Έξοδα ταξιδιού (μικρό πεζό)

 



Τον Τάκη τον είδα δυο μέρες πριν κρεμαστεί στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Μέναμε στην ίδια πολυκατοικία. Εγώ στον πρώτο. Εκείνος στον τρίτο. Συναντηθήκαμε στην είσοδο. Ήταν Κυριακή και έβγαινα να πάρω τις εφημερίδες μου. Φορούσε το καλό του κοστούμι. «Πάω να ανάψω ένα κερί στην εκκλησία» μου είπε.

Αυτές ήταν οι κουβέντες μας. Τι κάνεις; Πώς είσαι; Πάω να ανάψω το καντήλι της γυναίκας μου ή κερί στην εκκλησία. Και για πες μου ρε παιδί μου, εσύ που είσαι δημοσιογράφος και ξέρεις τα πράγματα από μέσα, είναι τόσο άσχημα τα πράγματα; Σε αυτή την τελευταία ερώτηση ο Τάκης με κοιτούσε πονηρά. Κι ύστερα μου χτυπούσε τον ώμο συνωμοτικά. Τι να σου πω ρε Τάκη, εγώ είμαι το καλλιτεχνικού, του απαντούσα και χωρίζαμε πνιγμένοι στα γέλια. Την γυναίκα του την έχασε πριν δύο χρόνια από καρκίνο. Στο συκώτι, στο στομάχι, παντού. «Δεν υπάρχει γυρισμός, αγόρι μου» μού είχε πει τότε σε μια από τις τυχαίες μας συναντήσεις στην είσοδο. Ούτε ερωτήσεις, ούτε γέλια. Για καιρό. Μέχρι που ο Τάκης σιγά σιγά βρήκε και πάλι τα πατήματά του. «Θέλω μια χάρη» μού είπε στην τελευταία μας συνάντηση. Παραξενεύτηκα. «Αύριο θα λείπω. Θα μείνω στης κόρης μου. Αν μπορείς δώσε το κλειδί στην Ελένη και πες της να συμμαζέψει λίγο το σπίτι. Κι αν έχει χρόνο, να μου φτιάξει γεμιστά που τα έχω επιθυμήσει». Πήρα το κλειδί του σπιτιού του, μαζί και έναν φάκελο με χρήματα, και του είπα να μείνει ήσυχος.

Η Ελένη έμενε στο ισόγειο της πολυκατοικίας με τις κόρες της. Ο άντρας της, την είχε παρατήσει όταν ήταν έγκυος στο τρίτο τους παιδί που όμως ο καημός δεν την άφησε να το φέρει στον κόσμο. Δούλευε ατελείωτες ώρες σε μια εταιρεία καθαρισμού αλλά για να συμπληρώνει το εισόδημά της, καθάριζε και σπίτια. Το ίδιο απόγευμα κατέβηκα στο ισόγειο και έδωσα το κλειδί στην Ελένη. Από εκείνη έμαθα αργότερα πώς έγιναν τα πράγματα.

Ο Τάκης ήταν άρρωστος. Καρκίνο και αυτός. Σε προχωρημένο στάδιο. Δεν άντεξε να παλέψει. Ο πόνος της γυναίκας του ήταν νωπός στην καρδιά του. Η εικόνα της να λιώνει μέρα με τη μέρα, ζωντανή στα μάτια του. Γιατροί, νοσοκομεία, χημειοθεραπείες, άγχος, τα κλάματα της κόρης του στην αγκαλιά του, δεν είχαν στεγνώσει από το μυαλό του. Δεν ήθελε ο Τάκης να της φορτώσει και τον δικό του σταυρό. Νιόπαντρη ήταν η κόρη του και με μωρό οχτώ μηνών. Δεν του πήγαινε η καρδιά. Τον φόρτωσε λοιπόν στην δική του πλάτη και έδρασε μυστικά.

Το σπίτι του και δυο χωραφάκια που είχε στο χωριό, τα έγραψε στον εγγονό του. Κάποια χρήματα στην τράπεζα που είχαν περισσέψει από τη θεραπεία της γυναίκας του, τα σήκωσε, τα έβαλε σε έναν φάκελο έξω από τον οποίο έγραψε τη λέξη Συγγνώμη και το όνομα της κόρης του, και τα έχωσε στο κομοδίνο.  Κράτησε μόνο κάποια για τα έξοδα της κηδείας του. Αυτά τα είχε σε ξεχωριστό φάκελο τον οποίο είχε ακουμπήσει δίπλα από το πιάτο με τα γεμιστά. Στο εξωτερικό του φακέλου είχε γράψει «Έξοδα ταξιδιού».    


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις