Χαμογελούσε συχνά τελευταία | διήγημα | Deity.gr




ΧΑΜΟΓΕΛΟΥΣΕ ΣΥΧΝΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ *


Άδειαζε τη βαλίτσα βρίζοντας τον εαυτό της για τη δειλία της. Για ακόμη μία φορά δεν κατάφερε να περάσει την πόρτα του σπιτιού της και να την κλείσει οριστικά πίσω της. Αφού άδειασε την βαλίτσα της, έδωσε μια δυνατή κλοτσιά κι αυτή με μιας χάθηκε κάτω από το κρεβάτι. Χτύπησε με δύναμη την πόρτα της ντουλάπας και κινήθηκε προς την κουζίνα. Αν και καθυστερημένα, η Μυρτώ, για μία ακόμη μέρα μπήκε στα «παπούτσια» της καθημερινότητας της, που αν και τη στένευαν και ο πόνος από τα πόδια απλωνόταν σε όλο το σώμα, εκείνη δεν έβρισκε τη δύναμη να τα πετάξει.   

   Άρχισε να καθαρίζει πατάτες. Η ώρα είχε περάσει και δεν της επέτρεπε να ετοιμάσει κάτι άλλο. Από στιγμή σε στιγμή θα γυρνούσε από το σχολείο και η κόρη της.

«Ευτυχώς λατρεύει τις τηγανιτές πατάτες το κοριτσάκι μου» μονολόγησε.

   Το βλέμμα της χάθηκε έξω από το παράθυρο. Το μυαλό τής έπαιζε άσχημο παιχνίδι. Οι σκέψεις δεν την άφηναν να χαλαρώσει. Η ζωή της είχε γίνει ανούσια. Τίποτα δεν φαινόταν να την ευχαριστεί. Ήθελε να φύγει μακριά μα, πάντα την τελευταία στιγμή, το μετάνιωνε.

«Και πού να πάω;» σκέφτηκε.

   Τα σοβαρά προβλήματα άρχισαν δύο χρόνια πριν, όταν ο πολυχρονεμένος σύζυγός της άρχισε να έχει ερωμένη. Όχι, δεν άρχισε να ξενοκοιμάται, αυτό θα μπορούσε και να του το συγχωρέσει. Η ερωμένη του έγινε η τράπουλα. Και πώς η καημένη η Μυρτώ να τη συναγωνιστεί;

   Τα οικονομικά προβλήματα δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Οι λιγοστές οικονομίες, που για ώρα ανάγκης βρισκόταν στην τράπεζα, έκαναν φτερά. Ο μισθός του άντρα της έκανε πλέον στάση δύο τετράγωνα παρακάτω- στη λέσχη όπου σύχναζε, και δεν έφτανε στο σπίτι. Μαζί με τα οικονομικά αδιέξοδα ήρθαν και τα νεύρα, οι καυγάδες για ψύλλου πήδημα, τα κλάματα, τα «θα φύγω αν δε σταματήσεις», η χειροδικία. Γιατί μέχρι αυτό το σημείο έφτασε ο αθεόφοβος να τη χτυπάει για χατίρι της ερωμένης του που δεν του «καθόταν» και εκείνος ξέσπαγε στη νόμιμη σύζυγο.

   Και την αγαπούσε. Είχε φτάσει στο σημείο μάλιστα να απειλεί τον πατέρα της πως αν δε του τη δώσει για γυναίκα του – ποτέ δεν τον συμπάθησε ο πεθερός του Θεός σχωρέστον, πως θα αυτοκτονούσε. Γνωρίστηκαν στον γάμο μιας μακρινής ξαδέρφης της Μυρτώς. Εκείνος ήταν φίλος του γαμπρού και, μιας και είχε πατήσει τα τριάντα πέντε, μόλις είδε την Μυρτώ, πήρε την απόφαση να αφήσει μια για πάντα την εργένικη ζωή. Μέχρι πριν δυο χρόνια τα πράγματα ήταν καλά. Με το που έμπλεξε όμως με τα χαρτιά, τα πάντα άλλαξαν. Στην αρχή η Μυρτώ κατηγορούσε τον εαυτό της. Νόμιζε πως εξαιτίας της εγκυμοσύνης, που δεν ήταν και πολύ εύκολη, αλλά και της αφοσίωσής της στην κόρη της, τον παραμέλησε. Αλλά μια επίσκεψη στην τράπεζα και το «Λυπάμαι, ο λογαριασμός σας είναι άδειος» του υπαλλήλου, τι κι αν εκείνη τον έβαλε τον χριστιανό να το τσεκάρει δυο και τρείς φορές αφού δεν είχε ιδέα για τις κινήσεις του συζύγου, της έδωσαν την άκρη του νήματος.

   Τα μάτια της άρχισαν να γεμίζουν δάκρυα. Βρισκόταν σε αδιέξοδο και καμιά ελπίδα στον ορίζοντα. Κενό. Ένιωθε το κορμί της μουδιασμένο, γερασμένο από την καθημερινή, ψυχολογική εξαθλίωση. Στο κατώφλι των τριάντα τα είχε αφήσει όλα πίσω για να μεγαλώσει την κόρη της και να φροντίζει τον σύζυγό της. Όχι τον τωρινό, αυτόν που είχε γνωρίσει στο γάμο της ξαδέρφης της. Αυτόν που δυο χρόνια πριν την έκλεινε στην αγκαλιά του και της υποσχόταν παντοτινή αγάπη και σεβασμό. Τα όνειρα και οι φιλοδοξίες  για μεγάλη καριέρα στις δικαστικές αίθουσες, καθώς ήταν αριστούχα της Νομικής, είχαν μπει σε δεύτερη μοίρα. Και όσο ήταν καλά τα πράγματα δεν την πείραζε. Τώρα όμως…

   Το λάδι άρχισε να τσιτσιρίζει στο τηγάνι. Ο ήχος του την έκανε να σηκωθεί από τη θέση της. Σκούπισε τα μάτια της και έριξε τις πατάτες στο τηγάνι. Κλειδιά ακούστηκαν στην πόρτα. Η κόρη της έτρεξε στην αγκαλιά της. Εκείνη την έσφιξε δυνατά πάνω της. Τι ρώτησε πώς τα πήγε στο σχολείο και την έστειλε να πλύνει τα χέρια της γιατί σε λίγα λεπτά το φαγητό θα ήταν έτοιμο. Στην πόρτα της κουζίνας φάνηκε και η μητέρα της.

«Σε ευχαριστώ που πήγες να την πάρεις από το σχολείο» της είπε η Μυρτώ και γύρισε από την άλλη για να μη δει τα κατακόκκινα μάτια της.

«Έκλαιγες;» τη ρώτησε εκείνη και έκατσε σε μια καρέκλα.

«Δεν θα καταλάβεις».

«Μυρτώ, δε διαλύονται έτσι τα σπίτια. Δώσε λίγο χρόνο στον Γιάννη».

«Χρόνο; Να του δώσω χρόνο; Και δύο χρόνια τώρα τι κάνω;» απάντησε η Μυρτώ, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα νεύρα της για να μην ακούσει κάτι το παιδί και συνέχισε: «δηλαδή τι άλλο πρέπει να κάνει για να καταλάβεις ότι δεν πάει άλλο; Να με στείλει στο νοσοκομείο από το ξύλο;».

«Δεν είπα αυτό, απλά εμείς…». Η Μυρτώ δεν την άφησε να ολοκληρώσει τη φράση της. Το σώμα της έτρεμε από τα νεύρα σαν το σώμα ψαριού όταν βρίσκεται έξω από το νερό.

«Δεν με νοιάζει τι κάνατε εσείς. Εγώ μια μέρα θα φύγω, είτε το θες είτε όχι».

Τη συζήτηση διέκοψε η είσοδος της μικρής στην κουζίνα.

   Η μητέρα της Μυρτώς έδινε μεγάλη σημασία στην εικόνα και ένα διαζύγιο δε θα έκανε καλό στην εικόνα της ευτυχισμένης οικογένειας που παρουσίαζε σε φίλους και γνωστούς. Συχνά ανέφερε στην κόρη της πολλά παραδείγματα γυναικών της γενιάς της, που τραβούσαν τα ίδια και χειρότερα, προκειμένου να την πείσει  να μη χαλάσει το σπίτι της. Μάλιστα μια φορά που η Μυρτώ βρήκε τη δύναμη να φύγει, όταν της ζήτησε τη βοήθειά της, εκείνη της γύρισε, διακριτικά μεν αλλά της τη γύρισε, την πλάτη. Και η Μυρτώ μην έχοντας που να πάει, γύρισε πίσω.

  Αφού η έφαγαν οι τρείς τους, η μικρή πήρε τον δρόμο για το κρεβάτι της, ακολουθώντας το καθημερινό της πρόγραμμα που επέβαλε τουλάχιστον δύο ώρες ύπνο το μεσημέρι. Η μητέρα της έφυγε δίχως να ανταλλάξει άλλη κουβέντα με την κόρη της. Η Μυρτώ ξάπλωσε στον καναπέ του σαλονιού και λίγα λεπτά αργότερα άκουσε τα κλειδιά του στην πόρτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε πως κοιμάται. Δεν είχε καμία διάθεση αλλά και τις απαιτούμενες αντοχές για να τον αντιμετωπίσει. Λίγα λεπτά αργότερα ο θόρυβος από τα πιάτα που έσπαγαν στην κουζίνα και οι φωνές του την έκαναν να τιναχτεί στον αέρα. Εκείνος μπήκε στο σαλόνι και άρχισε να την βρίζει για την ακαματοσύνη της, μιας και έβρισκε τις τηγανιτές πατάτες φτωχό γεύμα για την αφεντιά του. Εκείνη τον παρακάλεσε να σταματήσει για να μην ακούσει τίποτα το παιδί μα δεν φάνηκε να τον συγκινεί. Αφού την έβρισε με λόγια που ούτε καν φανταζόταν η ίδια ότι θα άκουγε από το στόμα του, βρόντηξε την πόρτα δυνατά πίσω του και έφυγε. Η Μυρτώ έπεσε στον καναπέ κλαίγοντας και ευχόταν να πεθάνει μιας και δεν μπορούσε να αντέξει άλλο αυτή την κατάσταση.  

   Το επόμενο πρωί αφού άφησε την κόρη της στο σχολείο, αποφάσισε να κάνει ένα περίπατο στο πάρκο κοντά στο σπίτι. Δεν άντεχε να γυρίσει εκεί. Κάθισε σε ένα παγκάκι και όσο κι αν το ήθελε δεν άντεξε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Ξαφνικά ένιωσε την παρουσία κάποιου δίπλα της. Σήκωσε το κεφάλι της και είδε έναν νεαρό άντρα να της προσφέρει ένα χαρτομάντιλο. Τον κοίταξε στα μάτια κι εκείνος χαμογέλασε. Δεν πρόλαβε όμως να τον ευχαριστήσει. Εξαφανίστηκε δίχως να της πει κουβέντα.

   Το μεσημέρι η διάθεσή της ήταν καλύτερη. Η παρουσία του νεαρού άντρα, έστω και ολιγόλεπτη, είχε θρονιαστεί στο μυαλό της, παίρνοντας μακριά την εικόνα του συζύγου και όσα περνούσε εξαιτίας του.

«Πάμε να τσακίσουμε ένα παγωτό;» ρώτησε την κόρη της μόλις βγήκε από την πύλη του σχολείου.

«Μα σήμερα είναι Τρίτη» τη ρώτησε με απορία η κόρη  της μιας και η μέρα του παγωτού ήταν η Παρασκευή.

«Ε, και μια μικρή αλλαγή στο πρόγραμμα δε βλάπτει» της απάντησε η  Μυρτώ και η μικρή όρμησε στην αγκαλιά της ζητωκραυγάζοντας.

   Μάνα και κόρη απόλαυσαν τόσο πολύ αυτό το παγωτό που δεν πρόσεξαν καθόλου και τα πρόσωπά τους γέμισαν με κρέμα κακάο. Μόλις αντίκρισαν η μια την άλλη ξέσπασαν σε γέλια. Η Μυρτώ άνοιξε την τσάντα της για να πάρει ένα χαρτομάντιλο. Βρήκε αυτό που της είχε δώσει ο νεαρός άντρας στο πάρκο. Η έκπληξή της ήταν μεγάλη όταν πάνω στο χαρτομάντιλο είδε γραμμένο έναν αριθμό τηλεφώνου…

   Το βαθύ γαλάζιο του Αιγαίου απλωνόταν μπροστά της. Μικρά κύματα συναντούσαν τις άκρες των ποδιών της, κάνοντάς την να αντέχει τις υψηλές θερμοκρασίες του Αυγούστου. Το πασπαλισμένο από αλάτι, καλλίγραμμο κορμί της, είχε παραδοθεί στην αγκαλιά του ελληνικού Θεού Ήλιου, ο οποίος δημιουργούσε μικρά ρυάκια ιδρώτα πάνω του, ενώ το ψάθινο καπέλο της προστάτευε το πρόσωπό της. Το  beach bar που βρισκόταν λίγα μέτρα πίσω της, έπαιζε  απαλή μουσική μιας και οι τουρίστες δεν είχαν κάνει ακόμη την εμφάνισή τους. Άρχισε να χτυπάει το κινητό της. Σηκώθηκε με νωχελικές κινήσεις από την πετσέτα της. Η Βάσω την ενημέρωσε πως το απόγευμα της έκλεισε ένα ραντεβού. Εκείνη την προέτρεψε να κλείσει το δικηγορικό γραφείο και να κατέβει στην παραλία. Έκλεισε το τηλέφωνο, έστρεψε το βλέμμα στον Δημοσθένη που μάθαινε στην κόρη της να επιπλέει χωρίς μπρατσάκια. Η μικρή Αντιγόνη την κοίταξε και χαμογέλασε. Η Μυρτώ της ανταπέδωσε το χαμόγελο και ξάπλωσε ξανά στην πετσέτα της. Χαμογελούσε συχνά τελευταία. 


*Το διήγημα με τίτλο "Χαμογελούσε συχνά τελευταία" δημοσιεύτηκε στο Deity.gr σε δύο μέρη:  πρώτο μέρος 10.09.2012 | δεύτερο μέρος 17.09.2012  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις