Συναντήσεις στη πόλη: Έφη Παπαθεοδώρου

 



«Το θέατρο για εμένα είναι ένα ξέσπασμα. Ένας τρόπος να έρχομαι σε άμεση επαφή με τον κόσμο»  Έφη Παπαθεοδώρου

 

Ήρθε και το 2018 κι εδώ στο museekart και στη στήλη “Συναντήσεις Στη Πόλη” ξεκινάμε το νέο κύκλο συνεντεύξεων. Κι αυτός ο νέος κύκλος, ανοίγει με τον καλύτερο τρόπο. Συντροφιά με μια λατρεμένη κυρία, μια αγαπημένη –μικρών και μεγάλων – ηθοποιό, την κυρία Έφη Παπαθεοδώρου.

Αιτία για να γνωρίσω την κυρία Έφη Παπαθεοδώρου στάθηκε ο συγγραφέας και φίλος Αλέξανδρος Κεφαλάς. Μιλούσαμε αρκετό καιρό στο τηλέφωνο ώσπου τελικά να καταφέρουμε να βρεθούμε κι από κοντά. Το πρόγραμμα της γεμάτο δημιουργία μιας και δε σταματά ποτέ να προετοιμάζει πράγματα κι ας έχει διανύσει αμέτρητα χιλιόμετρα πάνω στο θεατρικό σανίδι και στα πλατό γυρισμάτων.

Τελικά το ραντεβού μας ορίστηκε για την Κυριακή, 14 Ιανουαρίου στο Θέατρο Broadway όπου πρωταγωνιστεί στην παράσταση “Γοργόνες και Μάγκες”. Τη συζήτηση μας θα την κάναμε μετά το τέλος της παράστασης όμως ήμουν εκεί από τις επτά. Ήθελα να τη δω στη σκηνή. Να τη χειροκροτήσω μαζί μα τους υπόλοιπους θεατές που είχαν κατακλείσει το θέατρο.

Με την άφιξη της στη σκηνή το κατάμεστο από τους θεατές θέατρο ξέσπασε σε ένα δυνατό χειροκρότημα. Και μια ατάκα της ήταν αρκετή για να τους κάνει να ξεσπάσουν και σε ένα δυνατό και αληθινό γέλιο : “Αν είναι κοντή θα τη διώξω”.

Σχεδόν τρεις ώρες μετά βρισκόμουν στην είσοδο του θεάτρου περιμένοντας την. Δεν άργησα να τη δω να ανεβαίνει τις σκάλες και πίσω της να την ακολουθούν οι θεατές. Μια φωτογραφία, μια αγκαλιά, ένα φιλί… Σε κάθε της βήμα και ένα γλυκό χαμόγελο, μια χειραψία. “Σας αγαπάει πολύ ο κόσμος” της είπα. “Είναι απίστευτη η αγάπη του κόσμου” μου απάντησε καθώς μπαίναμε στο ταξί που θα μας πήγαινε σε ένα ήσυχο καφέ στη γειτονιά της, την Καισαριανή. “Αλλά και εγώ τους αγαπώ. Όσο κουρασμένη κι αν είμαι θα κάτσω να υπογράψω αυτόγραφα, να βγάλω μια φωτογραφία μαζί τους, να τους ακούσω. Αυτοί οι άνθρωποι έρχονται να μας δουν, να μας χειροκροτήσουν. Πληρώνουν εισιτήριο. Δεν έχουμε δικαίωμα να τους αγνοούμε”.

 
Στο ταξί έκατσε στην μπροστινή θέση. Στη διαδρομή μιλούσε μαζί μου, με τον οδηγό, έκανε παρατηρήσεις για τις αλλαγές στις γειτονιές της Αθήνας ώσπου φτάσαμε και πια καθισμένοι ο ένας απέναντι από τον άλλο ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε τη συζήτηση μας. Και ποια καλύτερη αρχή από ευχές για τη νέα χρονιά.

«Να ευχηθώ πρώτα υγεία που είναι το Α και το Ω της ζωής. Δε λέω τίποτα καινούργιο βέβαια. Να είναι όλοι γεροί, αισιόδοξοι και λίγο να τραγουδάμε, να χορεύουμε… Δεν έχει σημασία αν έχουμε προβλήματα. Τα προβλήματα φεύγουν και καμιά φορά φεύγουμε εμείς πρώτα και μένουν τα προβλήματα. Είναι λίγο αφελές αυτό που λέω γιατί αν κάποιος έχει προβλήματα… αλλά θέλω να πιστεύω πως όλα θα πάνε καλύτερα. Το πιστεύω γιατί ρόδα είναι και γυρίζει. Από το κάτω θα ανέβει. Είναι νόμος αυτός της φύσης, της κοινωνίας. Και τι άλλο; Εύχομαι και σε εσάς πρόοδο, να κάνετε ωραία πράγματα σε όλα αυτά με την τεχνολογία που σας δίνει τη δυνατότητα να εκφραστείτε, να μιλήσετε και να απευθυνθείτε σε κόσμο που είναι πάρα πολύ σημαντικό».

Και σε προσωπικό επίπεδο; Τι εύχεστε για εσάς;

«Α εγώ έχω ξεκινήσει μια ταινία στο Αγρίνιο, στην Τριχωνίδα όπου έχουμε κάνει και το τρέιλερ.  Εγώ έχω γράψει το σενάριο το οποίο είναι βασισμένο στο βιβλίο μου “Πως γλυκαίνουν οι τσουκνίδες”. Είναι βιωματικό. Η κατοχή με τα μάτια των παιδιών: μιας Εβραιοπούλας  και μιας Ελληνίδας Χριστιανής. Τότε δε μας περνούσε από το μυαλό ότι η φίλη μας ήταν Εβραιοπούλα. Αυτά εκ των υστέρων… Όλα τα παιδιά ήμασταν φίλοι. Γυρίσαμε λοιπόν το τρέιλερ στην Τριχωνίδα, στο Αγρίνιο και σε όλα αυτά τα ωραία μέρη: Πετροχώρι, Θέρμο… κι όσοι το είδαν έχουν συγκλονιστεί. Τώρα ψάχνουμε να βρούμε παραγωγό. Ελπίζουμε…».

Πώς σας φαίνεται αυτή η επιστροφή στις ρίζες σας;

«Δεν φύγαμε εμείς στην ουσία. Δυο με τρεις φορές το χρόνο πάμε στο χωριό μας στην Τριχωνίδα. Είχαμε κάνει και ένα βιβλίο, μια ωραία έκδοση με τοπία και μύθους της λίμνης. Το είχε κάνει η αδερφή μου και ο γαμπρός μου. Εγώ είχα γράψει τον πρόλογο. Είναι φωτογραφίες από όλα τα λουλούδια και τα έντομα της λίμνης Τριχωνίδας».

Κρατάτε δηλαδή επαφή με τον τόπο που σας γέννησε;

«Βέβαια. Δε φεύγουμε εμείς από εκεί γιατί αγαπάμε την πατρίδα μας και εκεί μεγαλώσαμε ουσιαστικά. Κανένα καλοκαίρι δεν έχουμε λείψει.  Προσωπικά για εμένα – γιατί οι αδερφές μου ήταν πιο πολύ στο εξωτερικό, εγώ δεν άντεξα και γύρισα – είναι κάτι φυσιολογικό να γυρίσουμε και μια ταινία εκεί».

Καινούργια ταινία, σας συναντώ μετά το τέλος της παράστασης  “Γοργόνες και Μάγκες” και μια τεράστια πορεία πίσω σας. Πού βρίσκετε την ενέργεια να συνεχίζετε να κάνετε τόσα πράγματα;

(Πριν απαντήσει στην ερώτηση με διορθώνει…)

«Η ελληνική λέξη και συγγνώμη που σε διακόπτω αγαπημένε μου, είναι ζωντάνια. Η λέξη ενέργεια έχει περάσει από τα αγγλικά. Ενέργεια έχει το φωτιστικό, η λάμπα. Εγώ σαν άτομο είμαι ενεργό αλλά έχω ζωντάνια να κάνω πράγματα».

Κι από πού πηγάζει αυτή η ζωντάνια;

«Από παιδιά έτσι μάθαμε εμείς από τους γονείς μας. Ήταν μια εποχή που εμείς παλεύαμε για πάρα πολλά πράγματα. Είναι αυτονόητο, φυσιολογικό να μη σταματώ όσο έχω αντοχή. Έπειτα είναι κάτι που μου αρέσει πολύ».

Θα σταθώ σε δυο σημεία του ρόλου σας στην παράσταση “Γοργόνες και Μάγκες”. Πρώτο σημείο: Στο έργο κάνετε αγώνα να μην περάσει ο τόπος σε ξένα χέρια. Ένας ρόλος γραμμένος σχεδόν 50 χρόνια πριν κι όμως τόσο προφητικός.

«Μπράβο αυτό που λες είναι πολύ σωστό».

Πώς κρίνετε τη σημερινή κατάσταση του τόπου μας;

«Δυστυχώς έχει πάρει την κάτω βόλτα όλη η ανθρωπότητα. Δεν είναι μόνο στην Ελλάδα. Εδώ τον κόσμο τον ξεγελάσανε. Του είπαν θα γίνει πλούσιος όπως λέει κι ο Παναγής στο έργο. Οι περισσότεροι ντόπιοι τα πούλησαν και αργότερα το μετάνιωσαν. Ήρθαν ξένοι άνθρωποι και κάνανε επιχειρήσεις. Κατάστρεψαν το περιβάλλον. Το είδατε πως το βιώνουμε. Πως ήταν κάποτε τα νησιά και πως είναι τώρα. Η περιοχή μας, ευτυχώς, επειδή δεν είχε θάλασσα δεν αλλοιώθηκε τόσο πολύ».

Δεύτερο σημείο: Λέτε κάποια στιγμή στην παράσταση την ατάκα “Αν είναι κοντή θα τη διώξω” και σείστηκε το θέατρο από τα γέλια. Μετά από τόσα χρόνια, πως έχετε τοποθετήσει μέσα σας της επιτυχία του ρόλου της Θεοπούλας;

«Κοίταξε, έχω πια αφομοιωθεί. Αφού είπα στον Καπουτζίδη: Γιώργο μου πρέπει να έρθεις στην παράσταση. Να δεις που λέω την ατάκα σου και πέφτει το θέατρο. Ο δικός μου ρόλος στην παράσταση, στην ταινία ήταν αλλιώς. Ήταν μια αυστηρή γυναίκα κτλ. Αυτό το πράγμα εγώ δε μπορούσα να το κάνω. Δε μου ταίριαζε έτσι κι αλλιώς. Έπρεπε να είναι κάτι άλλο κι έτσι το προσάρμοσα. Έτσι κάνουμε όλοι οι ηθοποιοί. Προσαρμόζουμε τους ρόλους στον χαρακτήρα και στο φιζίκ μας».

Ποιες στιγμές της καριέρας σας ξεχωρίζετε;

«Στο θέατρο είχαμε παίξει μια συγκλονιστική παράσταση, τη ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΝΤΕ. Το είχαμε κάνει με το Θέατρο της Ημέρας. Το είχε σκηνοθετήσει ο Λάκης Κουρετζής, τα κοστούμια ήταν της Μάγκυ Μοντζόλη και πήγαμε και στη Γαλλία. Επίσης, το ΑΝΤΙΟ ΚΥΡΙΕ ΤΣΕΧΟΦ, ένα γαλλικό έργο και αυτό στο Θέατρο της Ημέρας. Κοστούμια είχε κάνει η Μάγκυ. Ήταν η ζωή της Μαρίας, της αδερφής του Τσέχοφ που κανείς δεν ξέρει ότι θυσιάστηκε για εκείνον και στο τέλος την πέταξαν στην άκρη. Είναι συγκλονιστικό έργο και ωραίος ρόλος. Επίσης, έχω παίξει το Ο ΝΤΙΚΟΣ του Μιχάλη Δήμου, με ένα συνάδελφο συγκλονιστικό, τον Χρήστο Χαρμπάτση ο οποίος δυστυχώς αυτοκτόνησε κάποια στιγμή. Σπουδαίο ταλέντο, πηγαίο κι είχαμε πάρει και τρία βραβεία. Δυστυχώς όμως όλα αυτά χάθηκαν. Δεν είναι όπως η ταινία ή το σήριαλ που μένουν. Αν υπήρχαν όλα αυτά δε θα με έλεγαν Θεοπούλα. Θα με έλεγαν με τα ονόματα αυτών των ρόλων. Είναι λίγο άδικο για το θέατρο. Τώρα βέβαια γίνονται κάποια πράγματα με βίντεο κτλ αλλά δεν είναι το ίδιο».

Κυρία Έφη, γεννηθήκατε σε ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας…

«Ναι, παραλίμνιο…».

Ποιες εικόνες κουβαλάτε από εκείνη την εποχή;

«Εγώ γεννήθηκα εκεί αλλά τα παιδικά χρόνια τα πέρασα στο βουνό με τον μπαμπά μου, που ήταν αντάρτης και τη μαμά. Μετά ήρθαμε στο Αγρίνιο και πήγα στο 4ο Δημοτικό σχολείο. Είχα το Χατιάδη δάσκαλο. Μάλιστα πήγα και το είδα ξανά. Αυτά περνάνε όλα στο σενάριο που έχω γράψει. “Αλεπού Στιφάδο” λέγεται γιατί τότε βρήκαν μια αλεπού και την κάνανε στιφάδο. Πεινούσε ο κόσμος. Ήρθαμε λοιπόν στο Αγρίνιο γιατί ο μπαμπάς ήταν αντάρτης, γιατρός και κυνηγούσαν αυτούς που αγωνιστήκανε και όχι αυτούς που συνεριστήκανε, δυστυχώς. Στο Αγρίνιο πέρασα μέχρι την Γ Γυμνασίου και εκεί συναντήθηκα με την Νινέττα Μάτσα από την οικογένεια που είχαμε βρεθεί και στο βουνό και που τους είχε περιθάλψει ο μπαμπάς. Γίναμε αδερφικές φίλες. Η τέταρτη αδερφή μου. Η οικογένεια μας με την οικογένεια της Νινέττας, μέχρι και σήμερα έχει φιλία. Αυτοί είναι όλοι στην Αμερική βέβαια αλλά είναι μια φιλία που κρατάει 70 χρόνια. Δεν είναι λίγο. Μετά εμείς ήρθαμε στην Αθήνα. Εντάξει, ερχόμασταν τα καλοκαίρια εδώ και παραθερίζαμε στην Πεντέλη. Τότε ήταν αλλιώς… Αλλά παραθερίζαμε και στον Άγιο Βλάση. Μέσα στα έλατα, με σκηνές. Δε φοβόταν τότε ο κόσμος. Ήταν υπέροχα. Τα θυμάμαι όλα αυτά. Είναι σφραγισμένα μέσα μου. Περάσαμε ωραία παιδικά χρόνια παρόλο που ήρθαν να δείρουν τους γονείς μου μπροστά μας. Αυτό δε μπορώ να το ξεχάσω. Περνάει σε όλα τα βιβλία μου σχεδόν. Ήταν μια άδικη βία. Αυτός ο τρόπος έχει αδικηθεί πάρα πολύ από πολλούς και πολλά».

Και το θέατρο πώς μπήκε στη ζωή σας;

«Η μητέρα τραγουδούσε, έπαιζε πιάνο. Είχε έναν αδερφό που ήταν ηθοποιός. Έπαιζε στην επιθεώρηση του Παπαϊωάννου και από παιδάκι με ανέβαζαν σε ένα τραπέζι και απήγγειλα, τραγούδαγα, χόρευα. Μου άρεσε πολύ και στο σχολείο εμείς γράφαμε τα έργα και τα παίζαμε. Μια φορά είχε έρθει στο σχολείο μας ένας επιθεωρητής και με είδε να παίζω. “Που είναι οι γονείς του κοριτσιού;” είπε. “Εγώ είμαι” είπε ο μπαμπάς. “Να το αφήσετε γιατρέ μου να σπουδάσει θέατρο”  του είπε. “Και γιατί να μην το αφήσω” του απάντησε ο μπαμπάς μου. Και η μαμά μου είπε “Κι εγώ ήθελα να γίνω της όπερας αλλά με πήρε ο πόλεμος”».

Οικογενειακή σας υπόθεση το χιούμορ…

«Πολύ. Ήταν όλο το σόι. Τότε οι άνθρωποι σε όλες τις δυσκολίες τραγουδούσαν. Η μαμά ξυπνούσε το πρωί και τραγουδούσε. Καθένας είχε και ένα τραγούδι: ο παππούς, η γιαγιά, ο θείος, η θεία… Εμείς μεγαλώσαμε φυσιολογικά. Μέσα σε οικογένεια που ήταν παππούδες, γιαγιάδες, θείες, τα πανηγύρια, μάζευαν τα καλαμπόκια στα αλώνια, με τα τζιτζίκια και όλα αυτά. Δηλαδή είχαμε μια φυσιολογική ζωή σαν παιδιά. Και μεγάλη αγάπη βέβαια από τους γονείς. Διάβασα τελευταία ένα βιβλίο όπου ο συγγραφέας είχε εφτά αδέρφια και όλο ξύλο τρώγανε. Έλεος. Και εμάς ήταν αυστηροί οι γονείς μας αλλά μεγαλώσαμε σε μια αγκαλιά. Και λες: πως δεν βγήκαν εγκληματίες αυτοί οι άνθρωποι; Άμα σε δέρνουν… Κρεμούσαν τα παιδιά. Αυτό το έκανε παλιά μια γειτόνισσα μας. Κρεμούσε το Γιωργάκη κα πηγαίναμε εμείς και το ξεκρεμούσαμε το παιδί. Τρομερά πράγματα. Βέβαια τώρα έχουν πάει στο άλλο άκρο. Λένε: Δε μπορώ να το πειθαρχήσω. Τι θα πει; Το παιδί μπορεί να θέλει να πάει στο γκρεμό γιατί του αρέσει, θα το αφήσεις να πέσει;».

Ξεκινήσατε λοιπόν να σπουδάζετε θέατρο στη σχολή του Δημήτρη Ροντήρη…

«Ωδείο Αθηνών. Τότε είχα τη μεγάλη τύχη ο δάσκαλος να μην είναι πια στο Εθνικό Θέατρο και μας δίδασκε ατελείωτες ώρες. Ήταν ένας συγκλονιστικός ηθοποιός».

Θυμάστε κάποια φράση του;

«Είχε πει ότι το θέατρο είναι ΚΟΠΟΣ – ΚΟΠΟΣ – ΚΟΠΟΣ».

Για εσάς τι είναι το θέατρο;

«Ένα ξέσπασμα πια. Ένας τρόπος να έρχομαι σε άμεση επικοινωνία με τον κόσμο. Εκτός από την τηλεόραση που με έχει φάει στη μάπα. Οπότε το θέατρο είναι η άμεση επικοινωνία μας. Και είδατε απόψε πως με αντιμετωπίζουνε. Η αγάπη είναι μεγάλη γιατί τους κάνω να γελάνε. Αλλά πέρα από αυτό στις συνεντεύξεις μου λέω πράγματα που και αυτοί θέλουν να ακούσουν και που άλλοι συνάδελφοι δεν τα λένε».

Εκτός όμως από το θέατρο, έχετε ασχοληθεί και με τη συγγραφή βιβλίων…

«Μου άρεσε από παιδί να γράφω. Πάρα πολύ. Ο δάσκαλος με σήκωνε στον πίνακα να γράψω έκθεση σαν παιδάκι. Μου βγαίνει φυσιολογικά. Μου αρέσει να εκφράζομαι».

Κι όλα τα βιβλία σας είναι βιωματικά…

«Ναι όλα. Δε μπορώ να κάνω ψεύτικα πράγματα. Δεν έχω αυτή την ικανότητα των μεγάλων συγγραφέων. Αλλά είναι αληθινά. Προσπαθώ να είναι αληθινό ότι γράφω και αυτό νομίζω είναι το συν γιατί όσοι διαβάζουν τα βιβλία μου τους αρέσουν γιατί είναι απλά, άμεσα».



Κυρία Έφη, αν γυρνούσατε πίσω το χρόνο, θα αλλάζατε κάτι στη ζωή σας;

«Θα έπαιζα ρόλους που δεν πρόφτασα να παίξω».

Δε σας δόθηκε η ευκαιρία;

«Περνώντας τα χρόνια δε μπορείς. Στο θέατρο με μια περούκα μπορείς να παίξεις. Στην τηλεόραση δε μπορείς. Δεν έχω παράπονο. Έχω κάνει πολλές ελληνικές και ξένες ταινίες. Αξιόλογες και με επιτυχία. Να δούμε τώρα με την καινούργια ταινία, τη δική μας τι θα γίνει..».

Με αφορμή το όνομα της στήλης μας “Συναντήσεις Στη Πόλη”, θέλω να μου πείτε τι αγαπάτε και τι δεν αντέχετε στην Αθήνα;

«Αγαπώ να πηγαίνω στην Ακρόπολη. Αυτόν τον καταπληκτικό περίπατο Ακρόπολη – Θησείο και όλα αυτά εκεί γύρω. Με τα πόδια ξεκινάμε από εδώ και πάμε κάτω. Αυτό που δε μου αρέσει είναι που την έχουν βρομήσει με γκράφιτι τα οποία δε σημαίνουν τίποτα. Βρομιά, κακογουστιά και θράσος. Άλλο το να κάνεις κάτι για να διαμαρτυρηθείς. Το καταλαβαίνω. Μια ωραία ζωγραφιά σε ένα παλιό κτίριο. Εδώ μιλάμε για χάος. Αφού πέρασα από το Πολυτεχνείο και έκλαιγα. Πως το έχουν καταντήσει έτσι; Ένα χώρο που θυσιάστηκε κόσμος, που έδωσε το αίμα του για να φύγουν αυτά τα τέρατα. Και μου έχουν πει ότι υπάρχουν άνθρωποι που νοσταλγούν τη Χούντα. Δε μπορείτε να φανταστείτε πόσο αντιδραστικοί είναι τελικά οι Έλληνες. Εγώ πίστευα ότι θα έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Τρελαίνομαι όταν ακούω: Ένας Παπαδόπουλος σας χρειάζεται. Λέω: Είστε καλά; Δεν ντρέπεστε; Και μάλιστα διάβασα και ένα βιβλίο του Κούλογλου  που έχει συνεντεύξεις ανθρώπων που τους βασάνισε η Χούντα. Έχει γράψει και για τον Εμφύλιο, ωραία δουλειά. Έλεγε λοιπόν ένα από τα παιδιά που είχε βασανιστεί “Αυτό που με πληγώνει είναι όποιοι λένε ότι περνάγαμε καλά στη Χούντα”. Τι καλά; Δε μπορούσες να πάρεις εφημερίδα, να εκφραστείς... Τι άνθρωποι είναι αυτοί; Τι έχουν μέσα στο κεφάλι τους; Δεν προχωράνε; Δε βλέπεις τώρα, παντού φασισμός σε όλη την Ευρώπη. Είναι πάρα πολύ επικίνδυνο το φαινόμενο. Μου είπε κάποιος: Να βγάλουν τον Τράμπ. Ο ζάμπλουτός θα φροντίσει τον πεινασμένο; Και λέει: Αφού οι άλλοι απέτυχαν να δοκιμάσουν και αυτό. Ήθελα να του πω ο θάνατος δοκιμάζετε; Δυστυχώς οι νεολαίοι είναι απολιτίκ, αδιάφοροι. Όχι όλοι. Να είμαστε δίκαιοι. Γιατί και σε εμάς υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι αλλά τότε δεν ήταν και η πληροφόρηση όση είναι σήμερα. Εκτός κι αν είναι ψεύτικη πληροφόρηση. Δεν ξέρω…».

Κατευθυνόμενη;

«Εγώ ανοίγω το yahoo και κάθε φορά μόνο καταστροφή βλέπω. Όλα τα κακά αυτή η κυβέρνηση τα έκανε. Έλεος ρε παιδιά. Ζούμε σε αυτό το χώρο. Οι προηγούμενοι δηλαδή ήταν άγγελοι; Που έκαναν όλα αυτά και τα έφεραν μέχρι εδώ; Και ευθύνονται μόνο τα δύο χρόνια; Εντάξει, κάνουν χίλια σφάλματα αλλά έλεος. Είχα μια συζήτηση πρόσφατα και μου λέει κάποιος: Ο Τσίπρας ήταν άφθαρτος και τον έφτιαξε το κεφάλαιο. Ποιο κεφάλαιο; του λέω. Εμείς τον ψηφίσαμε. “Περνάει πράγματα που δε θα πέρναγαν άλλες κυβερνήσεις” μου λέει και του απαντάω: Ξέρεις ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις έχουν υπογράψει αυτά που είναι υποχρεωμένοι να περάσουν; Εκνευρίζομαι. Όλα τα κακά αυτά τα δύο τελευταία χρόνια γίνανε. Αλλά ξέρεις Χάρη μου, άλλοι έφαγαν και έχασαν την κουτάλα».

Έχουμε λοιπόν στα σκαριά μια νέα ταινία “Αλεπού Στιφάδο”, θέατρο Broadway με την παράσταση “Γοργόνες και Μάγκες”. Τι άλλο να περιμένουμε από εσάς;

«Θα πρέπει να ολοκληρώσω κάτι που έχω γράψει για το θέατρο. Έχω αρχίσει από πολλά χρόνια και ό,τι συμβαίνει στο καμαρίνι, όχι κουτσομπολιό, αλλά συναισθηματικές καταστάσεις που έχει ο ηθοποιός, τα γράφω. Δεν είναι πολλά κείμενα. Κάτι σαν μικρές βινιέτες θα είναι. Ορίστε ένα μικρό απόσπασμα από το κείμενο “Μετά την αυλαία”, χαρισμένο στους ηθοποιούς του κόσμου:

[….] Αυτός ο μισοσκότεινος χώρος της κουίντας, κοινός μόνο στους ηθοποιούς, άβατο για τους θεατές, είναι το μυστικό και η δύναμη τους. Κι ως να ελευθερωθούν από τους θαυμαστές και να βγουν στην πραγματική ζωή, τους παίρνει χρόνο […]

[…] Καημένοι θεατρίνοι. Χάνονται μέσα στους έρημους νυχτερινούς δρόμους, σέρνοντας τα ξεφτίδια μιας εφήμερης ευτυχίας».

 

Κλείνοντας, τι πλάσματα είναι οι θεατρίνοι;

«Ανασφαλείς, ονειροπαρμένοι και πολλές φορές φθάνουν να κάνουν και χαζομάρες. Αλλά είναι ένα επάγγελμα αβέβαιο, εφήμερο, μια επιτυχία και μετά χάνονται. Είναι μεγάλη η ανασφάλεια αλλά είναι ένα μικρόβιο που δε μπορούν να αποβάλλουν».

Κυρία Έφη, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συνάντηση.

«Εγώ ευχαριστώ».

Περπάτησα από τις γειτονιές της Καισαριανής μέχρι τον Ευαγγελισμό με τα πόδια. Σε όλη τη διαδρομή στο μυαλό μου κουβέντες και εικόνες από την συνέντευξη με την κυρία Έφη Παπαθεοδώρου. Σπουδαία ηθοποιός, υπέροχος άνθρωπος και η νέα χρονιά ξεκινά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.   



*Πρώτη δημοσίευση 23.021.2018, museekart.com, στήλη: Συναντήσεις στη πόλη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις