανάγκη να σας συναντήσω και να
συνομιλήσω μαζί σας.
Χαίρομαι γιατί όλα γίνονται για την
επικοινωνία. Ό,τι κάνουμε είναι για να μιλήσουμε για εμάς με αλήθεια και
αυθεντικότητα. Αλλά κυρίως για να επικοινωνήσουμε. Και αν η ποίηση είναι ένα
τέτοιο μέσο και μπορεί να επικοινωνεί με ανθρώπους σαν κι εσάς τόσο το
καλύτερο.
Ο στόχος επετεύχθη.
Προσωπικά έγραψα για μένα και τον για τον
κόσμο αόριστα. Θα ήθελα να με διαβάζουν όλοι, αλλά και οι λίγοι αναγνώστες,
όταν καταλαβαίνουν και ανταποκρίνονται μου δίνουν μεγάλη χαρά. Η ποίηση κρυμμένη στα
συρτάρια είναι πολύ στενάχωρο πράγμα.
Πιο στενάχωρο και από
ένα άδειο θέατρο;
Το θέατρο και με δέκα θεατές γίνεται. Εγώ
έχω περάσει από ομάδες στη Θεσσαλονίκη που ήταν δέκα οι θεατές και έντεκα
εμείς. Ένα βράδυ ο μέγας καθηγητής Μαρωνίτης, και φίλος του Θεατρικού
Εργαστηρίου μας είπε: Σήμερα παιδιά τι θέλετε; Να παίξετε ή να σας πάω
σε μια ταβέρνα να φάτε; Εκείνη την ημέρα επιλέξαμε την ταβέρνα. Έχουν
περάσει πενήντα χρόνια και ακόμα το θυμάμαι. Η ευγενική χειρονομία του μας απάλλαξε
από την ταπείνωση δηλαδή από το να
θυσιαστούμε για την τέχνη (γέλια). Αυτό
δεν είναι το ζητούμενο.
Και ποιο είναι το
ζητούμενο;
Θέλουμε αναγνώστες, επικοινωνία,
ανταλλαγή, να πούμε εμείς και να απαντήσουν οι άλλοι. Η ποίηση είναι ένα δέντρο
σε εξέλιξη, τεράστιο, ξεκινώντας πίσω στους αιώνες, παλιά… και εγώ χαίρομαι που
τώρα κατάφερα να μπολιαστώ με αυτό το δέντρο. Έτσι νιώθω, ότι δεν είμαι ένα
κλαδάκι πάνω στο δέντρο της ποίησης.
Να πάμε λοιπόν και στον
λόγο που μας φέρνει σήμερα εδώ που δεν είναι άλλος από το τρίτο σας συγγραφικό
βήμα. Πότε νιώσατε για πρώτη φορά την ανάγκη να πάρετε χαρτί και μολύβι και να
αρχίσετε να γράφετε ιστορίες;
Άρχισα να γράφω 13 χρονών περίπου. Όταν
έφυγα από το Δημοτικό για το Γυμνάσιο. Εποχή που άρχιζε και η μακριά
μελαγχολική περίοδος με τις μαύρες ποδιές, το γυμνάσιο θηλέων, μακριά απ’ τα
αγόρια και τα φλερτ. Τότε άρχισα να γράφω σε ένα τετράδιο που το είχα κρυμμένο
και που το έβγαζα μόνο το βράδυ. Ήθελα να είμαι μόνη μου, να μην ξέρει κανείς
ότι γράφω. Ήταν μια συνομιλία με τον εαυτό μου χωρίς καμία φιλοδοξία. Δεν μου
πέρασε ποτέ από το μυαλό ούτε ότι είμαι ποιήτρια ούτε ότι θέλω να εκδώσω
ποίηση. Από αυτά τα ποιήματα κράτησα κάποια χαριτωμένα και τα υπόλοιπα τα
έκαψα.
Αργότερα η ενασχόλησή μου με το θέατρο με
έφερε πάλι σε επαφή με τη γραφή. Σταμάτησα να γράφω για εμένα και άρχισα να
γράφω μονολόγους και στίχους για την τηλεόραση και το θέατρο. Όλα αυτά όμως δεν
με οδήγησαν κάπου γιατί ήταν παραγγελίες, έπρεπε να εξυπηρετήσω την αγορά, και να
είμαι άμεση. Δεν ήμουν ο εαυτός μου. Ήταν κείμενα γραμμένα κάτω από πίεση και
μάλλον μια αποτυχημένη προσπάθεια να γράψω επαγγελματικά.
Γιατί αποτυχημένη προσπάθεια;
Γιατί δεν κατάφερα να τα πουλήσω. Υπήρχε
μεγάλος ανταγωνισμός. Δε έχω καλή σχέση με την αγορά. Μπαίνουν άλλα ζητήματα
μέσα στα οποία δεν είμαι ικανή να ανταπεξέλθω. Δεν μπορώ να προωθήσω τα
προϊόντα μου, ας το πούμε έτσι…μένουν στα πίσω ράφια…
Και μετά από αυτήν την
περίοδο;
Μετά το σοκ και απογοητευμένη από την
αποτυχία μου, άρχισα να γράφω τα όνειρα μου, που δεν όφειλα να τα πουλήσω
πουθενά. Απλώς είχα μπει στη συνήθεια της γραφής είχα την ανάγκη να γράφω
συνέχεια. Γέμισα είκοσι τετράδια ονείρων.
Έκανα, ας πούμε, τη δική μου ενδοσκόπηση μέσα από τα όνειρα.
Μετά ήρθε η πρόταση από την Ελευθεροτυπία
να γράφω κάθε Σαββατοκύριακο ένα μικρό χρονογράφημα. Αυτό έκανε μεγάλη επιτυχία
και κάπως έτσι προέκυψε το πρώτο μου βιβλίο «Με μια σκάλα στο φεγγάρι». Ύστερα
έκανα μια στήλη στο facebook η οποία με οδήγησε στο
δεύτερο βιβλίο μου «Το τραγούδι της μαύρης τρύπας». Και μετά ήρθε ο κορονοϊός. Σε
αυτόν τον εγκλεισμό αναθεωρήσαμε πράγματα, ηρεμήσαμε, κάπως. Μέσα σε αυτόν τον
πανικό του θανάτου μπήκε ένα φρένο.
Οπότε λειτούργησε θετικά
για εσάς η πρώτη καραντίνα;
Σε εμένα πολύ θετικά.
Και αυτά τα «Σαράντα
ποιήματα» πώς προέκυψαν;
Μέσα σ αυτές τις δυσκολίες έκανα ένα θεατρικό
μέσα από την πλατφόρμα που προέκυψε από τα σεμινάρια. Όταν τελείωσε ο κορονοϊός,
ένιωσα την ανάγκη να πάω στη Θεσσαλονίκη, να επισκεφτώ τα μνήματα των γονιών μου.
Καθ’ οδόν μέσα στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ,
γεννήθηκε το πρώτο μου ποίημα. Το κατάλαβα επειδή είμαι σε μια ηλικία που ξέρω
πότε κάνω κάτι καλά. Έτσι, ονόμασα τον εαυτό μου ποιήτρια μόνη μου…
Η σπουδαία ποιήτριά μας
Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ έλεγε πως η ποίηση, το ποίημα είναι η πληγή. Για εσάς τι
είναι ποίηση;
Για εμένα είναι ίσως η μεγαλύτερη μορφή
ελευθερίας που ένιωσα στη ζωή μου. Ήταν κάτι το απελευθερωτικό όταν «ερχόντουσαν»
οι στίχοι και τους κατέγραφα. Όπως και όλη η περίοδος που πέρασα γράφοντας τα
σαράντα ποιήματα είχαν μια πνοή ελευθερίας …και μεγάλης έμπνευσης.
Ήταν καινούργιο υλικό…
Ναι. Δεν χρειάστηκε να καταφύγω στα
τετράδια με τις σημειώσεις που έχω για να γράψω στο μέλλον το μεγάλο μου μυθιστόρημα.
Δεν είχα καμία ανάγκη να καταφύγω σε αυτά. Ήταν σαν να άνοιξε μια πηγή που ήταν
κλειδωμένη, σαν να έσπασα τα δεσμά της προσωπικής μου φυλακής. Θυμάμαι πως εκείνη
την εποχή δίδασκα στην δραματική σχολή στα παιδιά του πρώτου έτους, το 3ο
Στάσιμο της τραγωδίας Βάκχες του Ευριπίδη: «Άραγε πότε σε ολονύχτιους χορούς /
Με πόδι λευκό θα αναπηδήσω / Με βακχικούς αναστεναγμούς / Του σώματος μου τους
κρυφούς / Κόλπους με δρόσο του αιθέρα θα γεμίσω; / Ελάφι μικρό να κυλισθώ στου
λιβαδιού τις ηδονές / Επάνω στις χλόες. Εξέφυγα από τις φυλακές…». Αυτό το
χορικό με τον ρυθμό και τις εικόνες του, ήρθε και με συνάντησε καθώς
παρατηρούσα τα λιβάδια της Θεσσαλίας.
Και είπα «να έσπαγα το παράθυρο και να πάω να κυλιστώ σε ένα λιβάδι τι μεγάλη
ελευθερία θα είναι.» Έτσι έγινε.
Και τελικά το σπάσατε το
παράθυρο.
Ναι, το «έσπασα» και έγινε ποίηση.
Κυλίστηκα με την κουρασμένη μου πλάτη στα λιβάδια της Θεσσαλίας!
![]() |
Με την Σοφία Φιλιππίδου στο Hunny Bunny στα Εξάρχεια | 31.10.2024 |
Σας παρακολουθώ
στα social και η αίσθηση που έχω
είναι πως δεν είναι παράξενο που σας βρήκε η ποίηση. Ο τρόπος που μαγειρεύετε,
που φτιάχνετε κόλλυβα κάποιο ψυχοσάββατο, ο τρόπος που φροντίζετε τα λουλούδια
ή τις γάτες σας είναι άκρως ποιητικός. Λες και η ποίηση ρέει μέσα σας.
Αντιλαμβανόμουν ότι έχω μια καλλιτεχνική-ποιητική
φύση. Προσπάθησα να κάνω τη ζωή μου τέχνη. Ήξερα ότι έχω μέσα μου το Διονυσιακό
στοιχείο…μια σεξουαλικότητα η οποία διοχετεύτηκε στο θέατρο, στην τέχνη
γενικότερα και στην ποίηση.
Και φτάσαμε σήμερα να
μιλάμε για τα «Σαράντα ποιήματα της Σοφίας Φιλιππίδου». Γιατί δώσατε αυτόν τον
τίτλο; Και γιατί 40 και όχι 41 που είναι και το σύνολο των ποιημάτων;
Όταν τα ποιήματά μου έγιναν 40 (ένας
μαγικός αριθμός που σηματοδοτεί κάποια πράγματα…τα 40 κύματα τα 40 παλικάρια
κλπ,) βρέθηκα σε ένα φιλικό ραντεβού με τον Γιώργο Χρονά ο οποίος πολύ γρήγορα
και άμεσα με απάλλαξε από το άγχος της έκδοσης γιατί μου είπε: "Σε δέκα
μέρες θα βγουν". Και αφού ετοιμαζόμασταν εγώ έγραψα ακόμα ένα ποίημα και
το έβαλα στο Facebook. Με πήρε λοιπόν ο
Χρονάς τηλέφωνο και μου λέει: "Καλά εμείς εκδίδουμε τα ποιήματά σου και
εσύ γράφεις ακόμα ποίηση;" Και συνέχισε: "Δεν πειράζει, στείλτο μου
και αυτό. Θα το βάλουμε αλλά δε θα αλλάξουμε τον τίτλο του βιβλίου, θα είναι το
μικρό μας τρικ".
Διαβάζοντας τα ποιήματά σας ένιωθα σαν να συμπληρώνω τα κομμάτια ενός ψηφιδωτού στο οποίο, όταν το ολοκλήρωσα, είδα τον θυμό, την απογοήτευση, την ειρωνεία, τον σαρκασμό, το Υπουργείο Πολιτισμού που σας γυρίζει την πλάτη, είδα τη Σοφία Φιλιππίδου. Η ποίηση, κατά τη γνώμη μου, είναι ένα άνοιγμα δικό μας στον κόσμο. Φοβηθήκατε καθόλου αυτή την έκθεση, το μοίρασμα;
Όχι, καθόλου. Αντίθετα, όπως είπα και στην
αρχή, είχα μια ενθουσιαστική χαρά. Αυτό ήταν το αίσθημα ειλικρινά. Είμαι πολύ
πιεσμένη στη ζωή, και στον χώρο της δουλειάς αυτολογοκρίνομαι, μιλάω με
αλληγορίες, με συμβολισμούς, προσπαθώ να είμαι ευγενική πιο καθώς πρέπει. Η ποίηση μου έλυσε την
γλώσσα. Είναι μεγάλη τέχνη και δύσκολη: είναι
ελευθερία.
Ήσασταν έτοιμη για την
ποίηση;
Εγώ ετοιμάζομαι συνέχεια. Είμαι παρούσα
και ανοιχτή στο ερχόμενο. Παρακολουθώ και παρατηρώ τους ανθρώπους, τη ζωή, τη
φύση, τον ουρανό, τα φαινόμενα διαβάζω… Έχω την αίσθηση ότι ζω μέσα σε ένα
μεγάλο θαύμα που είναι σε εξέλιξη και περιμένω να συμβεί και σε εμένα ένα
υποθαύμα, ας το πούμε έτσι. Είμαι πάρα πολλά χρόνια έτοιμη να μου συμβεί και
πιστεύω ότι έγινε. Ήμουν προετοιμασμένη. Δεν ήξερα πότε θα μου συμβεί, ούτε ότι
θα με βρει η ποίηση. Εγώ ήθελα να γράψω ένα μεγάλο μυθιστόρημα που θα το έλεγα
«Μεγάλο Κείμενο» επειδή δεν ήθελα να έχει την κλασική δομή μυθιστορήματος. Θα
άνοιγα τα τετράδια με τις σημειώσεις μου, που κρατάω χρόνια και θα έβαζα μια
στοιχειώδη δική μου διαδρομή. Αλλά η ιδέα με απωθούσε. Φοβόμουνα μήπως περάσω πάλι
την ασφυξία των περασμένων χρόνων με τις συγκρούσεις: μια ασφυκτική κατάσταση
μέχρι να βρω τον δρόμο μου. Έτσι λοιπόν προετοιμαζόμενη και ανοιχτή για να μου
συμβεί κάτι με βρήκε πιστεύω αυτό που είμαι ή αυτό που θα γίνω.
Συναντήσατε δηλαδή την
ποιητική σας φύση;
Νομίζω ναι, η οποία φύση μου από συστολή, από κόμπλεξ, από
σεβασμό και φόβο έμαθε να είναι ταπεινή.
Αγαπώ αλλά και φοβάμαι τους μεγάλους ποιητές και όλα τα μεγάλα, όλο
αυτό το βουνό και την σκιά του. Το λέω και δεν μπορώ να ανασάνω. Η σκιά που έπεφτε
πάνω μου και λόγω της ταπεινής μου καταγωγής
με καταπλάκωνε. Δεν πειράζει όμως, δεν
το λέω με παράπονο. Ήταν ο δικός μου δρόμος.
Είναι αυτό που λέγαμε
πριν, είναι όλη σας η ζωή έτσι, ποιητική.
Ναι, ήταν όλη μου η ζωή έτσι αλλά ζούσα κάτω από σκιές ανθρώπων τους οποίους λόγω της κλασικής μου παιδείας τους σεβόμουνα, κάποιους τους θαύμαζα, Τους αυθεντικά μεγάλους τους σέβομαι και τους εκτιμώ και σήμερα. Καθάρισε πλέον το μυαλό μου. Σήμερα γνωρίζω ποιοι είναι οι αυθεντικοί και ποιοι οι κατασκευασμένοι. Βγήκα από την σύγχυση. Ξέρω. Είχα πάρει πολύ σοβαρά τα ζητήματα θεάτρου, λογοτεχνίας, ποίησης. Όλα αυτά με έβαλαν στη φυλακή μου.
Μιας και μιλάμε για την
ένωση με την ποιητική σας φύση θα ήθελα να κάνουμε και μια αναφορά στο εξώφυλλο
του βιβλίου που δημιούργησε ο Κώστας Φωτόπουλος το οποίο μου δημιουργεί μια
αίσθηση ένωσης.
Ο Κώστας Φωτόπουλος είναι εικαστικός και «εκθέτει»
σήμερα, από επιλογή του, όλα αυτά που κάνει στην δική του στήλη στο Facebook. Μέσα στα δικά του φτιάχνει συνθέσεις και
με το πρόσωπό μου. Το εξώφυλλο λοιπόν και το οπισθόφυλλο είναι δικά του. Στείλαμε
στον Γιώργο Χρονά δέκα εξώφυλλα και εκείνος διάλεξε τα συγκεκριμένα που
δείχνουν το πρόσωπό μου σε μια ηλικία τριάντα χρόνια πίσω.
Γυρίζω ξανά στα ποιήματα
στα οποία εκτός από δικά σας βιώματα συναντάμε και γεγονότα που μας
«γονάτισαν». Ο πνιγμός Αντώνη στον Πειραιά, τα Τέμπη, οι φωτιές… Τι πάει λάθος,
κυρία Φιλιππίδου, και ποια θεωρείτε ότι είναι η μεγαλύτερη παθογένεια της
κοινωνίας μας;
Τι πάει λάθος; Νομίζω είμαστε μέσα σε ένα
ποτάμι το οποίο έχει φουσκώσει και συμπαρασύρει ό,τι βρει μπροστά του: ξύλα,
δέντρα, λάσπη, ζώα πεθαμένα. Δεν προβλέψαμε αυτό που μπορεί να γίνει, αυτό το
μαθηματικά απλό: ότι αν ζούμε έτσι, θα υπάρχουν συνέπειες. Σαν να μην έχουμε
επαφή με τις πράξεις μας. Μπαίνουμε στη ροή της ζωής, στο ποτάμι που δεν έχει
επιστροφή. Μετά έρχονται οι ανάγκες, και μπαίνει το χρήμα σαν αξία μέτρησης. Παραμερίζονται
όλες οι σταθερές αξίες και μετράμε τα
εισιτήρια, το χρήμα, το προσωπικό συμφέρον …θέλουμε γρήγορα να γίνουμε κάτι που
να πουλάει. Πάει το ποτάμι πάμε και εμείς. Όταν δούμε δίπλα μας τα
τουμπανιασμένα μουλάρια είναι αργά…
Δεν προλαβαίνουμε και
δεν είμαστε σε επαφή… Μπορούμε να πούμε πως αυτό είναι ένα σχέδιο που
εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα;
Δεν είμαστε σε επαφή με τον εαυτό μας νομίζω
και τις απλές ανάγκες μας. Στο θέατρο η αξία είναι τα εισιτήρια, στα βιβλία οι πωλήσεις και το
κέρδος. Στην ζωή η εξωτερική εμφάνιση και ο πλούτος. Αυτές είναι οι μονάδες
μέτρησης της επιτυχίας. Επιτυχία δεν είναι οι δέκα ευτυχισμένοι θεατές αλλά ο αριθμός των
εισιτηρίων. Στη συνείδηση των νέων ανθρώπων έχει περάσει ότι επιτυχία είναι
κάτι που μετατρέπεται σε χρήματα. Προσωπικά διάλεξα τον δρόμο που διδάχτηκα,
τον κλασικό δρόμο, ότι δηλαδή χτίζουμε σιγά σιγά και ξεκινάμε από τα θεμέλια.
Σήμερα υπάρχουν νέοι οικονομικά ανεξάρτητοι (νεόπλουτοι) που πιστεύουν ότι η
ζωή ξεκινάει από τη στιγμή που γεννήθηκαν αυτοί οι ίδιοι. Ποιοι ήταν πριν από
αυτούς, οι πρόγονοι, από πού ήρθαν, αν ήταν πρόσφυγες, δεν τους ενδιαφέρει. Όλα
αυτά μένουν εκτός πλαισίου. Επομένως νομίζω αυτή η μετέωρη γενιά που δεν θέλει
να ξέρει τίποτα από το παρελθόν γιατί τους χαλάει την μακαριότητα σε συνάρτηση
με την κρίση πάσχει από τη φύση της γιατί δεν έχει ρίζες.
Εσείς διαλέξατε έναν
δρόμο λίγο επικίνδυνο, με ρίσκο. Κάνατε επιτυχία με επικίνδυνους ρόλους που
όμως δεν κατάφεραν να "καταπιούν" την προσωπικότητά σας.
Να μην ξεχάσουμε να πούμε ότι έκανα πρώτα
15 χρόνια ομαδικό θέατρο στη Θεσσαλονίκη. Αυτή ήταν η προίκα μου όταν κατέβηκα
στην Αθήνα . Ήξερα ότι πρέπει να
δουλεύουμε μαζί για να πετύχουμε έναν στόχο. Αν στο θέατρο δεν είμαστε μαζί,
δεν γίνεται. Μετά βέβαια, όταν ήρθα στην Αθήνα, δούλεψα σε μεγάλα σχήματα γιατί
«πουλούσα» και είχα μεγάλη ζήτηση και έκανα αυτά που λέτε.
Δεν κατάφεραν λοιπόν να
σας "καταπιούν" αυτοί οι ρόλοι. Και από τα μεγάλα θέατρα πήγατε στα
μικρά. Σε μια δύσκολη εποχή εκδίδεται ποίηση. Μεγάλες και καθοριστικές
αποφάσεις. Ήταν εύκολες;
Κάθε φορά πάντως που έφευγα από κάπου
προκειμένου να αλλάξω τη μοίρα ή τη ζωή μου, την πορεία μου, έμπαινα σε
στενότερο δρόμο και μπορώ να πω ότι αντιστάθηκα πολλές φορές. «Κάθισα» σπίτι
μου, όταν η αγορά ήθελε να με τυποποιήσει βάζοντάς με να κάνω το ίδιο, κάτι
κατώτερο ή κάτι το οποίο δεν ανταποκρινόταν στην αξία μου. Είχα συνείδηση της
αξίας μου. Δεν ήξερα πόσο κάνει αυτό σε χρήμα αλλά ήξερα ποια είμαι. Δεν
μπορούσα να ευτελίζομαι ή να δέχομαι κατώτερα πράγματα από την ποιότητα μου.
Και όχι, αυτό δεν είναι οικονομικό. Δεν έχει να κάνει με τα χρήματα. Έχει να
κάνει μόνο με το να διασφαλίσω την προσωπικότητά μου, αυτό που είμαι και το
κάλεσμα που είχα απέναντι στην Τέχνη. Κι έτσι πολλές φορές έχω καθίσει σπίτι
μου για μεγάλα διαστήματα. Χωρίς όμως να μένω άπραγη. Διάβαζα, έκανα δεκαπέντε
χρόνια δωρεάν φοιτητικό θέατρο, καλυτέρευα τον εαυτό μου. Οπότε δεν με
ενδιέφερε το ρίσκο. Ή θα πήγαινα στην κατάθλιψη ή θα έφευγα. Ζύγισα τα πράγματα
και είδα πως αν πήγαινα προς τα εκεί που ήθελε η αγορά θα έχανα τον προορισμό
μου. Ήμουν ικανή να εγκαταλείψω και το θέατρο προκειμένου να μην ευτελίσω τη
δουλειά μου. Κι έτσι έφυγα χωρίς να με ενδιαφέρει το ρίσκο.
Σαν ένα κοστούμι που δε
φορέσατε, σαν μια ταυτότητα που πετάξατε στα σκουπίδια. Πιστεύετε ότι ο χώρος,
το σύστημα, η αγορά σας το έχει συγχωρέσει;
Νομίζω η αγορά πάντα βρίσκει υποκατάστατα,
δεν την ενδιαφέρει. Δεν μπορεί να βγάλει από εμένα λεφτά, θα βγάλει από κάπου
αλλού.
Δεν επενδύει σε
ανθρώπους.
Δεν επενδύει, ας πούμε, σε μια «παράξενη».
Το πολύ πολύ η αγορά να σου βγάλει ένα παρατσούκλι και να προχωρήσει στον επόμενο. Δεν θες εσύ, σηκώνει
το τηλέφωνο και παίρνει την επόμενη. Δεν έχει τέτοια βάσανα. Δεν την ενδιαφέρει
αν καταφύγει σε κάτι που δεν λέγεται Φιλιππίδου αλλά κάπως αλλιώς. Η δουλειά να
γίνεται.
Πάντως ο κόσμος δεν
έφυγε από δίπλα σας. Τα ποιήματά σας σήμερα μπήκαν στη 2η έκδοση. Τελικά ο κόσμος
έχει κριτήριο, ένστικτο;
Όχι, ο κόσμος δεν έφυγε από δίπλα μου.
Νομίζω ότι ο κόσμος καταναλώνει τα πράγματα αλλά ξέρει. Αν έφαγε κάτι και
πονάει το στομάχι του ξέρει ότι δεν ήταν
καλό. Μπορεί να το φάει ξανά γιατί λιγουρεύεται το βρόμικο, το πικάντικο, αλλά
στο βάθος ξέρει ότι αυτό που κάνει στον εαυτό του δεν είναι καλό. Έτσι είναι
και με το θέατρο. Υπάρχει μια μεγάλη γκάμα θεαμάτων που μερικά
ψυχαγωγούν, μερικά σε διασκεδάζουν, μερικά σε βάζουν σε σκέψεις, οι μεγάλοι
συγγραφείς σε προβληματίζουν. Πάντως για να αλαφρύνουμε την κουβέντα, μετά από
όλες τις περιπτώσεις ακολουθεί μια ταβέρνα. Είτε είμαστε στην Επίδαυρο είτε
είμαστε στο Άλσος μετά ακολουθεί μια ταβέρνα. Άρα εκεί παίζεται το παιχνίδι, σε
ποια ταβέρνα θα πάμε μετά (γέλια).
Εκτός όμως από το
βιβλίο, ο κόσμος, σας ακολουθεί και στα social.
Ναι. Και στο TikTok στο οποίο μπήκα
επειδή πάντα μου λένε στο δρόμο «Δε σε βλέπουμε και μας λείπεις». Εδώ που τα
λέμε έχω να κάνω τηλεόραση 20 ή 30 χρόνια και ο κόσμος με αγαπάει μέσα από τις
επαναλήψεις. Πολύ μεγάλη αγάπη. Και επειδή το TikTok προσφέρεται για μικρά
βιντεάκια σκέφτηκα να το χρησιμοποιήσω. Η αγάπη λοιπόν που παίρνω από εκεί μέσα
είναι απίστευτη. Όπως και τα λόγια που μου γράφουν.
Νιώθετε ευλογημένη για
αυτό;
Πάρα πολύ. Είναι η δύναμή μου. Από τη μια
δηλαδή υπάρχει ένας κόσμος που με αγαπάει και από την άλλη ένα Υπουργείο
Πολιτισμού που δεν με θέλει. Είναι απίστευτο.
Τι συμβαίνει με το
Υπουργείο Πολιτισμού, κυρία Φιλιππίδου, και απορρίπτει τις προτάσεις σας;
Δεν ξέρω. Ίσως έχω γίνει και γραφική με το
να λέω ότι με απορρίπτει το Υπουργείο Πολιτισμού.
Πάντως δεν μπορεί να μην
γνωρίζουν τη δουλειά σας και την καλλιτεχνική σας αξία.
Αποκλείεται να μην με ξέρουν. Και η
επιτροπή γνωρίζει ποια είμαι. Απλώς δεν συναλλάσσομαι. Και θα ήθελα κανείς να
μην το κάνει. Να υπάρχει διαφάνεια. Να στέλνουμε όλοι τις προτάσεις μας και να
καθόμαστε σπίτι μας και να περιμένουμε. Εδώ όμως γίνεται φοβερό πανηγύρι από
πίσω στο οποίο δεν καταδέχομαι να συμμετέχω. Οι αιτήσεις δηλαδή που κάνουμε
είναι αστεία πράγματα. Έτσι καταλαβαίνω. Τώρα τι συμβαίνει με την περίπτωσή
μου, ειλικρινά, νομίζω θέλει δημοσιογραφική έρευνα. Έπρεπε να έχω έναν καλό
δικηγόρο, να κάνω ενστάσεις, να βάλω κάτω τις προτάσεις με τις αναλύσεις που
έχω κάνει: ανάπτυξη οράματος στα έργα που έχω προτείνει, μεταφράσεις νέων έργων
από τα Γερμανικά, να δούμε γιατί όλο αυτό το εύρος δουλειάς που με τόση αγάπη
και πρωτοτυπία καταθέτω, απορρίπτεται.
Και η αιτιολογία ποια
είναι, κυρία Φιλιππίδου;
Ότι
δεν πληρώ τις προϋποθέσεις και δεν έχω αναπτύξει επαρκώς το όραμά μου, αυτή
είναι η απάντησή τους. Είναι γελοίο. Συμβαίνει κάτι που μοιάζει με τιμωρία χωρίς
να ξέρω τι έχω κάνει και με τιμωρούν.
Μήπως είναι το τίμημα
για την πορεία που ακολουθήσατε;
Ίσως. Μπορεί να μην είμαι αρκετά
υποτακτική. Πάντως όλο αυτό με το Υπουργείο από τη στιγμή που άρχισε να με
κόβει με πήγε πιο βαθιά και με έκανε καλύτερη. Έχω κάνει τα βιβλία μου, τα
ποιήματά μου, 4 παραστάσεις στο Μαγαζάκι της Τέχνης, τα σεμινάρια μου. Προχώρησα
την τέχνη μου, μπορεί να θυμώνω αλλά δεν
με πήρε από κάτω. Η απόρριψη έγινε θύελλα και ορμή για εμβάθυνση και
ευρηματικότητα. Βρήκα τρόπους να υπάρχω καλλιτεχνικά και να εκφράζομαι.
Στο Μαγαζάκι της Τέχνης
ετοιμάζεται καινούργιο έργο, σωστά;
Πήρα τέτοια δύναμη από τα ποιήματα μου και
την αποδοχή που είχαν που σκέφτηκα να
ασχοληθώ πιο σοβαρά με το θεατρικό έργο. Όπως είναι γνωστό έχω παίξει τις
«Ευτυχισμένες μέρες» και ασχολήθηκα πολύ με το σουρεαλιστικό θέατρο και το
θέατρο του παραλόγου έτσι σκέφτηκα να γράψω κάτι σε σχέση με τον
Μπέκετ και το ερημικό τοπίο, το «τίποτα». Ομολογώ ότι κουράστηκα πολύ. Οι χαρακτήρες που δημιούργησα εγκαταστάθηκαν μέσα
μου και το μυαλό μου δεν μπορούσε να
πάρει ανάσα. Οι χαρακτήρες είναι βρικόλακες που σου ρουφάνε το αίμα (γέλια).
Από τον Μάιο λοιπόν που άρχισα να γράφω, ξυπνούσα και κοιμόμουν αγκαλιά με τους ήρωες μου. Εκεί που με ρίχνανε κάτω
με την πάλη μου μαζί τους και με κάνανε να κλαίω οι ίδιοι μου έδιναν δύναμη να
συνεχίσω. Εφιαλτικό.
Δύσκολο εγχείρημα…
Ναι, καταπιάστηκα με ένα δύσκολο θέμα κάτι φιλόδοξο και τολμηρό. Όχι να αναμετρηθώ, καθόλου, αλλά να συνομιλήσω με τον Μπέκετ, με το θέατρο του παραλόγου, με το θέμα της ερημιάς, με το τίποτα. Τι γίνεται μετά, τι είμαστε, πού πάμε. Με το μεγάλο υπαρξιακό ζήτημα που έχει απασχολήσει την φιλοσοφία. Ήθελα να συνομιλήσω λοιπόν με αυτό και ειδικά με τον Μπέκετ και το «Περιμένοντας τον Γκοντό». Τι είναι αυτό που περιμένουν οι δυο χαρακτήρες και ποιος είναι ο Γκοντό! Έβαλα λοιπόν κι εγώ τους ήρωες μου σε ένα τέτοιο τοπίο από εκεί και πέρα έβαλα τα δυνατά μου για να τα βγάλω πέρα όπως σας είπα. Τώρα λοιπόν με βρίσκετε στα σεμινάρια μου πάνω στον Μπέκετ, και όταν ολοκληρωθούν θα ετοιμάσω έναν θίασο και θα ανεβάσουμε αυτό το έργο.
Αυτές οι ομάδες που δημιουργείτε τι σας
δίνουν και τι πιστεύετε ότι δίνετε εσείς σε αυτά τα παιδιά;
Αυτά τα παιδιά, όλο και
πιο πολύ, έρχονται με πίστη, με αφοσίωση. Με επιλέγουν. Δεν είναι «Ας πάμε από
εκεί να δούμε τι γίνεται». Έχουν κάνει έρευνα, έχουν δει τη δουλειά μου, τις
παραστάσεις, έχουν ακούσει, έχουν μάθει, ξέρουν, δεν είναι τουριστική η
επίσκεψή τους. Η πίστη τους και η εμπιστοσύνη τους μου δίνουν δύναμη να
μεταφέρω όλη τη γνώση μου για το θέατρο, να βοηθήσω το κάθε ένα από τα παιδιά
που με εμπιστεύονται να απελευθερωθούνε και να αγωνιστούν με χαρά. Πιστεύω ότι
υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται για στον
δικό μου δρόμο και τρόπο. Ξέρουν ότι υπάρχει και εκείνο αλλά υπάρχει και το
άλλο. Δεν πρέπει να κυριαρχήσει η άποψη ότι δεν γίνεται αλλιώς και η ευκολία
του «τι να κάνουμε όλα έτσι γίνονται.» Όχι δεν γίνονται όλα μόνο έτσι. Είναι πολύ
ενθαρρυντικό που υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν σε αυτό που έχω κάνει και
επιθυμούν να το ακολουθήσουν. Δεν θα τρελαθούμε, και δε θα σκάσουμε που δίπλα
μας αστράφτει και βροντάει η παρέλαση των επιτυχημένων «πρωταγωνιστών» σε όλους
τους τομείς και εμείς είμαστε οι φτωχοί
συγγενείς. Όχι δεν είμαστε καθόλου. Περπατάνε αυτοί καμαρωτοί από κει και εμείς
περπατάμε απέναντι λαμπεροί χαρούμενοι
αυθεντικοί και όμορφοι.
Από την κουβέντα που
κάνουμε καταλαβαίνω ότι αυτό που τους δίνετε εσείς, εκτός από γνώση και
εμπειρία, είναι ελπίδα.
Είναι η πίστη ότι
υπάρχει και αυτός ο δρόμος. Είναι λίγο στενός, διαφορετικός αλλά έχει
λουλούδια, φυτά, έχει ζωή, μια κατσαρόλα που βράζει, ανθρώπους αυθεντικούς,
είναι φωτεινός δρόμος και έχει χαρά μέσα. Κυρίως έχει χαρά. Έχει και κόπο,
μόχθο, αγωνίες όλα τα ανθρώπινα αλλά αν πούμε ότι η ζωή μας είναι ένα αέναο
ταξίδι ευρέσεως της ευτυχίας, έρχονται στιγμές που φυσάει ένα αεράκι και
σηκώνει ελαφριά την κουρτίνα. Αυτό είναι ευτυχία! Άλλοι θεωρούν ευτυχία μια φωτογραφία που θα ανεβάσουν
στο instagram και θα πάρει 10.000 likes και άλλους τους πνίγει η ευτυχία ξαφνικά επειδή
είδαν ένα λουλούδι στο μπαλκόνι ή μετά την ανάγνωση ενός βιβλίου ή επειδή κάτι
τους έκανε το παιδί τους ή κάτι κατάφεραν,απλό αλλά ουσιαστικό. Αυτό δεν μας κάνει
διαφορετικούς ή σπουδαίους. Μας κάνει να είμαστε σε ισορροπία με τον εαυτό μας.
Εγώ αυτό νομίζω είναι η μεγάλη ευτυχία. Η στιγμή που είσαι σε ισορροπία με τον
εαυτό σου, με αυτό που είσαι, με τον σύντροφο σου, με το παρελθόν σου, με τους
προγόνους, με τους φίλους που έχεις επιλέξει και δεν προσπαθείς να κατακτήσεις
συνέχεια κάτι που δεν αγαπάς αλλά πρέπει να το κάνεις επειδή σου το επιβάλει η
κοινωνία.
Αυτές οι συζητήσεις
έχουν τον τίτλο «Συναντήσεις Στην Πόλη». Τι αγαπάτε και τι δεν αντέχετε στην
Αθήνα;
Για όλη την Αθήνα δεν μπορώ να μιλήσω γιατί δεν την έχω ζήσει. Έχω μια τάση να κλείνομαι στη γειτονιά. Μπορώ λοιπόν να σας μιλήσω για τα Εξάρχεια και ίσως για την Ακρόπολη που βλέπω λοξά, πολύ μακριά, παρηγορητικά από το μπαλκόνι μου. Κάθε πρωί βγαίνω στο μπαλκόνι, βλέπω την Ακρόπολη, τις γλάστρες μου, τις γάτες και μετά πάω για καφέ. Αυτό είναι το μέτρο για εμένα. Τα Εξάρχεια τα θεωρώ δεύτερη πατρίδα μου μετά την Ξηροκρήνη όπου γεννήθηκα. Τα Εξάρχεια τα επέλεξα. Ήθελα να είμαι πάντα εδώ. Με τράβηξε η φήμη των ποιητών, των λογοτεχνών, των αναρχικών που έζησαν εδώ και γράψανε την ιστορία. Ήθελα πάντοτε να βρω μια περιοχή όπου θα συναντάω ανθρώπους, ας πούμε, που ανήκουν στη σφαίρα της ποίησης, της λογοτεχνίας, των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Βέβαια έπεσα και πάνω σε όλα τα υπόλοιπα, τις εξεγέρσεις, τις φωτιές αλλά δεν έφυγα ποτέ. Και προσπαθώ να αγαπήσω τα βρώμικα πεζοδρόμια τα οποία δεν υποφέρονται άλλο. Κλείνω τα μάτια στα άσχημα.
Κυρία Φιλιππίδου σας ευχαριστώ πολύ για την κουβέντα μας.
Εγώ σας ευχαριστώ.
Έφυγε πρώτη από το μικρό
καφέ. Την είδα να περνά το δρόμο απέναντι και να χάνεται σε κάποιο στενό.
Ανάλαφρη, σαν αερικό, μια σπουδαία καλλιτέχνιδα με γνώση, θέση, αξίες. Η
κουβέντα μας μού άνοιξε πολλά παράθυρα και μπήκε φως. Τυχεροί οι άνθρωποί της,
οι μαθητές της, όσοι την συναναστρέφονται, σκέφτηκα καθώς άφηνα πίσω μου το
μικρό καφέ ενώ τα χείλη μου ψιθύριζαν τους τελευταίους στίχους από το ποίημά
της "Ήρεμα, αθόρυβα, ασταμάτητα ο χρόνος":
“…Μη φοβάσαι η ελπίδα
με κοντό φουστανάκι
Θα πηδάει πάντα τις
φωτιές του Αι Γιαννιού
Στις γειτονιές της
φανερωμένης αθωότητας
«Μαμά, μαμά, κοίτα μπορώ
και χωρίς σαμπρέλα»”
ΤΑ ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ της Σοφίας Φιλιππίδου, Σοφία Φιλιππίδου, εκδόσεις Οδός
Πανός
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου