Ελεονόρα (διήγημα)

 



Μεσημέρι Αυγούστου κι ο καυτός ήλιος είχε κλείσει στα σπίτια τους κατοίκους του μικρού χωριού. Μόνο η Ελεονόρα ήταν στη θέση της: καθισμένη στην πέτρινη βρύση της πλατείας και τυλιγμένη με το χοντρό παλτό της.

  Όσοι τύχαιναν να τη συναντήσουν της έριχναν ένα γρήγορο βλέμμα κουνώντας το κεφάλι τους κι ύστερα σιγοψιθύριζαν η τρελή του χωριού. Δεν ξέρω αν έτυχε ποτέ να τους ακούσει μα ποτέ δεν την είδα να παίρνει το βλέμμα της από το σταθμό των λεωφορείων.

  Κάθε μέρα η Ελεονόρα βρισκόταν στην ίδια θέση, φορώντας το ίδιο παλτό. Χειμώνα και Καλοκαίρι. Με το που χάραζε η μέρα μέχρι τη στιγμή που ο ήλιος να χαθεί στη Δύση. Πρώτος τη συναντούσε ο κυρ Μιχάλης πηγαίνοντας να ανοίξει το καφενείο του. Μετά ο παπάς  που πήγαινε να περιποιηθεί το προαύλιο του Άι Νικόλα. Κι ύστερα οι γυναίκες του χωριού που έβγαιναν για τις καθημερινές τους υποχρεώσει. Κάποιες κοντοστέκονταν και την καλημέριζαν. Άλλες επιτάχυναν το βήμα τους καθώς διέσχιζαν την πλατεία του χωριού. Μα όλες  η Ελεονόρα, τις αντιμετώπιζε με την ίδια αδιαφορία.

  Κάθε μέρα την παρατηρούσα από το παράθυρο μου. Δε θα πω ψέματα. Κι εγώ όταν τη συνάντησα πρώτη φορά το ίδιο σκέφτηκα: η τρελή του χωριού.  Αυτή η επιμονή της όμως να βρίσκεται στο ίδιο σημείο κάθε μέρα μου κίνησε την περιέργεια. Με τον καιρό, αφού έπαψα να είμαι πια ο νέος δάσκαλος του χωριού κι έγινα κομμάτι της μικρής κοινωνίας άρχισα να ρωτάω για εκείνη. Τους άνδρες στο καφενείο, τις γυναίκες που έρχονταν να πάρουν τα παιδιά τους από το σχολείο, τη σπιτονοικοκυρά μου, την κυρά Μαργαρίτα η οποία αν και είχε περάσει τα ογδόντα το μυαλό της έκοβε σαν ξυράφι.

  Δύσκολη η ζωή της Ελεονόρας. Βουτηγμένη στο θάνατο και τη μοναξιά. Τη μάνα της την έχασε στη γέννα. Μέχρι τα οχτώ της ζούσε με τον πατέρα της ώσπου ένα μεσημέρι η κούραση έβγαλε το αυτοκίνητο του από το δρόμο. Έτσι, η Ελεονόρα βρέθηκε να μεγαλώνει με τη γιαγιά την Ολυμπία η οποία όμως δεν άντεξε για πολύ το χαμό του γιου της και τον ακολούθησε. Η Ελεονόρα δεν είχε προλάβει να κλείσει τα δεκαπέντε της χρόνια κι είχε μείνει μόνη.

«Μόνο ο Στέφανος είχε καταφέρει να τη βγάλει από τη θλίψη της…» μου είχε πει η σπιτονοικοκυρά μου ένα βράδυ που περνώντας έξω από το σπίτι με είδε να κάθομαι στην αυλή. Ο Στέφανος, ο πρώτος κι ο τελευταίος έρωτας της Ελεονόρας. Την άφησε για να ακολουθήσει το όνειρο της ιατρικής.

  Μια Κυριακή, μετά την εκκλησία και επιστρέφοντας στο σπίτι μου στάθηκα για λίγο μπροστά της. Κοίταξα τα μάτια της που κοίταζαν το σταθμό των λεωφορείων. Η αθωότητα τους ήταν τέτοια που δεν μαρτυρούσαν τα πενήντα πέντε χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη της. Μου θύμισε τα βλέμματα των μαθητών μου. Την καλημέρισα. Εκείνη γύρισε και με κοίταξε. Εστίασε στο πρόσωπο μου. Κατάλαβα ότι προσπαθεί να με αναγνωρίσει. Να ανασύρει από τα βάθη του μυαλού της τη μνήμη.

«Είμαι ο νέος δάσκαλος» της είπα χαμογελώντας. Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα κι ύστερα από λίγο επέστρεψε και πάλι στις σκέψεις και στο σταθμό των λεωφορείων. Όταν γύρισα να φύγω τα λόγια της με σταμάτησαν.

«Και που μένεις;». Η φωνή της αδύναμη, βραχνή. Άπλωσα το χέρι μου και της έδειξα το σπίτι της κυρά Μαργαρίτας. Κάτι σαν χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της.

  Όταν μπήκα στο σπίτι έτρεξα στο παράθυρο. Η ίδια εικόνα: Η Ελεονόρα μέσα στο μαύρο της παλτό να κοιτάζει το σταθμό των λεωφορείων.

  Όλη την υπόλοιπη μέρα δε μπορούσα να ησυχάσω. Στο μυαλό μου υπήρχε το βλέμμα της Ελεονόρας. Κάθε τόσο έτρεχα στο παράθυρο και την κοιτούσα. Καμία αλλαγή στο σκηνικό. Έπεσα για ύπνο νωρίς. Στο χωριό, εκτός από τους άνδρες που συναντούσα στο καφενείο κι ανταλλάσαμε κουβέντες του αέρα, δεν είχα φίλους. Για αυτό και παραξενεύτηκα όταν άκουσα ένα δυνατό χτύπο στην πόρτα μου. Όταν άνοιξα είδα την Ελεονόρα λαχανιασμένη και με τα μαλλιά της ανακατεμένα.

«Γρήγορα, δεν έχουμε χρόνο» μου είπε και πέρασε στο μικρό σαλόνι χωρίς να περιμένει να της πω να περάσει. Προσπάθησα να κρύψω την αμηχανία μου. Έκατσα απέναντι της και ήμουν έτοιμος να ανοίξω τη συζήτηση που θα μου αποκάλυπτε το λόγο της επίσκεψης της. Εκείνη όμως δεν μπορούσε να περιμένει. Έβγαλε από την τσέπη της ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι.

«Θέλω να μου γράψεις ένα γράμμα. Εγώ δεν πήγα σχολείο. Δεν έμαθα. Εσύ όμως είσαι δάσκαλος. Ξέρεις πολλά…» μου είπε και τοποθέτησε το χαρτί μπροστά μου.

«Ό,τι θέλεις Ελεονόρα» της είπα και πήρα στα χέρια μου το μολύβι. Εκείνη κοίταξε για λίγο ψηλά κι ύστερα άρχισε να μου υπαγορεύει:

«Σε περίμενα… Όπως μου ζήτησες… Κράτησα την υπόσχεση μου. Κάθε μέρα βρίσκομαι στο σημείο που σε αποχαιρέτησα πριν από χρόνια. Κοιτάζω το σταθμό των λεωφορείων και περιμένω να σε αναγνωρίσω ανάμεσα στους ταξιδιώτες… Μα άργησες…». Ένας κόμπος της έκανε να σταματήσει. Για μερικά λεπτά δεν μιλούσε κανείς.

«Μόνο αυτό θέλεις να γράψω;» της είπα.

«Ναι. Τα υπόλοιπα θα τα καταλάβει» μου απάντησε κι αφού άρπαξε το χαρτί από το τραπεζάκι βγήκε από το σπίτι μου.

  Το επόμενο πρωί ξύπνησα με την εικόνα της Ελεονόρας στο μυαλό μου. Προσπαθούσα ξανά και ξανά να καταλάβω το λόγο της επίσκεψης της κι αν έπρεπε να ενημερώσω κάποιον για αυτή. Αλλά ποιόν; Συγγενείς δεν υπήρχαν και οι κάτοικοι αντιμετώπιζαν την Ελεονόρα ως την τρελή του χωριού. Αφού έριξα στο φλιτζάνι τον ελληνικό καφέ πήγα ξανά στο παράθυρο. Όμως, για πρώτη φορά μετά από δυο χρόνια, η Ελεονόρα δεν ήταν στη θέση της. Μέχρι να ανάψω το τσιγάρο μου η καμπάνα του Άι Νικόλα άρχισε να χτυπά πένθιμα. Ντύθηκα γρήγορα και βγήκα στην αυλή. Η κυρά Μαργαρίτα έσπρωξε με δύναμη την πόρτα του κήπου και πριν φτάσει κοντά μου άρχισε να φωνάζει

 «Πέθανε η κακόμοιρη η Ελεονόρα. Τη βρήκε η γειτόνισσα της που συνήθιζε να της πηγαίνει ένα πιάτο φαΐ. Δίπλα της βρέθηκε ένα σημείωμα και η φωτογραφία του Στέφανου».

Ώσπου να φτάσει κοντά μου η κυρά Μαργαρίτα με είχε ενημερώσει, με μια ανάσα, για όλα όσα είχαν συμβεί. Λίγες ώρες μετά ο γιατρός μας είπε πως ο θάνατος της επήλθε από ανακοπή.

  Το επόμενο πρωί όλοι οι κάτοικοι στο νεκροταφείο αποχαιρετούσαν την τρελή του χωριού, την Ελεονόρα με δάκρυα στα μάτια, μετανιωμένοι για τη συμπεριφορά τους αλλά και με την υπόσχεση πως δε θα την ξεχάσουν ποτέ όπως κι εκείνη δεν ξέχασε τον Στέφανο, τον πρώτο της έρωτα.

  Μετά την κηδεία έψαξα και κατάφερα να βρω το τηλέφωνο του Στέφανου. Τον ενημέρωσα για όσα είχαν συμβεί. Μου υποσχέθηκε πως σύντομα θα επισκέπτονταν το χωριό για να αποχαιρετήσει κι εκείνος την  Ελεονόρα. Δυο χρόνια που βρισκόμουν εκεί δεν ήρθε. Για ακόμη μια φορά δεν κράτησε την υπόσχεση του. Ίσως και για εκείνον να ήταν η τρελή του χωριού.


*Πρώτη δημοσίευση στις 20.09.2017 στο inner.gr

*Το διήγημα με τίτλο «Ελεονόρα» δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο inner.gr στις 20.09.2017


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις