Λάθος προτεραιότητες | διήγημα | Deity.gr





ΛΑΘΟΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ* 



Ο Πέτρος σηκώθηκε από το κρεβάτι του πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Έκανε ένα γρήγορο μπάνιο, έλεγξε το φάκελό του για να βεβαιωθεί πως δεν είχε ξεχάσει κάποιο σημαντικό έγγραφο και κατέβηκε στην κουζίνα. Εκεί τον περίμενε η Μαρία. Τον καλημέρισε με ένα φιλί και του ετοίμασε τον καφέ του.

«Έχεις άγχος;» τον ρώτησε.

«Πολύ. Η σημερινή συνάντηση θα κρίνει το μέλλον μου στην τράπεζα» απάντησε εκείνος.

«Μια χαρά θα τα πας. Στο παρελθόν έχεις κλείσει πολλές τέτοιες συμφωνίες».

«Δεν είναι το ίδιο. Η κατάσταση που επικρατεί τώρα στην αγορά κάνει τους επενδυτές καχύποπτους. Δε θέλω να σκέφτομαι τι θα γίνει αν αποφασίσουν να μην επενδύσουν τα χρήματά τους στην τράπεζα» της απάντησε, πίνοντας μια γρήγορη γουλιά από τον καφέ του. 

    Στα τριάντα οχτώ του χρόνια, ο Πέτρος, ήταν επιτυχημένος  χρηματιστής. Αφιέρωνε όλο τον χρόνο του στη δουλεία και όλα τα άλλα ερχόταν μετά. Δε χαλούσε ποτέ το πρόγραμμά του και ήθελε τα πάντα γύρω του να είναι τακτοποιημένα. Ακόμη και τα ρούχα του, εκείνος τα έβαζε στην ντουλάπα. Ήθελε ανά πάσα στιγμή να μπορεί να βρει την κόκκινη ή τη μαύρη γραβάτα, το λευκό ή το θαλασσί πουκάμισο. Η Μαρία δεν τολμούσε να βάλει χέρι στα πράγματά του και ο χώρος του γραφείο στο σπίτι αποτελούσε άβατο για εκείνη. Ήταν παντρεμένοι δέκα χρόνια. Συχνά ένιωθε πως την παραμελούσε μα τις περισσότερες φορές δεν του έλεγε τίποτα. Η μόνη φορά που τσακώθηκαν άσχημα ήταν πριν από οχτώ χρόνια, όταν έσπασαν τα νερά και η Μαρία έφτασε μόνη της στη γυναικολογική κλινική καθώς εκείνος είχε επαγγελματικό ραντεβού. Ο Πέτρος έφτασε δυο ώρες αργότερα και είδε το γιο του στην αγκαλιά της. Έκλαψε μα εκείνη δε λύγισε. Τις επόμενες σαράντα μέρες δεν του είπε ούτε λέξη αλλά στο τέλος τον συγχώρεσε. Δεν είναι ότι δεν την αγαπούσε ή ότι δεν νοιαζόταν για εκείνη, απλά κάθε επιτυχία στη δουλειά τον γέμιζε ικανοποίηση. Τον έκανε να πετά στα σύννεφα και να νιώθει σημαντικός και, παρά τα παράπονα των φίλων του, της γυναίκας του αλλά και του μικρού Νικόλα, που τον έβλεπε λίγα λεπτά πριν παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα, δεν έδειχνε διατεθειμένος να αλλάξει τη στάση του. 

    Έφερε άλλη μια φορά την κούπα του καφέ στα χείλη του, κοίταξε το ρολόι  και πετάχτηκε από τη θέση του λες και τον χτύπησε ρεύμα.

«Άργησα» είπε και αφού τσέκαρε άλλη μια φορά τον φάκελό του, γύρισε να φύγει. Η Μαρία τον ακολούθησε στο σαλόνι και αφού του έδωσε ένα φιλί, του ευχήθηκε καλή επιτυχία. Άνοιξε την πόρτα για να φύγει μα η φωνή της τον σταμάτησε:

«Μην ξεχάσεις, στις τέσσερις είναι η έκθεση αγγειοπλαστικής που διοργανώνει το σχολείο του Νικόλα. Θα σε περιμένουμε στην είσοδο».

«Είναι απαραίτητο τώρα αυτό; Αφού θα πας εσύ» της απάντησε εκείνος κρατώντας την πόρτα ανοιχτή. 

«Το παιδί σε θέλει εκεί. Μου το ζήτησε χθες το βράδυ. Τόσο καιρό δεν έχεις έρθει ούτε σε μια σχολική εκδήλωση, οπότε σε παρακαλώ να είσαι εκεί στην ώρα σου».

«Σήμερα που με χρειάζονται στο γραφείο βρέθηκε να είναι και αυτό».

«Ο γιος σου σε χρειάζεται περισσότερο» του αντιγύρισε εκείνη και οι τόνοι άρχισαν να ανεβαίνουν επικίνδυνα. Οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας. Πριν κλείσει η πόρτα του διαμερίσματος, ο Πέτρος, υποσχέθηκε στη Μαρία πως θα έκανε ότι μπορούσε μα δεν την έπεισε.

   Ο συννεφιασμένος αθηναϊκός ουρανός ξέσπασε σε κεραυνούς και βροντές ενώ οι χοντρές στάλες της βροχής σύντομα είχαν μετατρέψει τους δρόμους σε ορμητικούς χείμαρρους. Τα χέρια του Πέτρου χτυπούσαν με δύναμη το τιμόνι. Εδώ και αρκετή  ώρα βρισκόταν κολλημένος στην κίνηση, ενώ οι πλημμυρισμένοι από τη βροχή δρόμοι, έκαναν την κυκλοφορία ακόμη πιο δύσκολη. Το ραντεβού του με τους επενδυτές πλησίαζε και εκείνος δεν είχε καταφέρει ακόμα να φτάσει στην τράπεζα. Τον είχε κυριεύσει το άγχος. Ο χτύπος του κινητού διέκοψε για λίγο τις σκέψεις του.

«Ναι» απάντησε με έντονο ύφος.

«Έλα ρε φίλε, πού σε πετυχαίνω;»

«Δημήτρη όχι τώρα. Είμαι στο δρόμο για τη δουλειά και έχω αργήσει»

«Δε θα σε καθυστερήσω. Ήθελα απλά να σε ρωτήσω για…»

«Σου είπα, δεν προλαβαίνω τώρα. Θα σε πάρω αργότερα» τον διέκοψε και έκλεισε το τηλέφωνο και συνέχισε: «όλα τα είχα σήμερα μόνο να ακούω τον Δημήτρη να μου κλαίγεται για το κέρατο που του φόρεσε η Ολυμπία, μου έλειπε» και άρχισε να βλαστημά για την γκαντεμιά του.

   Ο Δημήτρης ήταν παιδικός του φίλος και αυτή την περίοδο περνούσε μια άσχημη φάση στα προσωπικά του. Μιλούσαν στο τηλέφωνο αρκετές ώρες αλλά πάντα μετά τη δουλειά. Ο Πέτρος προσπαθούσε να τον παρηγορήσει και να του δείξει ότι θα έρθουν και άλλες... Ολυμπίες. Τώρα όμως προείχε η δουλειά και σίγουρα δε θα άφηνε ούτε τον Δημήτρη ούτε και κανέναν άλλο να τον απασχολήσει. Η συμπεριφορά του αυτή, είχε γίνει αρκετές φορές αιτία παρεξηγήσεων ανάμεσα στους δύο φίλους. 

    Σε κάθε ευκαιρία πατούσε το γκάζι στο τέρμα ενώ κάθε φορά που κάποιος του έκλεινε το δρόμο η κόρνα του αυτοκινήτου βούιζε σαν τρελή. Από το άγχος του μπέρδεψε τη διαδρομή και έστριψε σε ένα λάθος στενό. Για να μην καθυστερήσει κάνοντας τον κύκλο έκανε επιτόπου στροφή μα δεν πρόσεξε το μηχανάκι που ερχόταν. Το μηχανάκι έπεσε πάνω στην πόρτα του οδηγού. Ο νεαρός μοτοσικλετιστής βρέθηκε στην άσφαλτο. Ο Πέτρος βγήκε από το αυτοκίνητο. Ευτυχώς κανένας από τους δύο δεν είχε πάθει τίποτα. Μόνο κάποιες γρατζουνιές στα χέρια και τα πόδια του νεαρού μοτοσικλετιστή ο οποίος ξέσπασε και άρχισε να «στολίζει» τον Πέτρο με όλων των ειδών τα κοσμητικά επίθετα. Εκείνος προσπαθούσε να ρίξει τους τόνους κάτι που δεν ήταν και τόσο εύκολο. Όταν μάλιστα του πρότεινε να του αφήσει την κάρτα του και να επικοινωνήσει αργότερα μαζί του γιατί έπρεπε να πάει στη δουλειά ο νεαρός μοτοσικλετιστής ξέσπασε ακόμα περισσότερο.

«Δε θα πας  πουθενά. Πρώτα θα έρθει η αστυνομία να ξεκαθαρίσει το πράγμα και μετά πήγαινε όπου θες».

   Μάταια ο Πέτρος προσπαθούσε να τον μεταπείσει. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και περίμενε την αστυνομία. Δεν σταμάτησε ούτε ένα λεπτό να βρίζει την τύχη του. Το κοστούμι του είχε βραχεί ενώ από το γόνατο και κάτω το παντελόνι του είχε γεμίσει λάσπες. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα να σταματήσει σε ένα μαγαζί και να αγοράσει ένα άλλο κοστούμι μα έτσι θα έχανε κι άλλο χρόνο. Ήλπιζε μόνο οι μεγάλο - επενδυτές να σταθούν σε αυτά που είχε ετοιμάσει να τους πει και όχι στην εμφάνισή του.

 Μισή ώρα αργότερα κι ενώ είχαν ξεμπερδέψει με τα διαδικαστικά και η ασφαλιστική του Πέτρου ανέλαβε να αποζημιώσει τον νεαρό μοτοσικλετιστή, εκείνος  μπήκε στο αυτοκίνητό του ανακουφισμένος που πλέον θα συνέχιζε το δρόμο του για τη δουλειά. Όμως μία ακόμη δυσάρεστη έκπληξη τον περίμενε. Το αυτοκίνητό του δεν έπαιρνε μπρος. Βγήκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να χτυπά κλωτσιές την ήδη ζουλιγμένη από τη σύγκρουση πόρτα. Η τύχη όμως φάνηκε να του χαμογελάει όταν είδε να περνάει ένα ταξί. Μπήκε μέσα και προέτρεψε τον οδηγό να κάνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Σε δεκαπέντε λεπτά θα έπρεπε να είναι στην τράπεζα. Το άγχος του μεγάλωνε καθώς σκεφτόταν τους επενδυτές να είναι στο γραφείο και να τον περιμένουν. Καθώς σκεφτόταν όλα αυτά ένιωσε το αίμα του να παγώνει. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα «Ο φάκελος. Ξέχασα το φάκελο με τα έγγραφα στο αμάξι» αναφώνησε. Άρχισε να χτυπάει με δύναμη το ταμπλό του ταξί και να βρίζει. Ζήτησε στον οδηγό να γυρίσει πίσω. Όταν έφτασαν στο αυτοκίνητο ο Πέτρος αντίκρισε τα έγγραφα και μερικά άλλα αντικείμενα σκορπισμένα μέσα στα λασπόνερα. Φεύγοντας είχε ξεχάσει να κλειδώσει και κάποιοι είχαν αδειάσει το αυτοκίνητο. Ο Πέτρος προσπαθούσε να μαζέψει τα λασπωμένα έγγραφα από την άσφαλτο μα δεν είχε νόημα. Άρχισε να κλαίει από θυμό καθώς δεν μπορούσε να πιστέψει όλο αυτό που ζούσε. Αφού βρήκε και πάλι τον εαυτό του, επιβιβάστηκε ξανά στο ταξί.

    Όταν έφτασε στην τράπεζα ήταν αργά. Η Χριστίνα, η γραμματέας του, τον ενημέρωσε πως οι επενδυτές είχαν φύγει πριν λίγα λεπτά και πως τη δουλειά τελικά την έκλεισε ο Γεωργίου, ένας συνάδελφός με τον οποίο ο Πέτρος δεν είχε  και τις καλύτερες σχέσεις. Ο Πέτρος κατευθύνθηκε προς το γραφείο του διευθυντή. Όταν μπήκε τον είδε να δίνει τα συγχαρητήρια στον Γεωργίου ενώ εκείνος βγαίνοντας του έριξε ένα υπεροπτικό βλέμμα. Όταν έκλεισε η πόρτα του  γραφείου, ο Πέτρος προσπάθησε να εξηγήσει στον διευθυντή όλα όσα είχαν γίνει μα εκείνος δεν έδειχνε διατεθειμένος να τον ακούσει και απλά του είπε:

«Μην κουράζεσαι. Απλά πήγαινε στο γραφείο και μάζεψε τα πράγματά σου. Για την αποζημίωσή σου έχω κανονίσει ήδη».

     Ο Πέτρος έφυγε από το γραφείο χωρίς να προσπαθήσει να του πει τίποτα παραπάνω. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον μεταπείσει. Γύρισε στο γραφείο του και μάζεψε τα λιγοστά πράγματα. Λίγες ώρες αργότερα και αφού αποχαιρέτησε τους συναδέλφους του βγήκε από την τράπεζα. Γύρισε και έμεινε να την κοιτάζει για μερικά λεπτά. Όλη η ζωή του περνούσε μπροστά από τα μάτια του: ατελείωτες συσκέψεις, επανωτά ραντεβού, μελέτες, οικονομικές αναλύσεις, άγχος, αποξένωση.

«Τελικά όλη μου η ζωή ήταν μόνο η δουλειά και τι κατάλαβα;» αναρωτήθηκε.  Δίπλα του βρισκόταν ένας κάδος ανακύκλωσης. Τον άνοιξε και πέταξε μέσα τα πράγματα του γραφείου. Αυτό που πριν από λίγες ώρες τον γέμιζε ικανοποίηση, τώρα ένιωθε να τον πνίγει. Κοίταξε το ρολόι του και σταμάτησε ένα ταξί που περνούσε από μπροστά του. Προέτρεψε ξανά τον οδηγό να κάνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε αλλά αυτή τη φορά όχι για να προλάβει κάποιο επαγγελματικό ραντεβού αλλά για να προλάβει το ραντεβού με το γιο του. Η έκθεση αγγειοπλαστικής θα έπρεπε να τελειώνει όπου να’ ναι κι αφού δεν κατάφερε να είναι εκεί στην αρχή, τουλάχιστον να ήταν στο τέλος.

Όταν έφτασε στην είσοδο του σχολείου δεν υπήρχε κανείς. Η πόρτα του προαύλιου ήταν κλειδωμένη. Χωρίς να χάσει χρόνο έτρεξε στο σπίτι. Άνοιξε την πόρτα και άρχισε να φωνάζει τη Μαρία και το Νικόλα. Στα χέρια του κρατούσε δώρα και για τους δύο. Στο σπίτι όμως δεν υπήρχε κανείς. Ένα λευκό χαρτί στο τραπεζάκι του σαλονιού τράβηξε την προσοχή. Ήταν ένα σημείωμα από τη Μαρία:

«Ελπίζω να έκλεισες τη δουλειά και οι επενδυτές να έμειναν ευχαριστημένοι από τις γνώσεις σου. Ελπίζω επίσης στο βλέμμα του διευθυντή σου να είδες την ικανοποίηση και όχι την απογοήτευση που είδα εγώ στο βλέμμα του Νικόλα όταν του είπα πως δεν μπορούσες να έρθεις στην έκθεση. Το βλέμμα αυτό με έκανε να πάρω και την απόφαση να δώσω εντολή στον δικηγόρο μου να ξεκινήσει τις διαδικασίες του διαζυγίου. Ούτε εγώ, ούτε κι ο Νικόλας είμαστε σε θέση να ανταγωνιζόμαστε άλλο τη δουλειά σου. Βαρέθηκα. Βαρεθήκαμε. Βλέπεις, αυτή αποδείχτηκε πιο σημαντική από μας. Για το επόμενο διάστημα θα μείνω στη μητέρα μου στη Θεσσαλονίκη. Όποτε θες, μπορείς να επικοινωνήσεις με το παιδί. Όσο για την δικιά μου απόφαση, δεν αλλάζει. Το ξέρω ότι με αγαπάς και ότι νοιάζεσαι απλά έχουμε διαφορετικές προτεραιότητες. Καλή τύχη».

    Ο Πέτρος άφησε το σημείωμα στον καναπέ. Για μερικά λεπτά έμεινε να κοιτάζει τον απέναντι τοίχο. Οι αναμνήσεις είχαν στήσει χορό στο μυαλό του. Άρχισε να καταλαβαίνει όλα όσα είχε χάσει τόσο καιρό εξαιτίας της δουλειάς του.  Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη και τηλεφώνησε στον Δημήτρη. Το ηχογραφημένο όμως μήνυμα, «Η κλήση σας προωθείται», τον έκανε να καταλάβει πως τον είχε χάσει και αυτόν. Έμεινε μόνος.



*Το διήγημα με τίτλο "Λάθος προτεραιότητες" δημοσιεύτηκε στο Deity.gr σε δύο μέρη:  πρώτο μέρος 12.06.2012 | δεύτερο μέρος 19.06.2012  





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις