Ο κόμπος (μικρό πεζό)

 


Καλοκαίρι. Ήμουν δέκα ετών. Το θυμάμαι γιατί τον επόμενο χειμώνα πέθανε ο πατέρας. Μεσημέρι. Καθόμουν στην αυλή του σπιτιού και με ένα ξύλο σκάλιζα το χώμα. Προσπαθούσα να γεμίσω τον χρόνο μου μέχρι να ξυπνήσει η γειτονιά. Πρώτη θα έβγαινε η Ελένη σέρνοντας την πλαστική της καρέκλα. Μετά η Νίκη κουβαλώντας μαζί το πλεκτό της. Τελευταία η Ευγενία κρατώντας την πρωινή εφημερίδα του άντρα της. Με το που καθόταν η Ευγενία στο πεζούλι άρχιζε να βομβαρδίζει τις άλλες με ειδήσεις από τον κόσμο. Κι αν τολμούσε καμιά και την αμφισβητούσε άνοιγε την εφημερίδα και της διάβαζε το άρθρο. Όμως ακόμα ήταν πολύ νωρίς για όλα αυτά. Η γειτονιά ήταν βουτηγμένη στην ησυχία του μεσημεριού κι εγώ σκάλιζα το χώμα της αυλής. Ώσπου ένας θόρυβος, πίσω από τις πρασινάδες της μάνας, τράβηξε την προσοχή μου.

Άφησα το ξύλο και κρατώντας την ανάσα μου πλησίασα. Ένα περιστέρι είχε μαζευτεί κουβάρι στη ρίζα της βερικοκιάς. Το πήρα στα χέρια μου. Άρχισα να του χαϊδεύω το κεφάλι για να του διώξω τον φόβο. Δεν φαινόταν πληγωμένο ωστόσο δεν μπορούσε να πετάξει. Αυτό το διαπίστωσα όταν το άφησα πάνω στο τραπέζι της αυλής κι εκείνο άνοιγε μόνο το ένα του φτερό. Το άλλο το κρατούσε κολλημένο στο σώμα του.

Πήγα το περιστέρι στη μάνα. Άρχισε να ουρλιάζει. Ποτέ δεν ήθελε ζώα στο σπίτι η μάνα. Άρχισα να κλαίω. Με λυπήθηκε. Πήρε το νήμα που έπλεκε. Έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι. Βγήκαμε στην αυλή. Την μια άκρη του νήματος την έδεσε στη βερικοκιά. Την άλλη, αφού έφτιαξε μια θηλιά, την πέρασε στο πόδι του περιστεριού και την έσφιξε τόσο ώστε να δημιουργηθεί ο κόμπος.

Για ώρες το περιστέρι δεν σάλευε από την ρίζα της βερικοκιάς. Μετά άρχισε τα πέρα δώθε. Στην αρχή διστακτικά. Μετά με μανία. Ήθελε να το σκάσει όμως ο κόμπος της μάνας ήταν γερός.

Τις επόμενες ημέρες έδινα στο περιστέρι νερό, σκουλήκια και ντομάτα. Το περιστέρι δυνάμωσε και την τέταρτη μέρα άνοιξε και τα δυο φτερά του. Πετούσε μέχρι εκεί που έφτανε το νήμα. Το τέντωνε. Το τσιμπούσε με το ράμφος του. Να το σπάσει. Να το κόψει. Στο πόδι του είδα μια πληγή. Ο κόμπος της μάνας κόκκινος από το αίμα. «Δεν θα πας πουθενά. Η μάνα ξέρει από κόμπους όσο κανείς» του ψιθύρισα. Την επόμενη μέρα όμως το λυπήθηκα. Το πήρα στα χέρια μου και πολύ προσεκτικά έκοψα με το ψαλίδι τον κόμπο.

Ανέβηκα στην ταράτσα του σπιτιού. «Πάρε με μαζί σου» του είπα και το πέταξα ψηλά. Το περιστέρι άνοιξε τα φτερά του χωρίς να κοιτάξει ούτε για μια στιγμή πίσω. «Αχάριστο πουλί» φώναξα και άρπαξα ένα μισοσπασμένο τούβλο. Αστόχησα.

Έτρεξα στην αγκαλιά της μάνας μου. «Έφυγε» της είπα και με πήρε το παράπονο. «Μην στεναχωριέσαι. Εσύ έχεις εμένα» μου είπε και με χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι. Παραξενεύτηκα γιατί η μάνα δεν συνήθιζε τέτοια πράγματα. Αποκοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα ένιωσα κάτι να με ενοχλεί στο πόδι μου. Πέταξα το σεντόνι. Ένα κόκκινο νήμα ήταν περασμένο στον αστράγαλό μου. Στην άκρη του αναγνώρισα τον κόμπο της μάνας.   


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις