Συγγνώμη | διήγημα | microstory.gr




ΣΥΓΓΝΩΜΗ

 Οι δρόμοι ήταν έρημοι. Το μικρό χωριό, φωλιασμένο στις παρυφές του Ολύμπου, δεν είχε ξυπνήσει ακόμα. Από τις καμινάδες υψώνονταν στον ουρανό λευκός καπνός από τα μισοσβησμένα τζάκια και γινόταν ένα με τα σύννεφα που εμπόδιζαν τον ήλιο να στείλει τις ζεστές αχτίδες του στη Γη. Στα χόρτα που ξεπρόβαλαν δεξιά, αριστερά και ανάμεσα στις σχισμές του πλακόστρωτου δρόμου, το χειμωνιάτικο αεράκι είχε κρυσταλλώσει την πρωινή δροσιά δημιουργώντας μια λεπτή κρούστα πάχνης, κάνοντας τον Κώστα να προσέχει κάθε του βήμα. Ένα αχνό φως στο τέλος του δρόμου τράβηξε το βλέμμα του. Η ξύλινη επιγραφή, που βρισκόταν κρεμασμένη στον πέτρινο τοίχο είχε ξεθωριάσει. Εστίασε περισσότερο το βλέμμα του και όταν κατόρθωσε να διαβάσει τη λέξη «Καφενείον» το βήμα του ζωήρεψε.

  Άνοιξε διστακτικά την πόρτα. Οι σκουριασμένοι μεντεσέδες έτριξαν κάνοντας τη γυναίκα, που ήταν σκυμμένη και τοποθετούσε ξύλα στη σόμπα, να γυρίσει το βλέμμα της.

«Καλημέρα»

Η μεσόκοπη γυναίκα δεν απάντησε. Μόνο συνέχισε να απλώνει την αναγνωριστική της ματιά πάνω του. Η απορία ήταν ξεκάθαρη στα μάτια της. Ο νεαρός που στεκόταν μπροστά της, τον οποίο δεν έκανε πάνω από είκοσι χρονών, δεν της θύμιζε κάτι.

«Περαστικός είμαι και είπα να κάνω μια στάση στο χωριό σας» έσπευσε να απαντήσει στις σιωπηλές ερωτήσεις της γυναίκας εκείνος. Οι άγριες ρυτίδες, που είχαν σκάψει χωρίς έλεος το πρόσωπο της γυναίκας, πήραν μια γλυκιά όψη.

«Πέρασε παλικάρι μου να σε κεράσω κάτι. Εγώ είμαι η Ευτυχία και έχω το καφενείο του χωριού, προίκα από τον πατέρα μου Θεός σχωρέστον, όταν παντρεύτηκα τον αχαΐρευτο τον άντρα μου που άλλο από πρέφα δεν ξέρει».

Η φλυαρία της γυναίκας έκανε τον Κώστα να αισθανθεί πιο άνετα. Έκανε μερικά βήματα και στάθηκε δίπλα στη σόμπα. Τράβηξε το κασκόλ που ήταν τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του, έβγαλε τα γάντια και άπλωσε τα χέρια του για να ζεσταθούν ρουφώντας τη μύτη του, η οποία άρχισε να τρέχει από την αλλαγή της θερμοκρασίας.

  Η Ευτυχία μπήκε στην κουζίνα για να ετοιμάσει τα καφεδάκια τους. Το χώρο κατέκλυζε η μυρωδιά του τσίπουρου και ο ήχος των ξύλων που είχαν παραδοθεί στις πύρινες φλόγες. Ο Κώστας, σιωπηλά βολιδοσκοπούσε το μικρό καφενείο. Τα λιγοστά ξύλινα τραπεζάκια ήταν σκεπασμένα με ένα διαφανές νάιλον, τα τελειώματα του οποίου στόλιζε μια πλαστική δαντέλα. Στον απέναντι τοίχο, βαμμένος σε απαλές αποχρώσεις του κίτρινου, βρίσκονταν κρεμασμένα πήλινα πιάτα στο κέντρο των οποίων απεικονίζονταν η σκηνογραφία της φύσης και μια ασπρόμαυρη φωτογραφία με ένα ζευγάρι να ποζάρει, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου.

«Η Ευτυχία και ο άντρας της» σκέφτηκε ο Κώστας και άφησε ένα χαμόγελο να ζωγραφιστεί στο πρόσωπό του καθώς σκεφτόταν τα λόγια της γυναίκας «… που άλλο από πρέφα δεν ξέρει».

«Και τον πέτυχα» αναφώνησε η Ευτυχία, βγαίνοντας από την κουζίνα, διακόπτοντας τους συλλογισμούς του Κώστα. Χωρίς να χάσει χρόνο τράβηξε την καρέκλα δίπλα του και αφού ρούφηξε μια γερή γουλιά από τον καφέ της, ήταν έτοιμη να του αφηγηθεί τη ζωή της με κάθε λεπτομέρεια. Δεν είχε σε ποιον να πει τα βάσανά της η κακομοίρα και τώρα που είχε βρει ακροατή, και απαλλαγμένη από το φόβο μην παρεξηγηθούν τα λεγόμενα της μιας και δεν θα τον ξανασυναντούσε, σκόπευε να βγάλει από μέσα της όλα όσα της μαύριζαν την ψυχή. Ο Κώστας την άκουγε σιωπηλός. Πού και πού έκανε κάποια γκριμάτσα κατανόησης και συμπόνιας. Το μυαλό του όμως ήταν αλλού…

  Η Ευτυχία μιλούσε ακατάπαυστα. Σταμάτησε μόνο όταν φάνηκε από το παράθυρο μια αντρική φιγούρα να διασχίζει το δρόμο. Ο άντρας –όχι πάνω από εξήντα - ντυμένος με βαριά ρούχα και μια γκρι τραγιάσκα στο κεφάλι, γύρισε το χλωμό πρόσωπό του προς το μέρος τους και σήκωσε ψηλά το χέρι του χαιρετώντας την.

«Καλημέρα» του φώναξε εκείνη τινάσσοντας ελαφρά το κεφάλι της προς τα πάνω. Ο Κώστας τινάχτηκε από την καρέκλα του. Το βλέμμα του ακολουθούσε κάθε βήμα του άντρα που τώρα χανόταν στην στροφή.

«Αυτός είναι» ψιθύρισε.

«Ποιος αυτός;» απόρησε η Ευτυχία.

«Μου φάνηκε ότι γνωρίζω τον κύριο που χαιρετήσατε» απάντησε ο Κώστας, θέλοντας να δικαιολογήσει την αντίδρασή του.

«Τον κυρ-Μιχάλη; Από πού να τον ξέρεις παλικάρι μου; Αυτός έχει πάνω από είκοσι χρόνια να ξεμυτίσει από το χωριό»

«Γιατί;»

«Μεγάλη ιστορία. Πριν από χρόνια, εσύ δεν θα είχες γεννηθεί, μετά από ένα ταξίδι του στην Αθήνα ερωτεύτηκε μια Αθηναία. Κοπέλα σαν τα κρύα νερά. Οι δικοί της δεν τον ήθελαν. Την έκλεψε. Με τον καιρό κι αφού έβλεπαν την κόρη τους ευτυχισμένη τον αποδέχτηκαν. Ύστερα από ένα χρόνο η γυναίκα έμεινε έγκυος και λίγους μήνες μετά γέννησε ένα αγοράκι. Τα λογικά της όμως φαίνεται δεν άντεξαν και μια μέρα γυρνώντας από τη δουλειά τη βρήκε κρεμασμένη μες το σπίτι και το μωρό να ωρύεται στην κούνια».

Ο Κώστας την κοιτούσε μες τα μάτια. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Τα λόγια της Ευτυχίας ερχόταν σε πλήρη ταύτιση με όσα του είχε διηγηθεί η γιαγιά του. Τώρα ήταν σίγουρος πως ο άντρας της φωτογραφίας που είχε κρύψει στην δεξιά τσέπη του παλτού του βγαίνοντας από το σπίτι του ήταν ο κυρ-Μιχάλης. Η Ευτυχία πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε τη διήγησή της.

«Από τότε γύρισε στον τόπο του. Κάθε πρωί φεύγει από το σπίτι και γυρνά το σούρουπο. Με βροχή, με κρύο γυρνά στο δάσος. Δεν μιλάει σε κανένα. Εμένα μου τα είπε μια νύχτα που το τσίπουρο είχε λύσει τη γλώσσα του…»

«Και για το παιδί του, δεν σας είπε τίποτα;» τη διέκοψε ο Κώστας.

«Τίποτα»

Ο Κώστας έτριψε με δύναμη τα υγρά μάτια του για να αποτρέψει τη συγκίνηση να βγει.

«Είσαι καλά παλικάρι μου; Κάτσε να σου φέρω λίγο γλυκό κυδώνι να γλυκαθείς».

Όταν η Ευτυχία επέστρεψε με το γλυκό, από την κουζίνα, ο Κώστας είχε εξαφανιστεί.

  Ο ήλιος ήταν έτοιμος να χαθεί στη Δύση. Ο κυρ-Μιχάλης έσπρωξε τη σιδερένια πόρτα της αυλής. Τα έχασε όταν αντίκρισε έναν άντρα να κάθεται στο κατώφλι του σπιτιού του. Πλησίασε. Το βλέμμα του συνάντησε το υγρό βλέμμα του Κώστα. Έσκυψε το κεφάλι και από τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν δάκρυα. Ο άντρας που στεκόταν όρθιος μπροστά του ήταν το μωρό που έκλαιγε στην κούνια πριν είκοσι χρόνια. Ήταν το μωρό της φωτογραφίας που κρατούσε σαν φυλαχτό στη δεξιά τσέπη του σακακιού του. Ο Κώστας άνοιξε τα χέρια του και ο πατέρας του όρμησε στην αγκαλιά του ψιθυρίζοντας μόνο τη λέξη «Συγγνώμη».

 

 

*Το διήγημα με τίτλο «Συγγνώμη» δημοσιεύτηκε στον λογοτεχνικό ιστότοπο microstory.gr στις 27.11.2012



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις