Συναντήσεις στη πόλη: Πέγκυ Τρικαλιώτη

 


Παρασκευή 24 Νοεμβρίου κι εγώ βρίσκομαι στο Γκάζι. Η ώρα είναι λίγο μετά τις 16:00 και περπατώ στην Ιερά Οδό. Τελικός προορισμός το θέατρο OLVIO και μια συνάντηση που την περιμένω καιρό: Πέγκυ Τρικαλιώτη! Το ταλέντο της περίσσιο, οι ερμηνείες της σε θέατρο, τηλεόραση, κινηματογράφο αξέχαστες και καθηλωτικές, ο δυναμικός χαρακτήρας με το γλυκό της χαμόγελο, το μελαγχολικό της βλέμμα, οι κινήσεις του σώματος και ο τρόπος που βγαίνουν οι λέξεις από τα χείλη της, συνθέτουν ένα πλάσμα που σε καμία περίπτωση δε μπορεί να περάσει απαρατήρητο.

Εγώ τη θαύμασα ως Ρηνούλα στο «Πρόβα Νυφικού», ως Πηνελόπη στο «Η αγάπη άργησε μια μέρα», ως Ευρυδίκη στη «10η Εντολή», ως Έλλη στον «3ο Νόμο» μα την αγάπησα ως Μαργαρίτα στην παράσταση «Δε μ’ αγαπάς – Μ’ αγαπάς» το 2012 και λίγα χρόνια αργότερα, το 2015, ως Αμερικανίδα πιλότο της Πολεμικής Αεροπορίας στον καθηλωτικό μονόλογο «Προσγείωση» του Τζώρτζ Μπραντ στη σκηνή του FAUST.

Και τις δυο φορές που την παρακολούθησα στο θέατρο, εκτός από τις εξαιρετικές ερμηνείες της, δε θα ξεχάσω ποτέ τον κόσμο, στο τέλος της παράστασης, να σηκώνεται όρθιος και να τη χειροκροτεί με πάθος ενώ στα πρόσωπα τους ήταν έκδηλη η συγκίνηση καθώς η Πέγκυ είχε καταφέρει με το ταλέντο της να τους κλέψει για λίγο τη ζωή και να τους κάνει κομμάτι της ζωής της ηρωίδας. Είχε καταφέρει να τους πάρει μαζί της, στον κόσμο της. Σε έναν κόσμο που μας παρασύρει για περισσότερες από δυο δεκαετίες.

Χωρίς να το καταλάβω βρίσκομαι έξω από το OLVIO. Περνάω στο εσωτερικό του θεάτρου. Το φουαγιέ μου δημιουργεί μια ζεστασιά όπως και το χαμόγελο της Πέγκυ που με πλησιάζει. Προχωράμε στην αίθουσα με την κεντρική σκηνή.  Σε λίγη ώρα η αυλαία θα ανέβει και τα «Οργισμένα Νιάτα» θα πάρουν ξανά ζωή.  Για αυτό δε θέλω να την καθυστερήσω. Καθόμαστε στη δεύτερη σειρά και η κουβέντα μας αρχίζει.

Φέτος μας συστήνεται ως Ανίσια στη «Δύναμη του Σκότους» του Τολστόι σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη στο Σύγχρονο Θέατρο και ως Άλισον στα «Οργισμένα Νιάτα» του Τζον Όσμπορν, σε σκηνοθεσία Κίρκης Καραλή στη σκηνή του OLVIO. Της ζητάω λοιπόν να μου σχολιάσει αυτά τα δύο θεατρικά της βήματα.

«Η “Δύναμη του Σκότους”, είναι μια παράσταση που παίζεται για δεύτερη χρονιά στο Σύγχρονο Θέατρο. Είναι ένα θεατρικό έργο του Τολστόι και το λέω γιατί συνήθως είναι διηγήματα ή μυθιστορήματα που γίνονται θεατρικά. Αυτό, είναι ένα καθαρό θεατρικό έργο του Τολστόι και σαν κείμενο, κατά τη γνώμη μου, είναι ένα αριστούργημα. Το έχει σκηνοθετήσει η Ελένη Σκότη. Είναι ένας μεγάλος θίασος δέκα ατόμων και το έργο είναι σκηνοθετημένο και παιγμένο εντελώς χειροποίητα. Θέλω να πω δεν υπάρχει τίποτα ηχογραφημένο. Όλες τις μουσικές τις παίζουμε στη σκηνή live, όλους τους ήχους τους κάνουμε εμείς  όπως και τα σκηνικά τα οποία τα διαμορφώνουμε εμείς πάνω στη σκηνή. Είναι ένα πολύ ομαδικό πράγμα που κάνουμε όλοι μαζί και δημιουργείται εκείνη τη στιγμή μπροστά στα μάτια των θεατών…»

Δύσκολο εγχείρημα…

«Δύσκολο εγχείρημα το οποίο όμως πήγε πολύ καλά πέρυσι για αυτό και το πάμε για δεύτερη χρονιά. Έχει ήδη βραβευθεί και έχει πολλά συν αυτή η παράσταση. Είναι δοκιμασμένη η οποία όμως κάθε φορά που παίζεται όλοι μας εξοντωνόμαστε. Είναι ένα έργο που μιλάει για το σκοτάδι. Αυτό που ήθελε να πει ο Τολστόι γράφοντας αυτό το έργο είναι ότι το σκοτάδι μπορεί να χωρέσει στην ψυχή και στο μυαλό από τον πιο πλούσιο άνθρωπο μέχρι τον πιο φτωχό. Αρκεί να ανοίξουμε την πόρτα, να αφήσουμε ανοιχτή μια χαραμάδα και μπαίνει».

Και το δεύτερο έργο;

«Το δεύτερο είναι τα «Οργισμένα Νιάτα», το γνωστό έργο του Τζον Όσμπορν. Ένα εντελώς διαφορετικό έργο. Το ένα είναι γραμμένο στα τέλη του 1890 και το άλλο το 1956-57 αλλά ο τρόπος που είναι σκηνοθετημένο το κάνει πολύ σύγχρονο πράγμα. Ανεβαίνει στο OLVIO σε σκηνοθεσία Κίρκης Καραλή. Μιλάει για τις σχέσεις τεσσάρων ανθρώπων που είναι η Παρθενόπη Μπουζούρη, ο Σήφης Πολυζωίδης, ο Χάρης Τζωρτζάκης κι εγώ στους  ρόλους. Κανονικά αυτό είναι γραμμένο μέσα σε τρεις Κυριακές μέσα σε ένα χρόνο περίπου και βλέπουμε πως διαδραματίζονται οι σχέσεις αυτών των ανθρώπων. Η Κίρκη λοιπόν, το έχει πάρει αυτό και το έχει εξελίξει μέσα στο χρόνο. Δηλαδή, αυτές τις τρεις Κυριακές τις έχει κάνει εφτά, σε εφτά διαφορετικές εποχές, σε εφτά διαφορετικές πόλεις: από το Σικάγο του ’56, στο Παρίσι του ’62, στο Μιλάνο του ’72, στην Αθήνα του ’81, στη Μόσχα του ’88, στο Βερολίνο του ’91 και στο Λονδίνο του ’97. Είναι όμως οι ίδιοι άνθρωποι, με τα ίδια προβλήματα και πως θα μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι μέσα σε αυτές τις χρονικές περιόδους και τις χώρες, να είχαν πάντα τα ίδια θέματα να αντιμετωπίσουν. Δηλαδή, μια συνθήκη εξωτερική όπου τους ματαιώνει, νέοι άνθρωποι που ελπίζουν σε κάτι το οποίο αμέσως μετά ματαιώνεται. Μια πολιτική κατάσταση, ένα γεγονός που αμέσως μετά ματαιώνεται και συγχρόνως τα προσωπικά προβλήματα και η σχέση και πως εξελίσσεται μέσα σε αυτές τις εβδομάδες».

Αν και γραμμένο τόσα χρόνια πριν, το θέμα της παράστασης μοιάζει επίκαιρο όσο ποτέ…

«Είναι πολύ επίκαιρο δυστυχώς για εμένα. Πάντα βέβαια οι ανθρώπινες σχέσεις και οι έρωτες, οι αρχές, οι προδοσίες ανάμεσα σε ανθρώπους θα υπάρχουν. Είναι η προσπάθεια δυο ανθρώπων να μπορέσουν να υπάρξουν μαζί. Το θέμα είναι αν θα τα καταφέρουν ή όχι στο τέλος».

Φαίνεσαι ενθουσιασμένη με όσα σου συμβαίνουν φέτος…

«Είμαι χαρούμενη με αυτά τα δυο πράγματα. Το ένα ήξερα ότι θα υπάρχει. Δηλαδή, ήξερα από πέρυσι ότι θα κάνω επανάληψη τη “Δύναμη του Σκότους”. Δεν ήξερα για τα “Οργισμένα Νιάτα” τα οποία μπήκαν στη ζωή μου εντελώς ξαφνικά. Μιλάγαμε με την Κίρκη Καραλή για κάτι άλλο που θα κάνουμε το Φλεβάρη, όταν θα έχουν τελειώσει αυτά τα δυο. Θα κάνουμε τη ζωή της Μαντάμ Κιουρί και κάποια στιγμή προέκυψε αυτό με την Κίρκη και μου είπε αν ήθελα να είμαι στη διανομή και της είπα ναι. Κι έτσι μπήκα σε αυτή την παράξενη περιπέτεια. Δεν ήταν εξαρχής να κάνω δυο πράγματα αλλά μπήκα στο χορό και χορεύω τώρα…».

Δε σταματάς ποτέ;

«Όχι».

Και που βρίσκεις τόση ενέργεια μετά από τόσα χρόνια να βρίσκεσαι τόσο πολύ μέσα στο θέατρο;

«Είναι δύσκολο. Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύτηκα και δυσκολεύομαι ακόμα. Δεν είναι εύκολο να κάνεις πολλά πράγματα μαζί γιατί και εγώ μέχρι τώρα είχα συνηθίσει να κάνω ένα πράγμα τη φορά. Τώρα αυτό το μοίρασμα είναι αρκετά δύσκολο για εμένα αλλά θα τα καταφέρουμε».

Με ποια κριτήρια επιλέγεις ένα έργο και έχουν αλλάξει αυτά με την πάροδο του χρόνου;

«Ποτέ δεν αλλάξανε. Από την πρώτη στιγμή μέχρι και τώρα είχανε σχέση με το έργο: να μου αρέσει και να έχει να μου πει κάτι την κατάλληλη στιγμή γιατί, ξέρεις, ένα κείμενο που έπαιξα πιο παλιά, αν ερχόταν σήμερα στα χέρια μου μπορεί να μη με αφορούσε. Όταν ένα κείμενο εκείνη τη στιγμή με αφορά, δηλαδή εγώ έχω κάτι μέσα μου να πω, ο σκηνοθέτης και η διανομή. Με αυτή τη σειρά επιλέγω».

Όποιος έχει παρακολουθήσει την πορεία σου και κυρίως τη θεατρική, καταλαβαίνει πως αυτό που κάνεις είναι η ζωή σου. Τι σε οδήγησε στην πόρτα του Θεάτρου Τέχνης;

«Δεν έχω ιδέα ρε γαμώτο… Νομίζω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να γίνω ηθοποιός. Ένιωθα ότι μέσα από αυτό θέλω να εκφράζομαι χωρίς να ξέρω τι σημαίνει αυτό. δηλαδή, όταν είσαι παιδάκι δεν ξέρεις τι σημαίνει αυτό κι όμως εγώ από παιδάκι το έλεγα. Φαντάζομαι υπάρχουν πολλά παιδάκια που το λένε απλώς εγώ το έκανα κιόλας. Νομίζω ήταν μονόδρομος το θέατρο για εμένα. Δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία να σκεφτώ κάτι άλλο ή να με προβληματίσει κάτι άλλο ή να πω δε θέλω να κάνω θέατρο. Είναι αυτό που είπες: κομμάτι της ύπαρξης μου».

Και αποφοίτησες από τη σχολή το 1992…

«Ναι, μπήκα το 1989 και αποφοίτησα το 1992. Σκέψου ότι μπήκα δεκαεφτά μισό. Ενηλικιώθηκα μέσα στο Θέατρο Τέχνης».

Θυμάσαι μια συμβουλή από εκείνα τα χρόνια της σχολής που να την κρατάς μέχρι και σήμερα;

«Στο Θέατρο Τέχνης γενικά υπήρχε η αίσθηση  - και ήταν κάτι που λεγόταν από όλους τους καθηγητές – ότι το θέατρο δεν είναι απλώς ένα επάγγελμα. Ότι αν θέλεις να το ακολουθήσεις πρέπει να γίνει μέρος της ζωής σου, κομμάτι του εαυτού σου ολόκληρου αλλιώς δεν έχεις λόγο να υπάρχεις εκεί πάνω. Αυτό είναι ένα πράγμα που το έλεγαν οι περισσότεροι καθηγητές και μας το έβαλαν μέσα στο κεφάλι μας. Μας μπολιάσανε με το ότι το θέατρο είναι η ζωή σας. Δηλαδή, δεν υπάρχει η ζωή σας και το θέατρο. Είναι σχεδόν ένα. Με τα χρόνια καταλαβαίνω ότι δε μπορεί να υπάρχει αυτό και ότι θα πρέπει τα πράγματα να διαχωρίζονται γιατί αλλιώς τρελαίνεσαι. Αλλά είναι ένα από τα πράγμα που θυμάμαι να υπάρχει επανάληψη πάνω σε αυτό».



Και επέλεξες το δύσκολο δρόμο, αυτό του θεάτρου αφήνοντας πιο πίσω την τηλεόραση και τον κινηματογράφο…

«Ναι, δε μπορείς να παίζεις σε αυτές τις παραστάσεις, να είσαι στις πρόβες και να έχεις και τα πολύωρα γυρίσματα. Τα έκανα στα πολύ νεανικά μου χρόνια. Έκανα κάποια σήριαλ με τον Κουτσομύτη ή κάποια αυτοτελή επεισόδια στον Κοκκινόπουλο τα οποία με απασχολούσαν κάποιες μέρες μόνο γιατί δε μπορούσα να είμαι σε σειρές καθημερινά και μετά να παίζω στο θέατρο. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν. Εγώ δε μπορώ».

Σε αυτή τη διαδρομή, τι έχεις θυσιάσει για το θέατρο;

«Πάρα πολλές στιγμές της προσωπικής μου ζωής. Έχω μείνει ατελείωτες μέρες μέσα στο σπίτι για να μπορώ να αντεπεξέλθω στις παραστάσεις και να κρατάω ενέργεια από την υπόλοιπη ζωή μου και να τη δίνω στις παραστάσεις».

Είναι γεγονός ότι έχεις ερμηνεύσει απαιτητικούς ρόλους. Θυμάσαι ποιος και γιατί σε δυσκόλεψε περισσότερο;

«Δεν έχω να στο πω αυτό Δηλαδή, νομίζω ότι όλοι με δυσκόλευαν πάντα πολύ γιατί κάθε φορά έδινα την ίδια ενέργεια. Οφείλω να ομολογήσω τις φορές που έχω πάει στην Επίδαυρο και έχω παίξει σε αυτό το τεράστιο θέατρο την Αντιγόνη και την Κασσάνδρα, ήταν από τις πιο δύσκολες εμπειρίες της ζωής μου. Ήμουν και πιο νέα. Επίσης πολύ δύσκολος ήταν και ο μονόλογος. Το να είσαι μιάμιση ώρα μόνος πάνω στη σκηνή είναι ένα εξοντωτικό πράγμα».

Το ότι οι σκηνοθέτες σε σκέφτονται για τόσο απαιτητικούς ρόλους είναι μια κατάκτηση για εσένα;

«Φαντάζομαι ναι, μάλλον γιατί όταν έχουν κάτι δύσκολο και σκέφτονται ποιος μπορεί να το κάνει και σκέφτονται εμένα… οπότε ναι, είναι ένα είδος κατάκτησης».

Και σε σκέφτονται μόνο για δραματικούς ρόλους. Η κωμωδία;

«Μου αρέσει πάρα πολύ. Έχω κάνει μια-δυο φορές αλλά δε μου το προτείνουν συχνά η αλήθεια είναι».

Είσαι όμως θετική σε μια πρόταση για έναν κωμικό ρόλο;

«Φυσικά, θα μου άρεσε πολύ και θέλω να το επιδιώξω κιόλας».

Αυτό που δε θα ξεχάσω ποτέ από την πρώτη φορά που σε είδα στη σκηνή το 2012, στην παράσταση του Πέτρου Ζούλια “Δε μ’ αγαπάς – Μ’ αγαπάς” στο Θέατρο Βασιλάκου, είναι ο ενθουσιασμός του κόσμου στο τέλος της παράστασης. Ένα γεμάτο θέατρο να έχει σηκωθεί όρθιο και να σε χειροκροτεί για αρκετά λεπτά. Τα συναισθήματα σου εκείνη τη στιγμή;

«Πρώτα από όλα να σου πω ότι εκείνη τη χρονιά είχαν συμβεί δυο πράγματα: μόλις είχα γεννήσει κι ακόμα θήλαζα και το άλλο ήταν ότι μοιραζόμουν τη σκηνή και το χειροκρότημα με την αγαπημένη μου δασκάλα, την κυρία Πιττακή και για εμένα αυτό ήταν τεράστια τιμή. Ήμουν πολύ ευτυχισμένη εκείνη την περίοδο γιατί ένιωθα και στα δυο κομμάτια της ζωής μου πλήρης. Δηλαδή, κάναμε μια παράσταση με την κυρία Πιττακή που πήγαινε πραγματικά καλά και μας χειροκροτούσαν, φώναζαν μπράβο και αισθανόμασταν αυτή την απίστευτη ενέργεια πάνω στη σκηνή και μετά ήμουν στο σπίτι και είχα ένα μωρό που έπρεπε να θηλάσω, να το νταντέψω, να το χαϊδέψω, να το μεγαλώσω και αυτό για εμένα ήταν τεράστια πληρότητα. Δεν ξέρω πως έπαιρνα αυτή την ενέργεια γιατί ήμουν σχεδόν άυπνη. Τώρα, δε μπορώ να διανοηθώ πως το έκανα. Υπάρχει μια τεράστια ενέργεια μέσα σου η οποία την κατάλληλη στιγμή είναι εκεί για να σε βοηθήσει. Εκείνη την περίοδο λοιπόν αισθανόμουν απίστευτα χαρούμενη».

Αναφέρθηκες στη μητρότητα όπου ήταν ένας ρόλος που τον κατέκτησες λίγο δύσκολα…

«Πολύ…»

Τι θα ήθελες να πεις στις γυναίκες στις οποίες οι γιατροί έχουν αποκλείσει το ενδεχόμενο να γίνουν μητέρες;

«Να μην το βάζουν κάτω. Εγώ, αν άκουγα όλα αυτά που μου έλεγαν δε θα είχα τη Φρατζέσκα. Δεν άκουσα, δεν πίστεψα. Σχεδόν αρνήθηκα όλα αυτά που μου έλεγαν και έγινε ένα θαύμα. Γιατί για εμένα το ότι υπάρχει η Φραντζέσκα αυτή τη στιγμή στη ζωή μου, είναι ένα θαύμα. Να πιστεύουν στον εαυτό τους, στο σώμα τους και στην ικανότητα τους».

Και μιας και μιλάμε για παιδιά θα ήθελε να σε γυρίσω πίσω, στα δικά σου παιδικά χρόνια…

«Γεννήθηκα στα Πατήσια. Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου μεγάλωσα με τις γιαγιάδες γιατί οι γονείς μου δούλευαν πάρα πολύ. Στη Β’ Δημοτικού φύγαμε από τα Πατήσια και ήρθαμε στο πατρικό μου στα Γλυκά Νερά. Ήταν μια δύσκολη περίοδος για εμένα γιατί ήμουν ένα πολύ κοινωνικό παιδί όπου κάθε απόγευμα ήμουνα έξω και είχα συνηθίσει ότι έξω από την πόρτα του σπιτιού μας υπάρχει κόσμος,  περνάνε αυτοκίνητα και ξαφνικά βρίσκομαι σε ένα μέρος με χωματόδρομο, λάσπες και όπου το επόμενο σπίτι ήταν στο 1,5 χιλιόμετρο… Τώρα έχω επανέλθει στα Γλυκά Νερά για να είμαι κοντά στη μητέρα μου για να με βοηθάει με το παιδί αλλά τώρα έχει πολιτισμό, κανονικά…».

Σοκ…

«Ναι, ήτανε σοκ μεγάλο. Έπεσα σε βαθιά κατάθλιψη ως παιδάκι το οποίο μου στοίχισε και την εφηβεία μου αυτό. Ήταν δύσκολη αλλαγή για εμένα. Για αυτό και με το που τελείωσα το σχολείο έφυγα από τα Γλυκά Νερά. Μέχρι να γεννήσω ζούσα στο Κέντρο της Αθήνας. Αυτό ήθελα: να ανοίγω το παράθυρο μου και να μπαίνει καυσαέριο, να ακούω κορναρίσματα… Ένιωθα ζωντανή».

Οι γονείς σου;

«Είχα και συνεχίζω να έχω υπέροχους γονείς. Δυο ανθρώπους πολύ καλούς στη βάση τους. Στοργικοί που ζούσανε, ζουν και θα ζουν για τα δυο παιδιά τους. Έχω μια αδερφή δέκα χρόνια μικρότερη. Είχα μια αγαπησιάρικη παιδική ηλικία αν εξαιρέσεις το κομμάτι των Γλυκών Νερών. Μια μελαγχολική εφηβεία, κλεισμένη πολύ στον εαυτό μου και γενικά είμαι ένας άνθρωπος που δεν είμαι πολύ κοινωνικός. Είμαι πολύ εξωστρεφής όταν είμαι έξω αλλά στην πραγματικότητα είμαι ένας μοναχικός άνθρωπος».

Βλέπεις κομμάτια του δικού σου χαρακτήρα στο χαρακτήρα της κόρης σου;

«Ναι, έχουμε πολλά κοινά. Δυστυχώς ή ευτυχώς. Είναι ένα πολύ ανεξάρτητο και κοινωνικό παιδί αλλά και συγχρόνως μοναχικό. Έχει έναν πολύ μεγάλο ενθουσιασμό για τα πράγματα, πληγώνεται και ματαιώνεται με τα ίδια πράγματα όπως κι εγώ. Είναι παράξενα να βλέπεις το παιδί σου να μεγαλώνει και να καταλαβαίνεις αυτά που αισθάνεται. Δε μπορείς να επέμβεις ούτε στον πόνο της ούτε στη ματαίωση της όταν είναι από εξωτερικό παράγοντα. Απλώς να είσαι εκεί και να της το λες. Αλλά είναι παράξενο που δε μπορείς να κάνεις κάτι και στεναχωριέσαι για αυτό».

Η μεγαλύτερη ευλογία που έχεις ζήσει και ο μεγαλύτερο φόβος σου;

«Μεγαλύτερη ευλογία ήταν η στιγμή που γέννησα. Την ώρα που μου έδωσαν το παιδί στα χέρια μου… δε ξέρω αυτό είναι κάτι που οι γυναίκες που έχουν γεννήσει το έχουν βιώσει. Δεν περιγράφεται με λόγια και είναι ένα συναίσθημα πέρα από τα ανθρώπινα.

Φόβος… Έχω φόβους για απώλειες, θανάτους, αρρώστιες. Γενικά δεν είμαι ένας άνθρωπος που ζει χωρίς φόβους. Έχω διάφορους φόβους».

Και πώς τους πολεμάς;

«Κάνω ψυχοθεραπεία αρκετά χρόνια και έχω βρει ένα τρόπο να τους απαλύνω. Δεν αντιμετωπίζονται, δεν πολεμιούνται απλώς όταν μεγαλώνουν μπορείς να τους απαλύνεις λίγο».

Μέσα από αυτή τη διαδικασία ανακάλυψες πράγματα για τον εαυτό σου που αγνοούσες ή κατανόησες διάφορες αντιδράσεις που πριν δε μπορούσες να κατανοήσεις;

«Ναι, τα πάντα. Από πού προέρχονται κάποια πράγματα, κάποιοι φόβοι, οι χαρές μου, οι λύπες μου, γιατί έπεφτα και πέφτω συνέχεια στον ίδιο τοίχο… Πολλά πράγματα. Κατά βάσιν καταλαβαίνεις τον εαυτό σου. Δεν πάει να πει ότι σταματάς να έχεις τα θέματα σου απλώς σου είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμα».

Μιας και η στήλη ονομάζεται “Συναντήσεις Στη Πόλη”, θα ήθελα να μου πεις τη αγαπάς και τι δεν αντέχεις στην Αθήνα του 2017;

«Την Αθήνα την αγαπάω πάρα πολύ ολόκληρη. Από άκρη σε άκρη. Αυτό που δεν αντέχω τα τελευταία χρόνια είναι τους κατηφείς ανθρώπους λόγω κρίσης. Τα κλειστά μαγαζιά, τους πάρα πολλούς πια άστεγους, με πονάει αφάνταστα. Άνθρωποι που δεν έχουν που να κοιμηθούν, που κλείνουν τα μαγαζιά και τις επιχειρήσεις τους. Υπάρχει μια θλίψη. Έχει όμως και υπέροχα κομμάτια και θα έχει πάντα: ο δρόμος κάτω από το Ηρώδειο, το Κέντρο της Αθήνας που έχει φτιάξει αρκετά. Δηλαδή εκεί στο Σύνταγμα, όλο αυτό το κομμάτι που έχουν ανοίξει όλα τα μαγαζιά μέσα στη Στοά… Έχει φτιάξει ένα καινούργιο κομμάτι σε αυτό το μέρος η Αθήνα, ολοκαίνουργιο που μου δίνει μια αίσθηση ελπίδας».

Βλέπεις την ελπίδα;

«Δε μπορώ να μη τη δω. Έχω μικρό παιδί. Αν δε τη δω δε ξέρω τι θα κάνω. Ψάχνω να τη βρω σε κάτι».

Κλείνοντας και αφού σε ευχαριστήσω πολύ για την όμορφη συνάντηση μας εδώ στο OLVIO θα ήθελα να μου πεις τα επόμενα σχέδια σου.

«Μέχρι τέλος Δεκέμβρη – αρχές Γενάρη θα παίζω στο OLVIO και στο Σύγχρονο Θέατρο. Τέλη Φλεβάρη ξεκινάει στο θέατρο Σταθμός σε σκηνοθεσία Κίρκης Καραλή “Η απολογία της Μαντάμ Κιουρί” όπου θα είναι για λίγες παραστάσεις. Είναι για τη ζωή της Κιουρί ,σε κείμενα της Ευσταθίας και έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον γιατί δεν ξέρουμε τίποτα για τη ζωή αυτής της γυναίκας».

Κινηματογράφος – τηλεόραση;

«Όχι, τίποτα. Δε θα χώραγε κιόλας».

Σε ευχαριστώ πολύ…

«Εγώ σε ευχαριστώ».

Κάπου εκεί την αποχαιρετώ. Σε λίγα λεπτά η αυλαία θα ανέβει και η Πέγκυ για ακόμη μια φορά θα αφήσει πίσω τη δική της ζωή και όλα αυτά που είπαμε, για να δώσει ζωή στην Άλισον, μια κοπέλα που προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από τη “φυλακή” της. Βγαίνω από το OLVIO μα ξέρω πως η επόμενη συνάντηση μου με την Πέγκυ θα είναι σύντομα. Εκεί, στα τέλη Φλεβάρη και στο θέατρο Σταθμός όπου θα την χειροκροτήσω και θα υποκλιθώ ξανά στο ταλέντο της, αυτή τη φορά ως Μαντάμ Κιουρί.


*Πρώτη δημοσίευση στις 29.11.2017 στο museekart.com και στη στήλη Συναντήσεις στη πόλη. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις