Συναντήσεις στη πόλη: Δημήτρης Μαλισσόβας


«Τον ρομαντισμό ο καθένας μπορεί να τον βρει μέσα του δε χρειάζεται να τον βρει γύρω του» 


Πέμπτη 29 Ιουνίου και βρίσκομαι στο Κέντρο της Αθήνας. Πιο συγκεκριμένα Ερμού & Αθηνάς όπου περιμένω τον σκηνοθέτη Δημήτρη Μαλισσόβα για μια ακόμα συνάντηση στη Πόλη. Ο λόγος για αυτή τη συνάντηση ήταν το όνομα του που όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια συναντούσα πίσω από μεγάλες θεατρικές επιτυχίες. Παραστάσεις όπως “Η Πιάφ” με τη Μίλλη Καραλή, ”Ας ερχόσουν για λίγο” με τον Γιάννη Μπέζο, “Μια μέρα ξύπνησα” με την Ευρυδίκη αλλά και η τελευταία  “Evita” που ανέβηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά έχουν γράψει τη δική τους ιστορία στη θεατρική ζωή της πόλης.

Η πρώτη επαφή, ώστε να κλείσουμε το ραντεβού για τη συνέντευξη ήταν κάτι παραπάνω από θετική γεγονός που με κάνει να τον περιμένω με χαρά και καθόλου άγχος. 

Καθώς σκέφτομαι τις ερωτήσεις βλέπω το Δημήτρη. Λίγα λεπτά αργότερα περπατάμε στο Μοναστηράκι. Μιλάμε, γελάμε… Νιώθω σαν να συναντώ ένα παλιό μου φίλο. Καθόμαστε σε ένα μικρό καφέ στον πεζόδρομο. Κόσμος περνά δίπλα μας και ανάμεσα σε κουβέντες και νότες μουσικών του δρόμου, ξεκινάμε τη συζήτηση μας.

Γεννήθηκες και μεγάλωσες στην Αθήνα. Ποιες εικόνες κρατάς από τα πρώτα χρόνια της ζωής σου;

«Αυτό που κρατάω είναι η άγνοια κινδύνου η οποία φέρει όλες τις εικόνες που φαντάζεται κανείς. Όλα είναι ειδυλλιακά, παραμυθένια, χαρούμενα, ελπιδοφόρα… και αυτές τις θύμησες έχω από παιδί. Σίγουρα δεν ήταν έτσι αλλά είναι αυτό που μου λείπει. Μου λείπουν τα χρώματα, η Αθήνα – εντάξει δε μιλάω για την εποχή του Πάγκαλου, δεν είναι τόσο πίσω τα χρόνια – αλλά ήταν μια Αθήνα καθαρή με την έννοια ότι δε φοβόσουν να κυκλοφορήσεις. Ευτυχώς πρόλαβα τις πόρτες ξεκλείδωτες που αυτό σημαίνει πολλά: ξεκλείδωτες ψυχές, συναισθήματα… κι αυτό είναι που κρατάω από εκείνη την εποχή».

Σου λείπουν τα χρώματα, το παραμύθι… αυτό πιστεύεις ότι συμβαίνει με την ενηλικίωση μας; Χάνουμε δηλαδή αυτό το κομμάτι;

«Είναι σαν την καψούρα. Πόσες φορές θα σου τύχει; Σου τυχαίνει αλλά όχι συχνά. Μετά ξεθωριάζει όλο αυτό. Υπάρχει σίγουρα αλλά δεν το αναγνωρίζεις ή επειδή το έχεις δει και βλέπεις το ίδιο χρώμα ξανά, δε βλέπεις μια άλλη απόχρωση ενός χρώματος το ξέρεις και δε σου προκαλεί συναισθήματα. Αυτά τα χρώματα μου λείπουν. Ναι, προφανώς όταν ενηλικιώνεσαι γίνεσαι πιο σκληρός και υπολογιστής ίσως και όλο αυτό χάνεται. Τώρα βέβαια σου είπα γενικούρες γιατί δεν τα έχω καταφέρει όλα αυτά. Θα ήθελα σε μια ιδεατή μορφή να τα έχω. Δεν τα έχω δυστυχώς. Ακόμη ρομαντικός είμαι, καταπίνω ότι μου λένε, εξακολουθώ και βλέπω μόνο αγγελικές μορφές και ενθουσιάζομαι … Βεβαίως όλο αυτό το είχα σε μεγαλύτερο βαθμό, στον υπερθετικό… Τώρα είμαι πιο συγκρατημένος».

Είναι η εποχή μας για ρομαντικούς ανθρώπους;

«Αλίμονο αν δεν είναι. Τον ρομαντισμό ο καθένας μπορεί να τον βρει μέσα του δε χρειάζεται να τον βρει γύρω του. Πρέπει να σου πω πως σε παλιότερες εποχές από αυτά που έχουμε διαβάσει, ήταν πολύ χειρότερα τα πράγματα από ότι τώρα. Δηλαδή, βεβαίως βρισκόμαστε σε μια οικονομική κρίση αλλά δε διανύουμε ένα πόλεμο. Η φτώχεια μας δεν αγγίζει εκείνη της δεκαετίας του ’20, του ’30 ή του ‘50 ίσως. Δηλαδή όλοι μπορούμε αν έχουμε κάποιο σκοπό και τρόπο να ζούμε έως και αξιοπρεπώς. Το θέμα δεν είναι αυτό, ότι δεν κοιτάμε γύρω μας αλλά ότι δεν κοιτάμε μέσα μας. Για αυτό χάνουμε τον ρομαντισμό».

Από φόβο δεν κοιτάμε;

«Ναι, ο φόβος είναι ο πιο κακός εχθρός».

Καλλιτεχνική φύση λοιπόν από μικρός μιας και στα δέκα ξεκίνησες με το χορό. Πώς προέκυψε;

«Έχω μια μαμά η οποία είναι πολύ απενεχοποιημένη σε αυτό. Δηλαδή,  δεν είχε ταμπού και κόμπλεξ που το παιδί της ήθελε να κάνει μπαλέτο και με έγραψε σε μια σχολή και ξεκίνησα με το χορό. Πρέπει να σου πω  ότι αυτό, μέσα από όλα τα άλλα είναι και το μόνο μου απωθημένο γιατί έκανα αρκετά χρόνια χορό και έκανα και το λάθος να διδάξω νωρίς, στα 18 και με πήγε πίσω. Για αυτό και στις παραστάσεις που κάνω τα τελευταία χρόνια επενδύω πολύ στο χορό. Δε χορογραφώ εγώ, έχω άλλους καλύτερους».

Και μετά το χορό ήρθε.. η δραματική σχολή…

«Το ένα έφερε το άλλο. Ο χορός έφερε το θέατρο και γενικά… ακόμα και με μουσικά όργανα είχα ασχοληθεί.  Με ενδιέφερε όλο το φάσμα. Τα περισσότερα ανεπιτυχώς: άρχιζα κιθάρα μετά την παράταγα,  λίγο ακορντεόν το παράταγα… και με τη δραματική σχολή το ίδιο έγινε με την έννοια ότι τελικά συνειδητοποίησα πολύ νωρίς ότι δε με ενδιέφερε η έκθεση μου, να είμαι  μπροστά. Στην αρχή δε μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό και αποφάσισα να απέχω ενώ υπήρχαν προτάσεις. Δεν το έκανα δηλαδή λόγω αναδουλειάς αλλά γιατί δε με ενδιέφερε αυτή η έκθεση. Είναι αυτό που σου είπα πριν με το χορό… Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι αυτό που με ενδιαφέρει είναι το παραγωγικό κομμάτι».

Κι έτσι πέρασες πίσω, στην καρέκλα του σκηνοθέτη…

«Μου αρέσει πάρα πολύ. Πάντα το είχα στο μυαλό μου το δημιουργικό σε οτιδήποτε αλλά αυτή την αίσθηση το να δημιουργείς ένα πράγμα από την αρχή, πρώτα στο μυαλό σου, μετά να γίνεται πράξη και μέχρι να φτάσεις σε ένα σημείο να πεις “πότε τα έκανα όλα αυτά;” είναι σχεδόν μαγικό. `Η μόνη σχέση που έχω πια με την ηθοποιία είναι ότι δε μπορώ να αφήσω μια παράσταση μου στο έλεος της που σημαίνει ότι είμαι πάντα εκεί, έχω την ίδια προετοιμασία, το ίδιο άγχος από την πρώτη μέχρι την τελευταία παράσταση σαν να βγαίνω εγώ να παίξω. Αυτή είναι η μόνη σύγκριση που μπορώ να κάνω με την υποκριτική».

Και τι ήταν αυτό που σε έκανε να συνειδητοποιήσεις ότι τελικά θες να είσαι κάτω και όχι πάνω στη σκηνή;

«Όχι κάτω, ήθελα να είμαι πλάι στις σκηνές. Δηλαδή, ήθελα να συμπορεύομαι με τη σκηνή. Και είναι αυτό που σου είπα πριν: δε με ενδιέφερε καθόλου η έκθεση, αυτός ο τρόπος έκφρασης για εμένα. Για αυτό έχω και πάρα πολύ καλή σχέση με τους ηθοποιούς που είναι στις παραστάσεις μου γιατί δεν ήθελα ποτέ να είμαι δίπλα τους αλλά απέναντι τους να τους παρατηρώ, να τους εμψυχώνω και να τους καμαρώνω. Πιστεύω πως σε αυτή τη δουλειά έχει μεγάλη σημασία αυτός που ιδρώνει τη φανέλα. Κοινός αυτός που είναι πάνω στη σκηνή. Και για σου δώσω να καταλάβεις εγώ ενώ έχω δει πολλές παραστάσεις στη ζωή μου δε θυμάμαι κανέναν σκηνοθέτη ποτέ. Μόνο στον κινηματογράφο θυμάμαι. Θυμάμαι παραστάσεις και επειδή έχω κρατήσει κάποια προγράμματα λέω “ποιος τη σκηνοθέτησε αυτή;” Είναι λογικό ο κόσμος – και ως κόσμος σου μιλάω – δεν ενδιαφέρεται για αυτά τα πράγματα. Ενδιαφέρεται να αποδόσεις την αλήθεια σου, να τη μεταδόσεις, να τη μεταλαμπαδεύσεις ουσιαστικά και οι ηθοποιοί έχουν χρέος να υποστηρίξουν το εικοσάρικο που θα τους δώσει ο θεατής. Αυτή είναι η δουλειά τους. Αυτοί είναι δηλαδή που έχουν τη βαρύτητα».

Σου έχει τύχει σε συνεργασία κάποιος ηθοποιός να μην “ιδρώσει τη φανέλα” και πώς το αντιμετώπισες;

«Ευγενικά συμπεριφέρομαι πάντα. Προσπαθώ να καταλάβω τι τρέχει από πίσω και μέχρι να το καταλάβω έχει τελειώσει η παράσταση. Εκτός κι αν είμαι από την αρχή πολύ σίγουρος εγώ. Ναι, μου έχει τύχει. Θυμώνω αλλά εσωτερικά. Καβγάδες δεν κάνω. Δε μου αρέσουν καθόλου».

Οι περισσότερες παραστάσεις σου αποτελούν βιογραφίες. Ποιο είναι το κίνητρο για να ασχοληθείς με μια προσωπικότητα;

«Έκανα μια μεγάλη επιτυχία με την Πιάφ που ξεκίνησε με τη Μίλλη Καραλή και επειδή το είχα μεράκι να γίνει η Πιάφ έλεγα θα το κάνουμε για 10 παραστάσεις και τελικά οι 10 έγιναν πάνω από 250 για τρία χρόνια.… Αυτό λοιπόν ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Έκτοτε μου ζητούσαν και μου ζητάνε τέτοιες παραστάσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με το μουσικό θέατρο. Δε σημαίνει ότι δε μου αρέσει… Το αντίθετο μου αρέσει πάρα πολύ αλλά όλες μου οι προτάσεις είναι τέτοιες. Οι βιογραφίες μου αρέσουν γιατί θέλω και εγώ να μάθω για αυτόν το άνθρωπο. Δε ξέρω τίποτα. Δηλαδή, τελευταία που κάναμε το “Ας ερχόσουν για λίγο” με θέμα τη ζωή του Μιχάλη Σουγιούλ με τον Γιάννη Μπέζο ήξερα πολλά, είναι τελείως διαφορετικό όμως να τον πιάσεις από την αρχή. Και μετά, πολύ περισσότερο με ενδιαφέρει να το μάθει ο κόσμος και κυρίως οι νέοι. Έχουμε μεγάλη άγνοια όσο αφορά τους ανθρώπους που υπηρέτησαν την τέχνη και όχι μόνο στη χώρα μας. Δε συμβαίνει αυτό που συμβαίνει στο εξωτερικό όπου εύκολα θα γίνει από μια τηλεταινία μέχρι μια κανονική ταινία με θέμα τη ζωή κάποιου. Που αυτό είναι πολύ ωραίο γιατί και παραδειγματίζεσαι και σε εμψυχώνει το έργο γιατί η ζωή ενός επιτυχημένου ανθρώπου πάντα εμψυχώνει το κοινό και μαθαίνεις και για έναν άνθρωπο σημαντικό που πέρασε από τη χώρα σου. Με γοητεύει πολύ δηλαδή».



Φέτος ανέβασες την Evita στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;

«Βιογραφία μπορείς να το πεις και αυτό. Στην αρχή δεν το πίστευα γιατί η ανάθεση μου έγινε ένα χρόνο πριν. Mε πήραν τηλέφωνο από την εταιρεία παραγωγής και άρχισαν να μου μιλάνε για την Evita και λέω “Ποια Evita; Τη γνωστή; Και θέλετε να το κάνω εγώ;;” Κάτι τέτοια χαζά έλεγα. Τελείως αντιεπαγγελματικά. Δεν πούλησα καθόλου καλά τον εαυτό μου… Ένα πολύ δύσκολο πράγμα δε το συζητώ. Καταρχήν είναι μια σπουδαία ροκ όπερα του Veber, σπουδαία δομή… Δε χρειάζεται να μιλήσω για το έργο.  Ο κόσμος το ξέρει και τα βραβεία που έχει κερδίσει δείχνουν την πορεία του. Είναι ένα πολύ δύσκολο, περίπλοκο πράγμα για μια προσωπικότητα  η οποία ήταν και λίγο αμφιλεγόμενη όπως ήταν η Evita αλλά πολύ ωραία δομημένο με έναν αντίποδα του Τσε Γκεβάρα ο οποίος τα διαλύει όλα στη σκηνή. Για εμένα ήταν ένας σταθμός και νομίζω θα σταθώ για πολλά χρόνια. Σπουδαία εμπειρία, η διαδικασία των προβών… Kαι το πιο συγκινητικό ήταν ότι οι ηθοποιοί που συμμετείχαν έλεγαν ότι αυτό πρέπει να το πληρώνουμε. Η Evita ήταν ένα ταξίδι λίγο δυσοίωνο αλλά και πάρα πολύ δημιουργικό».

Αλλά το στοίχημα κερδήθηκε…

«Ευτυχώς ναι».

Μετά από τόσα χρόνια σε αγχώνει το ενδεχόμενο μιας αποτυχίας;

«Καθόλου. Εννοείται ότι δε θες να κάνεις αποτυχία. Κάποιες παραστάσεις πάνε καλά και κάποιες όχι τόσο καλά. Κάποιες φορές το ξέρεις. Δηλαδή, η τελευταία σπουδαία δουλειά “Μια μέρα ξύπνησα” που κάναμε με την Ευρυδίκη, δεν είχε αυτό που λέμε εμπορική επιτυχία. Είχε όμως καλλιτεχνική επιτυχία. Και αυτό το ξέραμε από την αρχή. Ήταν μια παράσταση που ήταν για λίγους, για έμπειρους. Δεν ήταν για όλο τον κόσμο. Ήταν ένα πράγμα ποιητικό, κάτι τελείως διαφορετικό από όλα όσα είχε κάνει η Ευρυδίκη, η οποία ήταν έξοχη. Όταν κάτι το πιστεύεις πολύ και δε γίνεται – γιατί και αυτό συμβαίνει – σε στεναχωρεί αλλά και σε πεισμώνει».

Μετά από τόσα χρόνια ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία και η μεγαλύτερη ευτυχία που έχεις βιώσει μέσα από τη δουλειά;

«Όλο το πράγμα γέρνει προς την πλευρά της ευτυχίας γιατί οι δυσκολίες είναι αναμενόμενες. Είναι δύσκολη δουλειά και οι δυσκολίες της είναι κυρίως τεχνικές. Πάντα. Είμαστε και οι Έλληνες της τελευταίας στιγμής, είμαστε λίγο της πατέντας… Για κάποιο περίεργο λόγο όλα συμβαίνουν μαγικά κι απρόσμενα και λες “Οκ κουμπώσανε”… Αλλά μια μέρα πριν είναι όλα στον αέρα. Πάντα γίνεται αυτό και είναι η μεγαλύτερη δυσκολία. Τώρα, οι δυσκολίες που έχω αντιμετωπίσει είναι κυρίως συμπεριφορών που δε μου πάνε αλλά δεν είναι τόσες μεγάλες αυτές ώστε να με κάνουν να σταματήσω ή να σκεφτώ λίγο διαφορετικά. Είναι ζωή… Είναι πράγματα που συμβαίνουν και θα συμβαίνουν και στέκομαι σε αυτό γιατί είναι ίσως το μόνο που μου χαλάει τον καμβά και δεν το θέλω. Θέλω να ζούμε όλοι το όνειρο μας. Η ευτυχία είναι όλο το υπόλοιπο».

Στη σημερινή Ελλάδα, τι ρόλο παίζει το θέατρο;

«Τον πιο σημαντικό. Όπως σου είπα και πριν, οι Τέχνες ανθούσαν πάντα σε καιρούς κρίσης. Ακόμη και την περίοδο του Β Παγκοσμίου Πολέμου, ξέρουμε πολύ καλά ότι το θέατρο ήταν σε άνθιση. Μεγάλα ταλέντα, σπουδαία τραγούδια, φοβερά κείμενα, σπουδαία έργα, συγγραφείς και θα ήθελα να συμβεί και τώρα το ίδιο. Βλέπω ότι ο κόσμος έχει μια ροπή προς το θέατρο και είναι και μια φθηνή διασκέδαση πια. Ο κόσμος έχει στραφεί στο θέατρο γιατί θέλει να ξεφύγει».

Έχεις κάνει πολύ θέατρο. Η τηλεόραση και ο κινηματογράφος;

«Δεν τα ξέρω καθόλου. Δεν ξέρω τον τρόπο που γίνονται. Τηλεόραση δε βλέπω πολύ, μόνο ξένες σειρές που τρελαίνομαι. Επίσης κινηματογράφο βλέπω πολύ».

Θα ήθελες κάποια στιγμή να κάνεις μια ταινία;

«Δεν το έχω σκεφτεί… Ιδανικά, έτσι όπως το συζητάμε τώρα, ναι».

Με ποιον Έλληνα ηθοποιό θέλεις πολύ να συνεργαστείς και δεν τα έχεις καταφέρει ακόμα;

«Με πάρα πολλούς. Έχουμε εξαιρετικούς ηθοποιούς, άντρες και γυναίκες. Με πολλούς δεν έχω συνεργαστεί και θα ήθελα και με πολλούς έφτασε κοντά να γίνει και δεν έγινε όπως με τον Νίκο Κουρή, όπου μιλούσαμε για την Evita αλλά δε μπορούσε γιατί είχε άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις. Είναι σπουδαίοι ηθοποιοί οι Έλληνες. Ίσως πιο σπουδαίοι κι από ηθοποιούς άλλων χωρών γιατί δουλεύουν κάτω από άλλες συνθήκες και έχουν αυτό το κέφι που είναι σπουδαίο πράγμα».

Νέα ταλέντα βλέπεις;

«Πολλά. Πρέπει να σου πω ότι στην Evita, κάναμε οντισιόν όπου ήρθαν πάνω από 250 άτομα και χωρίς να είμαι καθόλου υπερβολικός η επιτυχία της ήταν στο 95%. Ήταν όλοι ένας κι ένας. Βεβαίως μετά ήρθε η σκέψη που θα απορροφηθούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι γιατί είδα εξαιρετικά ταλέντα. Το μόνο αρνητικό στην εποχή είναι ότι υπάρχει πολύς κόσμος και δεν είναι πολύ εύκολο να απορροφηθεί. Για αυτό οι περισσότεροι έχουν στραφεί στο μουσικό θέατρο όπου μπορεί να απορροφήσει πολύ κόσμο. Ας πούμε εμείς στην Evita είχαμε 50 άτομα…».

Αν ξεκινούσες τώρα και είχες να αντιμετωπίσεις όλες αυτές τις δυσκολίες θα σκεφτόσουν να φύγεις στο εξωτερικό;

«Δε θέλω καθόλου… Θέλω να μείνω εδώ και να το πιω  όλο το δηλητήριο… Μου αρέσει πολύ η Ελλάδα. Κοίτα τι ωραία καθόμαστε τώρα εδώ. Ταξιδεύω πολύ συχνά και μου αρέσει αλλά αυτό που έχουμε τώρα και ζούμε αυτή τη στιγμή, είναι πολύ δύσκολο να το βρεις σε οποιοδήποτε άλλο μέρος».

Αθήνα 2017. Τι αγαπάς και τι δεν αντέχεις σε αυτή την πόλη;

«Αγαπώ ότι είναι ένα πολύβουο μελίσσι η Αθήνα. Έχει χρώματα και φυλές από όλο τον κόσμο και μου αρέσει πολύ. Αυτό που δεν αντέχω είναι ότι έχει αυξηθεί η εγκληματικότητα, ότι έχει καταστραφεί το Κέντρο το οποίο θα ήθελα να είναι όπως σε όλο τον κόσμο, δηλαδή χαρούμενο και ελεύθερο. Θα ήθελα να έχει το χρώμα από αυτά που διαβάζω στα παλιά βιβλία και που βλέπω στις παλιές ελληνικές ταινίες. Μου λείπει η έννοια της γειτονιάς, της ελευθερίας, που δε μπορείς να κυκλοφορήσεις στις 2 τα ξημερώματα στην Πλατεία Ομονοίας. Πάντα πρέπει να έχεις το νου σου κι άμα συμβαίνει αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα».

Πιστεύεις ότι κάποια στιγμή θα αλλάξει αυτό;

«Συμφέροντα το κρατάνε στη θέση που είναι τώρα. Αυτό το γνωρίζουμε καλά και εθελοτυφλούμε. Αλλά, επειδή όπως σου είπα και στην αρχή είμαι ρομαντικός, πιστεύω ότι θα αλλάξει. Ήδη το Κέντρο έχει αναβαθμιστεί. Δηλαδή πριν κάποια χρόνια δεν έβρισκες τίποτα στο Κέντρο. Σήμερα έχει περισσότερο ενδιαφέρον. Αλλά όπως σου είπα θα το ήθελα διαφορετικό. Να αγγίζει τα πλάνα παλιών ταινιών. Είναι λάθος που ξεφύγαμε…».

 Γιατί ξεφύγαμε;

Μεγαλοπιαστήκαμε όλοι μας. Βεβαίως ευθύνεται το κράτος που μας άφησε να πιστεύουμε πράγματα αλλά δε θέλω να το ρίχνω εκεί γιατί πάντα την ευθύνη τη μεγάλη την έχουμε εμείς. Θα μπορούσαμε να είμαστε πιο συνετοί, να έχουμε λίγα παραπάνω από όσα είχαν οι γονείς μας και να είμαστε ευτυχισμένοι. Δηλαδή, αποκτήσαμε πολύ περισσότερα και χάσαμε την ευτυχία, το κέφι. Κάναμε πράγματα μηχανικά, αναλωθήκαμε σε υλικά πράγματα που δε χρειαζόμασταν και στο τέλος χάσαμε και τη ράτσα μας».

Πιστεύεις πως η οικονομική κρίση μας έκανε να καταλάβουμε τα λάθη μας;

«Έχει ένα καλό η οικονομική κρίση: πέσανε λίγο οι μούρες. Αυτό είναι ευχάριστο. Έπεσαν οι μούρες ανθρώπων που διοικούσαν τα media, την πολιτική, ακόμη και σε φίλους και συγγενείς μας. Σε όλους μας. Δηλαδή μας συμφιλίωσε λίγο με τα πράγματα. Δε χρειάζεται να υποκρινόμαστε κάτι άλλο».

Κλείνοντας θα ήθελα να μου πεις τα επόμενα σχέδια σου. 

«Η Evita, επειδή τελείωσε πολύ επιτυχημένα ψάχνουμε ένα τρόπο να πάει για κάποιες παραστάσεις από Οκτώβριο κι ελπίζω να τα καταφέρουμε γιατί είναι κρίμα. Στις τελευταίες παραστάσεις διώχναμε κόσμο τόσο εδώ όσο και στο Μέγαρο στη Θεσσαλονίκη. Έτσι, το πρώτο μέλημα μου είναι να συνεχιστεί. Επίσης, μιλάω για δυο πολύ μεγάλα μιούζικαλ όπου το ένα θα παιχτεί ταυτόχρονα και στο Λονδίνο τον Οκτώβριο».

Μείναμε αρκετή ώρα στο μικρό καφέ και είπαμε πολλά πράγματα. Η αμεσότητα, η θετική του ενέργεια, η σεμνότητα, η γνώση που φαίνεται μέσα από τα λόγια του είναι μερικά από τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν πως τίποτα δεν είναι τυχαίο. Ο Δημήτρης Μαλισσόβας είναι ένας σπουδαίος σκηνοθέτης και ένας υπέροχος άνθρωπος κι εγώ αισθάνομαι τυχερός που τον συνάντησα.



*Πρώτη δημοσίευση στις 22.07.2017 στο museekart.com και στη στήλη Συναντήσεις στη πόλη. 


 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις