Συναντήσεις στη πόλη: Αύγουστος Κορτώ

 


«Δε θεώρησα ποτέ ότι είχα κάποια αποστολή να γίνω συγγραφέας. Ούτε πιστεύω στο ταλέντο μου. Πιστεύω στην ανάγκη, στη λαχτάρα μου να γράφω» 


Δευτέρα, 29 Μαΐου και βρίσκομαι για ακόμη μια φορά στα Εξάρχεια. Η ώρα είναι 16:45 και περνάω την πόρτα του Ginger ale. Η πλατεία των Εξαρχείων είναι γεμάτη κόσμο όπως και τα περισσότερα τραπέζια του μαγαζιού. Επιλέγω να κατευθυνθώ στον επάνω όροφο για περισσότερη ησυχία.

Κάθομαι σε ένα τραπέζι που μου επιτρέπει να βλέπω το κάτω μέρος του μαγαζιού αλλά και την πλατεία. Πάντα νιώθω μια απίστευτη ελευθερία όταν βρίσκομαι σε αυτή την περιοχή. Ανοίγω την τσάντα μου και αφήνω πάνω στο τραπέζι “Το βιβλίο της Κατερίνας”, “Τα ορφανά” και “Η λύσσα”, όλα με την υπογραφή του Αύγουστου Κορτώ.

Γιατί Αύγουστος Κορτώ και όχι Πέτρος Χατζόπουλος; Να λοιπόν πως θα αρχίσω τη συζήτηση, σκέφτηκα βλέποντας το όνομα του στα εξώφυλλα των βιβλίων.

Τον Αύγουστο Κορτώ, τον γνώρισα σαν συγγραφέα πριν πολλά χρόνια. Αφορμή στάθηκε μια συνέντευξη του που είχα διαβάσει και έπειτα άρχισα να σκαλίζω το έργο του. Πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν το μυθιστόρημα ΡΑΜΠΑΣΤΕΝ, το δεύτερο βιβλίο του καθώς το πρώτο, η συλλογή διηγημάτων “Το βιβλίο των Βίτσιων” ήταν ήδη εξαντλημένο. Κι ύστερα ακολούθησαν κι άλλα βιβλία: “Η ΛΥΣΣΑ”, ”Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ”, ”ΤΑ ΟΡΦΑΝΑ”, ”ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ”…

Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη το νέο του μυθιστόρημα “ΡΕΝΑ” και ήταν η αφορμή για να του ζητήσω αυτή τη συνέντευξη και αφού βρέθηκε ο χρόνος η στιγμή αυτή ήρθε.

Καθώς τον περιμένω τα συναισθήματα είναι πολλά. Γνωρίζω και θαυμάζω εδώ και χρόνια το έργο του. Τα τελευταία χρόνια τον παρακολουθώ και στο διαδίκτυο. Χιούμορ, ελεύθερη σκέψη, δύναμη ψυχής, αληθινός,   είναι κάποιοι χαρακτηρισμοί που μου έρχονται στο μυαλό όταν σκέφτομαι το όνομα του. Και κάπου εκεί ο Αύγουστος περνά την είσοδο του καφέ και μετά τις απαραίτητες συστάσεις η κουβέντα μας ξεκίνησε.

Γιατί Αύγουστος Κορτώ και όχι Πέτρος Χατζόπουλος;

«Όταν έγραψα τα πρώτα μου διηγήματα ήμουν φοιτητής Ιατρικής στο ΑΠΘ, ήταν μια αρκετά συντηρητική σχολή και δεν ήθελα να γίνει γνωστό ότι τα συγκεκριμένα διηγήματα ήταν δικά μου οπότε δανείστηκα το μικρό όνομα του Στρίντμπεργκ κι ένα τυχαίο γαλλικό επώνυμο λόγω της θεματολογίας των ιστοριών. Δεν υπήρχε στο συγκεκριμένο όνομα κάποιο κρυφό νόημα, ήταν ένα ψευδώνυμο που έκτοτε κράτησα μέχρι και σήμερα».

Και στη θέση του βιογραφικού, παρά το πλούσιο έργο σου, η μόνη πληροφορία για εσένα είναι ότι γεννήθηκες στη Θεσσαλονίκη το 1979…

«Αφενός οι πληροφορίες γύρω από ένα συγγραφέα μπορούν πλέον να βρεθούν και να είναι στη διάθεση καθενός στο διαδίκτυο και αφετέρου μου φαίνεται λίγο περίεργο αυτό. Το συνηθίζουν κάποιοι συγγραφείς. Βλέπεις βιβλία που έχουν ενάμιση αφτί βιογραφικό αλλά δεν ξέρω… Δεν πρόκειται να με προσλάβει κανείς οπότε δεν έχω λόγο να απαριθμώ τα όποια επιτεύγματα μου. Δηλαδή τα απολύτως βασικά. Και αυτή η αράδα υπάρχει γιατί μου ζητείται να βάλω κάτι ως βιογραφικό οπότε απλά λέω ότι γεννήθηκα τότε εκεί και ζω εκεί».

Θεσσαλονίκη λοιπόν 1979. Ο μπαμπάς Τάσος και η μαμά Κατερίνα…

«Ήταν εξαιρετικά στοργικοί γονείς. Μου έδωσαν όλα όσα χρειάζεται ένα παιδί μεγαλώνοντας και με το παραπάνω. Μου καλλιέργησαν μια πολύ κραταιά αυτοπεποίθηση. Μου δώσανε βιβλία, με έστειλαν σε πολύ καλά σχολεία, δεν υπολόγισαν έξοδα ποτέ σε ότι αφορά την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία μου. Με τον πατέρα μου εξακολουθώ να έχω μια υπέροχη σχέση, ολοένα και πιο πλούσια όσο περνάν τα χρόνια. Ήταν ένας από αυτούς τους παλιούς ανθρώπους που ήταν και παραμένουν αφοσιωμένοι στο καθήκον του γιου, του συζύγου και του πατέρα. Έχει τραβήξει πολλά. Η σχέση μας πέρασε από διάφορα κύματα γιατί ανάμεσα μας βρισκότανε η μητέρα μου και τα προβλήματα της. Προβλήματα τα οποία τα  μοιραζόμασταν μεν αλλά που δημιουργούσαν μεγάλη ένταση μεταξύ μας. Πιθανός να είναι και η τυπική ένταση που δημιουργείται ανάμεσα σε έναν πατέρα και το γιο του. Ιδίως όταν έχουν και οι δυο ισχυρές προσωπικότητες. Και ενώ αρχικά μπορεί να είχε άλλα όνειρα για εμένα, όταν πέρασα στην Ιατρική – και εμένα ήταν όνειρο μου να γίνω γιατρός – με στήριξε και στην απόφαση μου να ζήσω ως συγγραφέας, υπήρξε πάντα στοργικός απέναντι και στον σύζυγο μου τον Τάσο. Πραγματικά υπήρξα πολύ τυχερός σε ότι αφορά τους γονείς μου».

Ήταν όνειρο η Ιατρική…

«Ναι, όταν μας ζητείτε στα 16 να αποφασίσουμε πως θα ζήσουμε την υπόλοιπη ζωή μας γιατί διαλέγοντας σπουδές διαλέγεις λίγο πολύ το επάγγελμά σου και διαλέγοντας επάγγελμα διαλέγεις μια πορεία στη ζωή συγκεκριμένη. Η ιατρική είναι μια θαυμάσια επιστήμη και ελπίζω να αποκόμισα κάποια στοιχεία από τον τρόπο σκέψης που καλλιεργεί, από τη γλώσσα που σου μαθαίνει αλλά δεν ήμουνα φτιαγμένος για γιατρός και ήταν κάτι που το συνειδητοποίησα αρκετά νωρίς. Υπήρξα αρκετά μελετηρός φοιτητής μολαταύτα γιατί δεν ήθελα να χαραμιστεί τελείως αυτή η ευκαιρία να μάθω κάποια πολύτιμα πράγματα για την δομή και λειτουργία του ανθρώπινου σώματος και την φύση της φθοράς της αρρώστιας αλλά αρκετά νωρίς, στο δεύτερο έτος πρακτικά, συνειδητοποίησα ότι δε μπορούσα να ζήσω ως γιατρός. Δηλαδή ούτε η καθημερινότητα του νοσοκομείου ούτε του ιατρείου. Θα ήταν μια καταδυνάστευση που θα με έκανε και δυστυχή και πολύ πιθανόν θα με έκανε και κακό γιατρό και δε χρειαζόμαστε τέτοιους γιατρούς».

Οπότε η απόφαση να την εγκαταλείψεις δεν ήταν δύσκολη;

«Όχι, γιατί είχα ήδη εθιστεί στη γραφή. Ήταν μια δουλειά πολύ πιο απολαυστική. Υπήρξα και τυχερός στο ότι ένας ιστορικός εκδοτικός οίκος, ο ΕΞΑΝΤΑΣ και η εκδότρια του η Μάγδα Κοτζιά αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή τα νεανικά μου πονήματα και παρόλο που τότε φυσικά τα έσοδα από τα βιβλία μου ήταν πρακτικά αμελητέα, το αναγνωστικό μου κοινό μικροσκοπικό και ουσιαστικά τα πρώτα δεκαπέντε σχεδόν χρόνια της πορείας μου ως συγγραφέας βιοποριζόμουν από διάφορα συγγραφικά πάρεργα: αρχικά αρθρογραφούσα σε εφημερίδες και περιοδικά, κατόπιν στράφηκα στη λογοτεχνική μετάφραση με την οποία ακόμα ασχολούμαι έστω και σε μικρότερο βαθμό. Υπήρξα πιο εργατικός ως συγγραφέας. Δε θα μπορούσα να είμαι ποτέ το ίδιο φιλόπονος στο ρόλο του γιατρού».

Και το 1999 μας συστήνεσαι και επίσημα ως Αύγουστος Κορτώ με την κυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων «Το βιβλίο των βίτσιων». Πώς προέκυψε η συγγραφή;

«Δεν ξέρω… Υπήρξα όπως πολλά παιδιά διαβαστερός… Η λογοτεχνία ήταν καταφύγιο, απόλαυση, λόγος να ξενυχτώ, μάθαινα τον κόσμο μέσα από τα βιβλία που διάβαζα, μάθαινα να σκέφτομαι… Αυτό δεν προεξοφλεί νομοτελειακά ότι όποιος διαβάζει γράφει. Προέκυψαν αυτές οι ιστορίες που έγιναν “Το βιβλίο των βίτσιων” η μια μετά την άλλη και ένιωθα την επιτακτική παρόρμηση να της καταγράψω. Η παρόρμηση αυτή ουδέποτε έφυγε απλά άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό οι ιστορίες, τα πρόσωπα που τις κατοικούν, ο τρόπος της γραφής μου… Ήταν μια ανάγκη, μια πρεμούρα την οποία κυνήγησα, έγραψα τα διηγήματα, είχα την τύχη να εκδοθούν και έτσι ξεκίνησε η πορεία αυτή που φέτος διανύει 18 χρόνια».

Και μετά από τόσα χρόνια τι σου δίνει έμπνευση και δύναμη να συνεχίζεις;

«Το κίνητρο σε οτιδήποτε κάνω τα τελευταία 13 χρόνια είναι ο Τάσος, ο σύζυγος μου. Η ζωή που ζούμε μαζί και πως αυτή μπορεί να γίνει καλύτερη μέσα από τα βιβλία. Είναι μια ανάγκη το να γράψω αλλά επειδή τα τελευταία χρόνια είναι και βιοπορισμός είμαι ακόμα πιο προσεκτικός, εργατικός, γράφω πολύ και πετάω πολλά. Παλιότερα είχα την τάση και επειδή είχα ευκολίες πρόσβασης, έχω εκδώσει πολλά βιβλία τα οποία ήταν αδύναμα, υπερβολικά νεανικά. Είναι ο βασικός λόγος που έχω επιμείνει τα βιβλία αυτά να είναι εξαντλημένα εδώ και πολλά χρόνια. Τώρα, ιδέες εξακολουθούν να έρχονται αλλά ενδιαφέρουσες ιδέες έχουμε όλοι μας το ζήτημα είναι κατά πόσο θα πάρεις μια ιδέα, μια ιστορία και θα δείξεις την πειθαρχεία που απαιτείται ώστε να γίνει η ιστορία αυτή ένα αφήγημα.  Μια δουλειά είναι. Δημιουργική αλλά δημιουργικά στοιχεία έχουν όλες οι δουλειές».


Η μέχρι τώρα πορεία σου έχει δείξει πως η συγγραφή ήταν τελικά ο δρόμος σου. Υπάρχουν στιγμές που αμφιβάλλεις;

«Δε θεώρησα ποτέ ότι είχα κάποια αποστολή να γίνω συγγραφέας. Ούτε πιστεύω στο ταλέντο μου. Πιστεύω στην ανάγκη, στη λαχτάρα μου να γράφω. Είναι το μόνο δεδομένο που επαληθεύεται κάθε φορά που ακολουθώ μια καινούργια ιστορία, τη ζωή ενός καινούργιου χαρακτήρα ή τη ζωή πολλών καινούργιων χαρακτήρων. Δεν ξέρω… Ίσως να έχει να κάνει με το ότι εξακολουθώ να είμαι αδηφάγος αναγνώστης οπότε με κάποιο τρόπο κρατώ μόνιμα γυμνασμένο το νοερό μυ της επινόησης».

Και σε αυτή τη λαχτάρα της γραφής υπάρχει κάποιο κομμάτι που ευχαριστιέσαι περισσότερο και κάποιο που σε χαλάει;

«Για εμένα κάθε βιβλίο μέχρι να ολοκληρωθεί, είναι μια υπόθεση μεγάλης αγάπης, έρωτα σχεδόν. Μου τρώει το μυαλό. Ξέρω αν δεν κάτσω έστω 2 ώρες την ημέρα να προχωρήσω αυτό που δουλεύω κάθε φορά θα είμαι αφηρημένος, θα είμαι άκεφος… Είναι κομμάτι της ρουτίνας μου, της ισορροπίας μου. Κανένα τμήμα του γραψίματος δε με χαλάει. Το απολαμβάνω από την αρχή ως το τέλος. Μετά, όταν το βιβλίο περνάει στη φάση της επιμέλειας, της έκδοσης, έχει φύγει από τα χέρια μου. Από εκεί και πέρα αρχίζει μια άλλη αγωνία όπως για το ποια θα είναι η υποδοχή του, πως θα φανεί στους ανθρώπους που ήδη με διαβάζουν, στους ανθρώπους που θα με ανακαλύψουν ενδεχομένως πρώτη φορά μέσα από αυτό το βιβλίο, το κατά πόσο θα επαληθεύσω ή θα προδώσω τις προσδοκίες τους αλλά αυτό ποτέ δε μπορείς να το ξέρεις. Προσπαθώ κάθε βιβλίο να είναι κάπως καλύτερο, ωριμότερο. Ελπίζω να ωριμάζω με τα χρόνια. Αν μη τι άλλο  χάρις στα βιβλία μου διαβάζω. Κάτι ελπίζω να μου μαθαίνουν αυτοί οι συγγραφείς που αγαπώ, που ανακαλύπτω συνεχώς. Υπάρχουν δυσκολίες. Ένα βιβλίο όπως η “Ρένα” που έχει ιστορία μέσα, χρειάζεται πολύ ψείρισμα στα πραγματολογικά του αλλά ακόμα κι αυτό είναι ευχάριστο. Δηλαδή, το να περνάς ώρες διαβάζοντας και συλλέγοντας στοιχεία που θα χρησιμοποιήσεις σε μια ιστορία, είναι και αυτό μια ενδιαφέρουσα ιστορία».

Είπες πριν ότι στην παρόρμηση της γραφής έχεις εκδώσει και κάποια βιβλία τα οποία ήταν αδύναμα. Θέλω να μου πεις δυο βιβλία σου για τα οποία είσαι υπερήφανος και δυο για τα οποία σήμερα κάνεις δεύτερες σκέψεις.

«Από τα βιβλία μου που είναι εξαντλημένα, με την εξαίρεση ενός μόνο βιβλίου, το “Δεκαέξι”, δεν είμαι ικανοποιημένος με κανένα από τα υπόλοιπα. Τα δυο βιβλία που πραγματικά νομίζω ότι πέτυχα αυτό που ήθελα, ήταν “Το βιβλίο της Κατερίνας” που συνέβη ασυναίσθητα σχεδόν γιατί δεν ήταν ότι ήθελα χρόνια να αφηγηθώ τη ζωή της Κατερίνας. Προέκυψε αυτό το βιβλίο κάπως αυθόρμητα. Και το “Μικρό Χρονικό Τρέλας” είναι ένα βιβλίο που με πολύ κόπο κατάφερα να πω αυτό που θέλω αλλά δε ξέρω κατά πόσο έχει να κάνει με την τραυματική ιστορία που αφηγείται , η ταύτιση που νιώθω, δηλαδή είναι το πιο προσωπικό μου βιβλίο. Αλλά μου είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω γιατί κάθε φορά πριν ξεκινήσω να γράφω ένα βιβλίο είχα και μια άλλη ανάγκη. Όχι μόνο μια διαφορετική ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ αλλά και άλλα πράγματα που με τραβούσαν σε αυτή την ιστορία. Στην περίπτωση της “ΡΕΝΑΣ” ήταν ο χαρακτήρας της, δηλαδή η ιστορία αυτής της γυναίκας, το να την κάνω να μοιάζει όσο γίνεται πιο πολύ με υπαρκτό πρόσωπο, να της δώσω σάρκα και οστά».

Στο “Το βιβλίο της Κατερίνας” και στο ”Μικρό Χρονικό Τρέλας”, ο μύθος λείπει…

«Είναι συμπληρωματικά βιβλία… Στο  “Βιβλίο της Κατερίνας” είμαι παρόν αν και τον πρώτο λόγο τον έχει η μητέρα μου. Είναι και τα δυο σκοτεινά βιβλία τα οποία με κάποιο τρόπο οδηγούν τον αναγνώστη τουλάχιστον – από ότι μου έχουν πει πολλοί αναγνώστες – σε μια κάθαρση».

Ήταν και για σένα μια λύτρωση;

«Υποθέτω πως ήταν αλλά είναι λύτρωση το να βγει από μέσα σου κάθε βιβλίο. Τώρα αυτά ήταν βιβλία που είχα πολύ μεγαλύτερη δυσκολία στο να επισκεφθώ στη διάρκεια της επιμέλειας τους, των παρουσιάσεων… Η διαχείριση των βιβλίων αυτών είναι αρκετά επαχθείς γιατί μοιραία με αναγκάζει να ξανά ζήσω ιστορώντας κάποια κομμάτια της ζωής μου που θα προτιμούσα να είχαν κυλήσει αλλιώς».

Δώσε μου τον ορισμό του καλού βιβλίου…

«Ένα βιβλίο που σε κάνει να ξεχάσεις οτιδήποτε άλλο. Τις υποχρεώσεις σου, το καθημερινό σου πρόγραμμα… Ένα βιβλίο που σε καταπίνει, που δε σε αφήνει να το αφήσεις από τα χέρια. Ένα βιβλίο που σου κρατάει συντροφιά το βράδυ, που μπορεί να γεμίσει κάποιες ώρες ή και μέρες  αδυναμίας. Ένα κριτήριο είναι πχ περνάς μια αρρώστια, μια γρίπη αν ένα βιβλίο σε κάνει να ξεχάσεις τα συμπτώματα της  είναι ένα καλό βιβλίο για εμένα».

 Και τι πρέπει να γνωρίζει κάποιος πριν πάρει την απόφαση να γίνει συγγραφέας;

«Το μόνο που πρέπει να γνωρίζει είναι αν μπορεί να κάνει και αλλιώς. Αν δε μπορεί να κάνει αλλιώς, είναι συγγραφέας. Το τι βιβλίο θα γράψει κανείς δε μπορεί να το ξέρει, ούτε ο ίδιος. Αυτό, το να είναι αναπόδραστο. Αν αισθάνεται αυτή την επιταγή έχει καλός. Αν τα συναισθήματα του είναι χλιαρά ως προς το γράψιμο, δεν το απολαμβάνει πολύ μπορεί να μην είναι η κατάλληλη περίοδος ή να μη του αρέσει καν η δουλειά του συγγραφέα. Πολλοί άνθρωποι το διαπιστώνουν αφού πρώτα γράψουν ένα βιβλίο ή αφού εκδώσουν ένα βιβλίο. Κάποιοι κουράζονται, εξαντλούνται…».

Το τελευταίο σου μυθιστόρημα τιτλοφορείται “ΡΕΝΑ”. Θα μας κάνεις τις συστάσεις;

«Είναι μια πουτάνα εκατόν  πέντε, εκατόν δέκα ετών, γεννημένη στις αρχές του αιώνα και η ζωή της διατρέχει όλη την νεότερη ιστορία της Ελλάδας και μπλέκεται με την ιστορία τη ελληνικής αριστεράς γιατί ο πρώτος μεγάλος έρωτας της ζωής της, ο πρώτος της άντρας είναι από τους πρώτους κομουνιστές στη δεκαετία του 1920, οπότε και η Ρένα μπαίνει στην παρανομία. Είναι η ιστορία μιας πολύπαθης γυναίκας που δεν παραδίδεται στην πικρία, στη μοχθηρία παρόλο που την έχει γνωρίσει. Την αγάπησα σαν να την είχα γνωρίσει, σαν να ήταν ένας άνθρωπος που πραγματικά έζησε αυτά που έζησε και προσπάθησα να σταθώ πιστός και αντάξιος της. Ελπίζω να τα κατάφερα. Ποτέ δεν ξέρω».

Ελλάδα 2017. Τι σε αγχώνει και τι σε κάνει να ελπίζεις;

«Οι κρατικές δομές είναι φοβερά προβληματικές. Δηλαδή το κράτος γίνεται ολοένα και πιο φορομπηχτικό. Όλη αυτή η οικονομική δυσπραγία με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι όλοι από έναν υπέρογκο λογαριασμό της ΔΕΗ, είτε από εισφορές σε ένα ταμείο, σε ένα υδροκέφαλο υπερ-ταμείο που στην ουσία λειτουργεί και αυτό σαν μια δεύτερη εφορία… Αυτά είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ολοένα και περισσότερο και δραματικότερα οι ελεύθεροι επαγγελματίες  στην Ελλάδα. Είναι το μεγάλο πρόβλημα ότι κανείς δεν ασχολείται μαζί μας. Είμαστε ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Αλλά, αυτού του είδους η δυσφορία δεν επιτρέπω να μου απορροφήσει περισσότερο χρόνο από τον απολύτως απαραίτητο. Αυτόν που χρειάζεται για να εξοικονομήσω τα χρήματα που απαιτούνται για τις υποχρεώσεις μου και να ανταπεξέλθω σε αυτές. Η μεμψιμοιρία ούτως ή άλλως μόνο κακό κάνει. Δε με μεγάλωσαν μεμψίμοιροι άνθρωποι και είμαι πολύ τυχερός για αυτό. Οπότε προσπαθώ και εγώ να μην κλαίγομαι».

Και αυτό που σε κάνει να ελπίζεις;

«Η ευτυχία όπως αυτή μεταμορφώνεται με τα χρόνια είτε προσθέτεις σε αυτή με ένα ταξίδι είτε – για εμένα, η επιστέγαση της ευτυχίας θα ήταν ένα παιδί. Είναι το μόνο που απομένει που θέλω να κάνω και δεν έχω κάνει μέχρι  στιγμής. Δηλαδή η εμπειρία της πατρότητας».

Αθήνα. Τι αγαπάς και τι δεν αντέχεις στην πόλη;

«Επειδή ζω στο Κέντρο δε χρησιμοποιώ αυτοκίνητο. Αν ήμουν αναγκασμένος να χρησιμοποιήσω σε καθημερινή βάση θα ήταν το μεγάλο μου βάσανο οι συχνά κλειστοί δρόμοι, τώρα γίνεται μαραθώνιος, τώρα τρέχουν με ποδήλατα… φάε τώρα 2 ώρες για να πας και να έρθεις από τη δουλειά. Στην Αθήνα είμαι και λίγο ισόβιος τουρίστας. Επειδή γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη και ουσιαστικά εγκαταστάθηκα μόνιμα μετά από τα 20, εξακολουθώ να την αγαπώ γιατί τη βλέπω με τα μάτια του Σαλονικιού. Δεν είναι ότι τα Εξάρχεια δεν έχουνε προβλήματα. Σαφώς και έχουν και η συστηματική τους δαιμονοποίηση τα τελευταία χρόνια είναι από τα μεγαλύτερα προβλήματα.  Το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι έχουν τη χειρότερη εντύπωση ακόμη και για εμάς που μένουμε στα Εξάρχεια γιατί το να μένουμε σε αυτή την περιοχή σημαίνει ότι με κάποιο τρόπο είμαστε όλοι συμμέτοχοι στον κάδο που καίγεται. Ανοησίες… Την αγαπώ την Αθήνα. Δεν υπάρχει κάτι που να μισώ. Βλέπω την μπίχλα της, την παρακμή της, τη φθορά της που της την έχει προκαλέσει σε μεγάλο βαθμό η κρίση αλλά θεωρώ πως έχω συνηθίσει όπως συνηθίζεις τις ατέλειες στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που αγαπάς. Από τη στιγμή που τον αγαπάς παύεις μετά από λίγο να προσέχεις τις ρυτίδες. Το ότι είναι λίγο στραβοχυμένος να το πω έτσι».

Και μιας κι ανάφερες τις ρυτίδες, ο χρόνος, η φθορά είναι κάτι που σε απασχολεί;

«Τον αντιλαμβάνομαι όπως όλοι. Δε μου γεννά μεταφυσικές αγωνίες. Ξέρω ότι ο χρόνος που μου αναλογεί να ζήσω είναι αστάθμητος, ότι τίποτα δε μου εγγυάται ότι θα είναι τόσα χρόνια και όχι λιγότερα ή περισσότερα και ακριβώς επειδή είναι κάτι που δε μπορώ να γνωρίζω στο ίδιο επίπεδο, εφάμιλλο ας το πούμε με την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του Θεού, δεν ξοδεύω χρόνο στο να στοχάζομαι γύρω από το χρόνο».

Τα επόμενα σχέδια σου;

«Γράφω πάρα πολύ απλώς πετάω, κρατάω στο συρτάρι πάρα πολλά. Δηλαδή, η “ΡΕΝΑ” είναι ένα από τα πέντε βιβλία που έχω γράψει τα τελευταία δυο χρόνια. Τα άλλα τέσσερα δεν ικανοποίησαν εμένα και τον Τάσο που είναι ο πρώτος και πολλές φορές ο τελευταίος αναγνώστης τους. Κρίναμε ότι δεν έχει νόημα να εκδοθούν. Τώρα, αυτή την περίοδο δουλεύω πάνω σε ένα παλιό βιβλίο, του αλλάζω τα φώτα βασικά, το ξανά γράφω γιατί για εμένα δεν έχει νόημα αλλιώς. Ένα βιβλίο ακόμα κι αν έχεις περάσει την ταλαιπωρία να το γράψεις, αν δε σε ικανοποιεί σε πολλά σημεία, η μόνη λύση αν θέλεις το βιβλίο αυτό, είναι να το ξανά γράψεις. Ευτυχώς δεν έχω κάποιο άλλο συγγραφικό project. Τελείωσα κάποια στιγμή, το Φλεβάρη, ένα πολύ μεγάλο βιβλίο που το έγραφα γύρω στους 4 μήνες και ξεπέρασε τις 100.000 λέξεις που για εμένα δεν είναι κάτι συνηθισμένο ιδίως τα τελευταία χρόνια που έχω φωλιάσει μέσα σε αυτή τη φόρμα των 40.000 – 50.000 λέξεων. Σε μικρά μυθιστορήματα που μπορώ να ελέγχω το αφηγηματικό τους υλικό, τους χαρακτήρες τους. Αλλά το τελευταίο βιβλίο που έγραψα ήταν θηριώδες και εκτός ότι με κούρασε προφανώς με χόρτασε αρκετά ώστε να μην έχω καταπιαστεί με κάτι άλλο. Έχω διάφορες ιδέες όποια είναι πιο ενδιαφέρουσα αυτή θα επιβιώσει και πιθανός να γίνει βιβλίο».

Μετά από τόσα χρόνια έχεις το άγχος όταν καταθέτεις μια πρόταση σε έναν εκδότη ποια θα είναι η απόφαση;

«Καμία απολύτως. Έχω την πολυτέλεια οι εκδότες να με εμπιστεύονται και από τη στιγμή που και εγώ πιστεύω σε ένα βιβλίο, η Άννα Πατάκη που είναι η εκδότρια μου, να το στηρίζει από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή. Ας πούμε η “ΡΕΝΑ” είχε γραφτεί πριν το “ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΡΕΛΑΣ”, αλλά ακριβώς επειδή το “ΧΡΟΝΙΚΟ” γράφτηκε απρόσμενα και ήξερα πως αν δεν το εξέδιδα άμεσα δε θα τολμούσα να το εκδώσω ποτέ, η Άννα στήριξε αυτή την απόφαση ακόμα κι αν σήμαινε περισσότερη δουλειά για όλους μέσα στο Καλοκαίρι πέρυσι. Οπότε αυτή την αγωνία δεν την έχω».

Και θέλω να κλείσουμε τη συνάντηση μας με μια αγαπημένη σου φράση.

«Είναι μια από τις προμετωπίδες που έχω χρησιμοποιήσει παρόλο που δεν έχω ιδιαίτερη θεωρητική σκευή φιλοσοφίας υπάρχουν κάποιοι φιλόσοφοι τους οποίους αγαπώ γιατί πιθανός τους καταλαβαίνω. Ένας από αυτούς είναι ο Νανουρής Σωράν, Τσουράν στα Ρουμάνικα, Ρουμάνος ο οποίος έζησε και έγραψε στη Γαλλία. Ο Σωράν έγραφε αφορισμούς, ως επί το πλείστον μικρές ρήσεις φιλοσοφικού χαρακτήρα και μια από αυτές ανοίγει το βιβλίο της Κατερίνας και είναι από τα μότο της ζωής μου “Ζούμε στον πάτο μιας κόλασης όπου κάθε στιγμή είναι και ένα θαύμα”. Νομίζω περιγράφει ιδανικά την ανθρώπινη κατάσταση με αυτή την αντίφαση του».

Η συνέντευξη τελείωσε. Ο Αύγουστος έφυγε βιαστικά. Οι υποχρεώσεις πολλές. Έμεινα αρκετή ώρα στο καφέ προσπαθώντας να βγάλω το συμπέρασμα αυτής της συνάντησης. Όσα γνώριζα. Όσα έμαθα σήμερα. Ο θαυμασμός μου μεγαλύτερος και όχι μόνο για την πορεία του αλλά και για όσα έχει καταφέρει στη ζωή του με δουλειά, θάρρος, αφοσίωση, επιμονή. Αύγουστε σε ευχαριστώ!



*Πρώτη δημοσίευση στις 04.06.2017 στο museekart.com και στη στήλη Συναντήσεις στη πόλη.


*

*Η συνέντευξη που μου παραχώρησε ο συγγραφέας Αύγουστος Κορτώ δημοσιεύτηκε στο museekart.com στις 04.06.2017


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις