Κυκλοφορία: Τα διηγήματα του εγκλεισμού (συλλογικό έργο) | Εκδόσεις Άπαρσις
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άπαρσις το συλλογικό έργο "Τα διηγήματα του εγκλεισμού" στο οποίο συμμετέχω με το διήγημα "Η μεγάλη ευκαιρία της ζωής του".
Πριν ένα μήνα η ζωή του ήταν διαφορετική. Η μέρα του ξεκινούσε στις επτά. Μέχρι τις πέντε στο γραφείο. Ύστερα σπίτι, φαγητό, μπάνιο, γυμναστήριο. Το βράδυ, μπάνιο, ταινία, αγκαλιά, φιλί, ύπνος μέχρι το ξυπνητήρι να χτυπήσει στην προκαθορισμένη ώρα και να αρχίσει η ρουτίνα του. Τα σαββατοκύριακα φίλοι, εστιατόρια, θέατρα, σινεμά, εκδρομές και μικρές ανάσες, απαραίτητες, ώστε να κρατιέται ζωντανή η σχέση του με Εκείνη. Οκτώ χρόνια ήταν μαζί και πια, το είχε πάρει απόφαση πως ήταν ο άνθρωπος του. «Αφού περάσαμε και την επταετία…» συνήθιζε να λέει. Πριν από ένα μήνα είχε πρόγραμμα, φίλους, μια ρουτίνα που αγαπούσε και έναν άνθρωπο στο πλάι του να τη μοιράζεται.
Σήμερα, ήταν μόνος. Φυλακισμένος στο πατρικό του. Διακόσια χιλιόμετρα μακριά της. «Πρέπει να έρθεις. Ο τύπος δίνει αρκετά λεφτά για το οικόπεδο. Τέτοια ευκαιρία δεν θα ξαναβρείς…» του είχε πει στο τηλέφωνο ο ξάδερφος του και εκείνος έβαλε σε ένα σάκο τα απαραίτητα και την επομένη ξεκίνησε για το χωριό του, να αρπάξει την ευκαιρία από τα μαλλιά. Δέκα χρόνια δούλευε στην διαφημιστική. Αν πουλούσε το οικόπεδο θα ήταν πια σε θέση να στήσει τη δική του δουλειά. Κι ύστερα τη ζωή του με Εκείνη. Καθώς οι ρόδες του αυτοκινήτου ρουφούσαν τα χιλιόμετρα, εκείνος, έφτιαχνε το πλάνο στο μυαλό του: πώληση οικοπέδου, στήσιμο γραφείου, γάμος, παιδιά. «Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια…» ψέλλισε και βγήκε στην αυλή.
Ο δρόμος ήταν έρημος. Όλοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους. Φοβισμένοι από τη νέα πραγματικότητα. Ο ιός κυκλοφορεί, μολύνει, Χιλιάδες κρούσματα κάθε μέρα, θάνατοι, η παγκόσμια οικονομία έτοιμη να καταρρεύσει, τα συστήματα υγείας δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν, και, μέρα με τη μέρα, όλο και πιο αυστηρά μέτρα για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση… «Πώς είναι δυνατόν να μην είχαν προβλέψει κάτι τέτοιο;» αναρωτήθηκε και άναψε το τσιγάρο του.
Τόσες μέρες κλεισμένος στο σπίτι είχαν περάσει από την οθόνη του κινητού του άρθρα, μελέτες, προφητείες, ταινίες που περιέγραφαν την σημερινή κατάσταση. Πώς λοιπόν ο κόσμος ήταν τόσο απροετοίμαστος; Ποιος επέτρεψε σε έναν ιό, και γιατί, να τραβήξει φρένο σε εκατομμύρια ζωές;
Μπήκε στο σαλόνι και κάθισε στον καναπέ. Η οθόνη του κινητού του αναβόσβησε. Εκείνη, με ένα μήνυμά της τον ενημέρωνε πως ήταν καλά. Ανακουφίστηκε. Για λίγο. Μέχρι η ματιά του να απλωθεί ξανά στο σαλόνι. Άφησε το κινητό του στην άκρη. Θα της απαντούσε αργότερα. Τώρα το μυαλό του ήταν αλλού.
Δεν ήταν μόνο ο πλανήτης και τα συστήματά του απροετοίμαστα να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση αλλά και εκείνος. Δέκα χρόνια είχε να πατήσει το πόδι του στο πατρικό του. Από τη στιγμή που έφυγε η μάνα του. Ο πατέρας του, είχε φύγει από τη ζωή τους χρόνια πριν, δεκατριών χρονών ήταν εκείνος, για τα μάτια μιας άλλης γυναίκας. Δεν του έλειψε. Η μητέρα του τού πρόσφερε όσα είχε ανάγκη: αγάπη, στοργή, ασφάλεια, προστασία… Από το μόνο που δεν κατάφερε να τον προστατέψει ήταν η θλίψη της. Από τη στιγμή της προδοσίας του άντρα της, τα μεγάλα πράσινα μάτια της βυθίστηκαν στο σκοτάδι και χωρίς να πει ποτέ ούτε μια λέξη, κάθε κίνηση της, σκορπούσε αυτό το σκοτάδι στα δωμάτια, στα έπιπλα… και το πατρικό του, σιγά σιγά, μετατράπηκε για εκείνον, σε μια φυλακή θλίψης από την οποία δραπέτευσε όταν έφυγε για σπουδές. Μετά, οι επισκέψεις του ήταν λίγες και για λίγο. Ίσα να δει τη μάνα του. Από τη στιγμή που έφυγε και εκείνη, δεν είχε λόγο να επιστρέφει. Και να τώρα που βρέθηκε εγκλωβισμένος ξανά σε αυτή τη φυλακή και δίχως προοπτική απόδρασης. Η «μεγάλη ευκαιρία» της ζωής του τού άνοιξε την πόρτα. Ο ιός, το αίσθημα ευθύνης, η απαγόρευση κυκλοφορίας, το «μένουμε σπίτι» την κλείδωσαν και πέταξαν και το κλειδί.
Αφού σιχτίρισε την τύχη του, μπήκε στο παιδικό του δωμάτιο. Όλα ήταν στη θέση τους. βιβλία, δίσκοι και το ξύλινο τρενάκι που είχε βρει κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο όταν ήταν πέντε ετών.
Το πήρε στα χέρια του. Για πρώτη φορά, μετά από ένα μήνα αναγκαστικού εγκλεισμού, στο μυαλό του ήρθαν χαρούμενες εικόνες: γιορτινά τραπέζια, γέλια, τραγούδια, μεσημέρια καλοκαιριού με φίλους στην αυλή, με ιδρωμένα μέτωπα γεμάτα σκόνη, με πληγωμένα γόνατα από το παιχνίδι και τη μητέρα του να του περιποιείται τις πληγές… Ναι, αυτό το σπίτι ήταν γεμάτο θλίψη αλλά και γεμάτο με τις ομορφότερες αναμνήσεις του. Κι εκείνος αποφάσισε να θυμάται μόνο αυτές.
Γύρισε στο σαλόνι κρατώντας το ξύλινο τρενάκι στα χέρια του. Πρώτη φορά διένυσε την απόσταση χωρίς φόβο. Η οθόνη του κινητού του αναβόσβησε ξανά. «Μόλις με ενημέρωσε ο τύπος πως δεν ενδιαφέρετε πια για το οικόπεδο». «Η μεγάλη ευκαιρία της ζωής μου…» ψέλλισε διαγράφοντας το μήνυμα που του έστειλε ο ξάδερφός του. Από τα εισερχόμενα διάλεξε το τελευταίο μήνυμα Εκείνης. «Είμαι καλά» της απάντησε.
Αυτό το ταξίδι τελικά ήταν η μεγάλη ευκαιρία της ζωής του για να δει τα πράγματα διαφορετικά. «Ίσως και όλη αυτή η κατάσταση να είναι η ευκαιρία της ζωής μας για την αντιμετωπίζουμε διαφορετικά» ψέλλισε και έσφιξε στην αγκαλιά του το ξύλινο τρενάκι.
*Το συλλογικό έργο "Τα διηγήματα του εγκλεισμού" κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Άπαρσις στις 18.06.2020
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου