Συναντήσεις στη πόλη: Ελεάνα Βραχάλη

 




«Η μεγαλύτερη φυλακή είναι το μυαλό μας. Σε οποιαδήποτε κατάσταση μπορείς να επικεντρωθείς στα κάγκελα ή στο κλειδί» Ελεάνα Βραχάλη

 

Την συνάντηση μου με την Ελεάνα Βραχάλη την περίμενα με ανυπομονησία. Ήθελα να γνωρίσω το κορίτσι που πριν από δεκαέξι χρόνια μας έκανε να νοσταλγούμε μια “Εκδρομή” μέσα στο “Χειμώνα” με συντροφιά “Το σ’ αγαπώ” κι ας υπήρχε κίνδυνος να μείνει μόνο ο “Καπνός” στο τέλος. Πήραμε την ευθύνη και αφεθήκαμε στο ταλέντο της. Λατρέψαμε –και όχι άδικα, εκείνα τα πρώτα της τραγούδια με τον Μιχάλη Χατζηγιάννη. Τα χορέψαμε σε μαγαζιά, τα τραγουδήσαμε δυνατά σε συναυλίες, κλάψαμε κι ερωτευθήκαμε… Από τότε μέχρι σήμερα δεκάδες στίχοι που έγιναν τραγούδια. Στιγμές δικές της που έγιναν οι δικές μας στιγμές.

Μα όσο ανυπομονούσα τόσο η συνάντηση αυτή δεν έλεγε να συμβεί. Επαγγελματικές υποχρεώσεις πότε από τη μεριά της και πότε από τη μεριά μου, διάφορες αναποδιές της καθημερινότητας την ανέβαλλαν για αρκετές εβδομάδες ώσπου τελικά τα καταφέραμε.

Τρίτη, 3 Ιουλίου και διασχίζω τον πεζόδρομο της Κωλέττη  στα Εξάρχεια ο οποίος παρά τη ζέστη είναι πλημμυρισμένος από κόσμο. Φτάνω στο Μαύρο Γάτο όπου είναι και το σημείο συνάντησης μας στις 19:20. Έχω δέκα λεπτά στη διάθεση μου. Βγάζω το σημειωματάριο και κοιτάζω τις ερωτήσεις. Στο μυαλό μου στίχοι, τραγούδια, συνεργασίες. Δεν ξέρω πώς να αρχίσω, αν θέλω να ρωτήσω τα τυπικά. Αν και δεν την έχω συναντήσει ποτέ από κοντά, η άμεση και αληθινή γραφή της, δημιουργεί μέσα μου ένα αίσθημα οικειότητας  κι έτσι αποφασίζω να αφήσω αυτό το αίσθημα να οδηγήσει τη συζήτηση.

19:30 και τη βλέπω να με ψάχνει με το βλέμμα ανάμεσα στους θαμώνες. Κι ύστερα ένα συγκρατημένο μα ζεστό χαμόγελο της επιβεβαίωσε το αίσθημα οικειότητας και έδωσε το έναυσμα να ξεκινήσει η συζήτηση μας.

Έχουν περάσει δεκαέξι χρόνια από εκείνη, την πρώτη σου συνεργασία με τον Μιχάλη Χατζηγιάννη μέσα από την οποία σε γνωρίσαμε κι εμείς.  Αλήθεια, πώς προέκυψε;

«Πρόκειται – μπορώ να πω σε μεγάλο βαθμό, για μια τυχαία ιστορία. Δούλευα δοκιμαστικά ως δημοσιογράφος στον 9,84. Είχα δοκιμάσει όμως τον εαυτό μου και ήξερα ότι δεν μου πάει αυτό το πράγμα. Είχα όμως από τότε τρέλα με τη μουσική. Έλεγα στους γονείς μου ότι με κρατάνε παραπάνω στον σταθμό κι εγώ πήγαινα έξω από το στούντιο κι άκουγα την εκπομπή του Πέτρου Κωλέτη. Μου άρεσαν πολύ οι γνώσεις που είχε και έλεγε ποιος έχει γράψει τι, πότε, τις ιστορίες πίσω από τα τραγούδια, όλα αυτά. Κάποια στιγμή λοιπόν θέλησε να δει ποιο είναι αυτό το παιδάκι που κάθεται συνέχεια έξω από το στούντιο και γνωριστήκαμε. Γίναμε κάτι παραπάνω από φίλοι. Θεωρώ ότι ήμασταν συγγενείς με τον Πέτρο. Κάποια στιγμή πάνω στην κουβέντα μου πρότεινε να ασχοληθώ με τη μουσική μα εγώ ντρεπόμουν πολύ. Έτυχε τότε συγκυριακά, εκείνος να πάει στον Seven και να γίνει διευθυντής του τότε σταθμού. Έτσι, μου έδωσε κι εμένα μια εκπομπή και μια μουσική επιμέλεια στην εκπομπή της Άννας Παναγιωτοπούλου. Νομίζω, τυχαία είχα αναφέρει στον Πέτρο ότι γράφω και του έδειξα το τετράδιο μου. Εκείνος μου είπε “αυτά κάτι πρέπει να τα κάνεις”. Του είπα ότι τα είχα δείξει όταν ήμουν 15-16 στη Λίνα Νικολακοπούλου, της άρεσαν πολύ και με ενθάρρυνε “αλλά δεν το σκέφτομαι επαγγελματικά τώρα γιατί δεν έχω και το χρόνο”. Το ανέφερε στην Άννα με την οποία είχαμε αρχίσει και δενόμασταν και μου ζήτησε το τετράδιο. Της το πήγα κι εκείνη πήρε τηλέφωνο την κουμπάρα της Μαριανίνα Κριεζή και της διάβαζε τους στίχους μου χωρίς εγώ να το γνωρίζω. Κάποια στιγμή μου λέει η Άννα “Αυτό είναι το τηλέφωνο της Μαριανίνας, να την πάρεις γιατί θέλει να πας στο σπίτι της να μιλήσετε για αυτά που γράφεις γιατί πρέπει να γίνουν τραγούδια”  και έμεινα. Δεν το πίστευα…»

Έτσι γνώρισες την Μαριανίνα Κριεζή…

«Ναι, θυμάμαι που την έπαιρνα τηλέφωνο και το χέρι μου έτρεμε. Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Εκείνη την εβδομάδα δεν ήταν καθόλου καλά. Είχε πεθάνει ο σκύλος της. Τελικά, βρεθήκαμε την επόμενη εβδομάδα. Πάω στο σπίτι της και μου είπε ότι συνεργαζόταν με ένα νέο παιδί, τον Μιχάλη Χατζηγιάννη. Μου τον γνώρισε. Βγήκε και το “Μόνο στα όνειρα”. Εγώ άκουγα το δίσκο και μου άρεσε πολύ. Σιγά σιγά μου ζήτησε ένα στίχο, μου έδωσε μια μουσική και ξεκινήσαμε. Το θετικό ήταν ότι ήμασταν στην ίδια ηλικία, ξεκινήσαμε μαζί και δέσαμε. Μετά, το ένα έφερε το άλλο. Έγινε από μόνο του. Ήταν μεγάλη ευλογία που πίστεψαν σε εμένα κάποιοι άνθρωποι τόσο πολύ χωρίς να πρέπει να το κυνηγήσω. Δεν είχα το ψώνιο να κάνω κάτι. Με ενδιέφερε απλά να μου πει  ο άλλος “… μου αρέσουν αυτά που γράφεις”. Το παραπέρα ούτε καν τολμούσα να το σκεφτώ».

Κι η επιτυχία ήταν τεράστια. Ήσουν προετοιμασμένη;

«Όχι γιατί δεν την περίμενα και νομίζω δεν την περίμενε και κανένας. Δεν είχαμε σκεφτεί το που μπορούσε να φτάσει αυτό το πράγμα και έγινε σταδιακά. Ήταν τότε που η δισκογραφία υπήρχε, οι άνθρωποι αγόραζαν δίσκους και cd, τα ραδιόφωνα δεν έπαιζαν playlist οπότε κάθε παραγωγός είχε το δικό του αγαπημένο με αποτέλεσμα από έναν δίσκο να είχαν τη δυνατότητα να ακουστούν όλα τα τραγούδια. Αυτό ήταν μεγάλο ατού γιατί αν είχες έναν δίσκο με 10-13 καλά τραγούδια μπορεί να έπαιζαν όλα. Δεν ήταν δηλαδή αυτό το προγραμματισμένο κι έβλεπα σιγά σιγά, εκτός από τα λεγόμενα singles της εταιρείας ότι ξεχώριζαν όλα τα τραγούδια».

Κι αυτή η μεγάλη επιτυχία έφερε και έκθεση. Τη φοβήθηκες;

«Την έκθεση των συναισθημάτων και των σκέψεων μου δεν την φοβάμαι γιατί είμαι σίγουρη εκείνη την ώρα ότι αυτό είναι αληθινό. Τώρα, αν είναι καλό ή όχι δεν το ξέρω αλλά ξέρω ότι είναι αληθινό. Οπότε, με αυτή την έννοια δεν φοβάμαι την έκθεση. Δεν μου αρέσει και δεν επιλέγω την άλλη έκθεση που είναι η προβολή, το λεγόμενο… μπροστά από τα φώτα. Αυτό δε με αγγίζει ιδιαίτερα, δεν μου πάει και με τρομάζει λίγο».

Κι από τότε γράφεις ασταμάτητα. Η έμπνευση είναι ανεξάντλητη ή χρειάζονται και παύσεις;

«Εγώ δεν το κάνω αμιγώς επαγγελματικά αυτό. Δηλαδή δε μπορώ να γράψω κατά παραγγελία και για αυτό το λόγο αν έχεις δει κάνω επιλεγμένα πράγματα, προσπαθώ να κάνω ολοκληρωμένες δουλειές ώστε να είμαι 100% μέσα σε αυτό και αποφεύγω να κάνω πολλά πράγματα παράλληλα. Φυσικά και κάνω παύσεις. Για εμένα είναι απαραίτητες. Αν το αντιμετώπιζα διαφορετικά, αν ήμουν μια στυγνή επαγγελματίας μπορεί να μην έκανα αλλά είμαι σίγουρη ότι δε θα ήταν ίδιο το αποτέλεσμα και δε θα με αφορούσε. Είναι μεγάλη τύχη η δουλειά μου να μου επιτρέπει να ζω από αυτήν αλλά το να το βλέπω μόνο ως δουλειά πιστεύω θα με αλλοίωνε πολύ  και δεν το θέλω. Προτιμώ να βρω να κάνω κάτι άλλο αν χρειαστεί παρά να μπω σε αυτή τη διαδικασία».

Αυτή είναι και η εικόνα που έχουμε κι εμείς για εσένα. Μέσα από τα τραγούδια σου καταλαβαίνουμε ότι… δε θα μπορούσες να μπεις σε αυτή τη διαδικασία…

«Χαίρομαι που έχεις αυτή την εικόνα γιατί εγώ δεν το κάνω εσκεμμένα. Ούτε ξέρω αν αυτό φαίνεται προς τα έξω. Το κάνω επειδή έτσι είμαι. Δε μπορώ να κάνω κάτι άλλο γιατί δε θα είμαι εγώ. Για να έχει κάτι νόημα κάτι πρέπει να έχεις να πεις διαφορετικά δεν υπάρχει λόγος. Είναι εμπόριο μετά και δε με αφορά».

Από τη στιγμή που γράφεις ένα τραγούδι μέχρι τη στιγμή που θα το ακούσεις στο ραδιόφωνο, ποια διαδικασία απολαμβάνεις περισσότερο και ποια θα ήθελες να μην υπήρχε;

«Από την ώρα που το γράφω και είμαι σίγουρη για αυτό που έχω γράψει, όλη την υπόλοιπη διαδικασία την ευχαριστιέμαι πολύ. Μου αρέσει πολύ η διαδικασία της ενορχήστρωσης. Να βλέπω πως ένα κομμάτι ξεκινάει και πως καταλήγει. Είναι σπουδαία η διαδικασία της ενορχήστρωσης. Μπορεί να ακούσεις ένα κομμάτι και να είναι τελείως διαφορετικό. Μετά, η διαδικασία στο στούντιο όταν ο καλλιτέχνης πηγαίνει να τραγουδήσει. Όσες φορές έχω την τύχη να είμαι εκεί πως εκφράζεται, πως έχει αντιληφθεί τα λόγια, αν τον έχουν συγκινήσει. Δηλαδή, τη διαδικασία από τη στιγμή που εγώ έχω τελειώσει την απολαμβάνω πολύ. Το πιο πριν, έχει μεγάλη αγωνία».



Ενδεχομένως και πολύ πόνο…

«Ναι, δεν γίνεται καθόλου ανώδυνα το πριν. Οπότε, προσπαθώ να ευχαριστηθώ το μετά».

Είπες πριν πως πολλές φορές αλλιώς είναι ένα τραγούδι στην αρχή και αλλιώς το ακούς στο τέλος. Έχεις απογοητευθεί ποτέ με το αποτέλεσμα;

«Έχει συμβεί και αυτό. Ευτυχώς είναι πιο πολλές οι φορές που έχω εκπλαγεί ευχάριστα. Ευτυχώς…».

Πριν από χρόνια, διάβασα το πρώτο σου βιβλίο “Αποσιωπητικά”. Στις πρώτες σελίδες υπάρχουν τα πρώτα σου ποιήματα: ΚΕΙΚ, ΚΟΥΚΛΕΣ… τα οποία έγραψες όταν ήσουν μικρό κοριτσάκι. Τόσα χρόνια μετά έχεις αποκωδικοποιήσει ποια ανάγκη σε οδήγησε σε αυτό το δρόμο;

«Νομίζω η ανάγκη μου να επικοινωνήσω και ψάχνοντας να βρω ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για εμένα, προφανώς ήταν αυτός. Εκείνα τα ποιήματα τα έγραψα 7 χρονών οπότε ουσιαστικά αυτό που ήθελα ήταν να επικοινωνήσω με τη μαμά μου, με τους πιο κοντινούς μου ανθρώπους. Αφού λοιπόν κι εκεί επέλεξα αυτό τον τρόπο σημαίνει ότι αυτό ήταν το δικό μου όπλο να αντιμετωπίζω τα πράγματα, να αφουγκράζομαι την πραγματικότητα, να την απορροφώ και μετά να μπορώ να εκφράσω ό,τι έχω φιλτράρει. Αυτός τελικά ήταν ο δικός μου τρόπος».

Και μιας και ανέφερα τα “Αποσιωπητικά”, δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στον πρόλογο του βιβλίου τον οποίο γράφει η σπουδαία Λίνα Νικολακοπούλου. Πιστεύεις η παρουσία της στη ζωή σου επηρέασε, έστω και υποσυνείδητα, την δική σου πορεία;

«Εντελώς συνειδητά. Η μαμά μου με βοήθησε πολύ γιατί όταν έγινα 18 μου πήρε δώρο το βιβλίο της “Ολογράφως” και είδα ότι αυτό που έκανα κι εγώ μια στο τόσο, το έχει κάνει και κάποιος άλλος  κι αυτό θα μπορούσε να γίνει τραγούδι, ποίημα… Μου άνοιξε έναν δρόμο και μου έδειξε ότι αυτό που έκανα κι εγώ δειλά δειλά είναι ένας τρόπος επικοινωνίας και αυτό με ξεκλείδωσε. Μετά γνωριστήκαμε και μου είπε κάποια πράγματα που με ενθάρρυναν πολύ. Ήταν λόγια μέσα από την καρδιά της και που δεν πίστευα ότι μου τα λέει ένας άνθρωπος που θαυμάζω πάρα πολύ. Η Λίνα με έκανε και αγάπησα το ελληνικό τραγούδι γιατί έκατσα κι έψαξα και το πριν τη Λίνα. Οπότε, ναι με επηρέασε πάρα πολύ».

Στη μέχρι τώρα πορεία σου, ποια θεωρείς την πιο ευλογημένη στιγμή που έζησες και ποια την πιο δύσκολη;

«Οι πιο συγκινητικές στιγμές ήταν σίγουρα τα πρώτα χρόνια με το Μιχάλη. Αυτή η απήχηση που ήταν και πάρα πολύ ορατή. Τότε, δεν υπήρχαν στρατόπεδα στη μουσική. Βέβαια, όταν ξεκινήσαμε πάλι υπήρχε ένας πόλεμος για το που ανήκουμε. Αυτή η μανία να σου βάλουν μια ταμπέλα, πράγμα το οποίο δεν κατάλαβα ποτέ. Μετά ευτυχώς, αυτό που κάναμε κατάφερε να το καταργήσει όλο αυτό. Μου άρεσε πολύ αυτή η δύναμη που είχε τότε η μουσική. Μπορούσε να επηρεάσει τον κόσμο, να τον κινητοποιήσει να βγει από το σπίτι του, να χαρεί, να κλάψει. Το έβλεπες. Τώρα είναι διαφορετικά τα πράγματα και αυτό το θεωρώ μια δύσκολη στιγμή αλλά όχι μόνο δική μου. Νομίζω ότι πάσχει γενικά όλο αυτό το κομμάτι. Δεν υπάρχουν πλέον πνευματικά δικαιώματα. Διαπιστώσαμε ότι οι άνθρωποι που είχαν αναλάβει να εισπράττουν τα δικαιώματα μας, πώς να το πω ευγενικά, τα καταχράστηκαν. Αυτή η όλη κατάχρηση λοιπόν σε μια τόσο ευαίσθητη πτυχή, γιατί υποτίθεται ότι είναι πολιτισμός αυτό το πράγμα, οδήγησε στην παρακμή. Όταν λοιπόν η παρακμή έχει φτάσει και εκεί, τα πράγματα είναι δυσάρεστα για όλους. Και δεν γίνεται να αγαπάς αυτό που κάνεις, να το πονάς, να ζεις από αυτό και να μη βιώνεις τη δυσκολία και τη θλιβερή του πορεία αυτή τη στιγμή».

Όπως είπαμε και πριν, από το ξεκίνημα η επιτυχία ήταν μεγάλη και γρήγορη. Τι σε δίδαξε αυτή η γρήγορη επιτυχία;

«Νομίζω ό,τι σκαμπανεβάσματα μπορεί να είχα στη ζωή μου, η καλή και η κακή πορεία, αυτό που μου δίδαξαν ουσιαστικά είναι να είμαι ο εαυτός μου σε όλες τις πτυχές αυτής της κατάστασης. Στο καλό και στο κακό της κομμάτι. Σε όλη την πορεία γιατί δεν ήταν και δεν είναι ποτέ μόνο καλά τα πράγματα ή μόνο άσχημα. Νομίζω, ότι αυτό που βοηθάει είναι να είσαι σταθερός σε αυτό που είσαι. Λίγο να φύγεις – και επειδή το έχω δει να συμβαίνει, μετά χάνεται όλο το παιχνίδι».

Συνέπεια λοιπόν…

«Συνέπεια γενικότερα γιατί νομίζω πάσχουμε από αυτό το πρόβλημα της ασυνέπειας».

Η δουλειά του στιχουργού μοιάζει και είναι αρκετά γοητευτική. Δημιουργείς όμορφες ιστορίες, ο κόσμος τις τραγουδά… Ωστόσο, δεν παύει να είναι μια δουλειά μέσα από την οποία πρέπει να ζήσεις. Πως είναι λοιπόν η ζωή ενός στιχουργού στην Ελλάδα του 2018;

«Νομίζω ότι στο είπα και λίγο νωρίτερα: είναι δεινή η θέση του. Δεν ξέρω αν μπορεί πλέον κάποιος να ζήσει από αυτό. Εγώ, επειδή είμαι 16 χρόνια στο χώρο κι έζησα και την καλή πλευρά, έχω γράψει και αρκετά τραγούδια είμαι σε μια σχετικά πιο πλεονεκτική θέση με κάποιον που ξεκινάει τώρα. Αλλά κι εγώ αν ξεκινούσα τώρα τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δε θα μπορούσα να ζήσω από αυτό. Νομίζω βιώνουμε την πολύ μαύρη πλευρά αυτή τη στιγμή».

Τι θα έλεγες σε ένα νέο παιδί που έχει όνειρο να μπει στον χώρο αυτό;

«Αν το θέλει πάρα πολύ να το κάνει. Θεωρώ πολύ βασικό να το αγαπάς πολύ, να μην μπορείς να κάνεις αλλιώς. Δηλαδή, ακόμα και να μην μπορείς να το κάνεις επαγγελματικά, αν αυτός είναι ο τρόπος για να εκφράζεσαι, πρέπει να παίρνεις ένα χαρτί και να το κάνεις κι ας το κρατάς στο συρτάρι σου. Εμένα αυτό μου δείχνει ότι δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς κι αφού δεν μπορείς κάποια στιγμή αυτό θα σε πάει κάπου. Δεν γίνεται να μην σε πάει πουθενά. Δεν είναι μια εύκολη και σταθερή δουλειά. Κι εγώ τα πρώτα δέκα χρόνια δούλευα, δεν έκανα μόνο αυτό παρόλο που ήταν κι άλλες εποχές. Δεν μπορείς να στηριχθείς μόνο σε αυτό γιατί τώρα γίνεται, του χρόνου δεν γίνεται. Αλλά αν κάποιος θέλει να ασχοληθεί με αυτό πρέπει να εκπαιδευτεί, να ακούει ελληνική μουσική, να διαβάζει βιβλία, να μάθει την ελληνική γλώσσα και να την αγαπήσει. Δεν γίνεται να λέει κάποιος “θέλω να γίνω στιχουργός” και να το γράφει λάθος».

Τι φταίει; Η παιδεία μας, το ότι δεν ψάχνουμε την ουσία, η λάμψη από τα φώτα;

«Όταν αγαπάς κάτι δεν γίνεται να μην ασχοληθείς με αυτό. Εγώ, μετά από τόσα χρόνια και δεν σταματάω. Πάντα θεωρώ ότι υπάρχει και κάτι άλλο να μάθω, να διαβάσω, να δω… Αλλά είναι και αυτό που λες με τα φώτα. Σιγά σιγά και με τα social που γίνονται γνωστοί και οι δημιουργοί, κάποιοι θεωρούν ότι έχει μια αίγλη αυτό το πράγμα αλλά οτιδήποτε πας να κάνεις μόνο για αυτό, στην καλύτερη περίπτωση θα έχεις μια παροδική ακμή».

Τι ρόλο πιστεύεις ότι παίζουν τα social στη ζωή μας;

«Όλα μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις και υπέρ σου και κατά σου. Σε όλα μπορείς να κάνεις κατάχρηση, όλα μπορείς να τα εκμεταλλευτείς δίνοντας τους την αξία που έχουν για εσένα και γενικότερα αλλά… βλέπω μια κατάχρηση και αυτό το “φαίνεσθαι” που είναι τραγικό. Βλέπω προφίλ που στις 100 φωτογραφίες και οι 100 είναι selfie. Δεν γίνεται αυτό. Για ποιο λόγο; Ίσως να βιώνουμε μια πολύ ναρκισσιστική εποχή κι αυτό δεν είναι καλό. Έχω κι εγώ social αλλά τα χρησιμοποιώ κυρίως για τη δουλειά μου ή όταν έχω να μοιραστώ κάτι. Αν για παράδειγμα πάω ένα ωραίο ταξίδι και βγάλω μια ωραία φωτογραφία θα την ανεβάσω αλλά δε θα βγω να πάω στην άλλη γωνία για να ανεβάσω φωτογραφία ή selfie. Αν δω κάτι ωραίο, αν δω μια ωραία ταινία, αν διαβάσω ένα ωραίο βιβλίο ή αν ακούσω ένα ωραίο τραγούδι θα το μοιραστώ αλλά όχι χωρίς να έχεις τίποτα να πεις και να πρέπει να πεις. Μου φαίνεται πολύ μεγάλος καταναγκασμός κι έχει μια θλίψη όλο αυτό».

Θα δανειστώ τον τίτλο του 2ου βιβλίου σου “Φυλακή Υψίστης Ασφαλείας”. Τι μπορεί να σε “φυλακίσει”;

«Ότι φυλακίζει τον καθένα , το μυαλό του. Πιστεύω αυτό είναι η μεγαλύτερη φυλακή. Σε οποιαδήποτε κατάσταση μπορείς να επικεντρωθείς είτε στα κάγκελα είτε στο κλειδί. Εξαρτάται. Η φυλακή του καθενός καμιά φορά γίνεται βολική. Όσο και να λες αποκλείεται ή όσο κι αν δυσανασχετείς επιφανειακά. Καμιά φορά είναι και βολική».

Βολική… μέχρι να νιώσουμε έτοιμοι;

«Κάποιοι βολεύονται και για μια ζωή. Μπορεί να μη νιώσεις ποτέ έτοιμος. Το θέμα είναι πόσο πολύ το θες. Θες να βολευτείς μέσα σε αυτό ή να βγεις από αυτό; Θες να κυνηγήσεις το φως ή λες “δεν πειράζει, καλά είναι και εδώ”;».

Εσύ παίρνεις εύκολα την απόφαση να κινηθείς προς το φως;

«Νομίζω εύκολο δεν είναι ποτέ. Είναι μια πορεία η οποία έχει τη δυσκολία της κι εγώ αυτή την πορεία συνήθως την καταγράφω. Όπως το βιβλίο αυτό, τα τραγούδια, οι δίσκοι που κάνω έχουν μια τέτοια πορεία από το σκοτάδι στο φως. Δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό αλλά για εμένα είναι επιτακτική ανάγκη. Γίνεται πλέον μηχανικά. Θέλω όλη αυτή την πορεία που έχει να διαγράψει κανείς σε αυτή τη ζωή που δεν ξέρεις ούτε πόσο θα κρατήσει ούτε ποια θα είναι, θέλω να έχω κάνει το καλύτερο μου. Να έχω προσπαθήσει όσο περισσότερο μπορώ. Να έχω ζήσει όσο καλύτερα μπορούσα και να είμαι όσο καλύτερος άνθρωπος από αυτό που θα μπορούσα να γίνω. Πάντα έχεις κάτι καλύτερο και για εμένα αυτός είναι ο στόχος: μέχρι να πεθάνεις να προσπαθείς να γίνεις κάτι καλύτερο από αυτό που ήσουν την προηγούμενη μέρα».

Αν έγραφες ένα τραγούδι για όσα συμβαίνουν σήμερα, τι θα έλεγε;

«Νομίζω το έχω κάνει λίγο. Τα τραγούδια που έχω γράψει για το βιβλίο “Φυλακή Υψίστης Ασφαλείας” ήταν βασισμένα στο ίδιο το βιβλίο που ήταν βασισμένο στην πραγματικότητα των τελευταίων ετών. Τον εγκλωβισμό που ένιωθα εγώ μέσα σε αυτή την πραγματικότητα οπότε και τα τραγούδια ήταν επηρεασμένα από εκεί. Όπως και να γίνουν τα πράγματα πρέπει να προσπαθούμε να κρατάμε την επαφή μας με το συναίσθημα. Αν χάσουμε αυτό θεωρώ ότι δεν υπάρχει καμία σωτηρία και σε προσωπικό επίπεδο για τον καθένα αλλά και σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Αυτό θα κρατούσα σε μια εποχή που μπορεί να ισοπεδώσει τα πάντα. Για εμένα αυτό είναι η Ελλάδα του σήμερα: μπορεί κάλλιστα να ισοπεδώσει τα πάντα».

Όλα αυτά τα χρόνια έχεις καταφέρει πολλά. Υπάρχουν πράγματα – συνεργασίες που ονειρεύεσαι;

«Είμαι πολύ τυχερή γιατί τα μεγαλύτερα όνειρα μου τα έχω εκπληρώσει. Συνεργάστηκα με όλους τους ανθρώπους που ήθελα όπως με την Τάνια Τσανακλίδου με την οποία κάναμε λίγα αλλά καλά πράγματα μαζί. Φυσικά και υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουμε συνεργαστεί και θα ήθελα πολύ αλλά λέω ότι είναι να γίνει θα γίνει».

Σε συναντώ στο Κέντρο της πόλης. Τι αγαπάς και τι δεν αντέχεις στην Αθήνα;

«Αγαπάω την Ακρόπολη, μου αρέσει όλη αυτή η περιοχή της Πλάκας η οποία βέβαια, έχει αρχίσει σιγά σιγά να ακολουθεί την παρακμή της υπόλοιπης πόλης. Μισώ το να φοβάμαι να κυκλοφορήσω στο Κέντρο. Μισώ το ότι την …αφήνουμε. Ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει ανά πάσα στιγμή χωρίς να τον ελέγχει κανείς. Το ότι στις κεντρικές πλατείες, έξω από σχολές μπορεί να γίνεται εμπόριο ναρκωτικών μέρα μεσημέρι και να μην ασχολείται κανείς. Όλο αυτό το πράγμα λοιπόν, το αφημένο, μου δημιουργεί απίστευτη θλίψη. Δεν το αντέχω. Όπως και τα αδέσποτα. Το θεωρώ τραγικό το 2018 να μιλάμε για αδέσποτα. Δυστυχώς αυτή τη στιγμή, είναι περισσότερα αυτά που μου δημιουργούν θλίψη από αυτά που μου δημιουργούν χαρά».

Η φωτεινή πλευρά της πόλης;

«Οι άνθρωποι που παλεύουν με την τέχνη τους, στη γειτονιά τους, εθελοντικά να κάνουν κάτι μήπως γίνει κάποια στιγμή αυτονόητο. Αυτοί είναι οι ήρωες για εμένα αυτή τη στιγμή. Όταν παλεύεις αυτή τη στιγμή να κάνεις κάτι με τα λίγα που έχεις τότε ναι, μιλάμε για ήρωες. Κι εμείς που προσπαθούμε να επιβιώσουμε μέσα σε αυτό το πράγμα είναι ηρωικό. Είναι πολύ εύκολο να κατεβάσεις ρολά αλλά δεν γίνεται άλλο. Να ζεις στο Κέντρο της πρωτεύουσας μια χώρας και να μη μπορείς να κυκλοφορήσεις χωρίς να φοβάσαι και χωρίς να αισθάνεσαι θλίψη…».

Πριν κλείσουμε, θα ήθελα να μου σχολιάσεις δυο στίχους σου που αγαπώ πολύ:

1ος: “Σ’ αγαπώ θα πει να σου δίνω μέσα μου χώρο…”, δίνεις χώρο στους ανθρώπους που μπαίνουν στην ζωή σου ή είσαι επιφυλακτική;

«Είμαι επιφυλακτική αλλά πάντα αφήνω μια χαραμάδα. Έχω κάνει λάθη, τα έχω πληρώσει αλλά νομίζω από το να μη δίνεις χώρο είναι προτιμότερο να περάσεις από τα δύσκολα. Αν δεν δώσεις μέσα σου χώρο σε κάποιον δεν τον αγαπάς. Αν δεν κάνει λίγο πιο πέρα το εγώ δεν γίνεται. Είναι κάτι άλλο, δεν είναι αγάπη».

2ος: “Κι όποιος προλάβει θα καταπιεί τον άλλον αυτό θα πει για πάντα…”

«Το “για πάντα”, είναι μια ευχή, το όνειρο που έχεις υποσυνείδητα να κερδίσεις τον χρόνο που ξέρεις ότι είναι κάτι ακατόρθωτο. Εκείνη τη στιγμή που λες το “για πάντα”, καταλαβαίνεις ότι έχει μέσα του μια ουτοπία αυτό το πράγμα, είναι λίγο χίμαιρα αλλά δεν μπορείς να μην το ευχηθείς. Είναι η ανθρωποφαγική πλευρά που έχει ο έρωτας και η αγάπη πολλές φορές που θες να καταπιείς τον άλλον για να τον εμπεριέχεις».

Τα επόμενα σχέδια σου;

«Πριν από τα Χριστούγεννα θα βγει ο επόμενος δίσκος με τον Γιώργο Σαμπάνη. Είναι η 4η ολοκληρωμένη δουλειά που κάνουμε μαζί κι είμαι πολύ χαρούμενη για αυτό. Ο Γιώργος, μου δίνει μια ελευθερία να εκφραστώ όπως θέλω, χωρίς κανέναν περιορισμό κι αυτή την ελευθερία την έχουμε κατακτήσει στη σχέση μας και είναι πολύ σημαντικό. Επίσης τον Σεπτέμβριο θα κυκλοφορήσει το δεύτερο single της Βίκυς Καρατζόγλου σε μουσική του Γιώργου Σαμπάνη και σε δικούς μου στίχους».

Και κάπου εδώ η συνέντευξη τελείωσε όχι όμως και η κουβέντα μας. Καθίσαμε αρκετή ώρα στον Μαύρο Γάτο. Μετά περπατήσαμε στα γύρω στενά. Όσες εικόνες είχαν δημιουργήσει, μέσα στο μυαλό μου, τα τραγούδια της για εκείνη επιβεβαιώθηκαν: ευαίσθητη, χαμηλών τόνων, άνθρωπος που σε κάθε πτυχή της ζωής ψάχνει την ουσία. Την αποχαιρέτησα με την ευχή σύντομα να ανταμώσουμε ξανά. 




*Πρώτη δημοσίευση: 31.07.2018 στο museekart.com και στη στήλη Συναντήσεις στη πόλη


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις