Κυκλοφορία: Περιοδικό Κέφαλος | 8 Τευχος
Κυκλοφορεί το 8ο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού Κέφαλος στο οποίο συμμετέχω με το παραμύθι "Η κάμπια Βεατρίκη".
Σάββατο. Η ημέρα που ο μικρός Νικόλας
περνούσε στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Καθισμένος στο πίσω κάθισμα και
με κολλημένο το πρόσωπό του στο τζάμι, περίμενε να δει την πολύχρωμη ταμπέλα
ενός παλιού κινηματογράφου. Μετά ήξερε: ο μπαμπάς θα έστριβε δεξιά και η γιαγιά
θα τους περίμενε στην είσοδο της αυλής. Μετά η μαμά θα του έλυνε τη ζώνη
ασφαλείας κι ύστερα θα ακολουθούσε ο γνωστός διάλογος:
-Να είσαι φρόνιμος και κυρίως να
προσέχεις…
-Θα προσέχω μαμά…
-Και μη βγεις από την αυλή…
-Δε θα βγω…
-Ξέρεις πόσο επικίνδυνο είναι…
-Το ξέρω μαμά…
-Να πλένεις συχνά τα χέρια σου και να
μην πλησιάζεις πολύ κοντά σε άλλους…
-Ναι μαμά…
-Και αν έρθουν άλλα παιδιά για να
παίξετε, αυτά έξω από το φράχτη της αυλής, εσύ από μέσα. Δεν τους δίνεις
τίποτα, δεν σου δίνουν τίποτα.
-Το ξέρω μαμά…
-Είναι για το καλό σου, αγόρι μου…
-Ναι μαμά, για το καλό μου…
Και ύστερα, θα έτρεχε στην αγκαλιά της γιαγιάς. Και ύστερα του παππού. Οι μόνες αγκαλιές που μπορούσε να τρυπώνει.
Ο Νικόλας είχε γεννηθεί με μια σπάνια ασθένεια. Μια φορά που η μαμά του μιλούσε στο τηλέφωνο με τη θεία του και αδερφή της, άκουσε το όνομά της. Προσπάθησε να το επαναλάβει μα δεν τα κατάφερε. Την επόμενη ημέρα το είχε ξεχάσει. Μέρες όμως αργότερα, άκουσε τον μπαμπά του να λέει:
-Τόσα χρόνια μοναξιάς δεν αντέχονται…
Τον άκουσε να λέει και άλλα μα δεν τα
συγκράτησε. Το μόνο πράγμα που στάθηκε στο μυαλουδάκι του ήταν η λέξη μοναξιά.
Το βράδυ, πριν πέσει για ύπνο ρώτησε τη μαμά:
-Τι θα πει μοναξιά;
-Είναι αυτό που αισθάνεται κάποιος
που δεν έχει κανέναν άνθρωπο στη ζωή του, του απάντησε εκείνη.
-Ούτε γονείς;
-Ούτε.
-Ούτε αδέρφια;
-Ούτε.
-Ούτε φίλους;
-Ούτε, του απάντησε η μαμά και τον καληνύχτισε με ένα γλυκό φιλί.
Όταν ο Νικόλας έμεινε μόνος του, σκέφτηκε για λίγο όσα του είπε η μαμά και αποφάσισε πως η λέξη μοναξιά είναι το όνομα της ασθένειας του. Βέβαια, εκείνος είχε γονείς, τον παππού, τη γιαγιά, τους γονείς του δικού του μπαμπά, μα δεν είχε ούτε αδέρφια ούτε φίλους. Δεν μπορούσε να πάει σχολείο, σε πάρτι, να παίξει στο πάρκο με τα υπόλοιπα παιδιά. Μόνο η Ευτυχία, η δασκάλα του, περνούσε την πόρτα του δωματίου του. Και κάθε Σάββατο ξεκινούσε, με τους γονείς του, για το σπίτι του παππού και της γιαγιάς.
Αυτά σκεφτόταν αυτή τη στιγμή, καθισμένος στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, δεμένος με τη ζώνη ασφαλείας και τα μάτια του ήταν έτοιμα να τρέξουν δάκρυα. Όπως τις νύχτες που ένιωθε την καρδούλα του να σπάει από τη «μοναξιά» και μούσκευε το μαξιλάρι του με τα καυτά του δάκρυα. Μα να, από το τζάμι φάνηκε η πολύχρωμη ταμπέλα. Ο μπαμπάς έστριψε δεξιά και η γιαγιά του, χαμογελαστή όπως πάντα, τους περίμενε στην είσοδο της αυλής. Ο Νικόλας χτύπησε ασυναίσθητα με τα πόδια του το κάθισμα του συνοδηγού. Η μαμά, γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του και του χαμογέλασε. Και ύστερα ακολούθησε ο διάλογος με τις οδηγίες, που πια ο μικρός Νικόλας είχε μάθει απέξω και ανακατωτά.
Όταν η μαμά σταμάτησε να μιλά, ο Νικόλας, έτρεξε στην αγκαλιά της γιαγιάς του. Εκείνη, τον αγκάλιασε σφιχτά και φίλησε τα ξανθά μαλλιά του.
-Πώς τα πέρασες αυτή την εβδομάδα;
Τον ρώτησε.
-Καλά! Φώναξε εκείνος και έτρεξε στον
παππού με φόρα ο οποίος προσπάθησε να τον σηκώσει ψηλά, όπως τότε που ήταν
μικρός, αλλά δεν τα κατάφερε. Είχαν μεγαλώσει και οι δύο.
Όταν
πέρασε την πόρτα της αυλής και ο μπαμπάς του, κρατώντας την τσάντα με τα ρούχα
και τα παιχνίδια του, κάθισαν όλοι γύρω από το τραπέζι της αυλής. Η γιαγιά
έφερε κέικ και κουλουράκια από την κουζίνα. Μετά από λίγο, η μαμά κοίταξε το
ρολόι της.
-Πρέπει να φύγουμε, είπε και ο
μπαμπάς συμφώνησε.
Σηκώθηκαν
και πήγαν προς το αυτοκίνητο. Πριν, η μαμά, κλείσει την πόρτα της, κοίταξε τον
Νικόλα.
-Όπως είπαμε, μικρέ, του φώναξε.
-Όπως είπαμε, της απάντησε ζωηρά κι
εκείνος.
-Να περάσεις ένα όμορφο Σαββατοκύριακο,
του είπε ο μπαμπάς και του έκλεισε συνωμοτικά το μάτι.
-Ευχαριστώ μπαμπά, του είπε ο μικρός
προσπαθώντας να αντιγράψει το συνωμοτικό βλέμμα του μπαμπά. Όμως, δεν κατάφερε
να κρατήσει ανοιχτό το ένα μάτι και όλοι ξέσπασαν σε γέλια με την αστεία γκριμάτσα
του.
Η
μηχανή του αυτοκινήτου ακούστηκε. Όπως πάντα ο μπαμπάς πάτησε την κόρνα και η
γιαγιά σήκωσε το χέρι της.
-Καλό δρόμο, είπε και ο μικρός Νικόλας, που στεκόταν δίπλα της, τη μιμήθηκε.
Λίγα λεπτά αργότερα το αυτοκίνητο χάθηκε στη στροφή και ο Νικόλας έτρεξε στον παππού που ήδη είχε απλώσει τα στρατιωτάκια πάνω στο τραπέζι της αυλής και τον περίμενε να αρχίσουν άλλη μια μάχη που φυσικά θα αναδείκνυε νικητή τον εγγονό του. Αυτό ήταν το αγαπημένο τους παιχνίδι. Χώριζαν το τραπέζι της αυλής σε δύο στρατόπεδα. Και τα στρατιωτάκια σε καλούς και κακούς.
-Σε μισή ώρα θα είναι έτοιμο το
φαγητό, έλεγε η γιαγιά κάθε φορά και αυτή της η φράση είχε γίνει το συνθηματικό
για την έναρξη της μάχης. Έτσι έγινε και αυτή τη φορά.
Μισή
ώρα αργότερα η γιαγιά φάνηκε στην πόρτα.
-Το τραπέζι είναι έτοιμο, είπε και ο
μικρός Νικόλας έτρεξε γρήγορα να προλάβει να πλύνει πρώτος τα χέρια του.
Μια
ώρα μετά ο παππούς είχε αποσυρθεί στο δωμάτιο του για να ξεκουραστεί και η
γιαγιά είχε καθίσει στην αγαπημένη της πολυθρόνα προσπαθώντας να λύσει ακόμα
ένα σταυρόλεξο. Κοντά της και ο Νικόλας που είχε απλώσει τα αυτοκινητάκια του
στο χαλί δημιουργώντας φανταστικές
διαδρομές πάνω στα περίεργα σχέδια του.
Κάποια
στιγμή σηκώθηκε και έτρεξε κοντά στο παράθυρο. Σήκωσε την κουρτίνα και κόλλησε
το προσωπάκι του στο τζάμι.
-Τι έπαθες, αγόρι μου; τον ρώτησε η
γιαγιά και πήγε κοντά του. Ο μικρός δεν της απάντησε μα το βλέμμα του της
φανέρωσε τη σκέψη του.
Η γιαγιά του γονάτισε και τον έκλεισε
στην αγκαλιά της.
-Δε θα έρθει αυτό το Σαββατοκύριακο ο
Γιωργάκης. Συνάντησα την γιαγιά του το πρωί και μου το είπε.
-Κρίμα, είπε ο μικρός Νικόλας και τα ματάκια του συννέφιασαν.
Ο Γιωργάκης ήταν ο εγγονός της κυρίας Ζωής, της γειτόνισσας. Ένας λεπτός φράχτης χώριζε τις αυλές των σπιτιών τους και όταν ο καιρός το επέτρεπε, τα δύο αγόρια έπαιρναν τις θέσεις τους, ο ένας από τη μια πλευρά του φράχτη και ο άλλος από την άλλη και έπαιζαν ή έλεγαν ιστορίες. Ο Νικόλας δεν χόρταινε να τον ακούει να του λέει ιστορίες από το σχολείο ή το καράτε ή το ωδείο. Από όσα εκείνος δε μπορούσε να κάνει. Από τα μέρη που δεν μπορούσε να βρεθεί εξαιτίας της «μοναξιάς» του.
-Μη στεναχωριέσαι, αγόρι μου. Θα
δεις, θα περάσουμε υπέροχα, είπε η γιαγιά και τον έσφιξε πιο πολύ.
-Το ξέρω γιαγιά αλλά κάποιες φορές
μου λείπει να έχω έναν φίλο, είπε ο Νικόλας και άφησε την κουρτίνα να πέσει.
-Το ξέρω αγόρι μου, αλλά κάνε υπομονή και να δεις που μια μέρα θα συμβεί και αυτό. Προς το παρόν, μπορείς να τρέξεις στην κουζίνα. Πάνω στο τραπέζι σε περιμένει μια έκπληξη, είπε η γιαγιά και του χαμογέλασε πονηρά.
Ο Νικόλας έτρεξε στην κουζίνα και πάνω στο τραπέζι είδε ένα μεγάλο κομμάτι κέικ. Χωρίς να χάσει χρόνο τράβηξε την καρέκλα και άρχιζε να το τρώει λαίμαργα. Η γιαγιά του φάνηκε στην πόρτα και ο Νικόλας της χαμογέλασε.
-Μην το πούμε όμως στη μαμά, της είπε
με μπουκωμένο στόμα και εκείνη του έκλεισε το μάτι συνωμοτικά.
Όταν
έφαγε και το τελευταίο ψυχουλάκι σηκώθηκε να πιεί νερό. Με το ένα χέρι κρατούσε
το ποτήρι και με το άλλο προσπαθούσε να ανοίξει τη βρύση. Όμως δεν τα κατάφερε.
Το ποτήρι προσγειώθηκε στο νεροχύτη.
-Όλα καλά, φώναξε η γιαγιά από το
σαλόνι.
-Ναι, απάντησε ο Νικόλας και η καρδιά
του χτυπούσε δυνατά από το θέαμα που αντίκριζε.
Πάνω
στον πάγκο, δίπλα στο μπολ με τα πλυμένα μαρούλια, μια μικρή, πράσινη κάμπια
προσπαθούσε να το σκάσει. Ο Νικόλας την παρατηρούσε δίχως να κάνει κάποια
κίνηση ώσπου αποφάσισε να της κλείσει το δρόμο με το χέρι του. Η μικρή κάμπια
δεν πτοήθηκε και συνέχισε την πορεία της ανεβαίνοντας στην παλάμη του. Ο
Νικόλας τρόμαξε τόσο που έκλεισε με δύναμη την παλάμη του. Αφού πήρε μερικές βαθιές
ανάσες, την άνοιξε ξανά φέρνοντας την κοντά στα μάτια του.
-Πρόσεχε λίγο, κόντεψες να με
λιώσεις, ακούστηκε από μέσα από την παλάμη του. Ο Νικόλας κοίταξε δεξιά,
αριστερά και ύστερα έφερε το χέρι του πιο κοντά στο πρόσωπό του.
-Σε παρακαλώ, μη με φας, ακούστηκε η
ίδια φωνή και η μικρή κάμπια μαζεύτηκε κουβάρι.
-Μιλάς; ψέλλισε ο Νικόλας.
-Και φυσικά μιλάω, απάντησε με καμάρι
εκείνη.
-Και εγώ μπορώ και σε ακούω;
-Φυσικά, εκτός και αν είσαι κουφός.
-Όχι, δεν είμαι. Έχω μια σπάνια
ασθένεια που τη λένε «μοναξιά» αλλά κουφός δεν είμαι απλώς…
-Απλώς σου φαίνεται παράξενο μια
κάμπια να μιλάει, συμπλήρωσε τη φράση του εκείνη.
-Ακριβώς.
-Όλα τα ζώα μιλάμε μα μας ακούνε όσοι
έχουν αγνή καρδιά, είπε η κάμπια που πια είχε χαλαρώσει και έκοβε βόλτες μέσα
στην παλάμη του Νικόλα.
-Και πώς σε λένε; τη ρώτησε ο Νικόλας
και ξάπλωσε στο χοντρό χαλί.
-Βεατρίκη, απάντησε εκείνη όλο
καμάρι.
-Εμένα με λένε Νικόλα και αισθάνομαι
πολύ μόνος, είπε σε μελαγχολικό τόνο εκείνος.
-Το ξέρω, άκουσα την ιστορία σου όσο
ήμουν κρυμμένη πίσω από τα φύλλα του μαρουλιού, είπε εκείνη και τα μάτια του
Νικόλα βούρκωσαν.
-Αλλά τώρα έχεις εμένα και δεν θα
είσαι μόνος, συνέχισε η κάμπια Βεατρίκη και είδε τα κατσουφιασμένα χείλη του να
χαμογελούν.
-Δηλαδή, θέλεις να γίνουμε φίλοι; τη
ρώτησε και πετάχτηκε όρθιος.
-Φυσικά, αρκεί να μου φτιάξεις ένα
όμορφο σπίτι, να μου δίνεις φαγητό και να με αφήνεις πού και πού στον κήπο, του
απάντησε εκείνη.
-Σύμφωνοι, είπε ο Νικόλας και αφού
έκοψε ένα φύλλο από το μαρούλι έτρεξε στο δωμάτιο του.
Άφησε
την καινούργια του φίλη πάνω στο κρεβάτι. Αφού έψαξε λίγο μέσα στα παιχνίδια του,
επέστρεψε κοντά της κρατώντας ένα όμορφο, χάρτινο κουτί. Τοποθέτησε προσεκτικά
μέσα το φύλλο μαρουλιού και ύστερα την Βεατρίκη.
-Πώς σου φαίνεται το καινούργιο σου
σπίτι; τη ρώτησε γεμάτος αγωνία.
-Είναι τέλειο, του απάντησε εκείνη
και άρχισε να μασουλά λίγο από το μαρούλι της.
Τις
επόμενες ώρες, οι δύο φίλοι, τις πέρασαν κλεισμένοι στο δωμάτιο. Κάθε φορά που
η γιαγιά ερχόταν για να ρωτήσει τον εγγονό της αν ήθελε κάτι, ο Νικόλας, έκρυβε
το μικρό κουτί κάτω από το σεντόνι του. Το βράδυ, όταν όλοι είχαν κοιμηθεί, ο
Νικόλας άφησε την Βεατρίκη να κυκλοφορεί ελεύθερη πάνω στα σκεπάσματά του και
με θαυμασμό άκουγε τις ιστορίες της. Κόντευε να ξημερώσει όταν τον πήρε ο
ύπνος.
Το επόμενο πρωί, οι δύο φίλοι το πέρασαν στην αυλή. Ο παππούς παραξενεύτηκε που ο εγγονός του δεν ήθελε να παίξουν με τα στρατιωτάκια του. Το ίδιο και η γιαγιά, όταν τον φώναξε για να του δώσει ένα κομμάτι από το αγαπημένο του γλυκό και εκείνος αρνήθηκε. Μα δεν επέμεναν, τον άφησαν να παίζει με τα παιχνίδια του χωρίς να ξέρουν πως μέσα στο σωρό υπήρχε η Βεατρίκη.
Το απόγευμα δεν άργησε να έρθει. Το αυτοκίνητο του μπαμπά ακούστηκε. Ο μικρός Νικόλας τινάχτηκε όρθιος και όταν είδε τη μαμά να κατεβαίνει από τη θέση του συνοδηγού, πήρε τη Βεατρίκη στα χέρια του και την τοποθέτησε στο χάρτινο κουτί.
-Ήρθε η ώρα να φύγουμε, της είπε και
ήταν έτοιμος να κλείσει το καπάκι.
-Μισό λεπτό, φώναξε εκείνη και
συνέχισε. Πού θα πάμε;
-Στο σπίτι μου, της απάντησε εκείνος
μα είδε τη μικρή του φίλη προβληματισμένη.
-Έχει κήπο το σπίτι σου; τον ρώτησε.
-Όχι, απάντησε εκείνος.
-Λουλούδια;
-Όχι, η μαμά δεν έχει χρόνο για να τα
φροντίζει.
-Τότε λυπάμαι, δεν μπορώ να έρθω μαζί
σου, του είπε και είδε ξανά τα ματάκια του Νικόλα να βουρκώνουν και τα χείλη
του να κατσουφιάζουν.
-Είσαι ο καλύτερος φίλος που είχα
ποτέ, όμως, δεν μπορώ να ζήσω για πάντα σε ένα κουτί, του είπε και πια ο
Νικόλας δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του.
Οι
δύο φίλοι έμειναν για μερικά λεπτά σιωπηλοί ώσπου η Βεατρίκη φώναξε:
-Το βρήκα, θα με αφήσεις στον κήπο,
να, σε εκείνη τη γωνιά με τις τριανταφυλλιές. Εκεί θα με βρεις και όταν έρθεις
ξανά, του είπε και σκαρφάλωσε στο χέρι του.
-Και δε θα φύγεις; τη ρώτησε με
αγωνία ο Νικόλας.
-Στο υπόσχομαι.
Ο Νικόλας χαμογέλασε. Ακούμπησε απαλά
το δάχτυλό του στην πράσινη ράχη της Βεατρίκης και ύστερα την έβαλε στο σημείο
που του είχε υποδείξει.
-Τα λέμε το επόμενο Σάββατο Βεατρίκη,
της είπε και έτρεξε κοντά στους γονείς του.
Αυτή
τη φορά , ο μικρός Νικόλας, δεν έφυγε από το σπίτι της γιαγιάς και του παππού
στενοχωρημένος. Αλλά και τις επόμενες μέρες δεν στεναχωρήθηκε στιγμή για τα
πράγματα που δεν μπορούσε να κάνει εξαιτίας της «μοναξιάς». Πλέον, είχε μια
φίλη να τον περιμένει κάπου και αυτό του ήταν αρκετό. Μόνο που ανυπομονούσε να
έρθει το Σάββατο για να συναντήσει ξανά την κάμπια Βεατρίκη, στον κήπο του
παππού και της γιαγιάς, στη γωνιά με τις τριανταφυλλιές.
*Πρώτη δημοσίευση: 23.06.2020 στο 8ο τεύχος του περιοδικού Κέφαλος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου