Σαν άλλος Οδυσσέας (μικρό πεζό)

 


Από μικρός αγαπούσε τις σχεδίες. Άλλες φορές τις ζωγράφιζε. Κι άλλες τις δημιουργούσε. Λεπτά ξυλαράκια. Συνήθως σπίρτα τα οποία έκλεβε από το μεταλλικό κουτί που κάποτε ήταν γεμάτο μπισκότα με γεύση βανίλια και που αργότερα η μάνα του συνήθιζε να αποθηκεύει μικροπράγματα: κουμπιά, καρφίτσες, κλωστές, κάποια βίδα που δεν χρησίμευε πουθενά αλλά που στο μέλλον θα μπορούσε να αποτελέσει λύση σε κάποιο πρόβλημα, ένα μπρελόκ με κλειδιά από το πατρικό του πατέρα του κι άλλο ένα με κλειδιά από το δικό της πατρικό κι ας είχαν περάσει και τα δυο, εδώ και χρόνια, σε άλλα χέρια, και σπίρτα με τα οποία συνήθιζε να ανάβει το καντήλι και εκείνος να φτιάχνει τις σχεδίες του. Τα γυάλιζε, τα κολλούσε προσεκτικά κι ύστερα τις άφηνε να ταξιδέψουν. Μέσα σε θάλασσες φουρτουνιασμένες. Κι εκείνος, σαν άλλος Οδυσσέας, προσπαθούσε να κουμαντάρει τον καιρό, τα κύματα με την ελπίδα να φτάσει στην Ιθάκη.

  Πέρασε ο καιρός. Μεγάλωσε. Οι σχεδίες του πληγώθηκαν από την οργή των χρόνων. Ρήμαξαν από την μανία των φαινομένων. Τα πανιά τους σχίστηκαν, κάποια κομμάτια τους χάθηκαν στις θάλασσες. Μα εκείνος εκεί∙ σαν άλλος Οδυσσέας, κόντρα στον καιρό, στα κύματα, στην οργή των χρόνων… Πληγωμένος μα με την Ιθάκη πάντα στον ορίζοντα. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις