Η μνήμη επανέρχεται | διήγημα | Deity.gr

 



 

Η ΜΝΗΜΗ ΕΠΑΝΕΡΧΕΤΑΙ*

 

 

«Δεν μπορώ να σας το περιγράψω με λόγια αυτό που έγινε. Ήταν τρομακτικό μα και μοναδικό ταυτόχρονα. Στην αρχή τρόμαξα μα στην πορεία, με κυρίευσε η περιέργεια και έμεινα να ακούσω όσα είχαν να μου πουν. Μακάρι να ήσασταν εκεί να τους βλέπατε και εσείς. Τότε δε θα δυσκολευόσασταν να με πιστέψετε». Έτσι άρχισε να αφηγείται ο Μάριος στον πατέρα του και στην Αλεξάνδρα όσα είχαν συμβεί πριν λίγο. 

   Ήταν ένα συνηθισμένο απόγευμα, όπως όλα τα άλλα. Ο Μάριος καθόταν δίπλα στον αυτοσχέδιο τάφο που είχε φτιάξει για να έχει κοντά του τη μητέρα του. Πριν από ένα μήνα είχε μετακομίσει μαζί με τον πατέρα και τη  νέα του σύντροφο σε αυτή τη, σχεδόν ξεχασμένη, πόλη. Από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα και το μυαλό του είχε γεμίσει με ερωτηματικά: 

«Γιατί με πήρε μακριά σου; Δεν νοιάζεται καθόλου πια για το πώς νιώθω εγώ; Τόσο πολύ τον έχει αλλάξει αυτή;»

   Στα αφτιά του ερχόταν ακόμη τα λόγια του πατέρα του: «Την Αλεξάνδρα την γνώρισα πριν οχτώ μήνες. Ήρθε στο γραφείο μου για δουλειά. Από την αρχή κολλήσαμε και κάναμε παρέα. Με έκανε να αισθάνομαι όμορφα. Αποφασίσαμε να προχωρήσουμε πιο σοβαρά. Θέλω να με καταλάβεις».

   Ο Μάριος δεν του είπε τίποτα. Πήγε στο δωμάτιο του προβληματισμένος.

«Και τι θέλει τώρα από μένα; Να της φέρομαι σαν να είναι η μητέρα μου; Τι νομίζει; Ότι θα καθόμαστε όλοι μαζί στο τραπέζι τα Σαββατοκύριακα και θα λέμε τα νέα  μας; Πώς είναι δυνατόν να την ξέχασε τόσο γρήγορα;».

   Ήταν δεκατεσσάρων χρονών όταν οι εξετάσεις της Ζωής, της μητέρας του, έδειξαν πως είχε όγκο στο κεφάλι . Λίγες μέρες αργότερα από τη διάγνωση, άρχισε και τις χημειοθεραπείες, όμως ο οργανισμός της δεν άντεξε. Ο Μάριος έχασε ό,τι πολυτιμότερο είχε. Από τότε, καθημερινά, πήγαινε στον τάφο της και της μιλούσε. Αυτός ήταν και ο λόγος που ήρθε σε ρήξη με τον πατέρα του όταν του ανακοίνωσε πως  για το επόμενο διάστημα θα ζούσαν σε αυτή την πόλη, μακριά από εκείνη.

  Οι γονείς του είχαν γνωριστεί πριν από εικοσιπέντε χρόνια στο Παρίσι όπου και οι δυο παρακολουθούσαν μεταπτυχιακό Μηχανολογίας. Όταν τελείωσαν τις σπουδές τους γύρισαν στην Ελλάδα και λίγο καιρό μετά παντρεύτηκαν. «Ο αρρενωπός και δυναμικός του χαρακτήρας με γοήτευσαν από την πρώτη στιγμή» θυμάται να του λέει ένα βράδυ η μητέρα του, όταν ο πατέρας του έμεινε μέχρι αργά στο γραφείο.

   Για τον πατέρα του, το γραφείο ήταν το δεύτερο σπίτι του. Από τα πρώτα χρόνια της καριέρας του δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα από τα πιο επιτυχημένα  μηχανολογικά γραφεία της Αθήνας. 

   Καθώς σκεφτόταν αυτά και με τη φωνή της μάνας του να αντηχεί στα αφτιά του, δεν κατάλαβε πότε πέρασε η ώρα. Ο ήλιος είχε χαθεί στη δύση ενώ το φεγγάρι είχε εγκλωβιστεί στη σκιά των μαύρων σύννεφων που είχαν απλωθεί στον ουρανό. Ο δυνατός αέρας λύγιζε τα γυμνά κλαδιά των δέντρων, σχηματίζοντας περίεργες φιγούρες στον δρόμο. Καθώς αποχαιρετούσε τη μητέρα του, μια φωνή, που καλούσε απεγνωσμένα σε βοήθεια, τον τράβηξε προς τα πίσω. Τρόμαξε. Γύρισε γρήγορα κοίταζε σαν χαμένος. Δεν υπήρχε κανείς, μόνο βράχια και ξερά δέντρα. Η φωνή όμως δεν σταμάτησε:

«Βοήθεια, τρέξτε να σωθείτε».

   Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Τα χέρια του έτρεμαν και τα πόδια του είχαν κολλήσει στο έδαφος. Όσο περνούσε η ώρα, όλο και περισσότερες φωνές ακούγονταν που καλούσαν σε βοήθεια.

«Τα παιδιά, πάρτε τα παιδιά να σωθούν»

Ο Μάριος είχε χάσει το χρώμα του και προσπαθούσε να καταλάβει από πού ερχόταν οι φωνές. Ο ήχος τον οδήγησε στην άκρη του γκρεμού. Ήταν τέτοια η τρομάρα του  που σκόνταψε και λίγο έλειψε να πέσει στη βαθιά χαράδρα, την οποία θυμόταν πως υπήρχε μιας και αυτός ήταν ο λόγος που είχε διαλέξει αυτό το μέρος για να στήσει τον τάφο της μητέρας του. Ήθελε η ψυχή της να αντικρίζει τη μαγική θέα που απλωνόταν. Αυτή η θέα οδήγησε και τον πατέρα του στην απόφαση να χτίσει το ξενοδοχείο σε αυτή την πλευρά της πόλης.

   Το φεγγάρι πρόβαλε ξαφνικά στον ουρανό και πλημμύρισε με φως τη σκοτεινή χαράδρα. Τότε ήρθε αντιμέτωπος με κάτι που μόνο σε ταινίες είχε δει.  Άνθρωποι έτρεχαν να σωθούν από τους τεράστιους βράχους που έπεφταν με φόρα πάνω τους, σπίτια γκρεμιζόντουσαν  και μεγάλες φωτιές είχαν περικυκλώσει τα πάντα. Και  ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, μια κρύα αύρα ένιωσε να διαπερνά το κορμί του. Γύρισε και είδε ένα κοριτσάκι να τον κοιτάζει στα μάτια. Το άσπρο φόρεμα που φορούσε, κάλυπτε το αδύνατο σώμα του. Τα μακριά, μαύρα μαλλιά του, που ήταν γεμάτα ξερόκλαδα και πασπαλισμένα με χώμα, ερχόταν σε αντίθεση με τη λευκή επιδερμίδα του.  Τα θλιμμένα, μπλε μάτια του δε σάλευαν καθόλου. Ο κόμπος, που δημιουργήθηκε στο λαιμό του Μάριου, δεν τον άφησε να βγάλει άχνα.

«Ποια είσαι;» κατόρθωσε να τη ρωτήσει ο Μάριος λίγο αργότερα.

«Είμαι η Ζωή» του απάντησε το κοριτσάκι. Στο άκουσμα του ονόματός του,  ο Μάριος έφερε στο μυαλό του τη μητέρα του.

«Και τι θες από εμένα;» τη ρώτησε με περισσότερο θάρρος αυτή τη φορά.

«Κάποτε ζούσα σε αυτόν τον τόπο. Ένας ισχυρός σεισμός έθαψε την πόλη μου κάτω από τα βράχια του βουνού και μαζί και όλους τους κατοίκους. Αυτός ο τόπος έγινε ο τάφος γέρων, νέων και παιδιών. Κανείς όμως δεν νοιάζεται για μας. Λες και δεν υπήρξαμε ποτέ. Κανένας δε μας θυμάται. Οι ψυχές μας βγαίνουν τη νύχτα και κοιμούνται τη μέρα. Δεν έχουν ησυχασμό τόσα χρόνια».

«Δηλαδή είσαι νεκρή;» τη διέκοψε ο Μάριος.

«Νεκρή και ξεχασμένη. Όλοι μας έχουν ξεχάσει» απάντησε το κοριτσάκι και γύρισε να φύγει. Καθώς απομακρυνόταν ο αντίλαλος της φωνής της, ακολουθούσε τα βήματά της. «Ποτέ δε θα ησυχάσουμε».

Το κοριτσάκι χάθηκε στο σκοτάδι. Το φεγγάρι κρύφτηκε πάλι πίσω από τα σύννεφα. Οι φωνές σώπασαν και οι σκιές σβήστηκαν.  Ο Μάριος έτρεξε έντρομος στο σπίτι. Σε όλη τη διαδρομή άκουγε τις φωνές να του φωνάζουν: «Ποτέ δε θα ησυχάσουμε, Ποτέ δεν θα ησυχάσουμε».

Λίγο πριν φτάσει στο σπίτι, σε μια άκρη του δρόμου, του φάνηκε πως είδε τη μητέρα του να κάθετε θλιμμένη.

   Όταν έφτασε στο σπίτι, διηγήθηκε στον πατέρα του και στην Αλεξάνδρα όσα είχαν συμβεί.  

 «Δεν πρέπει να χτίσεις την ξενοδοχειακή μονάδα σε αυτόν τον τόπο. Σε αυτό το μέρος πρέπει να στηθεί ένα μνημείο στο όνομα αυτών των νεκρών» απευθύνθηκε στον πατέρα του.

«Σταμάτα να λες αυτά τα ψέματα μόνο και μόνο για να διατηρήσεις τον τάφο της μητέρα σου στην περιοχή» του απάντησε εκείνος με αυστηρό τόνο και συνέχισε:

«Πρέπει να ξεκολλήσεις από το παρελθόν. Όλοι πονέσαμε από το χαμό της μητέρας σου αλλά η ζωή συνεχίζεται». 

«Δηλαδή δεν με πιστεύεις;».

«Τι να πιστέψω; Ότι είδες φάντασμα  που τυχαία είχε και το όνομα της μητέρας σου; Και πιστεύεις πως θα χαλάσω μια τέτοια δουλειά, που θα μας εξασφαλίσει μια πιο άνετη ζωή, για τις ανοησίες σου;».

«Μόνο τα λεφτά σε νοιάζουν. Τους νεκρούς όμως δεν πρέπει να τους ξεχνάμε, γι’ αυτό τους φτιάχνουμε τάφους. Αλλά τι λέω; Εδώ ξέχασες τη γυναίκα σου. Θα σε νοιάζει για τους ξένους;» του απάντησε ο Μάριος και πήγε στο δωμάτιό του.

   Δεν πέρασε ώρα και η πόρτα του δωματίου του χτύπησε. Η Αλεξάνδρα πέρασε χωρίς να περιμένει κάποιο πρόσταγμα. Ο Μάριος για πρώτη φορά ένιωσε την ανάγκη να της ζητήσει συγγνώμη για τη συμπεριφορά του μα δεν το έκανε. 

«Εγώ σε πιστεύω» του είπε.

«Το λες αλήθεια;».

«Ναι. Δεν είχες λόγο να πεις ψέματα για κάτι τόσο σοβαρό. Όσο για τον πατέρα σου, είμαι σίγουρη πως θα τα σκεφτεί σοβαρά όλα αυτά που του είπες. Θα σε βοηθήσω και εγώ να τον πείσεις». Του έσφιξε τον ώμο και βγήκε από το δωμάτιο καληνυχτίζοντάς τον. Ο Μάριος για πρώτη φορά μετά από τον θάνατο της μητέρας του, ένιωσε τη μητρική αγάπη να τον ακουμπά.

   Την επόμενη μέρα, όταν το σκοτάδι είχε καλύψει τα πάντα, ο Μάριος οδήγησε την Αλεξάνδρα στο σημείο όπου την προηγούμενη βραδιά είχε αυτή την παράξενη εμπειρία.  Ήθελε να την πείσει για τα λεγόμενά του. Τα λεπτά περνούσαν μα τίποτα ασυνήθιστο δεν συνέβαινε. Η Αλεξάνδρα έπιασε από τον ώμο τον Μάριο και του είπε:

«Έλα πέρασε η ώρα πάμε σπίτι».

«Άσε με, αφού σου είπα πως όλα συνέβησαν εδώ» της απάντησε ο Μάριος, θυμωμένος που έβλεπε να μην τον πιστεύει.

«Όμως, όπως βλέπεις, δεν υπάρχει τίποτα εδώ πέρα…» μα πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση της η Αλεξάνδρα, ακούστηκαν και πάλι οι φωνές, γεγονός που την έκανε να σφίξει ακόμα περισσότερο τον ώμο του Μάριου. Η νεκρή ζωή έκανε την εμφάνισή της:

«Ποτέ δεν θα ησυχάσουμε. Ποτέ».

Μπροστά στα μάτια της άρχισαν να εκτυλίσσονται όσα της είχε περιγράψει ο Μάριος.  Εκείνος την είδε να σταυροκοπιέται και να μουρμουρίζει προσευχές σαν να ζητούσε συγχώρεση.   

   Όταν έφτασαν σπίτι ο Μάριος ήταν πολύ πιο ήρεμος ενώ η Αλεξάνδρα έτρεμε σύγκορμη. Ο πατέρας του που είχε ανησυχήσει, τους αγκάλιασε και τους ρώτησε τι είχαν πάθει. Η Αλεξάνδρα του τα διηγήθηκε όλα μα εκείνος δεν πείστηκε για ακόμη μία φορά.  

«Δεν ξέρω τι έχετε πάθει, αλλά σας το είπα πως δεν πρόκειται να χαλάσω μια τέτοια δουλειά για τις φαντασίες σας» της απάντησε και ανέβηκε στο δωμάτιο του. Εκείνη τη νύχτα κανείς δε κοιμήθηκε με ηρεμία. Ο Μάριος στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του, το ίδιο και η Αλεξάνδρα.

   Το επόμενο πρωί, ο Μάριος άκουσε τον πατέρα του να μιλάει στο τηλέφωνο:

 «Σε δύο ώρες, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, τα μηχανήματα πρέπει να είναι στον χώρο και να αρχίσουν το σκάψιμο».

«Ώστε δε θα κάνεις πίσω» του είπε ο Μάριος  όταν εκείνος έκλεισε το τηλέφωνο.

«Τα συζητήσαμε αυτά. Πρέπει να φύγω» του απάντησε εκείνος και βγήκε από την κουζίνα.

«Πέτρο, ξανασκέψου το» του είπε η Αλεξάνδρα όταν εκείνος έβγαινε από το σπίτι, μα δεν της απάντησε καν. Ο Μάριος έτρεξε πίσω του και του φώναξε:

«Μπαμπά μην προδώσεις τη μαμά για δεύτερη φορά» μα το αυτοκίνητο χάθηκε στη στροφή.

   Ο Μάριος διαισθανόταν πως κάτι κακό θα συνέβαινε. Η Αλεξάνδρα τον πήρε αγκαλιά και κάθισαν στον καναπέ. Εκείνος άρχισε να της αφηγείται ιστορίες με τη μητέρα του. Την αφήγησή του διέκοψε ο ήχος του τηλεφώνου. Η Αλεξάνδρα έτρεξε να το σηκώσει. Τα μάτια της μαρτυρούσαν πως κάτι κακό είχε συμβεί. Με το που έκλεισε το τηλέφωνο, πήρε το Μάριο και έφυγαν γρήγορα από το σπίτι. Ο πατέρας του είχε πάθει ατύχημα. 

   Φτάνοντας στο δωμάτιο του νοσοκομείου είδαν τον Πέτρο με γύψο στο πόδι. Τους αγκάλιασε και τους είπε:

«Έπρεπε να σας είχα ακούσει».

«Τι έγινε;» τον ρώτησε ο Μάριος.

«Καθώς οδηγούσα, ένα μικρό κοριτσάκι στεκόταν στη μέση του δρόμου. Του κόρναρα μα δεν σάλεψε καθόλου. Προσπάθησα να το αποφύγω και έχασα τον έλεγχο του αυτοκινήτου. Ο συνεργάτης μου που με ακολουθούσε με το δικό του αυτοκίνητο, μου είπε πως δεν είδε κανένα κοριτσάκι στον δρόμο. Τότε μου ήρθαν στο μυαλό όλα όσα μου είχατε πει και δεν σας είχα πιστέψει. Τώρα όμως ξέρω τι πρέπει να κάνω».

   Τα εγκαίνια των θεμελίων του ξενοδοχείου ήταν μια λαμπρή εκδήλωση. Είχαν μαζευτεί όλοι οι κάτοικοι της πόλης ενώ η μπάντα του δήμου έπαιζε χαρούμενες μελωδίες. Δίπλα στα θεμέλια του ξενοδοχείου είχε στηθεί μνημείο για τις ξεχασμένες ψυχές που στοίχειωναν την περιοχή όλα αυτά τα χρόνια. Η άσπρη πλάκα έγραφε :

«Στη μνήμη των νεκρών μας». Πιο δίπλα, ένα καντηλάκι έκαιγε στο μικρό εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής που στήθηκε μαζί με το μνημείο.

   Ο Μάριος βρισκόταν ανάμεσα στον πατέρα του και την Αλεξάνδρα που τον κρατούσαν σφιχτά από τα  χέρια. Στο τέλος των εγκαινίων, όταν γύρισε για να φύγει, ένιωσε ξανά να διαπερνά το σώμα του μια κρύα αύρα όπως εκείνη τη νύχτα που άρχισαν όλα. Γύρισε και δίπλα στο μνημείο είδε τη μητέρα του να κρατά από το χέρι το μικρό κοριτσάκι και να του χαμογελά. Χαμογέλασε και εκείνος και γύρισε και κοίταξε στα μάτια τον πατέρα του και την Αλεξάνδρα. Πλέον ήταν μια ευτυχισμένη οικογένεια.

 

 

*Το διήγημα με τίτλο "Η μνήμη επανέρχεται" δημοσιεύτηκε στο Deity.gr σε δύο μέρη:  πρώτο μέρος 09.07.2012 | δεύτερο μέρος 16.07.2012  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις