Συναντήσεις στη πόλη: Λήδα Πρωτοψάλτη
«Σε
αυτόν τον τόπο, το Θέατρο και η Τέχνη βρίσκονται υπό διωγμό» Λήδα Πρωτοψάλτη
Δύο εβδομάδες πέρασαν και βρίσκομαι
ξανά στο θέατρο Θησείον. Αυτή τη φορά, αφορμή η συνάντηση μου με την κυρία Λήδα
Πρωτοψάλτη.
Τη γνωρίζω χρόνια μέσα από την
τηλεοπτική της διαδρομή. Δε θα ξεχάσω ποτέ την εξαιρετική ερμηνεία της ως Εκάβη στο Τρίτο Στεφάνι του Κώστα Ταχτσή.
Την προηγούμενη εβδομάδα είχα την
χαρά και την τιμή, να την απολαύσω και στο θεατρικό σανίδι ως Μι Τσου, στον Καλό άνθρωπο του Σετσουάν του Μπέρτολτ
Μπρεχτ που ανεβαίνει στο θέατρο Θησείον
σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη.
Η παρουσία της στη σκηνή, λιτή μα
ουσιαστική. Μας χάρισε αρκετές εύθυμες στιγμές αλλά και στιγμές συγκίνησης. Στο
τέλος της παράστασης ο κόσμος τη χειροκρότησε ζεστά, οικεία.
Έμεινα για μερικά λεπτά στο φουαγιέ.
Την είδα να βγαίνει από το καμαρίνι της και βρήκα το θάρρος να της ζητήσω μια
συνέντευξη. Δέχτηκε ευγενικά. Λίγες μέρες αργότερα, της τηλεφώνησα για να
κανονίσουμε τη συνάντηση μας μα ένα πρόβλημα υγείας την καθυστέρησε δύο
εβδομάδες. Δύο εβδομάδες που έψαχνα, διάβαζα την ιστορία της και το άγχος μου
για το πως θα σταθώ απέναντι σε αυτή τη γυναίκα, μεγάλωνε. Μια τεράστια
διαδρομή και μια ζωή γεμάτη εμπειρίες.
Για άλλη μια φορά στο φουαγιέ και το
άγχος εκεί, αμετακίνητο ως τη στιγμή που την είδα να περνά την είσοδο. Οι
συνάδελφοι της στην παράσταση, έσπευσαν να την υποδεχτούν κι εκείνη είχε μια
αγκαλιά για όλους. “Συγγνώμη, κάτι συνέβη και καθυστερήσαμε. Πάω να ετοιμαστώ
και θα στα πω…”, μού είπε όταν με είδε να την περιμένω και μου έσφιξε το χέρι.
Το ραντεβού μας, ήταν στις 18:00 κι εκείνη έφτασε στο θέατρο δέκα λεπτά
αργότερα. Αυτή η τεράστια ηθοποιός, με τα αμέτρητα χιλιόμετρα σε θέατρο, σινεμά
και τηλεόραση, ζητούσε συγγνώμη για τα δέκα λεπτά της αργοπορίας της. Το άγχος
μου έγινε κομμάτια και μια ζεστασιά απλώθηκε παντού.
Κυρία Πρωτοψάλτη, συζητάμε μέρες για
αυτή την συνάντηση μα ένα πρόβλημα υγείας που σας ταλαιπωρεί, την καθυστερούσε.
Πονάτε κι όμως ετοιμάζεστε για την σκηνή. Τι σας δίνει δύναμη;
«Το θέατρο. Η αγάπη που έχω για τη
δουλειά μου. Το πάθος που έλεγε ο Κουν. Όταν μπήκαμε στη σχολή, δύο πράγματα
μας έλεγε: Διαβάστε και Πάθος. Εγώ λοιπόν, τα ακολούθησα στη ζωή μου και πέρασα
πολύ καλά».
Μετράτε περισσότερα από εξήντα χρόνια
στο θέατρο…
«Σπουδαίο είναι αυτό, πραγματικά. Το
γεγονός ότι παίζω εκτός Στοάς που ήταν το καταφύγιο μου για 43 χρόνια, είναι
πάρα πολύ ενθαρρυντικό».
Τι πιστεύετε ότι σας κράτησε “ζωντανή”
τόσα χρόνια σε έναν τόσο δύσκολο χώρο;
«Το κοινό. Έχω ακούσει τρομερά
πράγματα από άγνωστους ανθρώπους. Μια φορά, περπατούσα στο δρόμο και με
πλησιάζει κάποιος και μου λέει: “Κυρία Πρωτοψάλτη, αφήστε με να σας αγκαλιάσω”.
Κάποια άλλη φορά, μια κυρία στάθηκε στην πόρτα των καμαρινιών και μου λέει:
“Κυρία Πρωτοψάλτη, να είστε καλά και να ξοδιάζεστε για εμάς, όπως ξοδιάζεστε”
και κάνει μεταβολή και φεύγει».
Υπάρχει μεγαλύτερη ανταμοιβή;
«Όχι. Και όλο αυτό με οικειότητα. Σαν
να είμαστε φίλοι από παλιά. Άνθρωποι που δεν τους ξέρεις, που δεν τους έχεις
ξαναδεί ποτέ στη ζωή σου».
Ήταν ένας από τους στόχους σας, να
κατακτήσετε αυτή την οικειότητα με το κοινό;
«Αυτό έγινε. Εγώ δεν ήξερα. Έκανα
αυτό που πίστευα. Δινόμουν πάνω στη σκηνή, στους ρόλους μου. Με ενδιέφερε αυτό
που έκανα και απεδείχθη ότι έκανα σωστά. Το αποδεικνύει το κοινό. Όταν πήρα το
βραβείο για την παράσταση “Άννα είπα”, δε μπορείς να φανταστείς τι κριτικές
έγραψε το κοινό. Μεγάλη επιτυχία. Το κοινό, τους άφησε όλους πίσω. Τι να λέμε
τώρα…».
Και ενώ είστε εν ενεργεία στο θέατρο
τόσα χρόνια, ζείτε μακριά από τη χρυσόσκονη του. Τι δώσατε στο κοινό και σας
ακολουθεί πιστά τόσα χρόνια;
«Το κοινό ξέρει. Εισπράττει αυτό που
του καταθέτεις. Αυτό έγινε με τη δουλειά μου, με το πάθος μου, με το να
προσπαθώ να είμαι καλύτερη κάθε φορά πάνω στο ρόλο, στο έργο. Χτίστηκε σιγά –
σιγά. Πολλά τα χρόνια και το κοινό κι εγώ είμαστε ευχαριστημένοι. Έκανα αυτό
που πίστευα. Δεν αναλώθηκα σε σαχλαμάρες. Κάποτε μου έκαναν μια πρόταση για μια
διαφήμιση. Αν και μου έδιναν πολλά χρήματα για την εποχή, αρνήθηκα. Να πει ο
κόσμος πως αυτή που θαυμάσαμε και αγαπήσαμε, κάνει αυτό το πράγμα…».
Δεν προδώσατε το κοινό σας…
«Ναι και έτσι πρέπει να γίνεται».
Η διαδρομή σας είναι τεράστια.
Θυμάστε τον πρώτο σας ρόλο; Την πρώτη φορά που πατήσατε στη σκηνή;
«Έχω πατήσει στη σκηνή από πολύ
μικρή. Το 1952, η Κατερίνα Ανδρεάδη, έκανε την πρώτη παιδική σκηνή στο θέατρο
Κυβέλης στην πλατεία Συντάγματος. Θα ανέβαζε την παράσταση “Η Βασίλισσα του
χιονιού” του Άντερσεν και επρόκειτο η σχολή Ματέϋ, στην οποία έκανα χορό
χρόνια, να κάνει τα χορευτικά της παράστασης. Η Ματέϋ, ήξερε ότι έχω έφεση στο
θέατρο κι όταν η Κα Κατερίνα, της ζήτησε ένα ταλαντούχο κοριτσάκι πρότεινε
εμένα. Έτσι, έκανα την πρώτη ακρόαση στη
ζωή μου σε ηλικία 12 χρονών. Κάτω ήταν ο σκηνοθέτης Τάκης Μουζενίδης, η ίδια η
Κατερίνα και άνδρας της, Τίτος Φαρμάκης.
Μου έδωσαν να μάθω έναν μικρό μονόλογο. Την ώρα που έπαιζα, ήρθε για να με
βοηθήσει η Μήτση Κωνσταντάρα, η οποία έκανε την Βασίλισσα του χιονιού. Αρχίζω
λοιπόν να παίζω και κάνει ένα σάλτο ο Μουζενίδης και ανεβαίνει στη σκηνή.
Αρχίζει να μου υποβάλει. Με έπιασε στην αγκαλιά του και μου έλεγε διάφορα. Εγώ
τον άκουγα και δεν σταματούσα. Όταν τελείωσα είπε: “’Έχουμε την Ρηνούλα κυρία
Κατερίνα”. Έπαιξα μια ολόκληρη σεζόν. Πέρασαν χιλιάδες παιδιά. Χρόνια μετά,
ερχόντουσαν στη Στοά και μου έλεγαν πως με θυμούνται από την Βασίλισσα του
χιονιού».
Το 1952…
«Το 1952. Για φαντάσου. Αυτή ήταν η
πρώτη μου εμφάνιση. Έβγαζα λεφτά. Δώδεκα χρονών παιδάκι και πληρωνόμουν
κανονικά σαν ηθοποιός. Ωραία ήταν…».
Ποιος σας ώθησε στο θέατρο;
«Η μητέρα μου ήταν μουσικός και
δίδασκε στα σχολεία Ωδική. Έτσι έλεγαν τότε τη μουσική. Αυτή ήταν ο οδηγός μας.
Και δικός μου και της αδελφής μου, Έλσας Καστέλλα, σπουδαία σοπράνο που έχει
κάνει καριέρα έξω. Μην κοιτάς που δεν την ξέρουν εδώ. Εδώ, δεν γνωρίζουν τους
ανθρώπους που κάνουν καριέρα εδώ θα γνωρίζουν αυτούς που κάνουν στο
εξωτερικό…».
Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
«Σε αυτόν τον τόπο, η Τέχνη είναι υπό
διωγμό. Της Κάλλας, όταν ήταν εδώ, της έλεγαν ότι γκαρίζει σαν γαϊδούρα κι
έφυγε έξω και έγινε αυτή που έγινε. Εδώ είναι ο κόμπος. Και το θέατρο είναι υπό
διωγμό. Σταματήσανε τις επιχορηγήσεις με πρόσχημα την κρίση. Δεν θέλανε. Από
την άλλη μεριά, βγήκε ένας συνάδελφος στην τηλεόραση, δε χρειάζεται να λέμε
ονόματα, και είπε να κλείσουν τα μικρά θέατρα και να γίνουν νοσοκομεία και
σχολεία. Στα μικρά θέατρα όμως γινόταν η δουλειά. Εκεί πηγαίνει ο κόσμος. Δεν
μπορώ… Πονάω πολύ…».
Να γυρίσουμε λίγο στα παιδικά σας
χρόνια. Γεννηθήκατε στον Πειραιά, το 1940. Δύσκολα χρόνια. Τι μυρωδιά σας έχουν
αφήσει;
«Ήμουν μικρή. Το μόνο που θυμάμαι
είναι πως όταν άκουγα τις σειρήνες, πάθαινα κρίση. Η μαμά μου, όπου κι αν ήταν
έλεγε “το παιδί”. Πάθαινα νευρική κρίση από τις σειρήνες. Αχ Θεέ μου, τι έχει
τραβήξει αυτός ο τόπος και τι τραβάει ακόμα…».
Δύσκολα χρόνια τότε, δύσκολα χρόνια
και τώρα. Τι φταίει;
«Πολλά πράγματα. Από πού να αρχίσεις;
Να καθίσουμε κάτω να μετράμε; Θα αργήσουμε πολύ…».
Οι γονείς σας, πως ήρθαν στην Αθήνα;
«Η μητέρα μου ήταν από τη Ρωσία και ο
μπαμπάς από τη Σμύρνη. Ήρθαν από τις δύο καταστροφές. Γνωριστήκανε στον Πειραιά
και ερωτευτήκανε».
Σας συναντώ με αφορμή την παράσταση
“Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν”. Η καλοσύνη, τι θέση έχει στη σημερινή κοινωνία
και μπορεί – όπως λέει κι ο Μπρεχτ – κάποιος να είναι καλός, όταν όλα γύρω του
είναι τόσο ακριβά;
«Τι σπουδαίος που ήταν… Πως θέτει τα
ερωτήματα με το έργο του… Είχα την τύχη, να δουλέψω στο Νέο Θέατρο με τον
δάσκαλο μου Βασίλη Διαμαντόπουλο. Ανέβασε τον Γαλιλαίο. Δεν έλειψα από πρόβα.
Ήμουν είκοσι χρονών. Το 1960. Όλα τα είπε. Όλα τα έχουν πει οι μεγάλοι. Έχουν
τις απαντήσεις για όλα. Καθόμουν λοιπόν εκεί και παρακολουθούσα τις πρόβες και
στην ερώτηση “Πού είναι ο Θεός;”, ο Μπρεχτ λέει τη μεγάλη κουβέντα: “Μέσα μας ή
πουθενά”. Έτσι είναι… Εγώ παθιάζομαι με αυτά τα πράγματα. Πρέπει να ανοίξουμε
τα μάτια μας επιτέλους. Να δούμε τη ζωή, να καταλάβουμε κάποια πράγματα…».
Το θέατρο βοηθάει;
«Το θέατρο παρηγορεί τον άνθρωπο. Τον
κάνει καλύτερο και του θέτει ερωτήματα».
Και η καλοσύνη;
«Καταρχήν, τώρα έχει κυριαρχήσει το
κακό. Μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες ο άλλος αποκεφάλισε κάποιον... Έλεος. Τί
είναι αυτό; Πάντα λέει γινόντουσαν αυτά. Δεν ξέρω, ίσως τότε δεν τα μαθαίναμε.
Υπάρχουν και καλοί άνθρωποι. Γιατροί, επιστήμονες, ηθοποιοί, άνθρωποι της
Τέχνης που δώσανε μάχη για να ανέβει ο άνθρωπος, να γίνει καλύτερος. Ο Μίλερ,
στο “Ήταν όλοι τους παιδιά μου”, όταν η μάνα ρωτάει το γιο της “Τι να
κάνουμε;”, ο Κρις απαντά “Να γίνετε καλύτεροι”. Έτσι είναι. Ο Μίλερ, ήταν
πολιτικός συγγραφέας, τα είπε όλα, ασχολήθηκε με τον άνθρωπο».
Σήμερα, παίζετε σε ένα έργο του
Μπρεχτ ωστόσο, στη Στοά, που ήταν δικό σας δημιούργημα, επιμείνατε σε ελληνικά
έργα. Σας κόστισε αυτή η επιλογή;
«Αυτό το πιστεύαμε. Χωρίς το
ιθαγενές, θέατρο δεν υπάρχει. Όπου και να κοιτάξουμε στην Ευρώπη, έχουν δικό
τους θέατρο. Μεγάλους συγγραφείς. Οι Ιταλοί, έχουν έναν Πιραντέλλο. Πώς έγιναν
αυτά; Διά της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος; Έγιναν όμως κι εμείς λοιπόν,
επειδή πιστεύαμε σε αυτό, ασχοληθήκαμε με το ελληνικό έργο και καλά κάναμε για
εμένα. Κάποιες φορές – εγώ περισσότερο, ο Θανάσης (Παπαγεωργίου) ήταν ίσια,
εκεί – ήθελα να δοκιμαστώ και σε κάτι άλλο και το έκανα. Έπαιξα στο Ματωμένο
γάμο του Λόρκα και το ευχαριστήθηκα. Μου είχε γράψει τίτλο η Δηώ Καγγελάρη στην
κριτική της “Αξέχαστη Λήδα στο δράμα του Λόρκα”».
Εκτός από το θέατρο, έχετε αρκετές
συμμετοχές και στην τηλεόραση. Στα παιδικά μου μάτια, είστε η Εκάβη στο Τρίτο
Στεφάνι του Ταχτσή. Τι θέση είχε η τηλεόραση στις προτεραιότητες σας και πως τη
βλέπετε σήμερα;
«Είναι ένα δυνατό όπλο αλλά έχει πέσει
στα χέρια των εμπόρων. Όλα έχουν πέσει στα χέρια εμπόρων. Δεν γίνεται όμως έτσι
δουλειά. Πρέπει να ακουμπήσουμε πάνω στα πράγματα, να δούμε τι θα γίνει. Κάποτε
γίνονταν καλές δουλειές είτε στην τηλεόραση, είτε στο θέατρο. Δουλειές που
έκαναν καλό στον κόσμο και στους καλλιτέχνες».
Αν γυρνούσατε τον χρόνο πίσω, θα
αλλάζατε κάτι;
«Όχι. Τί να αλλάξω; Έζησα, πόνεσα,
πληγώθηκα, έκανα το παιδί μου το οποίο το λάτρεψα και το λατρεύω. Έζησα τη ζωή.
Δεν έκανα πίσω σε τίποτα. Δίδαξα ένα χειμώνα στη σχολή Βεάκη κι έλεγα στα
παιδιά: Ερωτευτείτε βρε, ο έρωτας μας κρατάει στη ζωή. Μην φοβόσαστε. Και να
πληγωθείτε δεν πειράζει. Έτσι γίνεται. Λέει ο Μπρεχτ στο έργο: “Εσύ την έκανες
να κλάψει” λέει η γειτόνισσα στον αεροπόρο κι εκείνος της απαντά: “Ναι, αλλά
εγώ ήμουν αυτός που της έδωσε και λίγη χαρά ”…».
Τελευταίες παραστάσεις για το έργο
του Μπρεχτ. Επόμενα σχέδια;
«Ξεκινάω αμέσως πρόβες με το Εθνικό
Θέατρο. Θα παίξω στο έργο του Αλέξη Σταμάτη “Μελίσσια”. Θα ανέβει το Μάιο».
Και για να κλείσουμε την συζήτηση
μας, κυρία Πρωτοψάλτη, στην Αθήνα του σήμερα, τι δεν αντέχετε και τι αγαπάτε;
«Αγαπώ πολύ τον τόπο μου. Είμαστε
τυχεροί που έχουμε αυτό το κλίμα. Αν γυρίσεις τα νησιά καταλαβαίνεις πόσο
ευλογημένος τόπος είναι. Αλλά, είναι κι ένας τόπος που δεν τον αγαπήσανε. Λίγοι
πολιτικοί, αγάπησαν την πατρίδα τους. Οι άλλοι, κοίταξαν πώς να τα βάλουν στην
τσέπη τους. Αυτό είναι ένα κακό που μας συμβαίνει…».
Και κάπου εκεί σηκώθηκα. Της έσφιξα
το χέρι. Μου χαμογέλασε. Σε μισή ώρα θα είναι και πάλι στη σκηνή.
Βγήκα από το καμαρίνι. Το φουαγιέ είχε γεμίσει κόσμο. Έξω, είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Η χαρά μου ήταν τόση που άργησα να το καταλάβω.
*Πρώτη δημοσίευση: 08.03.2019 στο museekart.com και στη στήλη Συναντήσεις στη πόλη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου