Συνέντευξη με τον Αντώνη Μποσκοΐτη

  • Την ήθελα καιρό αυτή τη συζήτηση με τον Αντώνη. Πάνε δύο-τρία χρόνια που μιλάμε κι όλο λέγαμε να κανονίσουμε κάτι μα ο χρόνος ήταν περιορισμένος. Ώσπου ένα μεσημέρι φάγαμε μαζί στο σπίτι του. Ναι, ο Αντώνης εκτός από εξαιρετικός συνεντευξιαστής, είναι κι ένας εξαιρετικός μάγειρας. Ανάμεσά μας ο γάτος του, ο Ζέπος. Στους τοίχους μυθικά πρόσωπα. Παντού βιβλία και ιστορίες. Πολλές ιστορίες. Ατέλειωτες. Κάποιες τις είχα διαβάσει. Κάποιες τις άκουγα πρώτη φορά. Όχι, εκείνο το μεσημέρι δεν έγινε καμία συνέντευξη. Εκείνο το μεσημέρι ήταν μια στιγμή από αυτές που με κάνουν να αισθάνομαι τυχερός. Μέσα από τις λέξεις, τα βιβλία έρχομαι σε επαφή με έναν κόσμο που κάποτε φάνταζε τόσο μακρινός. Ο  Μποσκοΐτης είναι ένας άνθρωπος που εκτιμώ απεριόριστα για τη στάση του στα πράγματα, για την αισθητική του, τον λόγο του. Διάβαζα (και διαβάζω) με μανία αυτά που γράφει. Κι εκείνο το μεσημέρι τον είχα απέναντί μου. Μεγάλη τύχη και χαρά. Όπως και τώρα που ανταποκρίθηκε θετικά στο κάλεσμά μου για τη συζήτηση που ακολουθεί. Αντώνη σε ευχαριστώ από καρδιάς.



Αντώνη είσαι στο χώρο σχεδόν 25 χρόνια και γράφεις ασταμάτητα: άρθρα, συνεντεύξεις, αφιερώματα, θεατρικά, βιβλία, ντοκιμαντέρ… Αν έπρεπε να σώσεις κάτι από όλα αυτά, τι θα ήταν;

Α.Μ.: Ξεκίνησα να γράφω στα 22 μου, το 1996, στο περιοδικό «Καθρέφτης του κινηματογράφου» του Μάκη Μωραΐτη. Έκανα ανταποκρίσεις από τα ξένα κινηματογραφικά φεστιβάλ, στα οποία συμμετείχα με τα σπουδαστικά ταινιάκια μου. Στα τέλη του 2000 εντάχθηκα στο συντακτικό team του ιστορικού περιοδικού «ΗΧΟΣ», όπου άρχισα να παίρνω τις πρώτες συνεντεύξεις μου και να δημοσιεύω δισκοκριτικές. Όλα τα άλλα εκείνο το διάστημα ήρθαν και γίνονταν ταυτόχρονα. Νομίζω πως θα έσωζα τα ντοκιμαντέρ μου, καθ’ ότι είναι άλλο πράγμα ένα γραπτό, ένα άρθρο, ένα βιβλίο, ακόμη κι ένα θεατρικό, συγκριτικά με την εικόνα που η δύναμη της παραμένει διαχρονική.

Κι αν έπρεπε να «πετάξεις» κάτι;

Α.Μ.: Δεν νομίζω να πέταγα τίποτα. Ούτε καν το θράσος της νιότης, όταν πήγαινα χειρόγραφα μου στα γραφεία του πρώτου – πρώτου «Διφώνου», ελπίζοντας πως θα με πάρουν να γράφω. Που να’ ξερα ότι λίγα χρόνια μετά θα γινόμουν συντάκτης του περιοδικού για μια δεκαετία, μέχρι και το κλείσιμο του ελέω κρίσης.

Η αγαπημένη μου ποιήτρια, Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, είχε πει πως θα έκαιγε όλα τα ποιήματά της για να γίνει πάλι νέα. Τελικά, έχουν καμιά αξία αυτά που κάνουμε; Μπορούν να νικήσουν, έστω για λίγο, το χρόνο, τη φθορά;

Α.Μ.:Τη φθορά, για να είμαστε ειλικρινείς, τίποτα δεν μπορεί να τη νικήσει. Απλά κάνεις πέντε – δέκα πράγματα, μένουν στην άκρη κι εσύ ξέρεις μέσα σου αν έπιασαν τόπο ή όχι. Σε ότι αφορά εμένα, χαίρομαι που είχα την τύχη και την ευκαιρία να παραδώσω μια σειρά ντοκιμαντέρ, τα οποία βραβεύτηκαν, βγήκαν στη διανομή στον καιρό τους και παίζονται μέχρι σήμερα. Δεν έχω κανένα παράπονο, δε νιώθω καμία μιζέρια – να στο πω έτσι – και μάλλον γι’ αυτό στέκομαι και ως παρατηρητής του χρόνου που περνάει.

Οι ιδιότητες που ακολουθούν το όνομά σου είναι: Δημοσιογράφος – Σκηνοθέτης. Αν δεν κάνω λάθος όμως σπούδασες και Ηθοποιός. Γιατί αυτή η ιδιότητα δεν βρήκε «χώρο»;

Α.Μ.: Όχι, ηθοποιός ήθελα να σπουδάσω, αλλά δεν το πρόλαβα κι αυτό. Με χάλαγε βασικά το καλούπωμα που έβλεπα να γίνεται στους σπουδαστές των δραματικών σχολών. Πήγαινα στη σχολή κινηματογράφου, που υπήρχε και δραματική σχολή στο ίδιο κτίριο, και παρακολουθούσα τα παιδιά να κάνουν μέχρι και ξιφασκία. Δεν ήταν για μένα αυτά, να σου πω την αλήθεια, λίγο τα κορόιδευα. Τώρα το ότι έχω εμφανιστεί σε μερικές ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, δεν με «χρήζει» ηθοποιό σε καμία περίπτωση.

Είσαι ένας άνθρωπος που δεν «μασάει» τα λόγια του. Αυτό, σε επαγγελματικό επίπεδο, είχε κόστος;

Α.Μ.: Κανένα σε επαγγελματικό επίπεδο. Πιθανώς μερικοί να με θεωρούν πολύ στρατευμένο «αριστεριστή» κλπ., αλλά απ’ την άλλη ξέρουν, νομίζω, ποιος είμαι και τη δουλειά που κάνω. Δεν είχα ποτέ προστριβές στους χώρους δουλειάς μου, ούτε παρεμβάσεις, ούτε «διαταγές εκ των άνωθεν» μια και μιλάμε για έντυπη και ηλεκτρονική δημοσιογραφία. Άσε που εμένα η δουλειά μου παραμένει σταθερά το πολιτιστικό, επομένως το τι γράφω – δημοσιεύω στα social media, είναι μεν σχετικό με το πως σκέφτομαι τα πράγματα, άσχετο δε με τα θέματα, με τα οποία καταπιάνομαι.

Σε προσωπικό επίπεδο;

Α.Μ.: Ούτε σε προσωπικό. Τους ανθρώπους, που ανέκαθεν ήθελα να αγαπώ και να μ’ αγαπούν, τους «είχα». Και δίχως να το επιδιώξω κιόλας. Βέβαια, δεν είμαι αρεστός σε όλους, το καταλαβαίνω. Έχω τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες μου, πόσω μάλλον όταν ποτέ δεν με ενδιέφερε αυτό το να «τα’χω καλά με όλους», όποιοι κι αν ήταν αυτοί. Όταν είσαι ο εαυτός σου, όλα θα σου πάνε καλά και σε μένα νομίζω αυτό ταίριαξε πολύ.

Η λέξη «Συνέντευξη» έχει ταυτιστεί με το όνομά σου. Ή και το αντίθετο. Πώς νιώθεις για αυτό; Ποιο είναι το μυστικό μιας καλής συνέντευξης;

Α.Μ.: Μου το’χουν ξαναρωτήσει. Δεν ξέρω τι ν’ απαντήσω. Θα έλεγα ότι το να ετοιμαστώ να πάω να συναντήσω κάποιον για συνέντευξη, είτε είναι ο Μίκης Θεοδωράκης, είτε ο τάδε πρωτοεμφανιζόμενος, αισθάνομαι την ίδια χαρά. Με φτιάχνει η δουλειά μου, να στο πω αλλιώς. Το μυστικό μου, πάντως, απ’ ότι μου έχουν πει κι άλλοι, πιο έμπειροι συνάδελφοί, είναι η διατήρηση της προφορικότητας στον γραπτό λόγο και ένα καλά επιμελημένο κείμενο με λίγο λογοτεχνική ή και θεατρογενή υφή.

Νομίζω η πιο πρόσφατη συνεργασία σου είναι αυτή με τον Θανάση Λάλα. Πώς προέκυψε;

Α.Μ.:Τον Λάλα τον πρωτογνώρισα πολλά χρόνια πίσω, αρχές του 2000. Είχαμε τελειώσει μια συνέντευξη με τη Μαρία Φαραντούρη, θυμάμαι, και μετά βγήκαμε για φαγητό σ’ ένα μαγαζί – στέκι που δεν υπάρχει πια. Εκεί ήταν κι ο Λάλας με την Άννα Δρούζα. Γυρνάω και λέω της Φαραντούρη: «Σας παρακαλώ, μην πείτε ότι μόλις σας πήρα συνέντευξη». Ντράπηκα να δηλώσω interviewer μπροστά στον Λάλα, που τον διάβαζα μετά μανίας στο ΒΗΜΑ. Ξαναβρεθήκαμε πέρσι, όταν έκανε το βιβλίο του για τον Καζαντζίδη και η κοινή μας φίλη, η «δασκάλα του Γένους», όπως τη λέω, η Όλγα Μπακομάρου, μεσολάβησε για να μου έδινε μία συνέντευξη για το «Documento». Δέσαμε με τη μία, που λένε. Λίγο καιρό μετά, τον περασμένο Οκτώβρη, στη βιβλιοπαρουσίαση μου, ο Λάλας δήλωσε πως θα κάνει καινούργιο περιοδικό, ορμώμενος από τη γνωριμία μας. Έτσι και έγινε! Εδώ και έξι μήνες κυκλοφορεί το FAQ, του οποίου είμαι αρχισυντάκτης, και εστιάζουμε στις συνεντεύξεις με κορυφαίες ξένες προσωπικότητες, κάτι που νομίζω λείπει μαζικά απ’ όλα τα άλλα έντυπα. Έχω την αίσθηση πως επειδή ο Λάλας εισέπραξε γενναιοδωρία απ’ τους εκδότες του, κατά ένα τρόπο την επιστρέφει στους νεότερους σήμερα. Με την ίδια λογική που εκείνος έπαιρνε τ’ αεροπλάνο και πήγαινε να συναντήσει τον Μπέργκμαν και τον Μικ Τζάγκερ, κάπως έτσι και μένα σήμερα με στέλνει με τ’ αεροπλάνο να συνομιλήσω με τον Εμίρ Κουστουρίτσα και τη Τζούντι Κόλινς.

Να σε πάω πίσω στο χρόνο. Γεννήθηκες στον Πειραιά. Μεγάλωσες στο Κερατσίνι. Αν κλείσεις τα μάτια, ποια εικόνα σου έρχεται πρώτη στο μυαλό;

Α.Μ.: Να’ μαι 6 χρονών, να με κρατάει η μάνα μου απ’ το χέρι και να με πηγαίνει στα Ταμπούρια, να παρακολουθήσω μαθήματα ζωγραφικής στο Πολιτιστικό Κέντρο Κερατσινίου. Έχω ακόμη έντονη τη μυρωδιά της ζεστής μπουγάτσας, που πάντα μου έπαιρνε στο δρόμο.

Πώς φανταζόσουν τότε τον Αντώνη του σήμερα; Έκανες τα πράγματα που ήθελες;

Α.Μ.: Ναι, αυτό σίγουρα και γι’ αυτό νιώθω στα 48 μου σήμερα ένα αίσθημα πληρότητας. Μου άρεσαν ανέκαθεν οι άνθρωποι, ήθελα να κουβεντιάζω μαζί τους, να τους γνωρίζω. Ε, αυτό όταν το κάνεις δουλειά, ζεις δηλαδή μ’ αυτό και απ’ αυτό, δεν νομίζω να υπάρχει κάτι καλύτερο. Θα το ευχόμουν για όλο τον κόσμο!

Μέσα σε αυτά τα χρόνια, σίγουρα υπήρξαν απώλειες. Πώς διαχειρίζεσαι το «τέλος»;

Α.Μ.: Νομίζεις πως δεν μπορείς να το διαχειριστείς, αλλά τελικά το διαχειρίζεσαι. Όταν δηλαδή είσαι ψυχικά υγιής και δεν αφήνεσαι στη θλίψη που μπορεί να γίνει κατάθλιψη. Την απώλεια της μάνας μου τη φοβόμουν απ’ τα 20 μου, ζούσα με το άγχος πως μια μέρα θα φύγει. Τελικά έφυγε πέρσι, στα 88 της, λογικά πλήρης ημερών, που λένε. Σήμερα αισθάνομαι μια γαλήνη που δεν την είδα να ψυχορραγεί σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, βασικά που την είδα να’χει τα λογικά της ως το τέλος. Ότι έγινε, έγινε μέσα σε ένα τριήμερο. Βαρύ πένθος, που δεν περνάει ποτέ, μα ποτέ, όμως η ζωή συνεχίζεται.

Ελλάδα 2022 και… κάτι πάει πολύ λάθος. Έχεις εντοπίσει αυτό το «κάτι»; Τι πιστεύεις;

Α.Μ.: Μεγάλη κουβέντα. Είμαστε η γενιά του Γρηγορόπουλου που είδε στη συνέχεια ένα νεοναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, βίωσε την αστυνομική αυθαιρεσία, την έκπτωση στα πάντα – αν θες – μα και που γαλουχήθηκε με τα κινήματα και τις κοινωνικές δράσεις. Οι κοινωνίες αλλάζουν, αλλά εδώ δυστυχώς είναι σαν να κάνεις ένα βήμα μπροστά και συγχρόνως πέντε βήματα πίσω. Για μένα σημασία έχει η ανθρωπιά, η διατήρηση της ανθρωπιάς, ακόμη κι αν κάποιοι έχουν άλλη αντίληψη περί αυτής. Ο καθένας τα κόβει και τα ράβει όλα στα μέτρα του. Παλεύουμε ακόμη για μια καλύτερη κοινωνία, έναν καλύτερο κόσμο, αυτό ξέρω να κάνω εγώ από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.

Τα επόμενα σχέδια σου;

Α.Μ.: Πολλά και διάφορα. Συνεχίζω να εργάζομαι στο «Docville», το πολιτιστικό ένθετο του «Documento» και παίζει να έχω από τον Σεπτέμβρη τη δική μου εκπομπή συνεντεύξεων live στη νεοσύστατη «Documento TV». Τρέχουμε το FAQ με τον Λάλα, που κάθε τεύχος του μας ενθουσιάζει πιο πολύ απ’ το προηγούμενο! Υπάρχουν και σκέψεις για ένα ντοκιμαντέρ, που τα’χω αφήσει λίγο στην άκρη τα κινηματογραφικά, η αλήθεια είναι. Ίσως γίνει το ντοκιμαντέρ για τη Μαρίζα Κωχ, που είχε εγκριθεί στο πλαίσιο ενίσχυσης λόγω covid από το ΥΠΠΟ, και που τελικά δεν έγινε. Άλλαξα παραγωγό, βλέπεις, και μου πήραν το project. Ή μάλλον μόνος μου τους το έδωσα πίσω, λόγω ευθιξίας. Να φτάσει στο σημείο κοτζάμ Μαρίζα Κωχ να συνομιλεί με τον Γιατρομανωλάκη και να μας έχουν κάνει μπαλάκι. Ε, όχι, να μη γίνει ποτέ αυτή η ταινία, θα την κάνουμε μόνοι μας και με καλύτερες συνθήκες. Αυτά.

Αντώνη ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου.

Εγώ σ’ ευχαριστώ πολύ, Χάρη, Να’ μαστε καλά. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις