Επιθυμούσε διακαώς έναν έρωτα | διήγημα | Deity.gr

 


  

 

ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ ΔΙΑΚΑΩΣ ΕΝΑΝ ΕΝΡΩΤΑ*

Με μια απότομη κίνηση, ο Δημήτρης, πετάχτηκε από το κρεβάτι του. Παρατήρησε πως ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Χρειάστηκαν να περάσουν μερικά λεπτά για να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. «Τι όνειρο και αυτό;» αναρωτήθηκε.

    Ονειρεύτηκε ότι είχε γεράσει. Τα μαλλιά και τα γένια του είχαν ασπρίσει. Από το σώμα του είχε εξαφανιστεί κάθε σημάδι νεότητας. Και ήταν μόνος. Ονειρεύτηκε το μέλλον του. Πίεσε τα μάτια του και έστρεψε το βλέμμα του στο ρολόι που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο. Έπρεπε να ετοιμαστεί για τη δουλειά.

    Έσυρε τα βήματά του μέχρι το μπάνιο και αφού έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό του, το βλέμμα του συνάντησε το ίνδαλμα του  στον καθρέφτη. Ταράχτηκε όταν είδε το πόσο έμοιαζε με τον γέρο που είχε ονειρευτεί. Απομακρύνθηκε γρήγορα. Έκατσε στο τραπέζι της κουζίνας, κρατώντας στα χέρια του μια κούπα καφέ. Προσπάθησε να πιει μια γουλιά μα η θερμότητά του, του έκαψε τα χείλη. Το μυαλό του ήταν ακόμα κολλημένο στην εικόνα του ανθρώπου που γερνούσε μόνος του. «Δεν πρέπει να αφήσω να συμβεί αυτό» ψέλλισε καθώς έκλεινε την πόρτα του σπιτιού πίσω του.

    Ο Δημήτρης, στο κατώφλι των σαράντα, είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται. Η μοναξιά που τυλιγόταν σαν φίδι γύρω από τον λαιμό του, τον έπνιγε μέρα με τη μέρα. Επιθυμούσε διακαώς έναν έρωτα που θα έδινε χρώμα στην άχρωμη ζωή του. Να τον βγάλει από το τέλμα του και να τον πετάξει στα ουράνια των ηδονών. Μα όσο τον επιθυμούσε τόσο αυτός δεν ερχόταν, κάνοντάς τον να βυθίζεται όλο και περισσότερο στη θλίψη και στην απογοήτευση τις οποίες καταπολεμούσε κρατώντας μια ελπίδα ζωντανή πως κάπου, κάποτε, παρακάτω η ζωή του φυλάει μια έκπληξη…

    Και δεν ήταν πάντα έτσι. Από τη ζωή του πέρασαν πολλές γυναίκες. Αν και δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφος, μιας και είχε κληρονομήσει τα σκληρά χαρακτηριστικά του πατέρα του, ασκούσε μια περίεργη γοητεία στις γυναίκες. Ίσως επειδή στο βλέμμα του είχε αποτυπωθεί η ευαισθησία της μητέρας του, την οποία άδικα προσπαθούσε να κρύψει πίσω από τα κομψά και αυστηρά κοστούμια του πετυχημένου δικηγόρου. Το μισούσε αυτό το βλέμμα. Τη μισούσε. Ποτέ δεν της συγχώρεσε το γεγονός πως τον εγκατέλειψε, στα πρώτα χρόνια της εφηβείας του, για κάποιον άλλο.

    Από τότε φοβόταν τις γυναίκες. Την εγκατάλειψή τους. Το μόνο που ζητούσε από αυτές ήταν να χωθεί μέσα τους, να ρουφήξει την ήβη τους και σαν μέλισσα που ρουφά τη γύρη από το ένα λουλούδι και μετά πάει στο άλλο, έτσι και εκείνος πήγαινε στην επόμενη. Ρουφούσε τη γύρη της νεότητάς της ή την εμπειρία των χρόνων της και πετούσε μακριά. Δεν τον ενδιέφερε να πάρει κάτι παραπάνω ούτε να δώσει. Δεν ήθελε να μοιραστεί άλλες στιγμές εξόν από αυτές του πάθους και της ηδονής. Ήθελε μόνο σάρκα. Το συναίσθημα του ήταν αδιάφορο. Τώρα όμως ένιωθε διαφορετικά…

    Έφτασε στο γραφείο του καθυστερημένα. Το να κυκλοφορεί κανείς στους ασφυκτικά γεμάτους από αυτοκίνητα, δρόμους της Αθήνας δεν είναι και το πιο συναρπαστικό πράγμα. Και ειδικά όταν αυτό συνοδεύεται με μια καταιγίδα του Φλεβάρη. Η γραμματέας του τον ενημέρωσε πως το επόμενο ραντεβού είναι σε δυο ώρες. Όταν έμεινε μόνος το μυαλό του γύρισε ξανά στο όνειρο που τον έκανε να πεταχτεί από το κρεβάτι. Βυθισμένος στις σκέψεις του δεν άκουσε το χτύπημα της πόρτας. Ξαφνικά βλέπει μπροστά του την Ελένη, όπως του συστήθηκε λίγα λεπτά αργότερα. Ο Δημήτρης την προέτρεψε να καθίσει, ρωτώντας την αν θα έπινε κάτι. Μα η Ελένη βιαζόταν. Βιαζόταν να μιλήσει αν και δεν χρειάστηκε να του πει και πολλά για να καταλάβει τον λόγο της επίσκεψής της στο γραφείο του. Η μελανιά, που φάνηκε μόλις απομάκρυνε από το πρόσωπό της τα μαύρα γυαλιά που φορούσε, πάνω από το δεξί της μάτι, επισκιάζοντας την ομορφιά του γαλάζιου των ματιών της, έδωσε όλες τις απαντήσεις. Αίτηση διαζυγίου…

    Όταν η Ελένη έφυγε από το γραφείο, για πρώτη φορά, ο Δημήτρης έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται την πελάτισσα πάρα την υπόθεσή της. Το άρωμά της είχε πλημμυρίσει τον χώρο και η παρουσία της το μυαλό του με σκέψεις. Όμορφες. Τα σκληρά χαρακτηριστικά του προσώπου του γαλήνεψαν. Λίγα λεπτά έφτασαν για να τον κάνουν ευτυχισμένο. Η ζωή του φανέρωσε την επιθυμία του με σάρκα και οστά. Η καλλίγραμμη σιλουέτα της, την οποία τύλιγε με τη ζεστασιά του ένα μακρύ, μωβ παλτό και η λάμψη των ματιών της, του είχαν σφηνωθεί στο μυαλό για τα καλά. Άρχισε να σφυρίζει μια χαρούμενη μελωδία, απορώντας με τον εαυτό του που δεν την είχε ξεχάσει, και ζήτησε από την γραμματέα του να ακυρώσει όλα τα ραντεβού της ημέρας ενώ οι σαράντα οχτώ ώρες, που τον χώριζαν μέχρι το επόμενο ραντεβού μαζί της, του φαινόταν αιώνας.

    Η χαρά του, που την είχε απέναντί του ξανά, ήταν απερίγραπτη. Μιλούσαν για ώρα. Του ήταν δύσκολο να επικεντρωθεί στα της υπόθεσης. Είχε βυθιστεί στο βλέμμα της. Η μελανιά είχε υποχωρήσει αρκετά όπως και η ταραχή της Ελένης. Η μόνη στιγμή που τράβηξε το βλέμμα του από πάνω της, ήταν όταν μέσα στον ενθουσιασμό του της πρότεινε να μείνει μαζί του, τη στιγμή που εκείνη του αποκάλυψε  ότι έφυγε από το σπίτι της. Η απάντησή της όμως τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση. Δεν δέχτηκε να μείνει στο σπίτι του αλλά του πρότεινε να βγούνε για φαγητό. Το ραντεβού κανονίστηκε για το Σάββατο. Τις επόμενες τρεις μέρες το δικηγορικό γραφείο, που ποτέ δεν είχε αμελήσει ξανά στο παρελθόν, υπολειτουργούσε. Τα βράδια δεν κοιμόταν. Κοιτούσε το ταβάνι και φανταζόταν το κορμί της ξαπλωμένο δίπλα του μετά τη μαγική ένωση του με το δικό του κορμί. Ήθελε διακαώς να τη σφίξει στην αγκαλιά του, να γευτεί τα χείλη της, να της κάνει έρωτα. Έρωτα όχι σεξ. Πρώτη φορά διέκρινε τη διαφορά τους.

    Η μεγάλη μέρα έφτασε. Σε μια ώρα θα ήταν κοντά της. Από την τζαμαρία του σαλονιού κοιτούσε έξω. Ώρα με την ώρα η βροχή δυνάμωνε. Οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι. «Ευτυχώς το εστιατόριο είναι κοντά στο σπίτι και δεν θα αργήσω» σκέφτηκε. Από την κρεβατοκάμαρα ακούστηκε ο ήχος του κινητού του. Έκανε να τρέξει για να το προλάβει, μα λίγα δευτερόλεπτα αργότερα κατάλαβε από τον ήχο πως επρόκειτο για μήνυμα. Όταν είδε στην οθόνη το όνομά της χαμογέλασε. Το χαμόγελό του όμως πάγωσε όταν διάβασε το μήνυμά:

«Συγγνώμη. Δε θα έρθω. Μίλησα με τον άντρα μου και τα βρήκαμε. Μου εξήγησε… Με έπεισε… Καταλαβαίνεις. Σε ευχαριστώ για όλα».

   Βγήκε στο μπαλκόνι. Η βροχή που έπεφτε στο κορμί του τον πονούσε, λες και οι σταγόνες μοιραζόταν τη θλίψη του. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά σαν να ζητούσε απαντήσεις. Κανείς. Τον θόρυβο που έκανε το κορμί του πέφτοντας στην άσφαλτο,  κάλυψε μια δυνατή βροντή. 

 

 

 

*Το διήγημα με τίτλο "Επιθυμούσε διακαώς έναν έρωτα" δημοσιεύτηκε στο Deity.gr σε δύο μέρη:  πρώτο μέρος 24.09.2012 | δεύτερο μέρος 01.10.2012  

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις