Συναντήσεις στη πόλη: Πάνος Βούλγαρης
«Πρέπει να ξε-ζουμάρουμε ο καθένας από τον εαυτό μας
και να δούμε τη μεγάλη εικόνα» Πάνος Βούλγαρης
Απόγευμα Πέμπτης και για ακόμα μια φορά βρίσκομαι στις Εκδόσεις Λέμβος. Αυτή τη φορά με αφορμή ένα… “αερόστατο”. Μήνες τώρα παρατηρώ το εξαιρετικό εξώφυλλο του πρώτου μυθιστορήματος του Πάνου Βούλγαρη το οποίο απεικονίζει ένα ακυβέρνητο αερόστατο πάνω από μια φανταστική πρωτεύουσα… Διαβάζοντας περισσότερα πράγματα για την ιστορία τελικά η πρωτεύουσα δε μοιάζει καθόλου φανταστική και οι χάρτινοι ήρωες καθόλου... χάρτινοι.
“…Μέσα στο αερόστατο, ο
ξυλουργός με την πανέξυπνη κόρη, ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων, ένας ιερέας, μια
ηλικιωμένη κυρία, ένας μελαγχολικός κύριος κι ένας φωτογράφος, είναι
αναγκασμένοι να συμβιώσουν και να διευθετήσουν τις όποιες συγκρούσεις
προκύπτουν μέσα στα λίγα τετραγωνικά μέτρα που τους αναλογούν. Καθώς οι
αβοήθητοι επιβάτες αναμετριούνται σιωπηλά με τους δαίμονες τους και τον φόβο
του τέλους, το αερόστατο όλο και ξεμακραίνει βαθύτερα στον ουράνιο θόλο…”
Η περίληψη της ιστορίας αλλά και ο πυκνός λόγος του συγγραφέα
με κάνουν να θέλω να τον γνωρίσω. Μια παρουσίαση, στην ιδιαίτερη πατρίδα του,
την Σπάρτη, τον φέρνει στην Ελλάδα από το Βερολίνο όπου ζει και εργάζεται τα
τελευταία χρόνια. Αυτή ήταν και η ευκαιρία για μια ακόμη Συνάντηση Στη Πόλη.
Εκτός από την ενδιαφέρουσα ιστορία και ένα σύντομο βιογραφικό
δεν γνωρίζω περισσότερα για τον συγγραφέα. Αυτό μου προκαλεί κάποιο άγχος το
οποίο όμως έφυγε από τη στιγμή που καθίσαμε ο ένας απέναντι από τον άλλο και
ξεκινήσαμε τη συζήτηση μας.
Τα τελευταία 6 χρόνια ζεις στο Βερολίνο. Τι σε έκανε να
πάρεις την απόφαση να αφήσεις την Ελλάδα και να εγκατασταθείς εκεί;
«Η απόφαση ήταν ίδια αυτή που πήραν χιλιάδες άνθρωποι που
βρέθηκαν στο αδιέξοδο της οικονομικής κρίσης. Έφυγα το 2012 που άρχισε να
φουντώνει αυτό το πράγμα. Εργαζόμουν πρωί και απόγευμα, παίζοντας και
διδάσκοντας μουσική. Μέσα σε 2 μήνες όλα ήρθαν τούμπα. Έκλεισε το μαγαζί που
δούλευα, οι μαθητές μου μειώθηκαν κι από κάποιο σημείο και μετά δεν ήταν θέμα
διαβίωσης αλλά επιβίωσης. Η αδερφή μου έμενε χρόνια στο Βερολίνο και συνέχεια
μου έλεγε να κάνω το βήμα μα εγώ το ανέβαλα γιατί περνούσα καλά. Αλλά όταν ήρθε
η οικονομική κρίση αναγκάστηκα και πήγα. Το καλό είναι ότι βρήκα αμέσως
δουλειά, σε αντίθεση με πολλούς άλλους που έρχονται και αναγκάζονται να κάνουν
τις χειρότερες δουλειές με αποτέλεσμα ή να γυρίζουν πίσω ή να πηγαίνουν σε
άλλες χώρες».
Η καθημερινότητα σου;
«Δεν άλλαξε πολύ γιατί ασχολούμαι με το ίδιο αντικείμενο, τη
μουσική. Οπότε το ωράριο μου είναι πιο ελεύθερο. Τώρα, όσον αφορά την κοινωνία
είναι ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον με την έννοια ότι είναι ένα κράτος που
λειτουργεί και το βλέπεις από το εισιτήριο που θα αγοράσεις για να μπεις στο
λεωφορείο μέχρι τη δημόσια υπηρεσία. Σε πιο πρακτικά πράγματα έχει ένα τελείως
διαφορετικό κλίμα, έναν ατελείωτο χειμώνα και ένα καλοκαίρι που μόνο οι
Γερμανοί αποκαλούν καλοκαίρι. Το καλό στο Βερολίνο είναι ότι είναι μια
πολιτισμική πόλη και αυτό για κάποιον νεοφερμένο κάνει τα πράγματα πιο εύκολα.
Είναι μια πόλη που ανέχεται τη διαφορετικότητα σε αντίθεση με άλλες πόλεις της
Γερμανίας».
Τι θα έλεγες στους ανθρώπους που σκέφτονται να αναζητήσουν
την τύχη τους μακριά από την Ελλάδα;
«Τι να πεις τώρα σε κάποιον που είναι απογοητευμένος; Δεν
ξέρω. Το ότι έφυγα εγώ και κάπως δούλεψαν τα πράγματα για εμένα, δεν ισχύει το
ίδιο για όλους. Βλέπω παιδιά που δυσκολεύονται. Δεν είμαι σε θέση να πω σε
κάποιον να κάνει ή όχι αυτό το βήμα. Έχει να κάνει και με άλλους παράγοντες
όπως το τι έχεις σπουδάσει, τι εργασία θα μπορέσει ενδεχομένως να βρει… Να πω
μόνο πως κάποιος θα πρέπει να το σκεφτεί καλά».
Σήμερα, επιστρέφεις στην Ελλάδα για να παρουσιάσεις στην
ιδιαίτερη πατρίδα σου, τη Σπάρτη, το πρώτο σου μυθιστόρημα “Το αερόστατο”. Πώς
αισθάνεσαι;
«Το βάπτισμα του πυρός έγινε στην Αθήνα, σε αυτό το τραπέζι
που μιλάμε. Σε εκείνη, την πρώτη παρουσίαση είχαν έρθει και ορισμένοι φίλοι
από τη Σπάρτη αλλά σίγουρα αισθάνομαι μια μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση γιατί
εκεί γεννήθηκα και έζησα τα παιδικά μου χρόνια».
Προέρχεσαι από μουσική οικογένεια οπότε το να ασχοληθείς και
εσύ με τη μουσική ήταν μονόδρομος;
«Ναι, ήταν κάπως μονόδρομος η μουσική. Είμαστε 3 παιδιά στην
οικογένεια και κανένας άλλος δεν ασχολήθηκε. Εγώ ήμουν ο μοναδικός που
γρατζουνούσε τα όργανα περισσότερο. Δεν υπήρχε πίεση από την οικογένεια αλλά
μια παρότρυνση».
Κι αν και μουσικός, εμείς σήμερα σε γνωρίζουμε ως συγγραφέα.
Πώς ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια με τις λέξεις;
«Είχα πάντα έφεση στο γράψιμο αλλά περισσότερο σε θεωρητικό
επίπεδο. Δεν πήρα ποτέ την απόφαση να πάρω μολύβι και χαρτί και να γράψω. Το
μόνο που είχα γράψει ήταν ορισμένα ποιήματα στο σχολείο αλλά δεν ήταν πολύ
καλής ποιότητας. Πάντα είχα στο μυαλό μου κάτι να γράψω και πολλοί φίλοι μου το
ζητούσαν. Το πήρα απόφαση το 2015 από σπόντα θα έλεγα. Μελετούσα ένα βιβλίο
μουσικής για κιθάρα και αφιέρωνα 4 με 5 ώρες καθημερινά, με αποτέλεσμα από την
υπερκόπωση να πάθω τενοντίτιδα. Ο γιατρός μου είπε κομμένη η κιθάρα για δυο
μήνες τουλάχιστον. Οπότε ξαφνικά, είχα απεριόριστο ελεύθερο χρόνο μέσα στην
ημέρα. Από αυτό το συμβάν αποφάσισα να καθίσω και να γράψω. Στόχος μου ήταν μια
ιστορία είκοσι σελίδων αλλά τελικά προέκυψε “Το αερόστατο”».
Κάπως έτσι λοιπόν γεννήθηκε το πρώτο σου μυθιστόρημα. Μίλησε
μου λίγο για “Το αερόστατο”.
«Είναι η ιστορία 8 ανθρώπων οι οποίοι είναι παγιδευμένοι σε
ένα αερόστατο το οποίο ταξιδεύει ακυβέρνητο στον αέρα. Είναι ένα τουριστικό
αερόστατο που υπάρχει στο Βερολίνο. Στη βάση του καλαθιού του είναι
ενσωματωμένο ένα συρματόσχοινο το οποίο ξετυλίγεται γύρω από μια τροχαλία και
ανεβάζει τους τουρίστες ψηλά. Τους αφήνει 10-15 λεπτά, κατεβαίνει και παίρνει
τους επόμενους. Από εκεί πήρα την ιδέα. Είναι ένα κεντρικό σημείο της πόλης του
Βερολίνου από το οποίο περνούσα συχνά και μου ήρθε αυτή η ιδέα: Τι θα γίνει αν
κοπεί το συρματόσχοινο;».
Έτσι άρχισες να στήνεις την ιστορία σου…
«Ναι, άρχισα να το φτιάχνω στο μυαλό μου. Φαινομενικά δείχνει
ότι πρόκειται για ένα ατύχημα. Διαβάζοντας όμως το βιβλίο κανείς, διαπιστώνει
ότι είναι ένα σκηνοθετημένο ατύχημα από τις πολιτικές αρχές μιας φανταστικής
χώρας. Υπάρχει λοιπόν μια ολόκληρη πλεκτάνη πίσω από αυτό: γιατί κόπηκε το
συρματόσχοινο; Γιατί την συγκεκριμένη μέρα;… Αυτή είναι η βασική ιστορία. Πέρα όμως
από αυτή, “Το αερόστατο” είναι και μια αλληγορία για τη σύγχρονη ζωή. Πιστεύω
πως όλοι είμαστε παγιδευμένοι σε ένα αερόστατο. Είτε αυτό είναι μια σχέση, είτε
η οικογένεια, το σχολείο ή η κοινωνία μας. Βασικά αυτό που ήθελα περισσότερο να
υπογραμμίσω γράφοντας “Το αερόστατο” ήταν κάποιοι προβληματισμοί που είχα…»
Δηλαδή;
«Με αφορμή την αρχική ιστορία, ήθελα να παραθέσω ορισμένους
προβληματισμούς και ερωτήματα τα οποία μου δημιουργήθηκαν από τη σύγχρονη
πραγματικότητα. Αφετηρία ήταν τα τεκταινόμενα στον ελληνικό χώρο και δεν είναι
τυχαίο που όλα αυτά άρχισα να τα γράφω το 2015 που είχαμε όλες αυτές τις τρελές
εξελίξεις: επανειλημμένες εκλογικές αναμετρήσεις, πρώτη φορά Αριστερά,
δημοψηφίσματα… Γινόταν ένας χαμός. Τα πράγματα έτρεχαν με τέτοια ταχύτητα που
ξεπερνούσαν την ίδια μου τη φαντασία. Σκεφτόμουν κάτι που μου φαινόταν
εξωφρενικό και μετά έβλεπα στην τηλεόραση να συμβαίνουν ακόμη πιο εξωφρενικά
πράγματα. Και αυτό δεν είχε να κάνει μόνο με την Ελλάδα. Τα ίδια συνέβαιναν
λίγο-πολύ και σε γειτονικές χώρες. Αν σκεφτούμε μόνο τους ηγέτες που εκλέχτηκαν
ανά τον κόσμο τα τελευταία χρόνια θα δούμε ότι πολλοί από αυτούς είναι
παρανοϊκοί. Κι όμως είναι ηγέτες σε θέσεις κλειδιά και μπορούν να πατήσουν το
κουμπί. Όλα αυτά λοιπόν, μου δημιούργησαν ερωτήματα και προβληματισμούς που
προσπάθησα να συμπεριλάβω στο Αερόστατο. Όπως: γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Ή πως
αντιδρά ο σύγχρονος άνθρωπος σε όλα αυτά; Γιατί δεν παίρνουμε μια πιο σθεναρή
θέση απέναντι σε αυτό; Γιατί ανεχόμαστε να μας καταπιέζει μια μειοψηφία που
κρατά τις τύχες μας στα χέρια της; Γιατί δεν ανατρέπουμε αυτή την κατάσταση; Και αν θέλεις, γιατί δεν ενωνόμαστε αλλά όλο διχαζόμαστε και διαιρούμαστε από
τους Θεούς μας, από τις ιδεολογίες μας, από το χρώμα του δέρματος μας, από το
με ποιον κοιμάται ο καθένας το βράδυ στο κρεβάτι του;».
Καλά τα ερωτήματα. Απαντήσεις σε αυτά κατάφερες να βρεις;
«Δεν νομίζω ότι βρήκα απαντήσεις απλά έκανα κάποιες
διαπιστώσεις. Μια από αυτές ήταν ότι
εμείς διαιρούμαστε και διχαζόμαστε για έννοιες αφηρημένες. Ενώ αυτοί που
άρχουν είναι ενωμένοι από πράγματα πολύ πιο χειροπιαστά όπως η καρέκλα τους, τα
χρήματα… Τσακωνόμαστε για πράγματα ακατανόητα».
“…Το αερόστατο άλλες
φορές κωμικό κι άλλες τραγικό περιγράφει τον παραλογισμό της σύγχρονης εποχής,
τη βία και τον κυνισμό της εξουσίας. Όλα θυσιάζονται στο βωμό του κέρδους,
παρόλα αυτά ορισμένοι άνθρωποι αντιστέκονται και παραμένουν μέχρι το τέλος
άνθρωποι…”
Αυτό γιατί συμβαίνει και πιστεύεις ότι μπορούμε να το
αλλάξουμε;
«Ναι, πιστεύω ότι μπορούμε να το αλλάξουμε. Τώρα γιατί μας
έχουν φέρει σε αυτό το σημείο; Πρώτα από όλα πιστεύω ότι είναι ο φόβος. Αυτοί
κατέχουν τις θέσεις κλειδιά κι έτσι είναι εύκολο να κατευθύνουν και την κοινή
γνώμη. Για παράδειγμα, όταν έγινε το δημοψήφισμα και υπήρχε το δίλλημα αν θα
ψηφίσουμε ΝΑΙ ή ΟΧΙ, θυμάσαι πόσο γρήγορα αυτός ο ενθουσιασμός που υπήρχε
μετατράπηκε σε φόβο. Πολύ εύκολα. Το μόνο που έκαναν οι τράπεζες ήταν capital controls. Πιστεύω λοιπόν ότι είναι θέμα φόβου
και ωριμότητας της κοινωνίας να καταλάβει ποιο είναι το πρόβλημα. Πρέπει να
ξε-ζουμάρουμε ο καθένας από τον εαυτό μας και να δούμε τη μεγάλη εικόνα».
Και πως “Το αερόστατο”, προσγειώθηκε στις εκδόσεις Λέμβος;
«Όταν ολοκλήρωσα το βιβλίο μου ένιωθα κάπως αμήχανος μπροστά
σε αυτό που δημιουργήθηκε γιατί ήταν μια ιδιότητα του εαυτού μου που δεν είχα
εξιχνιάσει. Δηλαδή, όταν γράφω ένα μουσικό κομμάτι ξέρω τι να το κάνω. Όταν
ολοκλήρωσα το βιβλίο δεν είχα ιδέα. Τις εκδόσεις Λέμβος δεν μου τις σύστησε
κανείς. Εγώ έκανα μια έρευνα και μου άρεσε το ύφος. Μετά τα πράγματα έγιναν
πολύ εύκολα. Έστειλα το βιβλίο μου στον Δημήτρη Τσουκάτο, του άρεσε και
προχωρήσαμε στην έκδοση του».
Το ταξίδι του Αερόστατου μετρά κάποιους μήνες. Τι θυμάσαι πιο
έντονα από την μέχρι τώρα πορεία του βιβλίου;
«Πολλοί φίλοι, γνωστοί αλλά και άνθρωποι που δεν γνώριζα,
άρχισαν να μου στέλνουν μηνύματα και να μου λένε πως τους φάνηκε. Εμένα αυτό
που με απασχολούσε περισσότερο ήταν αν κατάφερα “Το αερόστατο” να διασκεδάσει
κάποιον. Όταν μου το λέει κάποιος αυτός μου δίνει μεγάλη χαρά».
Γιατί επέλεξες να δώσεις με χιούμορ την ιστορία σου;
«Γιατί μου αρέσει το χιούμορ και στους συγγραφείς που
διαβάζω. Αυτή η εναλλαγή κωμικού και τραγικού. Προσπάθησα να γράψω ένα βιβλίο
έτσι όπως θα ήθελα να το διαβάσω εγώ».
Ποιο βιβλίο διάβασες τελευταία και σου άρεσε;
«Το “Περί τυφλότητας” του Ζοζέ Σαραμάγκου γιατί πιστεύω πως
και αυτό είναι ένα καθαρά πολιτικό βιβλίο. Περιγράφει τον παραλογισμό και την
βία της κοινωνίας. Γενικά μου αρέσει και ο τρόπος που γράφει ο συγκεκριμένος
συγγραφέας, είναι ειρωνικός πράγμα που μου αρέσει πολύ».
Κοινωνία – Πολιτική. Πιστεύεις ότι οι νέοι άνθρωποι πρέπει να
ασχολούνται με τα κοινά;
«Ναι αλλά πρέπει εδώ να ξεκαθαρίσουμε μια παρεξήγηση που
υπάρχει στην Ελλάδα για το τι σημαίνει πολιτική. Βλέπω δύο μεγάλες κατηγορίες
στην Ελλάδα: από τη μια έχουμε αυτούς που όταν σου πουν ότι ασχολούνται με την
πολιτική εννοούν ότι είναι στελέχη κάποιου κόμματος, το οποίο δεν είναι
πολιτική. Δεν ασχολείσαι με την πολιτική αλλά με τα του κόμματος. Είναι τελείως
διαφορετικό πράγμα. Και από την άλλη πλευρά έχουμε τους νέους ανθρώπους οι
οποίοι λένε πως δεν ασχολούμαι με την πολιτική γιατί όλοι είναι ίδιοι και δε θα
αλλάξει τίποτα. Και αυτοί έχουν το ίδιο πρόβλημα. Συγχέουν την πολιτική με τα
κόμματα. Εγώ όταν περιγράφω την πολιτική δεν αναφέρομαι καθόλου στα κόμματα
αλλά σε αυτό που λέμε πολιτικό όν όπως το περιγράφει πολύ ωραία ο Αριστοτέλης.
Ο άνθρωπος έχει μια διαφορά από τα άλλα ζώα, έχει το χάρισμα και το προνόμιο
του λόγου. Άρα μπορεί να παρατηρεί, να κρίνει, να διακρίνει, να βλέπει τι είναι
ωφέλιμο και τι κακό, τι είναι αγαθό, τι δίκαιο και τι άδικο. Αυτό είναι
πολιτική. Οπότε αν με ρωτάς αν πρέπει οι νέοι να ασχολούνται με την πολιτική,
ναι πρέπει αλλά όπως την περιγράφει ο Αριστοτέλης».
Και ποιο το σχόλιο σου για όσα συμβαίνουν στη χώρα μας;
«Το λυπηρό για εμένα και πιστεύω για όλους, είναι ότι από
τότε που άρχισε αυτή η οικονομική κρίση, αυτό που βλέπουμε είναι πως όσα μας
συμβαίνουν είναι μια μαθηματική εξίσωση που πρέπει να βγάλει το σωστό άθροισμα.
Κι από αυτή την εξίσωση, λείπει τελείως ο ανθρώπινος παράγοντας. Δυστυχώς αυτό
συνεχίζεται και δεν ξέρω μέχρι πότε…».
Πιστεύεις πως κάποια στιγμή θα αλλάξουν τα πράγματα;
«Φαίνεται πως αυτή η δυσμενής κατάσταση θα αλλάξει. Ότι τα
πράγματα πάνε προς το καλύτερο αλλά δεν ξέρω ποιο θα είναι αυτό και με ποιους
πάνω από το κεφάλι μας. Το ότι κάποια νούμερα θα πάνε καλύτερα το πιστεύω αλλά
το θέμα δεν είναι μόνο τα νούμερα. Είναι και η ευτυχία και κατά πόσο μια χώρα
είναι ελκυστική για έναν νέο άνθρωπο ώστε να μείνει . Πέρα από την κρίση,
πιστεύω πως στην Ελλάδα υπάρχουν κι άλλα θέματα όπως η σχέση πολίτη – κράτους.
Ο πολίτης δεν εμπιστεύεται το κράτος. Αυτή τη διαφορά τη βλέπω περισσότερο τώρα
που ζω στην Γερμανία. Εκεί, υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη πολίτη – κράτους. Εδώ
δε συμβαίνει αυτό και είναι θέμα πολιτισμού. Μπορεί τα νούμερα να διορθωθούν μα
δεν ξέρω αυτός ο πολιτισμός πότε θα έρθει».
Αν και λείπεις αρκετά χρόνια από την Αθήνα, τι αγαπάς και τι
δεν αντέχεις στην πόλη;
«Αγαπώ το φως, τον ήλιο, τον καιρό, τη γλώσσα, το φαγητό…
Αυτά μου λείπουν. Αυτό που με ενοχλεί είναι ότι δεν υπάρχουν πάρκα να βγει ο
κόσμος έξω καθώς και η κατάσταση με τα πεζοδρόμια. Τώρα που ερχόμουν έπρεπε να
κάνω ακροβατικά για να περάσω».
Σε λίγες μέρες είναι η παρουσίαση του Αερόστατου στην Σπάρτη.
Τον επόμενο μήνα θα το παρουσιάσετε και στο Βερολίνο. Επόμενα συγγραφικά
σχέδια;
«Έχω αρχίσει μια σειρά διηγημάτων τα οποία έχουν έναν κοινό
παρονομαστή, ένα κοινό θέμα κατά κάποιο τρόπο. Τώρα, αν είναι κάτι να
κυκλοφορήσει δεν το σκέφτομαι ακόμα. Γράφω συνέχεια τα τελευταία 3 χρόνια και
το βλέπω περισσότερο σαν εκπαίδευση και μου αρέσει πολύ. Το αφήνω να δω που θα
με πάει».
Και κάπου εκεί οι ερωτήσεις τελείωσαν, η ηχογράφηση
σταμάτησε. Αποχαιρέτησα τον Πάνο Βούλγαρη και βγήκα στο δρόμο. Στη διαδρομή για
το σπίτι σκεφτόμουν πόσο όμορφο είναι να γνωρίζεις τους ανθρώπους που κρύβονται
πίσω από ενδιαφέρουσες ιστορίες. Και “Το
αερόστατο” είναι κάτι παραπάνω από μια ενδιαφέρουσα ιστορία και σίγουρα μόνο η
αρχή της συγγραφικής πορείας του Πάνου Βούλγαρη.
*Πρώτη δημοσίευση: 13.05.2018 στο museekart.com και στη στήλη Συναντήσεις στη πόλη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου