Συναντήσεις στη πόλη: Χρήστος Νικολάου




«Αν κάτι μου έμαθε το θέατρο είναι να κάνω πίσω και να ακούω περισσότερο»

Χρήστος Νικολάου

 

Το όνομα του παίζει στο μυαλό μου από τον περασμένο Οκτώβριο με την πρεμιέρα της παράστασης “Τι είδε το Φεγγάρι” στο Θέατρο Σταθμός. Μια ενδιαφέρουσα ιδέα: διάφορα κείμενα κάτω από την ομπρέλα ενός παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, μια τρυφερή σύνθεση του Θέμη Καραμουρατίδη που ερμήνευσε μοναδικά η Ευρυδίκη, μια ομάδα ταλαντούχων καλλιτεχνών ήταν αρκετοί λόγοι για να τραβήξουν την προσοχή μου. Λόγω υποχρεώσεων, δεν κατάφερα να δω την παράσταση όμως πάντα ήθελα να γνωρίσω καλύτερα τον δημιουργό της.

Τα πράγματα που γνώριζα για εκείνον ελάχιστα. Μα και μέρες μετά την πρώτη μας επικοινωνία, δεν κατάφερα να μάθω περισσότερα για την πορεία του καθώς ο Χρήστος είναι από τους ανθρώπους που ζει στο σήμερα κι ίσως το χειρότερο πράγμα που μπορείς να του ζητήσεις είναι ένα βιογραφικό. Οπότε, καλύτερος τρόπος να μάθω πράγματα για εκείνον ήταν μια “συνάντηση στη πόλη”.

Πέμπτη, 21 Μαρτίου και βρίσκομαι στα Κάτω Πατήσια κι όση ώρα τον περιμένω προσπαθώ να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις και τις πληροφορίες που κατάφερα να συγκεντρώσω. Δεν είναι πολλές κι αυτό μου δημιουργεί άγχος. Πάντα θέλω να έχω τον έλεγχο, εναλλακτικές σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά. Τώρα όμως… δεν έχω. Και κάπου εκεί τον είδα στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Άφησα στην άκρη άγχος, ερωτήσεις, βιογραφικά και πληροφορίες κι αποφάσισα να αφήσω την κουβέντα να μας οδηγήσει.

Σε συναντώ στα Πατήσια στα οποία μένεις δώδεκα χρόνια. Γιατί επέλεξες αυτή την περιοχή;

«Γιατί όχι; Το πρώτο μου σπίτι όταν ήρθα στην Αθήνα, η πρώτη μου γειτονιά ήταν εδώ, στα Πατήσια οπότε μου είναι οικεία η περιοχή. Στην αρχή, άκουγα το γνωστό «πω πω δεν είναι καλή περιοχή για να μείνεις” αλλά δεν έχω αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα. Επίσης είναι κοντά στο Κέντρο κι έχω ό,τι θέλω στα πόδια μου…».

Οπότε δεν αντιμετώπισες τις δυσκολίες που άκουγες;

«Όχι στο βαθμό που τις άκουγα. Νομίζω υπάρχει ένας ρατσισμός γενικότερα επειδή είναι μια περιοχή που έχει πολλούς αλλοδαπούς αλλά εγώ δεν έχω αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα».

Υπάρχουν γειτονιές στην περιοχή που αγαπάς περισσότερο;

«Δε θα έλεγα ότι έχω αγαπημένες γειτονιές στα Πατήσια. Μένω σε έναν πεζόδρομο κι αυτό μου αρέσει. Όταν έχω χρόνο, ίσως κάποια Κυριακή, μου αρέσει να περπατάω ως τη Φωκίωνος Νέγρη για βόλτα ή καφέ. Αγαπημένη μου περιοχή στην Αθήνα, θα έλεγα πως είναι η Πλάκα που είναι πιο γραφική».

Τα πρώτα λεπτά της κουβέντας μας, αλλάζουμε τραπέζι, τακτοποιούμε πράγματα, σκέψεις και γενικότερα προσπαθούμε να βρούμε έναν ρυθμό. Όχι από άγχος ή αμηχανία αλλά για να κυλήσει πιο εύκολα η συζήτηση μας. Ίσως να παίζει και ρόλο που ο Χρήστος ήρθε απευθείας από πρόβα.

«Δεν είναι προετοιμασία για κάποια θεατρική παράσταση. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, έχω την τιμή να συνεργάζομαι με τον Φωκά Ευαγγελινό σε διάφορα project που ετοιμάζει. Στο παρελθόν με έχει σκηνοθετήσει σε κάποιες δουλειές αλλά αυτή την περίοδο θα είμαι μαζί του στην Ισπανική αποστολή για την Eurovision».

Αν δεν κάνω λάθος, δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκεσαι στον διαγωνισμό;

«Όχι, έχω βρεθεί ξανά στη σκηνή της Eurovision το 2011 ως τραγουδιστής στα φωνητικά της Κυπριακής συμμετοχής. Τώρα, βρίσκομαι στο οργανωτικό κομμάτι και το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον. Ετοιμαζόμαστε λοιπόν για το Τελ Αβίβ με την Ισπανική συμμετοχή».

Και μιας και πιάσαμε την Eurovision, την Κυπριακή συμμετοχή πως την βλέπεις;

«Τα τελευταία χρόνια, βλέπω μια ζεστασιά από την πλευρά της Κύπρου απέναντι στο θεσμό. Δεν ήταν πάντα έτσι. Ίσως πέρυσι, με την συμμετοχή της Φουρέιρα είδαν ότι μπορούν να είναι κοντά στη νίκη. Πιστεύω ότι η Τάμτα είναι μεγάλη τραγουδίστρια. Τυγχάνει να τη γνωρίζω και πιστεύω ότι θα μπορούσε να πει ένα πιο δυνατό – φωνητικά και τραγουδιστικά -  κομμάτι. Είναι μια ποπ τραγουδίστρια αλλά θεωρώ ότι θα μπορούσε να πει κάτι πιο δυνατό».

Με βάση τις δυνατότητες της λες…

«Ναι. Το τραγούδι είναι ένα ποπ, ζωντανό κομμάτι αλλά δεν φαίνονται οι δυνατότητες που έχει η Τάμτα ως τραγουδίστρια».

Οπότε ποντάρουν στην περσινή συνταγή επιτυχίας;

«Ακριβώς. Αν και η Eurovision είναι πάντα απρόβλεπτη. Ποτέ δεν ξέρεις».

Όπως είπαμε και πριν, έχεις συνεργαστεί αρκετές φορές με τον Φωκά Ευαγγελινό ο οποίος σε έχει σκηνοθετήσει αρκετές φορές στο παρελθόν. Ωστόσο, βρίσκεσαι κι εσύ συχνά στη θέση του σκηνοθέτη. Πως νιώθεις όταν πρέπει να σε σκηνοθετήσει κάποιος άλλος;

«Για εμένα είναι πολύ εύκολο. Θεωρώ ότι είναι τεράστιο το βάρος του σκηνοθέτη. Οπότε, όταν με σκηνοθετούν νιώθω μια ηρεμία γιατί είμαι στο στοιχείο μου. Έχω σπουδάσει ηθοποιός. Αυτή είναι η δουλειά μου. Οπότε, το να με σκηνοθετούν, ακόμη κι αν δε συμφωνώ με κάποια πράγματα, δεν είναι η δική μου δουλειά. Θεωρώ ότι ο ηθοποιός είναι, με την καλή έννοια, ένα εκτελεστικό όργανο. Σίγουρα προτείνεις πράγματα αλλά δεν έχεις την ευθύνη κι έτσι νιώθω ήρεμος στη σκηνή».

Κι όταν δεν έχεις αυτό το “προνόμιο της ηρεμίας”, και πρέπει να σκηνοθετήσεις μια δουλειά στην οποία συμμετέχεις, πως καταφέρνεις να κρατήσεις τις ισορροπίες;

«Έχει τύχει πολλές φορές κι είναι πολύ δύσκολο. Είναι πιο δύσκολο να βάλεις τον εαυτό σου μέσα σε αυτό από το να βάλεις τους άλλους. Θέλει τη διπλάσια διαδικασία. Πολλές φορές, θέλω να ζητήσω συγγνώμη από τους ανθρώπους που είναι μαζί μου γιατί στην προσπάθεια μου να δω τι γίνεται επάνω στη σκηνή, δεν είμαι εγώ εκεί οπότε λείπει ένας κρίκος για αυτούς. Από την άλλη, όταν αυτό είναι τελείως δικό σου και το έχεις φτιάξει στο μυαλό σου κάπως, όπως για παράδειγμα η περσινή παράσταση που ήταν συρραφή κειμένων και πολλά τραγούδια, δεν ξέρω αν αυτή την ιδέα, θα μπορούσα να πω σε κάποιος να την πάρει και να τη σκηνοθετήσει. Όταν έχεις ένα όραμα και θες να το μεταφέρεις σε κάποιον άλλον, πρέπει να τον αφήσεις να το κάνει δικό του όραμα. Αυτό δε μπορεί να γίνει εύκολα».



Μιλάμε για την παράσταση “Τι είδε το Φεγγάρι” που παρουσίασες τον περασμένο Οκτώβριο στο Θέατρο Σταθμός. Τι αποκόμισες από αυτή τη δουλειά;

«Μπορούμε να μιλάμε πολλές ώρες για αυτό. Σε αυτή την παράσταση ήταν μαζί μου η Ευρυδίκη, η Σοφία Κουρτίδου, η Ευγενία Λιάκου και οι μουσικοί Νίκος Σταδιάτης και Αντώνης Παλαμάρης. Αυτή ήταν η ομάδα. Αυτό που αποκόμισα είναι ότι το να ανεβάσεις μια παράσταση στην Αθήνα, είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Δεν είχαμε παραγωγή. Ήμασταν μόνοι μας. Κάναμε πρόβες σε σαλόνια, σε χώρους που μας παραχωρούσαν αλλά όταν οι άνθρωποι θέλουν να κάνουν κάτι και το πάρουν ζεστά, μπορούν να τα καταφέρουν. Σε όλη μου τη ζωή θα ευχαριστώ αυτούς τους ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν κι έγινε αυτή η δουλειά».

Σημαντική δουλειά για εσένα. Σε μια αρνητική κριτική σε κάτι που είναι τόσο σημαντικό, πώς αντιδράς;

«Να προσδιορίσω λίγο το “αρνητική κριτική”. Όταν κάποιον άνθρωπο τον εκτιμώ, έχω δει δουλειά του και βλέπω πως έχει μια καλλιτεχνική αντίληψη, η αρνητική κριτική δεν είναι μόνο καλοδεχούμενη, τη ζητάω κιόλας. Δηλαδή, οι άνθρωποι που εκτιμώ κι έχουν έρθει να δουν την παράσταση, δε θα ήθελα να μου πουν πόσο καλό είναι αυτό το πράγμα γιατί η γνώμη τους είναι αυτή που θα με εξελίξει. Τώρα, από κάποιον “επαγγελματία” κριτικό και πάλι καλοδεχούμενη είναι. Δεν θα έλεγα ότι είμαι άνθρωπος που το αρνητικό σχόλιο με στεναχωρεί αλλά περισσότερο ότι με ξυπνάει. Βέβαια υπάρχουν και κριτικές από ανθρώπους που ξέρεις ότι απλά θα κάνουν μια αρνητική κριτικά αλλά αυτό δε με αφορά».

Γιατί κάποιος να μπει στη διαδικασία να γράψει μια αρνητική κριτική, άσχετα αν αυτό που βλέπει του αρέσει ή όχι;

«Δεν ξέρω. Είμαι άνθρωπος που όταν δω κάτι θα κρατήσω το καλό και θα εστιάσω στο αρνητικό. Η διαφορά είναι ότι δεν το κάνω για να κρίνω αλλά, με βάση τη δική μου αισθητική, για να δω πως θα μπορούσε αυτό να διορθωθεί. Ίσως αυτό είναι μια σκηνοθετική ματιά. Αλλά ποτέ δεν το κάνω κακοπροαίρετα ή για να στεναχωρήσω αυτόν στον οποίο απευθύνομαι. Το κάνω για να τον βοηθήσω ή να τον εξελίξω πάντα με βάση αυτό που πιστεύω. Αυτό θέλω να κάνουν και οι άλλοι μαζί μου».

Οπότε σαν άνθρωπος, ποντάρεις στην εξέλιξη;

«Πάντα ποντάρω στην εξέλιξη αλλιώς δεν έχει νόημα. Αν δεν εξελισσόμαστε, ας κάτσουμε σπίτι μας κι ό,τι έχουμε ας το χαιρόμαστε».

Από την εποχή που σπούδαζες στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος μέχρι και σήμερα, πόσο πιστεύεις ότι έχεις εξελιχθεί;

«Όταν ξεκίνησα στο ΚΘΒΕ, ξεκίνησα απλά για να κάνω τις σπουδές. Το Θέατρο ήταν κάτι που πάντα με γοήτευε αλλά δεν ήξερα αν μπορώ ή αν θέλω να το κάνω. Ο μόνος τρόπος να το μάθω, ήταν να μπω μέσα σε αυτό. Όταν πέρασα στο ΚΘΒΕ και ξεκίνησα να σπουδάζω, μου ήταν κάτι άγνωστο. Δεν ήμουν ένα παιδί που είχα διαβάσει πάρα πολλά βιβλία, ούτε είχα παρακολουθήσει άπειρες παραστάσεις. Μπήκα πάρα πολύ μικρός, 19 χρονών. Σίγουρα η εξέλιξη από τότε είναι μεγάλη αλλά πιστεύω πως σε αυτή τη δουλειά, δεν φτάνεις ποτέ κάπου. Αν πεις ότι “εδώ είμαι, το έχω”, κάτι τελειώνει και στη δουλειά».

Και τι σου έμαθε το Θέατρο για τη ζωή;

«Το Θέατρο, είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας αν έχεις την αντίληψη να το καταλάβεις. Γενικά σαν άνθρωπος θα πω τι γνώμη μου. Αν πιστεύω κάτι θα το πω. Επειδή στη σκηνή πρέπει να ακούσεις κάποιον άλλον άνθρωπο, αν κάτι μου έμαθε το Θέατρο είναι να κάνω πίσω και να ακούω περισσότερο».

Κι αν σου έλεγα από αυτή την πορεία, να ξεχωρίσεις μια στιγμή, ποια θα ήταν αυτή;

«Δε μπορώ να πω μια γιατί θα μειώσω μια άλλη. Πιστεύω αν μπεις σε μια οποιαδήποτε δουλειά, είτε δεν πιστεύεις στη σκηνοθεσία είτε στο κείμενο, με κάποιον τρόπο πρέπει να το πιστέψεις γιατί δε θα είναι καλό το αποτέλεσμα. Πάντα στο μυαλό μου υπάρχει σαν άξονας, η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά με τον Λευτέρη Βογιατζή. Ήταν η Αντιγόνη του Σοφοκλή στην Επίδαυρο. Μπορώ να πω πως αυτή η δουλειά ήταν σχολείο. Ο Λευτέρης ήταν πολύ μεγάλος σκηνοθέτης, ηθοποιός, άνθρωπος αλλά και πολύ δύσκολος. Νομίζω ότι μετά από αυτή την δυσκολία ήταν που αποφάσισα ότι θέλω να ασχοληθώ σοβαρά με το θέατρο».

Πρώτη δουλειά στην Επίδαυρο. Για αρκετούς ηθοποιούς η Επίδαυρος παραμένει όνειρο. Εσύ μπήκες κατευθείαν στα βαθιά. Τι μαγικό συμβαίνει σε αυτόν τον χώρο;

«Δε μπορώ να το εξηγήσω. Δεν είναι τόσο μαγικό την ώρα της παράστασης αλλά στην ησυχία του. Την ώρα της πρόβας, κάποια λεπτά που γίνεται απόλυτη ησυχία είναι πραγματικά σαν να νιώθεις πως είναι κάτι εκεί, μαζί σου. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Με τον κόσμο σίγουρα είναι μια σπουδαία εμπειρία».

Γεννήθηκες στην Κύπρο. Ποια εικόνα της σου λείπει περισσότερο;

«Από την Κύπρο έφυγα μετά το σχολείο. Αν θα μπορούσα να σου πω μια εικόνα είναι όταν ήμουν 3 ή 4 χρονών, καθισμένος στον πάγκο της κουζίνας. Η μάνα μου να πλένει χόρτα και να κόβει σαλάτα κι εγώ να κοιτάζω έξω από το παράθυρο τα παιδιά που έπαιζαν. Αυτό το θυμάμαι πολύ έντονα».

Την απόφαση σου να ασχοληθείς με το Θέατρο, πως την αντιμετώπισε το περιβάλλον σου;

«Η οικογένεια μου ήταν πάντα θετική στο τι ήθελα να κάνω ή να ασχοληθώ. Πάντα με την προοπτική να το κάνω σωστά. Δηλαδή να δώσω εξετάσεις και να σπουδάσω σε μια κρατική σχολή».

Και σήμερα;

«Θα έλεγα ότι υπάρχει μια ανησυχία γιατί είναι μια δουλειά με μεγάλη ανασφάλεια. Δεν ξέρεις την επόμενη σεζόν που θα είσαι ή αν θα έχεις δουλειά. Αλλά νομίζω, πως αυτή την ανησυχία την έχουν γενικά οι γονείς για τα παιδιά τους».

Εσύ αυτή την ανασφάλεια, πως την αντιμετωπίζεις;

«Έχω στήριξη από την οικογένεια μου απλά δεν τη θεωρώ δεδομένη. Είμαι άνθρωπος που ξέρω ότι από τη στιγμή που θα αντιμετωπίσω δυσκολία, θα κάνω ό,τι χρειαστεί για να ανταπεξέλθω».

Ποιοι ρόλοι ή ιστορίες, σε ιντριγκάρουν περισσότερο;

«Γενικά μου αρέσει να κάνω πράγματα που δεν είναι κοντά σε εμένα. Λόγω φιζίκ και εμφάνισης λένε αυτός δε μπορεί να το κάνει αυτό. Ας πούμε, ένας ρόλος που έκανα και μου άρεσε πολύ ήταν ο κακός γέρος στον Όλιβερ Τουίστ. Γενικά, με ιντριγκάρουν ρόλοι που με βάζουν στην διαδικασία να τους ψάξω, ρόλοι που δεν είμαι εγώ».

Φιζίκ και εμφάνιση. Έχεις αντιμετωπίσει δυσκολίες;

«Φυσικά. Πάντα το φιζίκ μετράει. Δεν έχουν δίκιο όσοι λένε πως η εξωτερική εμφάνιση δεν επηρεάζει. Έχω δει πολύ όμορφους ηθοποιούς να είναι πολύ άσχημοι στη σκηνή και πολύ άσχημους να είναι πανέμορφη στη σκηνή».

Η εικόνα μπορεί να εγκλωβίσει έναν ηθοποιό;

«Εγκλωβίζονται περισσότερο οι σκηνοθέτες. Δεν σου δίνουν την ευκαιρία να κάνεις κάτι άλλο.

Στην Αθήνα του σήμερα, τι αγαπάς και τι δεν αντέχεις;

«Σίγουρα δεν αντέχω τη μιζέρια. Έχουμε πρόβλημα αλλά ας κάνουμε κάτι για αυτό. Νομίζω είμαστε γκρινιάρης λαός. Ήρθε και η κρίση και κούμπωσε σε όλο αυτό κι έγινε μια καλή δικαιολογία για όλους μας. Αγαπώ τον ήλιο, το φως, που μπορούμε να βγούμε έξω και να πιούμε έναν καφέ. Επίσης, αυτό που αγαπώ στην Αθήνα είναι ότι μπορείς να χαθείς. Είναι μια μεγάλη πόλη στην οποία μπορείς να βγεις μια βόλτα και να χαθείς. Αυτό μου αρέσει πολύ».

Κάπου εκεί αφήσαμε το μικρό καφέ και κατευθυνθήκαμε προς το Κέντρο της πόλης. Θησείο κι ένας μικρός περίπατος μέχρι τον λόφο του Φιλοπάππου. Συζητήσαμε κι άλλα πολλά: για την Αθήνα, το θέατρο, τη μουσική την οποία αγαπά πολύ. Όμως η ώρα πέρασε κι ο Χρήστος έπρεπε να επιστρέψει ξανά στην πρόβα του. Τον ευχαριστώ θερμά για την όμορφη κουβέντα μας και για το υπέροχο ανοιξιάτικο απόγευμα στο Κέντρο της πόλης.



*Πρώτη δημοσίευση: 13.04.2019 στο museekart.com και στη στήλη Συναντήσεις στη πόλη 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις