Τα σημαντικά | διήγημα | onestory.gr

 



ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ*


Καθόταν στην πολυθρόνα ακίνητος. Το βλέμμα του είχε  παραδοθεί στο κενό. Η ανάσα του έβγαινε με δυσκολία. Τους τελευταίους έξι μήνες είχε τυλιχτεί με τη σιωπή. Το σώμα του μουδιασμένο. Είχε μείνει μισό, λες και η πολυθρόνα τον ρουφούσε μέρα με τη μέρα. Η παραμικρή κίνηση του δημιουργούσε πόνο. Οι μόνες κινήσεις που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν το άπλωμα του χεριού στο τραπεζάκι για να πιάσει τον αναπτήρα. Άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Η Ελπίδα, η γυναίκα του, πηγαινοερχόταν αδειάζοντας το τασάκι. Κατάθλιψη είχε πει ο γιατρός.

   Απρίλιος του 2011. Το αφεντικό του τον κάλεσε στο γραφείο του για να του ανακοινώσει την απόλυσή του. Τον τελευταίο χρόνο ο τζίρος του εργοστασίου είχε πέσει κάτω από το μισό. Στο όνομα λοιπόν της οικονομικής κρίσης και των περικοπών ο Χριστόφορος θυσιάστηκε. Όχι ότι του είχε έρθει ξαφνικό. Από καιρό οι εργάτες του εργοστασίου έβλεπαν, ο ένας μετά τον άλλο, την έξοδο. Αυτός δε θα έπρεπε να είχε και παράπονο. Το αφεντικό του τον άφησε στο τέλος. Και όχι άδικα. Σχεδόν είκοσι χρόνια δούλευε και ήταν από τους καλύτερους και πιο εργατικούς υπαλλήλους, αλλά είπαμε οικονομική κρίση, περικοπές… 

   Ο Χριστόφορος δεν παρέδωσε όμως τα όπλα αμαχητί. Τον παρακάλεσε, στα πόδια του έπεσε, δε δίστασε μάλιστα να κλάψει μπροστά του, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να κερδίσει τη συμπόνια του αφεντικού του αλλά όχι να κρατήσει τη θέση. Όταν γύρισε στο σπίτι δε μιλιόταν. Άδικα προσπαθούσε η Ελπίδα να του πάρει μία λέξη ώστε να καταλάβει τι συνέβη. Από εκείνη τη μέρα δε μιλούσε σε κανέναν. Κλείστηκε στο δωμάτιό του και το μόνο που ζητούσε από τη γυναίκα του ήταν τα τσιγάρα του. Ούτε ο γιος του κατάφερε να τον τραβήξει από τον βάλτο που είχε πέσει. Ο Χριστόφορος απέφευγε και να τον κοιτάξει. Ντρεπόταν. Δεν μπορούσε πλέον να του προσφέρει τίποτα. Τόσα χρόνια δούλευε δεκαπέντε ώρες την ημέρα για να μην λείψει τίποτα στην οικογένειά του. Λίγο όμως πριν κλείσει τα σαράντα οκτώ όλα άλλαξαν. Δεν μπορούσε να καλύψει τα έξοδα του σπιτιού, ούτε να πληρώνει τις εξωσχολικές δραστηριότητες του δωδεκάχρονου γιου του. Οι ειδοποιήσεις από την τράπεζα για καθυστέρηση πληρωμής των δόσεων του στεγαστικού δανείου ερχόταν η μία μετά την άλλη και η Ελπίδα φρόντιζε να τις καταχωνιάζει στα ντουλάπια της κουζίνας μην τυχόν και πέσουν στα χέρια του. Όχι βέβαια πως δεν το είχε πάρει είδηση. Μια μέρα που άκουσε το κουδούνι, ρώτησε τη γυναίκα του ποιός ήταν και όταν εκείνη του απάντησε πως ο ταχυδρόμος της έδωσε κάτι διαφημιστικά καλλυντικών, εκείνος την κοίταξε στα μάτια, δηλώνοντάς της πως αν το σπίτι έβγαινε σε πλειστηριασμό θα αυτοκτονούσε.

   Μάταια προσπαθούσε η Ελπίδα να του φτιάξει τη διάθεση με το να καλεί φίλους στο σπίτι, προφασιζόμενη διάφορες αφορμές, όπως γενέθλια ή επετείους, που έτσι κι αλλιώς δεν τα θυμόταν και πριν. Ο Χριστόφορος είχε κλειστεί στον κόσμο του. Το μυαλό του είχε παραδοθεί σε σκέψεις απελπισίας

«Τι θα κάνω τώρα;». «Είμαι χαμένος». «Δεν υπάρχει περίπτωση να βρω δουλειά σε αυτή την ηλικία». «Κατέστρεψα τη ζωή της γυναίκας και του γιου μου».

   Αυτή η τελευταία σκέψη τον τυραννούσε περισσότερο από κάθε άλλη. Το γεγονός ότι δεν μπορούσε να προσφέρει στους πολυτιμότερους ανθρώπους του αυτά που είχε υποχρέωση, τον τσάκιζε. Καμιά φορά ένα μικρό γέλιο,ειρωνικό, διαγράφονταν στα χείλη του, όταν θυμόταν τα λόγια που είχε πει στη γυναίκα του την ώρα που ο πατέρας της, του την παρέδιδε νυφούλα στα σκαλιά της εκκλησίας: «από σήμερα θα είσαι η πριγκίπισσά μου». Δεν μπορούσε να συγχωρέσει στον εαυτό του που η πριγκίπισσά του μεταμορφώθηκε σε σταχτοπούτα και καθάριζε σπίτια πλούσιων κυριών για να μην τους λείψουν τουλάχιστον τα απαραίτητα.

   Μια μέρα η Ελπίδα μπήκε στο δωμάτιό του. Του είπε πως θα πήγαινε το παιδί στον γιατρό γιατί ένιωθε κάποιες ενοχλήσεις στην κοιλιά. Τον ρώτησε αν ήθελε να τη συνοδέψει. Ήλπιζε να τον συγκινήσει και τον κάνει να βγει λίγο από το σπίτι. Άλλωστε ήταν μια καλή ευκαιρία να βγουν οι τρείς τους μια βόλτα. Ο καιρός ήταν τόσο καλός που προσφερόταν για έναν περίπατο μετά την επίσκεψη στον γιατρό. Θα έκανε καλό σε όλους μα κυρίως στο παιδί που, με όλα αυτά, είχε χάσει τελείως την επαφή του με τον πατέρα. Πολλά βράδια ρωτούσε τη μητέρα του γιατί ο Χριστόφορος φερόταν έτσι και εκείνη τον καθησύχαζε λέγοντάς του πως είναι μια παροδική φάση και πως ο μπαμπάς χρειαζόταν λίγο χρόνο ακόμη για να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Ο Χριστόφορος όμως δεν έδειχνε διατεθειμένος να επιστρέψει σύντομα κοντά στο παιδί και τη γυναίκα του. Ναι, να επιστρέψει, γιατί αν και δεν είχε φύγει το σώμα του, η ψυχή του είχε κλειστεί στο μαύρο κουτί της απελπισίας που το σφράγισε καλά η γνωμάτευση του ψυχολόγου: «Κατάθλιψη». Για ακόμη μία φορά οι προσπάθειές της έπεσαν στο κενό. Εκείνος δε γύρισε καν να την κοιτάξει. Το βλέμμα του δε σάλεψε καθόλου από το παράθυρο που κοιτούσε επί ώρες λες και ήθελε να το υπνωτίσει.

   Λίγες ώρες μετά η Ελπίδα έμπαινε ξανά στο δωμάτιό του. Στα χέρια της κρατούσε ένα χαρτομάντιλο. Τα μάτια της ήταν πρησμένα από το κλάμα. Για λίγα λεπτά επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Μόνο οι ανάσες τους απλωνόταν στο ταβάνι. Τη σιωπή έσπασε ο ήχος της γυναίκας, στην προσπάθειά της να καθαρίσει τον λαιμό της, δίνοντας το σήμα ότι θα έπαιρνε τον λόγο

«Το παιδί έχει πρόβλημα με τα νεφρά. Θα χρειαστεί μεταμόσχευση» είπε με όσο μπορούσε, σταθερή φωνή και αμέσως σηκώθηκε από το κρεβάτι και με γρήγορα βήματα βγήκε από το δωμάτιο. Πήγε στην κουζίνα και ξέσπασε σε κλάματα. Εκείνος την ακολούθησε

«Τι είναι αυτά που λες;».

«Αυτά που μου είπε ο γιατρός» του απάντησε εκείνη, σκουπίζοντας τα μάτια της.

«Μα πώς; Τι έγινε;» απόρησε και συνέχισε: «και τι θα κάνουμε τώρα;».

«Εγώ θα κάνω τα πάντα για να σώσω το παιδί μου, εσύ μπορείς να γυρίσεις στην πολυθρόνα σου» του αντιγύρισε σε έντονο ύφος εκείνη και έκανε να φύγει από την κουζίνα. Εκείνος τη σταμάτησε. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια και εκείνη κατάλαβε πως της ζητούσε συγγνώμη για τη συμπεριφορά του. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και ξέσπασαν και οι δυο σε κλάματα.

   «Θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη» έλεγε στον γιο του, καθισμένος στον πάτο του κρεβατιού του. «Έχασα τόσες στιγμές μαζί σου όλον αυτόν τον καιρό. Αλλά από εδώ και πέρα σου υπόσχομαι ότι θα αναπληρώσουμε όλο τον χαμένο χρόνο».

«Κάτι σοβαρό έχω, ε μπαμπά;» τον ξάφνιασε εκείνος και συνέχισε: «το κατάλαβα από το βλέμμα της μαμάς όταν βγήκε από το γραφείο του γιατρού».

«Ό,τι και να είναι θα το ξεπεράσεις. Και τώρα θα μας έχεις και τους δύο στο πλευρό σου». Πατέρας και γιος αγκαλιάστηκαν σφιχτά και δεν ξεκολλούσε ο ένας από τον άλλο. Είχε λείψει τόσο πολύ και στους δυο αυτή η επαφή. Η Ελπίδα, παρόλο τον πόνο της για την κατάσταση του μικρού, στεκόταν στην πόρτα και τους καμάρωνε. Είχε καιρό να αντικρίσει αυτή την εικόνα.

   Έναν χρόνο αργότερα, οι τρείς τους έκαναν, χαρούμενοι, βόλτα στο πάρκο της περιοχής. Ο γιος του Χριστόφορου και της Ελπίδας μετά την επιτυχημένη μεταμόσχευση, ήταν άκρως υγιής. Η Ελπίδα μέρα και νύχτα ευχαριστούσε τον Θεό που μέσα από αυτή την περιπέτεια η οικογένειά της βγήκε πιο δυνατή και πλέον είχε στο πλευρό της υγιείς και δυνατούς, τους δύο άντρες της ζωής της. Το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε ο γιος του Χριστόφορου και ο φόβος μην τον χάσει, τον ξύπνησαν από τον λήθαργο που είχε πέσει και τον έκαναν να καταλάβει τα σημαντικά της ζωής αλλά και η δύναμη που έδειξε ο μικρός τον δίδαξε να μην το βάζει ποτέ κάτω.


*Το διήγημα με τίτλο "Τα σημαντικά", δημοσιεύτηκε στον λογοτεχνικό ιστότοπο onestory.gr στις 12/09/2012.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις