Όταν ο θάνατος γεννάει ζωή | διήγημα | περιοδικό Σοδειά



ΟΤΑΝ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΕΝΝΑΕΙ ΖΩΗ*

Η Μελίνα αποχαιρέτησε τον πατέρα της με μια σεμνή τελετή. Στην εκκλησία, αλλά και κατά τη μεταφορά της σορού στο κοιμητήριο, βρισκόταν περικυκλωμένη από συγγενείς οι οποίοι κάθε τόσο έσκυβαν και της ψιθύριζαν στο αφτί, με φωνή που λύγιζε από τον πόνο για την απώλεια του αγαπημένου τους προσώπου, λόγια συμπαράστασης.

«Υποκριτές» ήθελε να τους φωνάξει με όση δύναμη της είχε απομείνει και να τους ξεμπροστιάσει όλους, διαλύοντας την ψεύτικη λύπη που είχαν φορέσει στα πρόσωπά τους. Η σκέψη όμως ότι θα τάραζε την ψυχή του πατέρα της, τη σταματούσε. Έκρυψε τα καστανά της μάτια πίσω από τα μαύρα της γυαλιά και προσπαθούσε να μην βλέπει, να μην ακούει, να μην νιώθει τη δυσωδία που άφηναν στο πέρασμά τους οι άνθρωποι γύρω της.

   Κάρφωσε το βλέμμα της στο άψυχο σώμα του πατέρα της. Της φάνηκε πως της χαμογελούσε. Το φέρετρο ήταν στολισμένο με κόκκινα τριαντάφυλλα και εκείνος εξέπεμπε μια περίεργη λάμψη μέσα στο λευκό του κοστούμι.

«Με λευκό κοστούμι, όπως στο γάμο μου μαζί της, έτσι θέλω να με ντύσεις όταν έρθει εκείνη η ώρα και να με στολίσεις με κόκκινα τριαντάφυλλα σαν εκείνα που της πρόσφερα στο πρώτο μας ραντεβού, για να της τα προσφέρω ξανά όταν θα την συναντήσω και πάλι στην αιωνιότητα». Αυτή τη χάρη της είχε ζητήσει o πατέρας της, κι εκείνη δεν μπορούσε να του χαλάσει το χατίρι. Από την κηδεία της μητέρας της δεν είχε καμία εικόνα. Περνούσε το κατώφλι της εφηβείας και οι συγγενείς θεώρησαν καλό να μην την αφήσουν να την αποχαιρετήσει φοβούμενοι την αντίδρασή της σε κάτι τέτοιο. Πριν αφήσει πίσω της την εφηβεία και ανοίξει τα φτερά για τη ζωή άρχισαν τα προβλήματα υγείας του πατέρα της. Έμεινε δίπλα του μέχρι το τέλος.

   Μετά την τελετή μαζεύτηκαν όλοι στο μικρό καφενείο του χωριού. Λίγα μέτρα μακριά της καθόταν ο Στέλιος. Τα μάτια της, πάντα κρυμμένα πίσω από τα μαύρα της γυαλιά, άρχισαν να διαβάζουν τις σκέψεις των συγγενών της.

«Τώρα που τη χώρισε και αυτός έμεινε μόνη η κακομοίρα»

«Καλά να πάθει, επιλογή της ήταν»

«Μπορεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της»

«Στα σαράντα τέσσερα και με αυτή τη μούρη ποιος θα γυρίσει να την κοιτάξει;»

   Με το Στέλιο είχαν χωρίσει δυο μήνες πριν, όταν του ήρθε η μετάθεση για τη Θεσσαλονίκη. Εκείνη δεν θέλησε να τον ακολουθήσει και να αφήσει τον πατέρα της. Στην αρχή νόμιζαν πως θα τα καταφέρουν αλλά η απόσταση που μπήκε ανάμεσα τους έδωσε χώρο σε μια νεαρή συνάδελφό του να μπει στη ζωή του.

«Σκάστε» ήθελε να ουρλιάξει. Το μυαλό της πονούσε. Το σώμα της πονούσε. Ένιωθε να της ρουφάνε όλο τον αέρα. Ασφυκτιούσε. Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της, παραξενεύοντας τους γύρω της και βγήκε στο δρόμο. Αν και η θερμοκρασία ήταν λίγους βαθμούς πάνω από το μηδέν, εκείνη ένιωθε να καίγεται. Έβγαλε το παλτό της και άνοιξε τα δυο πρώτα κουμπιά του πουκαμίσου της. Η σκέψη ότι έπρεπε να γυρίσει στο καφενείο την έπνιγε. Αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι δίχως να αποχαιρετήσει κανέναν.

   Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Στάθηκε πίσω της να πάρει μια ανάσα. Άφησε το παλτό και την τσάντα της να πέσουν στο πάτωμα. Έκανε μερικά βήματα και απάλλαξε τα πόδια της από τον πόνο που τους προκαλούσαν οι ψηλοτάκουνες γόβες της. Έριξε αρκετό αλκοόλ σε ένα ποτήρι και απόθεσε το κουρελιασμένο σώμα της στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι.

«Έμεινε μόνη… καλά να πάθει… ποιος θα την κοιτάξει;».

Οι σκέψεις αυτές της τρυπούσαν το μυαλό. Αρκετές ώρες αργότερα και αφού γέμισε δυο τρεις φορές το ποτήρι της με αλκοόλ ένιωθε εξαντλημένη. Το σώμα της παραδόθηκε σ’ έναν λυτρωτικό ύπνο.

   Το πρώτο φως της ημέρας, τρύπωσε στο σπίτι κάνοντας τη Μελίνα να ανοίξει τα μάτια της. Έσφιξε το κεφάλι της στα δυο της χέρια. Πονούσε. Η θλίψη που ένιωθε την προηγούμενη μέρα δεν είχε φύγει. Λες και περίμενε τη στιγμή που θα άνοιγε ξανά τα μάτια για να κάνει και πάλι την εμφάνιση της, μην την αφήνοντας να ξεχάσει. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό της. Έμεινε για λίγο ακίνητη μπροστά στον καθρέφτη να κοιτάζει το ίνδαλμα της. Είδε το χρόνο να κυλάει πάνω του σβήνοντας κάθε ίχνος γοητείας. Στο μυαλό της ζωγραφίστηκαν τα βλέμματα των συγγενών της που ήταν γεμάτα λύπηση. Ένιωθε τη μοναξιά να την κυκλώνει. Αποφάσισε να δώσει ένα τέλος. Άνοιξε το ντουλαπάκι του φαρμακείου και πήρε στα χέρια το κουτί με τα ηρεμιστικά χάπια. Άδειασε καμιά δεκαριά στη χούφτα της και γύρισε στο σαλόνι. Χωρίς να το σκεφτεί τα κατάπιε όλα, ρουφώντας μια γερή γουλιά αλκοόλ, που είχε απομείνει στο ποτήρι από το προηγούμενο βράδυ, για να βοηθήσει το θάνατο να γλιστρήσει με ευκολία μέσα της. Ξάπλωσε στον καναπέ και έκλεισε τα μάτια της, περιμένοντας το θάνατο να την αποδεσμεύσει από τη ζωή. Ο ήχος της βροχής στο τζάμι προσέδιδε ακόμη μεγαλύτερη θλίψη στο σκηνικό.

   Ο χτύπος του τηλεφώνου την έκανε να ανασηκωθεί από τη θέση της. Η φωνή που ακούστηκε να αφήνει μήνυμα στον τηλεφωνητή ήταν της Αλεξάνδρας, μια από τις λίγες φίλες της Μελίνας, η οποία είχε το μικροβιολογικό εργαστήριο της περιοχής και στο οποίο είχε πάει η Μελίνα για κάποιες εξετάσεις λίγες μέρες πριν καθώς τον τελευταίο καιρό την ταλαιπωρούσαν κάτι ζαλάδες.

«Αγαπητή μου, σου τηλεφωνώ για να σε ενημερώσω για τα αποτελέσματα των εξετάσεων σου. Χαίρεις άκρας υγείας …»

Η Μελίνα χαμογέλασε μπρος την ειρωνεία της στιγμής. Την ώρα που εκείνη περίμενε το τέλος, η Αλεξάνδρα την ενημέρωνε για την καλή κατάσταση της υγεία της. Η φωνή στον τηλεφωνητή συνέχιζε «Όσο για τις ζαλάδες που σε ταλαιπωρούν, οφείλονται στο τριών μηνών έμβρυο που υπάρχει μέσα σου. Συγχαρητήρια κούκλα μου, σε περιμένω στο ιατρείο μου».

Η Μελίνα πάγωσε. Προσπάθησε να σηκωθεί από τον καναπέ όμως ένας δυνατός πόνος στο στομάχι την έριξε στο πάτωμα. Το σώμα της άρχισε να μουδιάζει. Κατάφερε να απλώσει το χέρι της στο τραπεζάκι και να πιάσει το κινητό της τηλέφωνο. Πληκτρολόγησε με τρεμάμενα χέρια τον αριθμό του Στέλιου μιας και ήταν ο μόνος που θυμόταν. Το ηχογραφημένο μήνυμα την ενημέρωσε ότι το είχε κλειστό. Όσο περνούσαν τα λεπτά οι πόνοι γίνονταν πιο δυνατοί. Κατάφερε να συρθεί μέχρι την πόρτα αφήνοντας πίσω της ένα άσπρο υγρό ανακατεμένο με αίμα που άρχιζε να αναβλύζει από το στόμα της. Τη στιγμή που το χέρι της κατέβαζε το μπρούτζινο χερούλι της πόρτας, έχασε τις αισθήσεις της.

   Με το τρυπημένο, από τον ορό, χέρι της, χάιδευε την κοιλιά της. Από τη γυάλινη πόρτα κοιτούσε το Στέλιο να μιλάει με τον γιατρό. Η απόφασή του να πάει να την αποχαιρετήσει πριν φύγει για τη Θεσσαλονίκη αποδείχτηκε σωτήρια και για εκείνη και για το αγοράκι που αναπτυσσόταν μέσα στην κοιλιά της.

«Τι έγινε;» τον ρώτησε όταν μπήκε στο δωμάτιο.

«Όλα είναι καλά. Ξεκουράσου τώρα είμαι εγώ εδώ» της απάντησε εκείνος, αφήνοντας ένα τρυφερό φιλί στα άχρωμα χείλη της. Έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να ονειρεύεται την καινούργια της ζωή. Ο θάνατος του πατέρα της, έφερε μια καινούργια ζωή για να της κρατάει συντροφιά. Τώρα δεν θα ήταν ποτέ μόνη.

 

*Το διήγημα με τίτλο «Όταν ο θάνατος γεννάει ζωή» δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Σοδειά (sodeia.net) στις 08.01.2013



Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις