Ανάμνηση καλοκαιριού (μικρό πεζό)

 



Σίφνος, 21.08.2022

Στο νησί φτάσαμε στις δώδεκα. Το λεωφορείο για την Απολλωνία θα ξεκινούσε στις δύο. Κάτσαμε σε ένα μικρό καφέ του λιμανιού. Φάγαμε κι εσύ έτρεξες στη θάλασσα. Άρχισα να παρατηρώ τους ανθρώπους. Ντόπιους και τουρίστες. Τα διπλανά μαγαζιά. Κι ανάμεσά τους, σαν διαχωριστικά, σπίτια τα μπαλκόνια των οποίων ήταν μιαν ανάσα από τα κύματα που έβρεχαν την άμμο. Σε ένα τέτοιο μπαλκόνι είδα ένα νεαρό αγόρι. Όχι πάνω από δεκαπέντε ετών. Το αγόρι ήταν γυμνό από τη μέση και πάνω. Μπαινόβγαινε στο σπίτι. Άλλαζε θέσεις στις πλαστικές καρέκλες. Σκούπιζε. Πότιζε δυο γλάστρες τα φυτά των οποίων είχαν πεθάνει εδώ και καιρό. Προσπαθώ να καταλάβω. «Τακ – Τακ» ένας ήχος εκεί κοντά, τράβηξε το βλέμμα μου από το αγόρι. Μια κοπέλα πετούσε το μπαλάκι της στον τοίχο του διπλανού σπιτιού που έμοιαζε έρημο. Φορούσε το μαγιό της και είχε πιασμένα τα μαύρα σγουρά μαλλιά της. «Τακ – Τακ» το μπαλάκι. Μια στον τοίχο και μια στη ρακέτα. Μια στο αγόρι το βλέμμα μου και μια στο κορίτσι. Το αγόρι απτόητο συνέχιζε να τακτοποιεί, να σέρνει, να ποτίζει τα πεθαμένα φυτά. Το σταμάτησε το μπαλάκι που ξέφυγε και έπεσε στο μπαλκόνι του. Στο πέρασμά του παρέσυρε ένα ποτήρι που ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι. Το κορίτσι κοκκίνισε. Το αγόρι αγνόησε τον ήχο, τα γυαλιά και χαμογέλασε. Το κορίτσι πλησίασε. Το αγόρι κρεμάστηκε από το μπαλκόνι για να της δώσει το μπαλάκι. Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Κάπως αντίστροφα. Έρωτας όμως. Η ώρα πέρασε. Αφήσαμε πίσω μας το μικρό καφέ και τραβήξαμε για τη στάση του λεωφορείου. Καθώς βγαίναμε από το λιμάνι ξανά το αγόρι και το κορίτσι. Αυτή τη φορά σε ένα παγκάκι δίπλα στη θάλασσα. Το αγόρι είχε περάσει το χέρι του στο λαιμό της. Το κορίτσι είχε ακουμπισμένο το κεφάλι της στον ώμο του. Πάνω από τα κεφάλια τους ο θεός του Έρωτα γελούσε δυνατά.  


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις