Συναντήσεις στη πόλη: Δημήτρης Τσουκάτος



«Ελπίζω πως κάποια στιγμή θα βγούμε από την κρίση και ο χώρος των εκδόσεων θα ξαναπάρει τα πάνω του» 

Μεσημέρι Παρασκευής και βρίσκομαι στην Μαυρομιχάλη 84 και Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια. Περνάω την είσοδο των εκδόσεων Λέμβος. Ο Δημήτρης Τσουκάτος (ιδρυτής των εκδόσεων) βρίσκεται πίσω από το γραφείο του και μιλά στο τηλέφωνο. Αρχίζω μα εξερευνώ το χώρο. Ανάμεσα στους τίτλους βιβλίων ξεχωρίζω τη συλλογή διηγημάτων “9 ΩΡΕΣ ΣΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ” η οποία ήταν η αφορμή να επισκεφτώ το συγκεκριμένο χώρο καιρό πριν. Η ζεστασιά, η θετική ενέργεια, το φιλικό κλίμα ήταν μερικά πράγματα που είχα νιώσει τότε. Τα ίδια πράγματα νιώθω και σήμερα.

Και κάπου εκεί ο Δημήτρης με καλωσορίζει. Αν και είναι μόλις η δεύτερη φορά που τον συναντώ νιώθω άνετα και χωρίς να χάσουμε χρόνο περνάμε στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι και ξεκινάμε τη συζήτηση.

 Δημήτρη, πώς αποφάσισες να μπεις στο χώρο των Εκδόσεων;

«Ο παππούς  μου, που ήταν από την Κωνσταντινούπολη όταν το 1964 έγιναν οι απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων από την Πόλη, αναγκάστηκε να έρθει με την οικογένεια του στην Αθήνα και ξεκίνησε μια εφημερίδα για τους Κωνσταντινοπολίτες  ώστε να μπορούν να έχουν ένα έντυπο το οποίο να ενημερώνει, να τους βοηθάει και για να μη χαθούν όσοι είχαν έρθει εκείνη τη στιγμή από την Κωνσταντινούπολη. Αυτό συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και κάποια στιγμή, επειδή και η μητέρα μου ξεκίνησε κάποιες εκδόσεις πάλι στο θεματικό της Κωνσταντινούπολης και της Μ. Ασίας, είπα εγώ να ξεκινήσω κάτι καινούργιο το οποίο δε θα είναι τόσο θεματικό, αλλά κάτι με το οποίο θα μπορέσω να βοηθήσω νέους συγγραφείς οι οποίοι δυσκολεύονται και λόγω κρίσης και οικονομικής στενότητας, τα κείμενα τους να βγουν σε βιβλίο. Έτσι ξεκίνησαν οι εκδόσεις Λέμβος και μέχρι σήμερα συνεχίζουμε να βγάζουμε νέους συγγραφείς».

Και γιατί «Λέμβος»; Πώς προέκυψε το όνομα;

«Ήθελα κάτι το οποίο να έχει σχέση με θάλασσα. Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου τα έζησα στη Σύμη μιας και ο πατέρας μου ως καθηγητής είχε διορισθεί εκεί και έχω μια μεγάλη αγάπη για τη θάλασσα. Ήθελα κάτι που να σε ταξιδεύει και να έχει σχέση με το νερό. Ήμουν μεταξύ “Καράβι” ή ”Λέμβος” και τελικά επικράτησε το δεύτερο».

Η φιλοσοφία των εκδόσεων;

«Νέοι συγγραφείς που μου αρέσουν τα γραπτά τους, να βγουν έξω και να μαθευτεί το κείμενο τους. Κάποια στιγμή ξεκίνησε η συνεργασία μου με μια φίλη μεταφράστρια στα Ρώσικα και έτσι μεταφράζουμε και άγνωστα έργα γνωστών Ρώσων Λογοτεχνών και με αυτόν τον τρόπο πιστεύω ότι βοηθάμε και στην βιβλιοπαραγωγή δηλαδή, υπάρχουν βιβλία τα οποία δεν υπήρχαν στην Ελλάδα άρα μπορώ να πω ότι φέρνω κάτι καινούργιο και αυτό με ενδιαφέρει πάρα πολύ».

Ξεκίνησες λοιπόν το ταξίδι σου στο χώρο των εκδόσεων. Πώς ήταν να περνάς από τη θεωρία στην πράξη;

«Να σου πω την αλήθεια δεν περίμενα ότι θα είχε ανταπόκριση. Δέχομαι αρκετά έργα ανθρώπων νέων οι οποίοι έχουν ακούσει για εμάς, άρα υπάρχει μια καλή παραγωγή πίσω από όλο αυτό. Έχουμε καταφέρει να βγαίνουν 6-7 βιβλία κάθε χρόνο που εγώ περίμενα ότι η παραγωγή μας θα ήταν μικρότερη τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια. Άρα ο στόχος υπερκαλύφθηκε δηλαδή κατάφερα να τον ξεπεράσω. Ελπίζω και τα επόμενα χρόνια να συνεχίσουμε έτσι. Δηλαδή να έχω τη δυνατότητα την οικονομική και το χρόνο και να βγάζω έργα νέων συγγραφέων ή μεταφραστών».

 Θυμάσαι τον πρώτο τίτλο που έβγαλες;

«Ναι φυσικά. Ήταν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα και ήταν κι  ένας από τους λόγους που ξεκίνησα και τις εκδόσεις. Ήταν ανατρεπτικό, μου άρεσε το πώς το γύρισε ο συγγραφέας, ένα νέο παιδί από το Βόλο, ο Άγγελος Αλαμανιώτης και επειδή δε μπορούσα να εντάξω το βιβλίο στις εκδόσεις της μητέρας μου, ξεκίνησα να σκέφτομαι κάτι καινούργιο. Το βιβλίο αυτό με βοήθησε να μπει η ιδέα των εκδόσεων Λέμβος. Το βιβλίο λέγεται “Το μυστήριο του Παγασητικού”».

Οι εκδόσεις Λέμβος τι προσφέρουν στο συγγραφέα και τι στον αναγνώστη; Τι της κάνει να ξεχωρίζουν σε σχέση με άλλους εκδοτικούς οίκους;

«Δεν ξέρω αν μπορώ εγώ να απαντήσω σε αυτό. Νομίζω ο αναγνώστης μπορεί να πει τι διαφορετικό βλέπει στις εκδόσεις Λέμβος. Αλλά αυτό που θα ήθελα να συνεχίσω να κάνω είναι νέοι λογοτέχνες που για κάποιο λόγω οι άλλοι εκδότες δε μπορούν να τους βγάλουν τα βιβλία και εφόσον είναι κάτι το οποίο αξίζει να διαβαστεί να έρχονται και να μπορώ εγώ να τους εκδίδω. Νομίζω ότι αυτό είναι, ότι δίνουμε σε νέους λογοτέχνες να υλοποιήσουν το όνειρο τους».

Υπάρχει ένα βιβλίο που να έχεις ζηλέψει και που να ήθελες να έχει κυκλοφορήσει από τις δικές σου εκδόσεις;

«Πολλά. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μεγάλος ντόρος για το «Γκιάκ» από τις εκδόσεις ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ, το οποίο νομίζω απογείωσε  πολύ και τον εκδοτικό. Αυτό, έκανε τόσο γνωστό τον εκδοτικό και μπράβο στα παιδιά που το καταφέρανε. Τώρα από την ξένη λογοτεχνία πολύ μου άρεσαν τα βιβλία του   Τζορτζ Όργουελ: το “1984”, “Η φάρμα των ζώων”, ο “Ξένος” του Καμύ… Πολύ θα ήθελα να τα είχαμε».

 Από τους τίτλους που έχεις κυκλοφορήσει θα ήθελα να μου πεις κάποιους που ξεχωρίζεις και για ποιο λόγο;

«Εμένα μου αρέσουν πολύ τα διηγήματα. Έχω βγάλει μια σειρά διηγημάτων διαφορετικών συγγραφέων. Του Αλέξανδρου Κεφαλά «Νυχτερινός Διαβάτης», του Βαγγέλη Σωτήρη «Ο πορτοκαλί φάκελος» και τώρα έβγαλα του Ανδρέα Τσονιώτη «Ποιοι άνθρωποι». Ειδικά του Αλέξανδρου και του Ανδρέα είναι αστικές ιστορίες κρίσης. Του Βαγγέλη είναι πιο σουρεάλ. Πιάνει πραγματικές καταστάσεις και τις βάζει σε ένα φανταστικό περιβάλλον. Αυτοί οι 3, αν δεν έχουν καταφέρει ήδη να γίνουν γνωστοί, πιστεύω ότι έχουν μέλλον».

Μια ξεχωριστή σειρά είναι και “τα μικρά βιογραφικά”, μια ιδέα την οποία επιμελείται ο Αλέξανδρος Κεφαλάς. Πως προέκυψε;

«Ο Αλέξανδρος (Κεφαλάς), είχε φτιάξει μια ιστορία για την Τζέιν Όστεν γιατί ήταν η αγαπημένη του συγγραφέας. Κάποια στιγμή, όταν ξεκινήσαμε τη συνεργασία μας μου το είχε δώσει. Ένα μικρό κείμενο και σκεφτόμασταν πως μπορούμε να το εκδώσουμε. Και έτσι έπεσε η ιδέα να μην το κάνουμε αυτοτελή. Εφόσον θα βρίσκαμε κι άλλους να γράψουν για κάποιους κλασικούς λογοτέχνες και ξεκίνησε μαζί με την Ελένη Κατσιώλη, τη μεταφράστρια από τα Ρώσικα, και καταφέραμε και κάναμε αυτή τη μικρή σειρά την οποία προσπαθώ να την μεγαλώσω. Ήδη έχουμε κάποιους που δουλεύουν τις  βιογραφίες αγαπημένων τους λογοτεχνών και ελπίζω κάποια στιγμή να φθάσουμε και τις 20 μικρές βιογραφίες. Να γίνει μια ολοκληρωμένη σειρά με μικρά βιογραφικά κλασικών λογοτεχνών».



 Είχε ανταπόκριση από τους αναγνώστες;

«Κοίτα, δυστυχώς οι μικροί εκδοτικοί δεν έχουμε τα σημεία πωλήσεων που είναι πολύ σημαντικά. Δηλαδή, συνεργάζομαι με κάποια μεγάλα βιβλιοπωλεία αλλά αν δεν υπάρχει το βιβλίο σε 100 βιβλιοπωλεία δε μπορεί να το δει ο αναγνώστης. Ότι προσπάθεια κι αν κάνεις: να διαφημιστείς σε κάποιο έντυπο,λογοτεχνικό περιοδικό, μόνο έτσι μπορούν αυτοί που ασχολούνται να το μάθουν. Η ανταπόκριση από τους αναγνώστες που μας βλέπουν στις εκθέσεις στο Ζάππειο, στη Θεσσαλονίκη, τους αρέσει πολύ και το στήσιμο, η ιδέα, το μέγεθος της σειράς και έτσι υπάρχει μια κίνηση πάνω σε αυτά».

Οι εποχές αλλάζουν. Η τεχνολογία έχει μπει και στο χώρο του βιβλίου. Ποια η σχέση των εκδόσεων Λέμβος με αυτή τη νέα εποχή;

«Είναι ένας καινούργιος χώρος. Σίγουρα υπάρχουν πολλοί νέοι άνθρωποι στους οποίους αρέσει να διαβάζουν κάτι πχ στις διακοπές τους χωρίς να χρειάζεται να κουβαλάνε ολόκληρη τσάντα με βιβλία. Εγώ δεν έχω συνηθίσει να διαβάζω μέσα από tablet  ή κομπιούτερ. Αν και το κάνω λόγω δουλειάς αλλά δε με βολεύει ούτε μου αρέσει. Πιστεύω θα έρθει και στην Ελλάδα. Μπορεί και να επικρατήσει ίσως κάποια στιγμή αλλά αυτό θα αργήσει σε σχέση με άλλες χώρες. Ήδη στην Αγγλία, Γαλλία, Αμερική, υπάρχει μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου για βιβλία eBooks. Από άλλους εκδότες οι οποίοι ξεκίνησαν αυτή τη διαδικασία γνωρίζω ότι δεν υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα αγορά για αυτό».

Στην Ελλάδα του 2017, πώς είναι ο χώρος των εκδόσεων;

«Είναι πολύ πιεσμένος. Το βιβλίο δυστυχώς δεν είναι βασικό αγαθό και όλοι οι άνθρωποι έχουμε νιώσει την κρίση: έχουν μειωθεί μισθοί, συντάξεις… άρα αναγκαστικά μειώνεται και το διαθέσιμο οικονομικό εισόδημα για αγορά βιβλίων. Από αυτά που ξέρω από τη μητέρα μου, που ήταν από πριν στις εκδόσεις, οι πωλήσεις των βιβλίων σήμερα σε σχέση με τότε  είναι εντελώς διαφορετική. Παρόλο αυτά προσαρμόζεσαι και οι εκδοτικοί αυτό που κάνουν είναι να μην ανοιχτούν, να μην κάνουν εκδόσεις με μεγάλο τιράζ γιατί ξέρουν πως έχει μειωθεί η ανταπόκριση. Προσπαθούν να μειώσουν τα κόστη τους. Φαντάζομαι ότι πολλοί από αυτούς προσπαθούν να βάλουν και το συγγραφέα μέσα στο οικονομικό κόστος ώστε να επιμεριστεί λίγο το ρίσκο της όλης ιστορίας. Φαντάζομαι πως όλο αυτό είναι παροδικό κι ελπίζω πως κάποια στιγμή θα βγούμε από την κρίση και ο χώρος των εκδόσεων θα ξαναπάρει τα πάνω του».

Βρισκόμαστε στο Κέντρο της Αθήνας. Τι αγαπάς και τι δεν αντέχεις σε αυτή την πόλη;

«Ενώ δε μένω στο Κέντρο, μου αρέσει πολύ γιατί βρίσκεις τα πάντα: από καφέ, θέατρο, σινεμά, δρώμενα που γίνονται παντού και ειδικά στα Εξάρχεια. Δε νομίζω ότι υπάρχει κάτι που δε μου αρέσει. Ίσως το καυσαέριο όπως όλους αλλά πέρα από αυτό μου αρέσει πολύ το Κέντρο και ειδικά κάποια μέρη: Εξάρχεια, Μοναστηράκι, Θησείο… ».

Εξάρχεια… τα οποία αποτέλεσαν και την ιδέα για τη συλλογή διηγημάτων “9 ΩΡΕΣ ΣΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ”

«Η συλλογή ξεκίνησε με μια ιδέα του Βαγγέλη Σωτήρη. Όταν κάναμε το βιβλίο «Πορτοκαλί Φάκελος» ήθελε να κάνει κάτι με θέμα την Καλλιδρομίου, του αρέσει πολύ αυτός ο δρόμος. Καθώς το δουλεύαμε σκεφτήκαμε να επικοινωνήσουμε και με άλλους συγγραφείς και να μπορέσουμε να κάνουμε μια επιλογή από κάποιες ιστορίες οι οποίες θα είχαν σαν αντικείμενο τα Εξάρχεια. Το αποτέλεσμα μου άρεσε. Τελείως διαφορετική η γραφή του καθενός, διαφορετικά αναγνώσματα και επειδή πήγε καλά σκέφτομαι να το συνεχίσω με κάποια άλλη ιδέα».

Ο κόσμος αγκάλιασε αυτή την προσπάθεια καθώς η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε. Πώς νιώθεις για αυτό;

«Δεν το περίμενα και χάρηκα που έγινε και εξακολουθεί και στη 2η έκδοση να πηγαίνει καλά. Μακάρι και τα επόμενα που θα βγάλουμε έχουν την ίδια ανταπόκριση».

 Κλείνοντας, θα ήθελα να μου πεις τα επόμενα σχέδια σου.

«Έχει μεγάλη ανταπόκριση το βιβλίο “ΝΗΣΟΣ ΣΑΧΑΛΙΝΗ”. Ήταν μια μετάφραση του Τσέχωφ το οποίο δεν έχει ξαναβγεί στα ελληνικά και έχει πάει πάρα πολύ καλά. Είναι το best seller των εκδόσεων. Επειδή πήγε καλά, συνεχίζουμε με τη μεταφράστρια και από Οκτώβριο θα βγάλουμε ένα δοκίμιο το οποίο επίσης δεν έχει μεταφραστεί ποτέ στα ελληνικά καθώς και ακόμη ένα βιβλίο μιας Ρωσίδας συγγραφέως που δεν είναι γνωστή στην Ελλάδα. Αλλά όλα αυτά από μέσα Οκτωβρίου».

Έφυγα από τις εκδόσεις Λέμβος γεμάτος όμορφα συναισθήματα και φυσικά θαυμασμό για τον Δημήτρη Τσουκάτο, ένα νέο άνθρωπο που μέσα στην κρίση δε σταματά να ονειρεύεται και μέσα από τα δικά του όνειρα να δίνει τη δυνατότητα και σε άλλους νέους ανθρώπους να πραγματοποιήσουν τα δικά τους.



*Πρώτη δημοσίευση στις 01.07.2017 στο museekart.com και στη στήλη Συναντήσεις στη πόλη. 


 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις