«Αν ήμουν σαν κι εσένα» (μικρό πεζό)

 




«Αν ήμουν σαν κι εσένα» έλεγε σε όποιον συναντούσε στον δρόμο, σε όποιον τραβούσε την καρέκλα δίπλα του στο καφενείο, στον γιο του, στην κόρη του, στα εγγόνια του. Κι όταν η μέρα ήταν γεμάτη μοναξιά, το έλεγε στον ουρανό, στον ήλιο, στο φεγγάρι, στα λουλούδια του κήπου, στον γάτο του την στιγμή που πήδαγε στα γόνατά του. Και αφού τελείωναν τα «Αν» έπιανε τα «Θα». Αμέτρητα «Θα». Λεπτομερώς σχεδιασμένα. Κανένα λάθος δεν ήταν ικανό να σταματήσει την πραγματοποίησή τους. Τέλος, σειρά είχαν τα «Εγώ». Αμέτρητα τραυματισμένα «Εγώ». Εμπόδια. Κλειστοί δρόμοι. Η μοίρα και ο Θεός υπαίτιοι. Κυρίως. «Αν… Θα… Εγώ…», όλα, με χαμόγελο τα ξεστόμιζε. Κι όταν κάποιο παράπονο (ή κάποια θλίψη), έκανε να πιαστεί στην άκρη των χειλιών του, με ένα τίναγμα του κεφαλιού, το έδιωχνε. Μόνο τα βράδια, την στιγμή που έπεφτε στο κρεβάτι του να ησυχάσει, δεν μπορούσε να διώξει το παράπονο ή την θλίψη. Πέτρα βαριά στο στήθος του που κι γάτος που κουλουριαζόταν δίπλα του δεν μπορούσε να την μετακινήσει στο ελάχιστο. «Αν ήμουν σαν κι εσένα» ψέλλιζε με ειρωνεία κι άπλωνε το χέρι του να τον χαϊδέψει. Και μέχρι ο ύπνος να τον πάρει, μετρούσε τα «Αν», τα «Θα» και τα «Εγώ» που θα έλεγε την επόμενη μέρα. Δύσκολη διαδικασία που κάποιες φορές τον κρατούσε ξύπνιο μέχρι το πρωί. Μα δεν βαρυγκωμούσε. Ήθελε να είναι σίγουρος πως θα είχε έτοιμα τόσα «Αν», «Θα», και «Εγώ» όσα απαιτούσε το άδειο του εαυτού του. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις