Συναντήσεις στη πόλη: Χρήστος Δασκαλάκης



«Ξεκίνησα να γράφω γιατί είχα ανάγκη για φίλους, για συντροφιά, για παρηγοριά» 


Δευτέρα, 13 Μαρτίου. Ένα υπέροχο πρωινό σε ένα μικρό καφέ στην Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια. Αυτή τη φορά δεν είχα καθόλου άγχος κι ούτε μπήκα στη λογική της συνέντευξης. Ήξερα πως από την πρώτη στιγμή που θα βρεθούμε με τον Χρήστο Δασκαλάκη τα πράγματα θα κυλήσουν από μόνα τους.

Τον Χρήστο Δασκαλάκη τον γνώρισα το 2014. Αρχικά μέσα από τη δουλειά του. Τα ποιήματα που ανέβαζε κατά καιρούς στις σελίδες του αλλά και τα άρθρα του σε διάφορα site λογοτεχνικού περιεχομένου με έκαναν να θέλω να τον γνωρίσω.

Λίγο αργότερα του ζήτησα μια συνέντευξη για το Λογοτεχνικό Ταξίδι, ένα ηλεκτρονικό περιοδικό που είχα δημιουργήσει με θέμα το βιβλίο και τους συγγραφείς. Ο Χρήστος με χαρά στήριξε εκείνη την προσπάθεια αλλά και όσες άλλες φορές του ζήτησα τη βοήθεια του πάντα ήταν εκεί.

Όλα αυτά τα χρόνια χανόμαστε για μεγάλα χρονικά διαστήματα μα πάντα όταν βρισκόμαστε είναι σαν να ξεκινάμε την κουβέντα από εκεί που την είχαμε αφήσει την τελευταία φορά.

Όταν κλείσαμε το ραντεβού για τη συνέντευξη ήμουν σίγουρος πως θα μου ζητήσει να βρεθούμε στα Εξάρχεια. Ξέρω ότι αγαπά πολύ αυτή την περιοχή μα δε θυμάμαι να τον έχω ρωτήσει ποτέ για ποιο λόγο. Με το που κάτσαμε λοιπόν ο ένας απέναντι από τον άλλο το πρώτο πράγμα που τον ρώτησα ήταν γιατί επέλεξε για ακόμη μια φορά τα Εξάρχεια…

«Διάλεξα αυτό το σημείο της πόλης για να συναντηθούμε γιατί εδώ νιώθω σαν το σπίτι μου. Αγαπώ τα Εξάρχεια, το ίδιο όπως αγαπώ και το νησί μου, την Ύδρα. Οτιδήποτε μου προσφέρει «στέγη», το σέβομαι και νιώθω ευγνωμοσύνη. Εδώ είναι τα καφέ που αγαπώ να συχνάζω, εδώ είναι οι εκδοτικοί οίκοι που έχουν εκδώσει τα βιβλία μου, εδώ είναι τα σινεμά που μου προσφέρουν καταφύγιο στις ιστορίες τους».

Πώς είναι ένα παιδί να μεγαλώνει σε ένα μικρό νησί;

«Ένα νησί μικρό, άγνωστο σε εμένα αρχικά, μιας και μεταφέρθηκα εκεί στην ηλικία των έξι ετών, δύσκολη η προσαρμογή, μεγάλη η μοναξιά, λίγες οι εναλλακτικές. Κυρίως θυμάμαι τα ξαδέλφια μου και τον πρώτο μας σκύλο που μεγαλώσαμε μαζί για περίπου 10 χρόνια. Δύσκολη περίοδος, είχα όμως καλούς συμμάχους και από τον «πόλεμο» αυτό βγήκα νικητής. Αυτό έχει σημασία».

Η οικογένεια σου;

«Στην πραγματικότητα μεγάλωσα με δύο οικογένειες. Μία έως την ηλικία των έξι ετών, και μία, την πραγματική μου, από την ηλικία των έξι και ύστερα. Αυτός ήταν και ο λόγος που τα πράγματα για εμένα ήταν λίγο δύσκολα. Στο παρόν, η οικογένεια μου είναι το πιο σημαντικό απόκτημα μου. Κάποια στιγμή οι πληγές κλείνουν και μένει μόνο η αγάπη και ο σεβασμός. Αυτό είναι τελικά που με ενδιαφέρει, αυτό είναι που έχει  σημασία στη ζωή μου».

Θυμάσαι μια φράση που σου είπαν και δεν θα ξεχάσεις ποτέ ;

«Θυμάμαι ανθρώπους να μου μιλούν, θυμάμαι τα νοήματα, δεν θυμάμαι όμως κάτι συγκεκριμένο να σου πω. Μοιάζουν όλα σαν όνειρο. Θυμάμαι πρόσωπα «ιερά» για εμένα, να μου δίνουν συμβουλές, να μου κάνουν παρέα, να προσπαθούν να καλύψουν τα  συναισθηματικά κενά που ήξεραν ότι είχα. Άνθρωποι με αρετές, με σοφία, άνθρωποι που δεν είναι πια στη ζωή αλλά νιώθω το βλέμμα τους πάνω μου να με προστατεύει».  

 Και η συγγραφή πως προέκυψε;

«Ξεκίνησα να γράφω γιατί αυτό ήταν το μοναδικό πράγμα που ανακάλυψα ότι με κάνει χαρούμενο, ζώντας και μεγαλώνοντας χωρίς αδέλφια σε ένα μικρό και μοναχικό νησί. Δεν είχαμε σινεμά, δεν είχαμε μουσεία, δεν είχαμε πολιτιστικούς φορείς. Ο καθένας μας προσπαθούσε να επινοήσει τρόπους να εκφράσει τη δημιουργικότητα του. Ξεκίνησα να γράφω γιατί είχα ανάγκη για φίλους, για συντροφιά, για παρηγοριά».

Θυμάσαι κάποιο βιβλίο που να διάβασες τότε και να σε επηρέασε;

«Η Καλύβα του Μπαρμπά Θωμά! Το διάβασα ένα καλοκαίρι σε ηλικία περίπου 13 ετών. Το διάβασα όμως προσφάτως ξανά για να θυμηθώ κάτι από τα χαμένα χρόνια της αθωότητας…».

Και τα χρόνια πέρασαν και το 2012 κυκλοφόρησε το πρώτο σου βιβλίο «Η στιγμή που θα φεύγω», από τις εκδόσεις Στοχαστής. Πώς ένιωσες;

«Ότι ζούσα σε ένα όνειρο. Θυμάμαι ότι δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν το δικό μου όνομα γραμμένο στο εξώφυλλο του… Συνεχίζω όμως, σε κάθε βιβλίο, να νιώθω την ίδια αγωνία και τον ίδιο ενθουσιασμό».


Το 2013 κυκλοφόρησε από τις ίδιες εκδόσεις και η ποιητική σου συλλογή «Χιλιόμετρα» αλλά δυο χρόνια μετά από την ποίηση βρέθηκες στον κόσμο των παιδιών μέσα από το παραμύθι σου «Ο Νικολύκος στη μακρινή Ντουλαποχώρα», μια ιστορία για τη διαφορετικότητα. Τι αποκόμισες από την επαφή σου με τα παιδιά;

«Ότι αξίζει να παλεύεις να μείνεις πιστός στις αρχές και τις αξίες σου. Τα παιδιά είναι ο καλύτερος και πιο αυστηρός κριτής για να καταλάβεις αν έχεις χάσει το δρόμο σου ή αν ακόμα κρατάς καλά προφυλαγμένο τον αθώο εκείνο παιδικό εαυτό σου».

Η ώρα περνάει. Αφήνουμε πίσω μας το μικρό καφέ και περπατάμε στην Καλλιδρομίου. Προορισμός μας οι εκδόσεις Λέμβος από τις οποίες κυκλοφορεί το συλλογικό έργο «9 ώρες στα Εξάρχεια». Στη διαδρομή ο Χρήστος μου μιλά για τη συμμετοχή του σε αυτό το συλλογικό έργο.

«Το τελευταίο μου βιβλίο, το συλλογικό «9 ώρες στα Εξάρχεια» με βοήθησε να εκφράσω την άποψη μου σχετικά με τα όσα σιωπηλά βιώνουν άνθρωποι με ξεχωριστές ιδιαιτερότητες. Αυτή η συλλογική δουλειά εννέα διαφορετικών συγγραφέων, είναι η απόδειξη ότι πρέπει να συνεχίσουμε να πιστεύουμε στη δύναμη της ενότητας, της θετικής σκέψης, της αλληλεγγύης. Το προσωπικό μου διήγημα «Το αγόρι που έλεγε Ναι» είναι ο δικός μου τρόπος να μιλήσω ξανά για τα στερεότυπα, για τη διαφορετικότητα, για τη σημασία του να μην χαρακτηρίσουμε τους ανθρώπους από το περιτύλιγμα τους…».

Μπαίνουμε στις εκδόσεις. Ο χώρος ζεστός, φιλικός όπως και οι άνθρωποι που τον δημιούργησαν. Καθόμαστε σε ένα μεγάλο τραπέζι. Μπροστά μας αντίτυπα της συλλογής διηγημάτων αλλά και τα υπόλοιπα βιβλία του Χρήστου. Τα κοιτάζω και αναρωτιέμαι σε ποιο από αυτά αναζητά πιο συχνά καταφύγιο…

«Νομίζω είναι η τελευταία ποιητική συλλογή μου με τίτλο ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ. Είναι για έμενα κάτι σαν «λυτρωτικό καταφύγιο». Και συγκινούμαι όταν λαμβάνω μηνύματα από ανθρώπους που δεν γνωρίζω, γράφοντας μου ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ειδικά από ανθρώπους που δεν είχαν συνηθίσει να διαβάζουν ποίηση επειδή θεωρούσαν ότι δεν μπορούν να την «καταλάβουν». Αυτό είναι μαγικό, πραγματικά! Είναι ευλογία να ξέρεις ότι κάποιοι άνθρωποι μπορούν να βρουν καταφύγιο στις λέξεις σου και να ταυτιστούν».

Τι προσπαθείς να πετύχεις μέσα από τα βιβλία σου;

«Να ταξιδέψω και εγώ μαζί με τους αναγνώστες σε ένα κόσμο αληθινό, τρυφερό, ανθρώπινο. Όλα μου τα βιβλία, είτε είναι ποίηση, παραμύθι ή διήγημα, έχουν βασιστεί σε αληθινές «ιστορίες», σε προσωπικά βιώματα. Αυτό μου δίνει την ευκαιρία να μπορέσω με ειλικρίνεια να μιλήσω για όλα εκείνα που υπάρχουν ανάμεσα μας και μας σκιάζουν. Για το φόβο, τη μοναξιά, τη διαφορετικότητα, την ανθρωπιά, τη δύναμη της αλληλεγγύης». 

Κι αν είχες τη δυνατότητα να επιλέξεις ένα από τα βιβλία σου να μεταφραστεί και να κυκλοφορήσει σε όλο τον κόσμο ποιο θα ήταν αυτό;

«Αν αυτό εξαρτιόταν  από εμένα, τότε σίγουρα τα “Χιλιόμετρα”, από τις Εκδόσεις Στοχαστή. Και αυτό γιατί έχει καταφέρει να αγγίξει πολλούς ανθρώπους και συνεχίζει να ανακαλύπτεται και να αγαπιέται για την απλότητα και την αλήθεια του».

Το μεγαλύτερο λογοτεχνικό σου όνειρο;

«Να μπορέσω μέσα στα  χρόνια, και μετά από αρκετά βιβλία και εμπειρίες, να βρεθώ στη θέση να βοηθήσω τα νέα παιδιά που αγαπούν τη συγγραφή, να ακολουθήσουν το όνειρό τους. Να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μια ομάδα που στόχο θα έχει να βοηθήσει να ακουστούν οι καινούριες φωνές, οι άνθρωποι με όραμα, τα παιδιά που δεν έχουν γνωριμίες και δυσκολεύονται να βρουν μια ευκαιρία.  Θα ήθελα να προσφέρω όσα εγώ χρειαζόμουν αλλά δεν είχα στο δικό μου ξεκίνημα…».

Αφήνω λίγο στην άκρη τα επαγγελματικά και τον ρωτώ πώς περνά τον ελεύθερο χρόνο του…

«Όταν δεν γράφω προτιμώ να βλέπω μια ταινία στο σινεμά, να περπατώ και να φωτογραφίζω  την πόλη, να γράφω όμορφα αφιερώματα για τα βιβλία που αγαπώ στις στήλες μου. Κυρίως όμως αγαπώ να βρίσκομαι με τους φίλους μου, να παίζουμε επιτραπέζια, να συζητάμε για την καθημερινότητα μας, να κάνουμε πλάνα για το επόμενο ταξίδι μας στην Ύδρα…».

Και η ζωή στην Αθήνα;

«Έχω την τύχη να περνάω τους χειμώνες μου στην Αθήνα και τα καλοκαίρια μου στην Ύδρα, λόγω της δουλείας μου. Έτσι, τους χειμώνες περιπλανιέμαι  στις γειτονιές των Εξαρχείων όπου μένω, κάνοντας όλα αυτά που η πόλη μπορεί να μου προσφέρει. Το καλοκαίρι, ετοιμάζω βαλίτσα και βρίσκομαι κοντά σε αυτό που η μεγάλη πόλη δυσκολεύεται να μου προσφέρει, τη θάλασσα. Και κάπου ανάμεσα, γράφω, διαβάζω, ονειρεύομαι, δημιουργώ, πλημμυρισμένος από εικόνες και όμορφες εμπειρίες».

Τα επόμενα σχέδια σου;

«Αυτήν την περίοδο ετοιμάζω το καινούριο μου παραμύθι και ίσως και μια  τρίτη  ποιητική συλλογή. Δεν ξέρω τι θα έρθει πρώτο, αλλά σίγουρα θα ετοιμαστεί με πολύ αγάπη και χωρίς καθόλου βιασύνη. Και επίσης, συντροφιά με τρεις αγαπημένους συγγραφείς από τις «9 ΏΡΕΣ», ετοιμάζουμε μια όμορφη παρουσίαση στον Ιανό της Αθήνας, στις οκτώ Μαΐου. Μια παρουσίαση διαφορετική, φρέσκια, σαν μια γνωριμία μεταξύ φίλων. Σε περιμένουμε εννοείται…».

Κλείνοντας, θα ήθελα να ευχηθείς κάτι στους αναγνώστες μας…

«Να χαμογελούν, να ονειρεύονται και να  συνεχίσουν να διαβάζουν και να στηρίζουν τους  Έλληνες και τους νέους δημιουργούς. Χρειαζόμαστε τους αναγνώστες ώστε να μας δίνουν τη δύναμη να συνεχίσουμε να  δημιουργούμε και να τους προσφέρουμε με τη σειρά μας όμορφες ιστορίες. Η συνέχεια των δικών μας ονείρων είναι καθαρά στα δικά τους χέρια. Γι’ αυτό και τους οφείλουμε ένα τεράστιο ευχαριστώ!».



*Πρώτη δημοσίευση στις 08.04.2017 στο museekart.com και στη στήλη Συναντήσεις στη πόλη. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις