Το ταξίδι | διήγημα | Deity.gr





ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ*


Τα γενέθλια του Φίλιππου ήταν γεγονός. Η Ελένη αποφάσισε να αφήσει το λογιστικό γραφείο στα ικανά χέρια της Σοφίας, πρώην συμφοιτήτρια και νυν συνεργάτιδα, ώστε να μπορεί να αφιερώσει όλη τη μέρα στο σύντροφό της. Γνωρίστηκαν πριν οχτώ μήνες και ήταν τα πρώτα γενέθλια που θα περνούσαν μαζί. Από το πρωί είχε ξεχυθεί στα μαγαζιά για να βρει το κατάλληλο δώρο και να αγοράσει το γαλάζιο φόρεμα που είχε σταμπάρει πριν λίγες μέρες σε βιτρίνα γνωστής μπουτίκ του Κολωνακίου και που η Σοφία, όλες αυτές τις μέρες, της είχε πάρει τα αφτιά να το αγοράσει καθώς πίστευε πως θα αναδείκνυε το καλλίγραμμο σώμα και τα γαλάζια μάτια της. Στη συνέχεια, το πρόγραμμά της προέβλεπε ψώνια στο σούπερ μάρκετ ώστε να αγοράσει τα απαραίτητα υλικά για το δείπνο-έκπληξη στον αγαπημένος της, όταν εκείνος θα γυρνούσε ανυποψίαστος αργά το απόγευμα από τη δουλειά –η διαφημιστική εταιρεία στην οποία εργαζόταν, ετοίμαζε μια μεγάλη καμπάνια και ο προϊστάμενος είχε επιβάλει εξοντωτικά ωράρια στους υφισταμένους του.

    Η Ελένη ανέβηκε στον πέμπτο όροφο και άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος με τα δικά της κλειδιά. Τα γέλια που έρχονταν από την κρεβατοκάμαρα τη βεβαίωσαν πως δεν ήταν μόνη. Πλησίασε και άνοιξε γρήγορα την πόρτα. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα όταν αντίκρισε την Νατάσσα, παιδική της φίλη από το δημοτικό και μόνο άνθρωπο στον οποίο η Ελένη εξομολογούνταν τα πάντα, στην αγκαλιά του Φίλιππου. Για μερικά δευτερόλεπτα το σώμα της δε σάλευε καθόλου. Ένιωσε το αίμα στις φλέβες της να παγώνει, κάνοντας την ανήμπορη να αντιδράσει. Όταν κατάφερε να ανακτήσει κάποιες από τις δυνάμεις της, είπε με φωνή που ίσα που έβγαινε από μέσα της:

«Δε θέλω να σας ξαναδώ μπροστά μου» και γύρισε να φύγει πριν καταρρεύσει. Το παράνομο ζευγάρι, που τόση ώρα είχε μείνει και αυτό παγωμένο, περιμένοντας κάποια αντίδρασή της, δεν είπε τίποτα. Μόνο ο Φίλιππος έτρεξε πίσω της όταν εκείνη βγήκε από την κρεβατοκάμαρα, φωνάζοντας το όνομά της. Το βλέμμα της όμως, που ξεχείλιζε θυμό, απέτρεψε την όποια δικαιολογία σκόπευε να της πει. Ο θόρυβος από το κλείσιμο της πόρτας έσπασε τη σιωπή και η Ελένη, από τη σύγχυση δεν κατάλαβε για πότε βρέθηκε στο δρόμο. 

    Περπατούσε για ώρες χωρίς να σταματά, διώχνοντας κάθε σκέψη από το μυαλό της. Δεν ήθελε να συνειδητοποιήσει όσα είχαν συμβεί μα, κυρίως, δεν ήθελε να ομολογήσει στον εαυτό της πως στα τριάντα δύο της είχε μείνει και πάλι μόνη, πως πάλι κάποιος την πρόδωσε και μάλιστα αυτή τη φορά το χτύπημα ήταν διπλό.

    Η άνοιξη είχε φτάσει στο τέλος της και ήλιος έκανε την Αθήνα να μοιάζει με καζάνι που βράζει. Τα μακριά, καστανά μαλλιά της σκούπιζαν τον ιδρώτα που κυλούσε στο λαιμό ενώ τα μεγάλα, μαύρα γυαλιά που φορούσε, έκρυβαν την απόγνωση που πλέον ήταν ξεκάθαρα ζωγραφισμένη στο βλέμμα της. Άνθρωποι περνούσαν δίπλα της ακουμπώντας τη, μα εκείνη δεν ένιωθε τίποτα, ούτε τις κόρνες από τα κολλημένα αυτοκίνητα στην κίνηση άκουγε. Μόνο περπατούσε χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. 

    Τα βήματά της, την οδήγησαν στον Πειραιά. Απόθεσε το σώμα της σε ένα παγκάκι στην προβλήτα του λιμανιού και άρχισε να αγναντεύει τη θάλασσα και τα αγκυροβολημένα καράβια. Κάθε φορά που ένιωθε να πνίγεται, επέστρεφε εκεί. Η αίσθηση ότι μπορούσε να επιβιβαστεί σε ένα καράβι, να χαθεί στο απέραντο γαλάζιο και να βρεθεί μακριά από τα προβλήματά της, την έκανε να χαλαρώνει. Πάντα ονειρευόταν ένα ταξίδι. Η συνήθειά της αυτή ίσως να οφείλονταν στον πατέρα της, ο οποίος στα νιάτα του και πριν γνωρίσει τη μητέρα της, είχε κάνει για μικρό χρονικό διάστημα τη δουλειά του ναυτικού. Την έπιανε από το χέρι και την οδηγούσε στη θάλασσα, όπου της αφηγούταν ιστορίες από τα λιγοστά ταξίδια του. Του είχε μεγάλη αδυναμία και το καρδιακό επεισόδιο που σταμάτησε τη ζωή του όταν εκείνη ήταν έντεκα χρονών, την έκανε να νιώθει απέραντη μοναξιά καθώς η μητέρα της δεν είχε χρόνο για βόλτες και γενικά δεν είχε χρόνο για εκείνη.

    Οι μνήμες άρχισαν να ξυπνούν και τώρα δεν μπορούσε να τις αποφύγει. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και όσο κι αν ήθελε να αποτρέψει τους λυγμούς, που τόση ώρα κρατούσε μέσα της για να μη βγουν στην επιφάνεια, δεν τα κατάφερε. Ξέσπασε σε ένα γοερό κλάμα. Έμοιαζε με μικρό παιδί που ένιωθε πως το αδίκησαν.

    Στο μυαλό της ήρθε ο Αλέξης, ο πρώτος της έρωτας. Ήταν στην τελευταία τάξη του Λυκείου. Εκείνος ψηλός, με ξανθά μαλλιά και γυμνασμένο σώμα, αποτελούσε τον κρυφό πόθο κάθε μαθήτριας. Εκείνη χωμένη στα βιβλία της, τα έχασε όταν της ζήτησε να τον συνοδεύσει στον ετήσιο χορό του σχολείου. Θυμάται τη Νατάσσα να της λέει πως ζηλεύει την τύχη της. Περνούσε καλά μαζί του μέχρι τη στιγμή, που δύο χρόνια αργότερα, ανακάλυψε πως την απατούσε και όσο κι αν δήλωνε κλαίγοντας στην αγκαλιά της Νατάσσας πως δεν πρόκειται ξανά να εμπιστευτεί άντρα στη ζωή της, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη γοητεία του Νίκου.

    Τον γνώρισε στο δεύτερο έτος της σχολής. Περνούσαν υπέροχα μαζί και έκαναν όνειρα για το μέλλον. Ο Αλέξης είχε γίνει πια ανάμνηση που δεν πονούσε πια. Η Ελένη ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του και έτσι έδειχνε και εκείνος γι’ αυτό ήταν μεγάλη η έκπληξή της όταν της ζήτησε λίγο χρόνο για να σκεφτεί.

«Τι να σκεφτεί; Αφού τον αγαπάω και με αγαπάει; Δεν καταλαβαίνω» θυμάται να λέει στη Νατάσσα η ίδια.

«Είναι λογικό μετά από τρία χρόνια που είστε μαζί να θέλει λίγο χρόνο με τον εαυτό του. Άσε που μπορεί να θέλει να σκεφτεί πριν σου κάνει την πρόταση» της απάντησε εκείνη για να την παρηγορήσει. «Λες να είναι  αυτό; Μακάρι» είπε η Ελένη και άρχισε να σκέφτεται τη στιγμή που ο Νίκος θα έπεφτε στα γόνατα και θα της ζητούσε να την παντρευτεί, αφήνοντας έναν αναστεναγμό να βγει. Από μικρή η Ελένη ήθελε να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια, όμως ο χρόνος που της ζήτησε ο Νίκος δεν ήταν για να της κάνει πρόταση γάμου αλλά για να σιγουρέψει την Μαρία, μια πρωτοετή φοιτήτρια που του είχε πάρει τα μυαλά, όπως της εξομολογήθηκε ο ίδιος αργότερα. Και τώρα είχε να αντιμετωπίσει την προδοσία του Φίλιππου και της Νατάσσας.

    Τον Φίλιππο τον γνώρισε οχτώ μήνες πριν. Ήταν καιρό μόνη της και αποφασισμένη αυτή τη φορά να κρατήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό της. Η στενή πολιορκία εκείνου όμως την έκανε να παραδοθεί. Η ευτυχία της είχε χτυπήσει την πόρτα. Η θετική του ματιά στη ζωή και το αστείρευτο χιούμορ του, είχαν διώξει μακριά κάθε θλίψη και, παρόλο που ήταν λίγο καιρό μαζί, εκείνη ήταν έτοιμη να μοιραστεί το υπόλοιπο της ζωής της μαζί του. Μάλιστα στο επετειακό δείπνο, για τους έξι μήνες της σχέσης τους, εκείνη δεν έχασε την ευκαιρία και του έκανε πρόταση γάμου. Εκείνος χαμογέλασε και της είπε πως δεν υπήρχε λόγος να βιάζονται. Η Ελένη άφησε ένα χαμόγελο να ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της μα μέσα της την πείραξε η απάντηση του.

«Μα δεν καταλαβαίνει ότι δεν είμαι πια κανένα κοριτσάκι. Είμαι τριάντα δύο. Θέλω να κάνω οικογένεια, παιδιά. Δε θέλω να γίνω πρώτα γριά και μετά μάνα» φώναζε η Ελένη στο τηλέφωνο, την επόμενη μέρα που πήρε τη Νατάσσα για να της πει τα νέα. Εκείνη τη συμβούλεψε να μην τον πιέσει για τίποτα και να απολαύσει αυτό που της συμβαίνει. Πόσο ψεύτικα ακούγονταν τώρα στα αφτιά της τα λόγια της Νατάσσας.

    Ένας λυγμός ανέβηκε στο λαιμό της. Άρχισε να αναρωτιέται τι έκανε λάθος και στο τέλος έμενε πάντα μόνη. Γιατί δεν είχε βρει ακόμα την αγάπη και τη συντροφικότητα που από μικρή ονειρευόταν;

    Η ώρα είχε περάσει.  Ο ήλιος είχε σταματήσει να καίει την επιδερμίδα της ενώ το δροσερό αεράκι έφερνε στα ρουθούνια της την αρμύρα της θάλασσας. Δεν ήθελε να γυρίσει στο σπίτι καθώς δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει τη μητέρα της που σίγουρα θα της καταλόγιζε ευθύνες για ότι είχε συμβεί. Σηκώθηκε για να φύγει μα ο αριθμός τηλεφώνου και το μήνυμα που τον συνόδευε, γραμμένα στην πλάτη από το παγκάκι της τράβηξαν την προσοχή και στάθηκε. Το μήνυμα έγραφε: «Αν θέλεις να ταξιδέψεις μακριά από τη μοναξιά, πάρε με τηλέφωνο. Δημήτρης».

    Έμεινε να το κοιτάζει για μερικά λεπτά. Προσπαθούσε να καταλάβει τι κρυβόταν πίσω από τις λέξεις. Τι μπορεί να οδήγησε έναν άνθρωπο στο να γράψει το τηλέφωνό του σε ένα παγκάκι; Διάφορες σκέψεις άρχισαν να περνάνε από το μυαλό της.

«Κανένας τρελός θα είναι ή ζιγκολό».

    Γύρισε να φύγει μα της ήρθε η εικόνα της Νατάσσας στην αγκαλιά του Φίλιππου και αμέσως μετά η εικόνα της μητέρας της να την περιμένει στο σαλόνι και με ύφος να την επικρίνει για τα λάθη της. Χωρίς να το σκεφτεί άλλο έβγαλε το κινητό από την τσάντα της και άρχισε να πληκτρολογεί τον αριθμό.

«Μα τι είναι αυτά που κάνω» σκέφτηκε και έκλεισε το κινητό πριν προλάβει να χτυπήσει. Πηγαινοερχόταν πάνω κάτω μην ξέροντας τι να κάνει. Στο μυαλό της επικρατούσε τρικυμία. Από τη μια ήθελε να πάρει εκδίκηση για την προδοσία του Φίλιππου και της Νατάσσας αλλά από την άλλη φοβόταν για το τι μπορεί να κρυβόταν πίσω από το μήνυμα που ήταν χαραγμένο στο παγκάκι.

«Θα πάρω. Τι έχω να χάσω;» είπε χαμηλόφωνα στον εαυτό της και ξανά πληκτρολόγησε τον αριθμό.

    «Παρακαλώ» ακούστηκε μια αντρική φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. Η Ελένη τα έχασε. Δεν ήξερε τι να πει.

«Παρακαλώ» επανέλαβε ο Δημήτρης με πιο ζωηρό τόνο στη φωνή.

«Γεια σου» κατάφερε να ψελλίσει η Ελένη με τρεμάμενη φωνή και συνέχισε «είδα τον αριθμό σου και…» δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της.

«Πώς σε λένε;» τη διέκοψε ο Δημήτρης. Ο τόνος της φωνής του έδειχνε έναν άνθρωπο που σίγουρα το είχε ξανακάνει. Ήταν άνετος ενώ το χιούμορ του έκανε την Ελένη να ξεχάσει για λίγο την αμηχανία της. Αφού αντάλλαξαν κάποιες τυπικές κουβέντες, έδωσαν ραντεβού μία ώρα αργότερα σε καφετέρια της περιοχής.

    Μία ώρα αργότερα η Ελένη βρισκόταν έξω από την καφετέρια που είχαν δώσει ραντεβού. Το άγχος για το τι θα συναντούσε την είχε καταβάλει. Σκέφτηκε να τον καλέσει στο τηλέφωνο και να του πει ότι δε θα πάει, όμως η περιέργειά της νίκησε. Έσπρωξε την πόρτα και βρέθηκε μέσα. Ο αέρας του κλιματιστικού τη δρόσισε. Ο χώρος ήταν καλόγουστος και πλημμυρισμένος από ωραίες μυρωδιές και ψιθύρους από τους θαμώνες. Η Ελένη στάθηκε στη μέση και άρχισε να βολιδοσκοπεί το χώρο. Τα μάτια της έψαχναν για  άντρα τριάντα ετών, με μακριά, ξανθά μαλλιά. Το βλέμμα της διασταυρώθηκε με το βλέμμα του, καθόταν στο βάθος. Όλες οι προβλέψεις της είχαν πέσει έξω. Ο Δημήτρης ήταν πολύ γοητευτικός και δεν έδινε την εντύπωση τρελού. Η αμηχανία της Ελένης εξαφανίστηκε και πλησίασε το τραπέζι του γεμάτη αυτοπεποίθηση.

    «Χαίρω πολύ» της απάντησε εκείνος όταν του έδωσε το χέρι της και του συστήθηκε. Τα πρώτα λεπτά στην κουβέντα τους κυριαρχούσαν γενικότητες. Η Ελένη τα είχε αφήσει όλα πίσω της. Κανένα σημάδι άγχους και αμηχανίας δεν υπήρχε πάνω της. Ένιωθε σαν μικρό κορίτσι που έβγαινε το πρώτο ραντεβού. Το βλέμμα της σκοτείνιασε μόνο όταν ο Δημήτρης τη ρώτησε: «Για πιο λόγο αποφάσισες να μου τηλεφωνήσεις».

    Η σιωπή πήρε μακριά τις γενικότητες. Η Ελένη έδειχνε ξανά την αμηχανία της αλλά γρήγορα βρήκε ξανά την αυτοκυριαρχία της και του απάντηση με ερώτηση: «Εσένα τι σε έκανε να γράφεις το τηλέφωνό σου δεξιά και αριστερά;»

«Αποφεύγεις την απάντηση» συνέχισε εκείνος.

«Κι εσύ» του αντιγύρισε εκείνη.

    Η συζήτηση άρχισε να μοιάζει με παρτίδα πινγκ πονγκ. Ο ένας πετούσε το μπαλάκι στον άλλο και η Ελένη έδειχνε να απολαμβάνει αυτό το παιχνίδι. Ο Δημήτρης της άρεσε πολύ και εκείνος έδειχνε να απολαμβάνει την παρέα της. Δύο ώρες μετά βρέθηκαν στο σπίτι του.

    Μπήκαν στο διαμέρισμα ανταλλάσοντας παθιασμένα φιλιά. Γρήγορα βρέθηκαν γυμνοί στο κρεβάτι. Το γυμνασμένο σώμα του σκέπασε το δικό της. Οι ψίθυροι από την ηδονή που προκαλούσε ο ένας στον άλλο γέμισαν ασφυκτικά τη μικρή γκαρσονιέρα. Όλο το βράδυ το πέρασαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

    Το επόμενο πρωί τα κορμιά τους έγιναν και πάλι ένα. Η Ελένη κοίταξε το ρολόι της και πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο. Δεν είχε δώσει σημεία ζωής από το προηγούμενο βράδυ και σκέφτηκε πως θα ανησυχούσαν οι δικοί της. Ντύθηκε γρήγορα και γύρισε προς τον Δημήτρη, ο οποίος, τόση ώρα, δεν είχε πάρει τα μάτια του από πάνω της.

«Θα τα πούμε το απόγευμα;» τον ρώτησε εκείνη. Ο Δημήτρης ανασηκώθηκε από  το κρεβάτι, κατέβασε το βλέμμα του και της απάντησε:

«Στις πέντε φεύγω για Ρόδο. Ένας φίλος μου έχει μαγαζί εκεί και θα πάω να δουλέψω».

   Η Ελένη σκοτείνιασε πάλι. Σαν αστραπή ήρθαν στο μυαλό της όλα όσα είχαν συμβεί την προηγούμενη μέρα. Σκέφτηκε πως θα έμενε μόνη για ακόμα μια φορά. Ο Δημήτρης σηκώθηκε και πήγε κοντά της.

«Ξέρω είναι νωρίς αλλά αν θέλεις μπορείς να έρθεις μαζί μου» της είπες. Τα μάτια της Ελένης άνοιξαν διάπλατα.

«Μαζί σου; Μα πώς;» απόρησε εκείνη. «Δε γνωριζόμαστε καθόλου».

«Έχουμε ένα καλοκαίρι μπροστά μας για να γνωριστούμε. Άλλωστε δε νομίζω να έχεις να χάσεις και πολλά, αλλιώς δε θα μου τηλεφωνούσες» της απάντησε εκείνος.

    Η Ελένη βγήκε από το μικρό διαμέρισμα δίνοντάς του την υπόσχεση ότι θα  το σκεφτεί.

   Μέχρι να φτάσει στο σπίτι της προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη. Η πρόταση του Δημήτρη την προβλημάτισε. Όταν άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε τη μητέρα της να την περιμένει στο σαλόνι διαβάζοντας ένα βιβλίο, ατάραχη για την εξαφάνισή της, απόρησε. Η απορία της όμως λύθηκε όταν την άκουσε να της λέει:

«Χθες το απόγευμα ήρθε από εδώ η Νατάσσα. Ήθελε να σου δώσει κάποιες εξηγήσεις αλλά..»

«Εξηγήσεις ε... Τόσο θράσος δηλαδή» τη διέκοψε η Ελένη.

Η μητέρα της προσπάθησε να την πείσει να ξανασκεφτεί πιο ψύχραιμα όσα είχαν συμβεί, προβάλλοντάς της διάφορα επιχειρήματα. Η συμπεριφορά της όμως αυτή έδωσε στην Ελένη την απάντηση που έψαχνε.

    Στις πέντε παρά τέταρτο  βρισκόταν ξανά στην αγκαλιά του Δημήτρη αλλά όχι στο σπίτι ή σε κάποια καφετέρια αλλά στο κατάστρωμα του πλοίου. Οι μηχανές του ξεκίνησαν να δουλεύουν. Η ήρεμη θάλασσα ταράχτηκε από το πέρασμά του . Το ταξίδι μόλις είχε αρχίσει. Η θέα του λιμανιού  έμοιαζε τόσο μακρινή όπως και όσα είχε ζήσει η Ελένη την προηγούμενη μέρα. 


*Το διήγημα με τίτλο "Το ταξίδι" δημοσιεύτηκε στο Deity.gr σε δύο μέρη:  πρώτο μέρος 14.05.2012 | δεύτερο μέρος 21.05.2012   

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις