Είδα την παράσταση «42497» στο Θέατρο ΗΒΗ

 


Δεν θυμάμαι πόσο καιρό είχα να βρεθώ σε μια θεατρική αίθουσα. Να νιώσω τη γλυκιά αναμονή όσο περιμένεις στο φουαγιέ, τη μαγεία τη στιγμή που κάθεσαι στη θέση σου και ακούγεται το τρίτο κουδούνι, την αγωνία όταν σβήνουν τα φώτα. Κι ύστερα άνθρωποι ντυμένοι τον ρόλο τους να σε βάζουν σε έναν άλλο κόσμο, σε μια ιστορία του χθες, του σήμερα, του αύριο, μια ιστορία που δεν έχεις ζήσει, μια ιστορία που ίσως δεν υπήρξε ποτέ και που απλά την δημιούργησε το μυαλό κάποιου συγγραφέα που του περίσσευαν φαντασία, λέξεις και βιώματα. Το μόνο που ήξερα τη στιγμή που περνούσα το κατώφλι του ΗΒΗ για να παρακολουθήσω την παράσταση «42497» του Γιώργου Καπουτζίδη ήταν πως όλα αυτά μου είχαν λείψει πολύ.

Όχι, δεν έψαξα, δεν διάβασα, δεν ενημερώθηκα. Η απόφαση για να παρακολουθήσω τη συγκεκριμένη παράσταση πάρθηκε εύκολα κι αυτό γιατί ο δημιουργός της είναι ένας άνθρωπος που εκτιμώ για πολλά πράγματα. Πάνω από όλα για το ταλέντο του στο γράψιμο. Ο Καπουτζίδης ως ηθοποιός δεν με έπεισε ποτέ.  Ούτε ως Χοσέ στις Σαββατογεννημένες, ούτε ως Σπύρος στο Παρά Πέντε, ούτε ως Χρήστος Μελίτης στην Εθνική Ελλάδος. Μιλώ για τις 3 πρώτες τηλεοπτικές του δουλειές τις οποίες παρακολουθούσα με μανία στη μικρή οθόνη. Και μπορεί το υποκριτικό του ταλέντο να μην με εντυπωσίασε ποτέ, το ταλέντο του όμως με τις λέξεις, η ικανότητά του να δημιουργεί ιστορίες, ο ανάλαφρος (ή και όχι πάντα) τρόπος του να περνά σημαντικά μηνύματα με άφησαν αρκετές φορές με το στόμα ανοιχτό.  Και όχι, όταν αποφάσισα να παρακολουθήσω τη δεύτερη θεατρική του προσπάθεια δεν είχα στο μυαλό μου τις Σαββατογεννημένες, το Παρά Πέντε, την Εθνική Ελλάδος. Το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν το ταλέντο του Καπουτζίδη με τις λέξεις και ήμουν σχεδόν σίγουρος πως η νέα ιστορία που είχε να μας αφηγηθεί θα μου άρεσε. Δυστυχώς  όμως έπεσα έξω.

Στη νέα ιστορία του Γιώργου Καπουτζίδη οι ήρωες ζουν κάτω από την επιφάνεια της γης μιας και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να επιβιώσουν. Η επιφάνεια, ο πάνω κόσμος, είναι πια απαγορευτικός εξαιτίας των επιλογών του ανθρώπου τα προηγούμενα χρόνια. Σε αυτή τη νέα κοινωνία κυριαρχεί η αποξένωση. Το συναίσθημα, η επαφή μεταξύ των μελών της δεν έχουν θέση. Οι άνθρωποι δεν έχουν ονόματα. Δεν έχουν μνήμες. Ζουν μέσα σε κυψέλες. Ακολουθούν πιστά τους κανόνες που θέτει η Ανώτερη Αρχή. Τηρούν τα προβλεπόμενα. Είναι απλά αριθμοί που κουβαλούν όμως συμπεριφορές και πιστεύω. Ο αριθμός 8 (Δημήτρης Γκοτσόπουλος) αντιπροσωπεύει το καλό. Ο αριθμός 3 (Ανθή Σαββάκη) εκπροσωπεί την εξουσία και την σκληρότητά της. Πλάι στον 8 και στην 3 κι άλλοι αριθμοί, κι άλλοι άνθρωποι. Διψασμένοι. Κάποιοι για αγάπη και για αποδοχή. Κάποιοι για εξουσία. Ξεχωριστό ρόλο σε αυτή την κοινωνία έχει ο αριθμός 5 (Κατιάνα Μπαλανίκα). Είναι ο μοναδικός αριθμός που έχει μνήμες από την παλιά ζωή. Είναι ο αριθμός που συνδέει το χθες με το σήμερα. Είναι ο αριθμός που στο λίγο διάστημα ζωής που του απομένει θα σπείρει την ελπίδα. Όπως και ο αριθμός 4 που θα ενωθεί με τον 8.

Αυτή είναι με λίγα λόγια η υπόθεση του νέου έργου του Γιώργου Καπουτζίδη. Ή τουλάχιστον έτσι την αντιλήφθηκα εγώ. Καταλαβαίνω την πρόθεση όπως και την ανάγκη του δημιουργού να μιλήσει για θέματα όπως η αποξένωση, το σύστημα, για τον τρόπο συμπεριφοράς μας απέναντι στους ηλικιωμένους ή απέναντι σε ό,τι μας περιβάλει αλλά η πρόθεση δεν ήταν αρκετή. Το μήνυμα δεν έφτασε. Τουλάχιστον σε εμένα. Με κούρασαν οι οθόνες, οι μέτριες ερμηνείες των ηθοποιών που, νομίζω, δεν έχουν να κάνουν με το ταλέντο τους αλλά με τις σκηνοθετικές οδηγίες. Η ιστορία ίσως ήθελε παραπάνω χρόνο, να ωριμάσει. Ο ρυθμός της παράστασης αργός. Ίσως το θεατρικό σανίδι να μην ήταν ο κατάλληλος τόπος να ειπωθεί αυτή η ιστορία. Ίσως τα τηλεοπτικά ή κινηματογραφικά πλατό να ήταν πιο κατάλληλα για να την φιλοξενήσουν. Στα θετικά η Κατιάνα Μπαλανίκα και το συγκινητικό τέλος. Κλείνοντας, αν έπρεπε να χαρακτηρίσω με μια λέξη τη δεύτερη θεατρική απόπειρα του Γιώργου Καπουτζίδη αυτή θα ήταν… αμήχανη. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις