Ο μύλος (μικρό πεζό)

 



Στο διπλανό χωριό υπήρχε ένας μύλος. Πιο συγκεκριμένα τα απομεινάρια ενός μύλου. Πέτρινοι μισογκρεμισμένοι τοίχοι, μια σιδερένια κατασκευή, η οποία, τώρα που το σκέφτομαι υποθέτω, βοηθούσε το νερό να φτάσει ως εκεί ώστε να γυρίσει η μυλόπετρα και να αλέσει το σιτάρι ή το καλαμπόκι. Στον ένα τοίχο που είχε καταφέρει να μείνει όρθιος, υπήρχε ένα παράθυρο. Τότε δεν έφτανα να δω. Έτσι, φανταζόμουν πως μέσα στα χαλάσματα υπήρχε ένας κοντός, με φουσκωμένη κοιλιά, παχύ μουστάκι και με ταλαιπωρημένα ρούχα, πασπαλισμένα με αλεύρι, γεράκος που έκανε κουμάντο.

Δίπλα στον μύλο υπήρχε ένα ποτάμι. Μια ξύλινη, στενή γέφυρα ένωνε τον μύλο με την απέναντι όχθη. «Πάμε μέχρι τη γέφυρα;» λέγαμε με τα παιδιά της γειτονιάς όταν είχαμε εξαντλήσει όλα τα παιχνίδια και τη φαντασία μας.

Φοβόμουν να περάσω τη γέφυρα. Κουνιόταν και τα ξύλα της ήταν σάπια. Σε ορισμένα σημεία υπήρχαν μεγάλα κενά και για να περάσεις έπρεπε να πατήσεις στα πλαϊνά σύρματα. Φοβόμουν όμως ο παιδικός εγωισμός δεν μού επέτρεπε να το βάλω κάτω. Έσφιγγα τα δόντια τόσο που με πονούσαν. Έσφιγγα τις παλάμες μου στα σύρματα της γέφυρας τόσο που κοκκίνιζαν. Όμως περνούσα στην απέναντι όχθη.

Τα καλοκαίρια το ποτάμι δεν είχε πολύ νερό. Λίγο πιο πάνω από τη μέση της γάμπας έφτανε. Κάποιες φορές βουτούσαμε με την παρέα και προσπαθούσαμε να πιάσουμε κάτι μικρά ψάρια τα οποία κολυμπούσαν στο ποτάμι και όταν μας έπαιρναν χαμπάρι κρύβονταν κάτω από τις λευκές πέτρες.

Μετά το πέρασμα της γέφυρας και το ψάρεμα, σειρά είχε η εξερεύνηση. Οι θησαυροί που ανακαλύπταμε αποτελούνταν κυρίως από κουτάκια αναψυκτικών και μπουκάλια απορρυπαντικών μισοθαμμένα στη λάσπη. Και κάτι ταλαιπωρημένα μπαλόνια που αργότερα κατάλαβα ότι ήταν προφυλακτικά, σκορπισμένα σε απόμερες γωνιές που δύσκολα έφτανες ως εκεί.

Σε μια τέτοια γωνιά, μια παρέα παιδιών που δεν ήξερα ούτε γνώρισα ποτέ, μια μέρα, ανακάλυψε το πτώμα μιας νεαρής κοπέλας. «Θα σου κόψω τα πόδια αν πας ξανά εκεί» ούρλιαξε η μάνα όταν το νέο μεταδόθηκε από την τηλεόραση. Δημοσιογράφοι και παρουσιαστές ειδήσεων έκαναν λόγο για έγκλημα πάθους. Από τότε κανένα παιδί δεν είπε «Πάμε μέχρι τη γέφυρα;».

Είχαν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια όταν βρέθηκα ξανά εκεί. Τυχαία. Έβγαλα το κινητό και τράβηξα μια φωτογραφία. Από τη γέφυρα είχαν μείνει μόνο τα σύρματα. Τον μύλο τον είχαν πνίξει τα χόρτα. Μόνο ο τοίχος με το παράθυρο αντιστεκόταν. Πλησίασα. Μπορούσα πια να κοιτάξω μέσα. Δεν είδα πουθενά τον γεράκο με το παχύ μουστάκι και τα πασπαλισμένα από αλεύρι ρούχα. Ίσως έφυγε μετά το έγκλημα, σκέφτηκα. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις