Η προαγωγή (διήγημα)

 



Τρία χρόνια περίμενε ο Αντώνης αυτή τη στιγμή και τώρα δεν είχαν μείνει παρά μόνο είκοσι λεπτά. Καθισμένος στον καναπέ του σαλονιού προσπαθούσε να μαντέψει πως θα είναι το πρώτο βλέμμα που θα ανταλλάξουν. Θα του χαμογελάσει; Θα πέσει στην αγκαλιά του; Κι εκείνος τι έπρεπε να της πει; Να τη συγχωρέσει αμέσως ή να παρατείνει την αγωνία της, μια μικρή πληρωμή για τον πόνο που του προκάλεσε; Το τελευταίο σενάριο το απέρριψε με τη μια. Με το που θα την έβλεπε θα έπεφτε κι εκείνος στην αγκαλιά της και θα έκαναν μια καινούργια αρχή.

Δεκαπέντε λεπτά. Κοιτούσε το ρολόι κι ήταν σαν να ήθελε με το βλέμμα του να το αναγκάσει να τρέξει και να τη δει να περνάει την πόρτα του σπιτιού του – που κάποτε ήταν και δικό της σπίτι – και να ξεκινήσει ξανά η ζωή τους, σαν να μην υπήρξε ποτέ εκείνο το απόγευμα της φυγής της.

Δέκα χρόνια γάμου κι όμως η Δέσποινα μέσα σε ένα απόγευμα τα διέγραψε λες κι ήταν μια στιγμή. Ο Αντώνης γύρισε από τη δουλειά και πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, δίπλα από ένα πιάτο παγωμένα φασολάκια διάβασε το σημείωμα της “Στο είχα πει, η προαγωγή σου ήταν η μόνη λύση να σωθούμε. Τώρα δεν υπάρχει ελπίδα. Φεύγω…”. Κι όμως το μήνυμα που του έστειλε την προηγούμενη μέρα του γέννησε νέες ελπίδες.

Σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε μέχρι την κουζίνα. Πήρε μια μπύρα από το ψυγείο και βγήκε στο μπαλκόνι. Είχε σκοτεινιάσει από ώρα. Για λίγο σκοτείνιασε κι εκείνος όταν έφερε στο μυαλό του εκείνη την περίοδο της ζωής του.

Δεκαπέντε χρόνια δούλευε στην εταιρεία. Δεκαπέντε χρόνια ιδέες, ξενύχτια, ατελείωτες ώρες στο γραφείο… «Η θέση του διευθυντή είναι δίκη μου» της είχε πει και η Δέσποινα πίστεψε τα λόγια του μιας και δεν είχε κι άλλη επιλογή. Στην προαγωγή του Αντώνη στήριζε την ευτυχία της, την προοπτική της για μια καλύτερη ζωή.  Να ξεχάσει τις μέρες της ατέλειωτης μοναξιάς καθώς εκείνος έλειπε ώρες από το σπίτι, να πάψει να μετρά τα χρήματα που εκείνος της άφηνε κάθε πρωί στο κομοδίνο ώστε εκτός από τα ψώνια της ημέρας να καταφέρει να πάρει κάτι και για εκείνη (ίσως μια φθηνή μπλούζα στο κινέζικο της γωνίας ή το τεύχος του αγαπημένου της περιοδικού συνταγών)…

Βαρέθηκε τη μιζέρια Δέσποινα και όταν ο Αντώνης της ανακοίνωση την προοπτική να πάρει την θέση του διευθυντή στην εταιρεία μιας και ο προηγούμενος δεν άντεξε την πίεση και φούνταρε από την ταράτσα του κτηρίου, το μάτι της άστραψε. Μα τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Λίγες μέρες αργότερα, ο Αντώνης μπήκε στο σπίτι με κατεβασμένο το κεφάλι και της ανακοίνωσε πως ο πρόεδρος έκανε διευθυντή τον Σταματίου και δεν άργησαν να ακουστούν και οι βροντές.

«Και σου έλεγα να τον έχεις από κοντά τον πρόεδρο. Ο Σταματίου είναι φίδι… Θα φύγω…» μουρμούριζε μια βδομάδα η Δέσποινα ώσπου μια μέρα μάζεψε τα μπογαλάκια της και ούτε πάτησε ξανά το πόδι της στο σπίτι.

Ο Αντώνης προσπάθησε, την παρακάλεσε να γυρίσει μα εκείνη δεν δέχτηκε ούτε να τον δει. Μόνο τη μέρα που ο δικηγόρος τους κάλεσε για τις τελικές υπογραφές του διαζυγίου συναντήθηκαν ξανά.

Δίκιο είχε. Δεν της πρόσφερα ότι άξιζε, σκέφτηκε ο Αντώνης και μπήκε ξανά στο σαλόνι. Κοίταξε για ακόμη μια φορά το ρολόι του. Δέκα λεπτά. Ο χρόνος δεν κυλούσε. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Δεν ήταν σίγουρος αν τα ρούχα που αγόρασε το πρωί ήταν κατάλληλα για  επανασύνδεση ή αν το νέο του κούρεμα θα της άρεσε. Επανασύνδεση; Πώς ήταν σίγουρος πως ο σκοπός που του ζήτησε η Δέσποινα να συναντηθούν ήταν η επανασύνδεση; Η αμφιβολία έσβησε το χαμόγελο από το πρόσωπο του.

Πήρε το κινητό του και διάβασε ξανά το μήνυμα της: «Το απόγευμα, κατά τις οχτώ θα περάσω από το σπίτι…». Τίποτα άλλο. Μια πρόταση που ο Αντώνης εδώ και μια μέρα δεν μπήκε στον κόπο να την αναλύσει περισσότερο. Κάποια στιγμή, καθώς ανέβαινε τις κυλιόμενες σκάλες του εμπορικού όπου είχε πάει για να της αγοράσει το αγαπημένο της άρωμα, τρύπωσε στο μυαλό του ένα ερωτηματικό για το λόγο της επίσκεψης τρία χρόνια μετά, αλλά τη στιγμή που έμπαινε στο κατάστημα των καλλυντικών το χαμόγελο της που πλημμύρισε το μυαλό του, έσβησε όλα τα ερωτηματικά. Να που όμως τώρα έκαναν πάλι την εμφάνιση τους.

Το κουδούνι ακούστηκε. Ο ήχος τον έκανε να γυρίσει ξανά το βλέμμα στο ρολόι. Οχτώ ακριβώς. Έστρωσε τα μανίκια του πουκαμίσου του και διόρθωσε λίγο τα μαλλιά του. Στάθηκε για λίγο πίσω από την πόρτα και πήρε μια βαθιά ανάσα. 

Αμηχανία. Αυτό ένιωσε όταν την είδε να στέκεται μπροστά του. Είχε αλλάξει: η στάση του σώματος της, τα ρούχα της, η φωνή της… όλα ήταν διαφορετικά.

Όσο στεκόταν όρθιοι, η Δέσποινα είχε καρφώσει το βλέμμα της στο δικό του σαν να ήθελε να το αποτρέψει να απλωθεί στη φουσκωμένη της κοιλιά.

Είχαν περάσει ήδη δέκα λεπτά που καθόταν ο ένας απέναντι από τον άλλο χωρίς να μιλούν. Ο Αντώνης προσπαθούσε να βρει απαντήσεις για τις εξελίξεις στη ζωή της, για το λόγο της επίσκεψης της ώσπου εκείνη έσπασε τη σιωπή. 

«Μετά το θάνατο του προέδρου, ο Σταματίου θα πάρει τη θέση του. Είναι ευκαιρία για εσένα να πάρεις τη θέση του διευθυντή. Του μίλησα… Είναι σύμφωνος…» είπε και σηκώθηκε από τη θέση της. Καθώς ετοιμαζόταν να κλείσει την πόρτα πίσω της στάθηκε. «Μη χάσεις για δεύτερη φορά την προαγωγή».

Ο χτύπος της πόρτας έβγαλε τον Αντώνη από τις σκέψεις του. Βγήκε στο μπαλκόνι και την είδε να διασχίζει τον κήπο. Το τρίξιμο της σιδερένιας πόρτας έδωσε σήμα στον οδηγό του μαύρου τζιπ που βρισκόταν παρκαρισμένο μπροστά από το σπίτι να κατέβει. Ο Σταματίου αφού την έκλεισε τρυφερά στην αγκαλιά του της άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και χάθηκαν στη στροφή. Μαζί τους χάθηκε και η ζωή του Αντώνη.


*Πρώτη δημοσίευση στις 10.09.2017 στον λογοτεχνικό ιστότοπο τοβιβλίο.net


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις