Πάντα υπάρχει δρόμος (διήγημα)

 

Πάντα υπάρχει δρόμος, Χάρης Γαντζούδης

image

Το άδειο διαμέρισμα στο Κέντρο της Αθήνας, άρχισε σιγά σιγά να μοιάζει με το σπίτι που πάντα ονειρεύονταν ο Παντελής και η Δήμητρα. Τα περισσότερα πράγματα είχαν πάρει τη θέση τους στο χώρο. Μόνο τα βιβλία παρέμειναν ακόμη στις κούτες τους.

«Δεν έχω άλλο κουράγιο» είπε η Δήμητρα και βούλιαξε στον καναπέ.

«Θα τα τακτοποιήσω εγώ. Εσύ πήγαινε να ξεκουραστείς» της είπε ο Παντελής και αφού της έδωσε ένα φιλί την οδήγησε ως την κρεβατοκάμαρα.

           Όταν έμεινε μόνος στο σαλόνι έβαλε μια απαλή μουσική να παίζει χαμηλά και άρχισε να ανοίγει μια μια τις κούτες μπροστά από την άδεια βιβλιοθήκη. Από “Το Υπόγειο” του Ντοστογιέφσκι έπεσε στο πάτωμα μια φωτογραφία. Ο Παντελής την πήρε στα χέρια του και παραμερίζοντας με το πόδι του τις κούτες έφτασε ως τον καναπέ.

Αύγουστος του 2014 στο λιμάνι της Σκάλας στο Αγκίστρι. Ο Παντελής είχε κατέβει από το καράβι ΑΧΑΙΟΣ που εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Αίγινα – Αγκίστρι με τη ζωή του τσακισμένη και με τη θλίψη να έχει στερέψει κάθε πηγή αισιοδοξίας. Μόλις είχε απολυθεί, η μακροχρόνια σχέση του με την Έλλη είχε φτάσει σε αδιέξοδο και οι γονείς του το είχαν πάρει πια απόφαση πως δεν είχαν κάτι ευχάριστο να περιμένουν από εκείνον.

Οι τουρίστες είχαν κατακλύσει το λιμάνι. Οι ιδιοκτήτες των τουριστικών μαγαζιών τους περίμεναν με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη. Ο Παντελής με δυσκολία κατάφερε να κυλήσει ανάμεσα τους και τελικά να πάρει το δρόμο για το ξενοδοχείο του.

Εκεί έμεινε πολλές ώρες προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τα δεδομένα της ζωής του. Μα κάθε του προσπάθεια την τσάκιζε στο τέλος η απογοήτευση. Ό,τι είχε ζήσει μέχρι τα τριάντα πέντε χρόνια έμοιαζαν νεκρά φύλλα στο πάτωμα που όμως τώρα είχαν σχηματίσει ένα βουνό μπροστά του που εκείνος ένιωθε ανήμπορος να το ανέβει. Το σώμα του πονούσε. Η ψυχή του λαχανιασμένη από τον πανικό είχε χάσει κάθε ελπίδα. Παραιτήθηκε.

Βγήκε στο δρόμο. Περπάτησε από το λιμάνι της Σκάλας μέχρι το Μεγαλοχώρι και ξανά πίσω. Προσπαθούσε να πιαστεί από τις εικόνες γύρω του για να ξεχάσει λίγο τον πανικό του μα ούτε τα γέλια των τουριστών, ούτε η μουσική από τα μαγαζιά κατάφεραν να τον βγάλουν από τον μικρόκοσμο του.

Πήρε ξανά το δρόμο για το ξενοδοχείο. Λίγο πριν μπει στην τελική ευθεία άκουσε δυο νεαρές κοπέλες να ρωτούν έναν κάτοικο του νησιού για το πώς θα πήγαιναν στη Χαλκιάδα. Ο Παντελής στάθηκε λίγο και προσποιούμενος ότι χαζεύει τα αναμνηστικά άκουγε προσεκτικά τις οδηγίες του ηλικιωμένου άνδρα. Είχε διαβάσει για αυτή την παραλία στο διαδίκτυο, όταν έψαχνε να βρει τον προορισμό που θα τον βοηθούσε να βρει ξανά τον εαυτό του.

Δέκα λεπτά αργότερα είχε αφήσει πίσω του τη Χώρα και περπατούσε στο μικρό μονοπάτι που οδηγούσε στην παραλία. Το δάσος με τα ψηλά πεύκα ήταν γεμάτο σκηνές. Στα αφτιά του έφταναν τραγούδια και φωνές από τις παρέες που είχαν αράξει στις δροσερές γωνιές του.

Όταν τελείωσε το μονοπάτι, βρέθηκε μπροστά σε ένα γκρεμό. Για να φτάσει στην παραλία έπρεπε να κατέβει τα βράχια. Έφτασε στην άκρη και έριξε μια ματιά κάτω. Η παραλία ήταν και αυτή γεμάτη σκηνές ενώ κάθε τόσο τουρίστες ανέβαιναν και κατέβαιναν τα βράχια σαν να διέσχιζαν τη μεγαλύτερη λεωφόρο. Αδιέξοδο, σκέφτηκε ο Παντελής και έμεινε στην άκρη του γκρεμού να κοιτάζει τη θέα.

Το απαλό αεράκι που φυσούσε έφερνε στο μυαλό τα λάθη του, τον άδικο τρόπο που σπατάλησε τις στιγμές του και τώρα… αδιέξοδο. Στην καρδιά του δεν υπήρχε τίποτα, στην  ψυχή του μόνο πανικός. Όσα πίστεψε έγιναν ένα τεράστιο ΤΙΠΟΤΑ, που σαν φίδι είχε τυλίξει το σώμα του και το κρατούσε δεμένο στο σημείο μηδέν. Άνοιξε τα χέρια του και σήκωσε το δεξί του πόδι από το έδαφος μα η φωνή που ακούστηκε πίσω του δεν το άφησε να ολοκληρώσει το βήμα του.

«Πάντα υπάρχει δρόμος». Ο Παντελής γύρισε και είδε έναν άγνωστο άνδρα γύρω στα εξήντα, να τον κοιτάζει. «Μην το κάνεις, σίγουρα υπάρχει κι άλλος δρόμος» επανέλαβε πιο μαλακά αυτή τη φορά ο άγνωστος άνδρας χωρίς να πάρει στιγμή τα μάτια του από το πρόσωπο του Παντελή.

«Κι όμως, έρχεται μια στιγμή που υπάρχει μόνο αδιέξοδο» είπε ο Παντελής και γύρισε ξανά την πλάτη του στον άγνωστο άνδρα.

«Μόνο αν εσύ ο ίδιος το επιτρέψεις. Εμείς επιλέγουμε τι θέλουμε να βλέπουμε. Αν βλέπεις μόνο αδιέξοδο είναι γιατί εσύ το έχεις επιλέξει». Ο Παντελής για μερικά λεπτά έμεινε σιωπηλός. Νοερά, διάβαζε στο μυαλό του μια – μια τις λέξεις του άγνωστου άνδρα. Όταν ο θυμός πλημμύρισε το σώμα του και γύρισε προς το μέρος του να τον αντικρούσει με τα επιχειρήματα του, δεν υπήρχε κανείς. Ο Παντελής έψαξε για μερικά λεπτά στις γύρω σκηνές μα σε καμιά παρέα δεν εντόπισε τον άγνωστο άνδρα. Γύρισε στο ξενοδοχείο χωρίς να μπορεί να δώσει μια εξήγηση για αυτό που είχε ζήσει.

           Το επόμενο πρωί επιβιβάστηκε στο καράβι της επιστροφής. Κάθισε στο σχεδόν άδειο σαλόνι και άνοιξε τον υπολογιστή του. Στα εισερχόμενα μηνύματα είδε το όνομα ενός παλιού συνεργάτη του ο οποίος τον καλούσε να δουλέψει στη νεοσύστατη εταιρεία του. Μετά από μέρες ένα μικρό χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του στο πρόσωπο του.

«Συγγνώμη, μπορώ να έχω τον αναπτήρα σας για ένα λεπτό;». Ο Παντελής σήκωσε το βλέμμα του και είδε μια μικροκαμωμένη κοπέλα να του χαμογελά.

«Παρακαλώ» της είπε Παντελής και έτεινε το χέρι του με τον αναπτήρα προς το μέρος της. Η κοπέλα πήρε τον αναπτήρα και κατευθύνθηκε προς το κατάστρωμα. Λίγα λεπτά αργότερα επέστρεψε.

«Σε ευχαριστώ, Δήμητρα»

«Παντελής, χάρηκα».

Πάντα υπάρχει δρόμος, ξεπήδησαν από το πουθενά τα λόγια του άγνωστου άνδρα στο μυαλό του καθώς έκλεινε στην παλάμη του το λεπτό χέρι της Δήμητρας.

           «Πάντα υπάρχει δρόμος» ψέλλισε ο Παντελής και έκλεισε τη φωτογραφία ξανά μέσα στο βιβλίο.



*Πρώτη δημοσίευση στις 16.05.2017 στο Ανεμολόγιο (https://anemologio.tumblr.com)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις