Συναντήσεις στη πόλη: Γεράσιμος Ευαγγελάτος

 



«Το ότι δεν έχουμε έναν ξεκάθαρο ορίζοντα μπροστά μας δεν πρέπει να μας κάνει να σταματήσουμε να κοιτάζουμε μπροστά» 


Τετάρτη, 5 Απριλίου και βρίσκομαι στο Γκάζι και πιο συγκεκριμένα στο ΚΕΡΑΜΕΙΟ ένα υπέροχο καφέ, ζεστό και φιλόξενο με εξαιρετική μουσική και διακόσμηση. Η ώρα είναι 16:40 και είμαι χαρούμενος γιατί σε λίγο θα έχω απέναντι μου τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο.

Ομολογώ πως πριν μπω στη διαδικασία να μαζέψω το υλικό για τη συνέντευξη δεν ήξερα πολλά πράγματα για εκείνον. Γνώριζα όμως και θαύμαζα απεριόριστα το ταλέντο και τους υπέροχους στίχους του. Λόγια τραγουδισμένα από τη Νατάσα Μποφίλιου, την Τάνια Τσανακλίδου, την Ελεωνόρα Ζουγανέλη, την Γιώτα Νέγκα, την Άννα Βίσση…

Τραγούδια όπως το “Εν λευκώ”, “Σε έχω βρει και σε χάνω”, “Συνέχεια στα όρια”, “Επιζώντες”, “Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει”, ”“Συνέντευξη” είναι μερικά από τα πιο αγαπημένα μου.

16:45 ο Γεράσιμος μου στέλνει μήνυμα ότι θα αργήσει λίγο. Κοιτάζω ξανά τις ερωτήσεις. Σβήνω τις περισσότερες. Κάτι μου λέει πως ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος θα είναι εξαιρετικός συνομιλητής και έτσι οι τυπικές ερωτήσεις δε θα έχουν θέση στη συζήτηση μας.

17:10  ο Γεράσιμος Περνά την είσοδο του καφέ.

«Συγγνώμη για την καθυστέρηση αλλά τρέχω από πρόβα στον Πειραιά», μου λέει και περνάμε στον υπέροχο κήπο του μαγαζιού όπου έχει περισσότερη ησυχία.

Ακολουθούν τα λίγα, αλλά “μαρτυρικά” λεπτά των φωτογραφιών που μάλλον ο Γεράσιμος δεν συμπαθεί.

 Έρχεσαι από πρόβες, τι ετοιμάζεις;

«Έρχομαι από τις πρόβες για την Evita των Tim Rice και Andrew Lloyd Webber.  Θα παιχτεί στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά από τις 3 Μαΐου,  σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαλισσόβα   με την Νάντια Μπουλέ, τον  Αιμιλιανό Σταματάκη και μια ομάδα νέων πολύ ταλαντούχων παιδιών. Είναι εξαιρετικές οι ικανότητες τους και στο τραγούδι και στο χορό. Είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο και απαιτητικό μιούζικαλ  αυτό έτσι και αλλιώς. Είναι γραμμένο στα όρια των φωνών και ταυτόχρονα πρέπει να χορεύουν και να τραγουδάνε και να κάνουνε “παπάδες”… Οπότε ανυπομονώ  πάρα πολύ για αυτό. Είναι και ένα έργο που εγώ το αγαπώ πολύ έτσι και αλλιώς και ανυπομονώ να το δω στη σκηνή».

Και πΏς είναι αυτή η εμπειρία;

«Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι αρκετά συστηματικά με τη μετάφραση. Το μιούζικαλ είναι και ένα είδος που τα αγαπώ έτσι κι αλλιώς πάρα πολύ οπότε το ευχαριστιέμαι και πολύ.  Είναι δηλαδή μεγάλη η χαρά μου κάθε φορά που καταπιάνομαι με κάτι τέτοιο. Τα τελευταία χρόνια λοιπόν, έχω κάνει αρκετά μιούζικαλ. Αυτό πρέπει να είναι το έκτο ή έβδομο που κάνω την τελευταία τριετία και πραγματικά το χαίρομαι πολύ».

Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια το 2004 μετά από παρότρυνση του καλού του φίλου Κώστα Τσίρκα. Από τότε έχουν περάσει δεκατρία χρόνια και αναρωτιέμαι πόσα τραγούδια να έχει γράψει και αν γυρνά στο παρελθόν και ακούει τις δουλειές του…

«Όχι δε γυρνάω πίσω και δεν τα μετράω κιόλας. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό πρέπει να είναι γύρω στα εκατό τραγούδια. Κύριος όγκος βέβαια των τραγουδιών  - οπότε εύκολα μπορώ να τα υπολογίσω – είναι οι δίσκοι  με τη Νατάσα Μποφίλιου».

Και σε ποιο από αυτά τα τραγούδια βρίσκουμε περισσότερο τον Γεράσιμο;

«Φαντάζομαι σε όλα. Εκτός αν είναι μερικά που μου έχει έρθει μια ιδέα και φτιάξω μια ωραία ιστορία ή κάτι τέτοιο. Κομμάτια του εαυτού μου πάντως βρίσκονται σε όλα τα τραγούδια».

Μπορεί ένας δημιουργός να αφήσει τον εαυτό του έξω από αυτό;

«Βεβαίως, όταν του κάνουν μια ανάθεση. Για παράδειγμα, αυτό που κάνω εγώ στο θέατρο, στα μιούζικαλ, χρησιμοποιώ όλη την τεχνική και το όποιο ταλέντο έχω ως στιχουργός, χωρίς να βάζω δικά μου κομμάτια μέσα. Για αυτό ίσως  με ξεκουράζει και  πάρα πολύ ή όταν πρέπει να γράψω κάτι συγκεκριμένο για έναν τραγουδιστή ας πούμε , αν χρειάζεται ένα συγκεκριμένο τραγούδι… Ναι πολλές φορές μπορείς να πάρεις αποστάσεις».

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο «μου γίνεται  ανάθεση να γράψω κάτι συγκεκριμένο» και στο «έχω πλήρη ελευθερία στο τι θα γράψω»;

«Στην ανάθεση συνήθως πρέπει να υπολογίσεις κάποιες διαφορετικές παραμέτρους. Δηλαδή, πρέπει να σκεφτείς ποιος είναι ο άνθρωπος για τον οποίο πρέπει να γράψεις, ποια είναι η πορεία του μέσα στο χώρο, ποια είναι η αισθητική του, ποιος είναι ο συνθέτης με τον οποίο πρέπει να συνεργαστείς, τι πρέπει να εξυπηρετήσει αυτός ο δίσκος δηλαδή ποια είναι η ανάγκη του. Στην περίπτωση του τελείως προσωπικού, δηλαδή της προσωπικής κατάθεσης κλείνεις απέξω το κοινό, τον κόσμο και τον ερμηνευτή και απλώς αποφασίζεις να αποτυπώσεις κάτι δικό σου».

Στην περίπτωση της ανάθεσης δε χάνεις λίγο την “αθωότητα” σου;

«Κοίταξε, εγώ φροντίζω να διατηρώ την αθωότητα μου γενικότερα σε οτιδήποτε κι αν κάνω. Δηλαδή, το να πρέπει κάποια στιγμή να πειθαρχήσω κάπου   και να γράψω σύμφωνα με κάποια δεδομένα δε σημαίνει ότι χάνω την αθωότητα. Ίσα ίσα, σημαίνει ότι είναι μια δουλειά η οποία έχει τους δικούς της νόμους και τους δικούς της κανόνες. Από τη στιγμή που η δουλειά μου είναι και ο βιοπορισμός μου. Κάποιες στιγμές μπορεί να έχει χρειαστεί να γράψω κάτι που δεν είμαι 100% εγώ. Πάντα όμως φροντίζω να υπάρχουν κομμάτια που με γοητεύουν σε οτιδήποτε και να κάνω. Το θέατρο ας πούμε – ξαναγυρίζω σε αυτό, είναι μια τέτοια περίπτωση. Είναι κάτι που δεν είναι μια δική μου προσωπική κατάθεση αλλά είναι ένας κόσμος στον οποίο περνάω υπέροχα όταν είμαι κομμάτι του».

Βιοπορισμός… Μπορεί ένας άνθρωπος που γράφει να ζει μέσα από αυτό στην Ελλάδα;

«Πολύ δύσκολα και θα πρέπει οι ανάγκες του να είναι στο μίνιμουμ, θα πρέπει να αποφασίσει ότι δε θα γίνει ποτέ πλούσιος, ότι δε θα ζήσει ποτέ τη μεγάλη ζωή, δε θα ζήσει καν άνετα. Εμένα μεγάλη μου φιλοδοξία είναι να μην έχω το άγχος της επόμενης μέρας, να μη χρωστάω λεφτά πουθενά, να μπορώ να φάω, να ντυθώ και να μη νιώθω τη μελαγχολία που δεν έχω τα προς το ζην. Προς το παρόν είμαι τυχερός και ευγνώμων που είμαι τυχερός, γιατί αναγνωρίζω ότι δεν είναι κάτι πάρα πολύ εύκολο να συμβεί  να μπορείς να ζεις κάνοντας κάτι που αγαπάς».

Μεγάλη ευλογία αυτό που λες…

«Για εμένα είναι τεράστια τύχη. Είναι η τύχη για την οποία  ευγνωμονώ τον εαυτό μου και προσπαθώ να είμαι όσο το δυνατόν πιο αντάξιος αυτής της τύχης μέρα με τη μέρα. Δεν παίρνω τίποτα ως δεδομένο και νομίζω αυτό είναι το πιο σημαντικό».

Αλήθεια, πώς προέκυψε η στιχουργική στη ζωή σου;

«Σε όλα τα σημαντικά πράγματα στη ζωή μου καταλύτες ήταν άνθρωποι. Πάντα. Άνθρωποι που αγαπούσα, άνθρωποι της ζωής μου, φίλοι μου οι οποίοι με έσπρωχναν χωρίς κι αυτοί να το ξέρουν σε αυτό που θα γινόταν η μοίρα μου. Στην περίπτωση του τραγουδιού ήταν φυσικά ο πολύ καλός μου φίλος, ο Κώστας Τσίρκας ο οποίος έγραφε μουσική  και κάποια στιγμή ήθελε στίχους και μου λέει: “Εσύ φαίνεται ότι το έχεις με τα λόγια και τα γραπτά, δεν κάθεσαι να γράψεις κανένα τραγουδάκι;”. Εμένα μέχρι τότε δεν είχε περάσει καν από το κεφάλι μου να το κάνω και το έκανα μόνο για να κάνω παρέα με το φίλο μου, ουσιαστικά μέρος των πραγμάτων που κάναμε παρέα. Δηλαδή, όπως πηγαίναμε σινεμά ή για ποτά, καθόμασταν και γράφαμε τραγούδια. Περνούσαμε έτσι την ώρα μας και τελικά ήρθε στη ζωή μου και η Νατάσα Μποφίλιου, επίσης ένας άνθρωπος που αγάπησα πάρα πολύ… Οπότε όλο αυτό ξεκίνησε παρεΐστικα και πήρε μπρος μετά».

Πήρε το δρόμο του…

«Κανονικά. Δε χρειάστηκε να το κυνηγήσω γιατί είμαι κι ένας άνθρωπος που δεν κυνηγάει και πάρα πολύ τα πράγματα. Ερχόταν πολύ γλυκά και ομαλά το ένα μετά το άλλο και ακόμα συμβαίνει αυτό στη ζωή μου, είναι όλα σαν μια ωραία αλυσίδα που το ένα τελειώνει και φέρνει στη συνέχεια το άλλο».

Και μιας και μιλάμε για ανθρώπους και για παρέες, συνεργάζεσαι για περισσότερο από μια δεκαετία με τη Νατάσα Μποφίλιου και τον Θέμη Καραμουρατίδη. Τι σας κρατάει δεμένους και τι δεν αντέχεται ο ένας στον άλλο;

«Συνεργαζόμαστε αισίως δεκατρία χρόνια. Είμαστε στο μαγικό αριθμό δεκατρία. Τα κλισέ θα σου πω: μας κρατάει η αγάπη αλλά τι σημαίνει όμως αγάπη; Σημαίνει απόλυτη ειλικρίνεια στη σχέση μας, δηλαδή, δεν κρατάμε κρυμμένα πράγματα ο ένας για τον άλλο, όταν κάτι μας ενοχλήσει θα το επισημάνουμε, όταν κάτι μας προβληματίσει σε σχέση με τη μεταξύ μας σχέση θα καθίσουμε και θα το βάλουμε κάτω  και θα το συζητήσουμε. Δε συσσωρεύουμε δηλαδή για τον άλλον άνθρωπο πράγματα που μας ενοχλούν. Ό,τι συμβαίνει, συμβαίνει εκείνη τη στιγμή, καθαρά και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να είμαστε βαθιά αγαπημένοι και δεμένοι».

Έχεις συνεργαστεί με πολλές φωνές: Μποφίλιου, Ζουγανέλη, Νέγκα, Τσανακλίδου… Το 2015 πέρασες στην απέναντι όχθη, την πιο εμπορική ας το πούμε έτσι, με τη συνεργασία με την Άννα Βίσση.

«Αυτό τώρα είναι μεγάλη κουβέντα. Να συζητήσουμε το τι σημαίνει εμπορική και τι σημαίνει απέναντι όχθη. Εγώ δεν πιστεύω καθόλου στις όχθες. Πιστεύω στην ειλικρίνεια των ανθρώπων, στο κλικ που σου κάνει ο κάθε άνθρωπος σαν άνθρωπος , η κάθε συνθήκη ως συνθήκη, η κάθε συνεργασία ως συνεργασία. Το τι σημαίνει εμπορικό δεν το καταλαβαίνω. Δηλαδή, έχω κάνει δίσκους και συνεργασίες, που ήταν ίσως πιο εμπορικοί από το δίσκο που κάναμε με την Άννα. Κι όμως για ένα περίεργο λόγο λέμε αυτός ο δίσκος είναι εμπορικός…».



Οπότε δεν πιστεύεις στις ταμπέλες;

«Όχι, αποδέχομαι μόνο την ταμπέλα της αρπαχτής, της  ευκολίας, του πάμε να  τα αρπάξουμε, το να κάνουμε κάτι μηχανικά χωρίς όρεξη και κέφι για δουλειά… Μόνο αυτό με ξενερώνει στη ζωή. Όταν βλέπω ανθρώπους που το μάτι τους αστράφτει για να δοκιμάσουνε πράγματα και για να κάνουν παρεΐστικα πράγματα, εγώ είμαι μέσα με τα χίλια και νομίζω αυτός είναι ο κοινός παρονομαστής όλων των συνεργασιών μου. Δεν έχω κάνει ούτε μια μηχανική συνεργασία δηλαδή με άνθρωπο που δεν ήθελα αποκλειστικά και μόνο για το κέρδος ή για να μπει το όνομα μου δίπλα στο όνομα ενός σημαντικού ερμηνευτή ή συνθέτη».

Αν σου ζητούσα να διαλέξεις 5 τραγούδια από αυτά που έχεις γράψει που έχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά σου, ποια θα ήταν αυτά;

«Κοίτα το καθένα έχει πάντα μια πολύ ειδική συνθήκη που το φτιάχνει. Είναι δηλαδή σαν να έχεις φωτογραφίες σε ένα άλμπουμ και να μου λες πάρε τις πέντε καλύτερες. Εξαρτάται… Θα σου διαλέξω σύμφωνα με το ποια εγώ νιώθω περηφάνια ως στιχουργός που έχω γράψει και χαίρομαι; Ποια είναι αυτά που ήταν δεμένα με σημαντικές στιγμές της ζωής μου; Ποια είναι αυτά που ευτύχισαν από τον κόσμο και το πώς τα αγάπησε;  Αν σου έβαζα πέντε με σειρά σημασίας θα ήταν σίγουρα η “Ασπιρίνη”, που ήταν το πρώτο κομμάτι που έγραψα με τον Τσίρκα και τη Νατάσα Μποφίλιου, το πρώτο κομμάτι μας που ακούσαμε στο ραδιόφωνο, το κομμάτι που μας έβαλε σε αυτό το υπέροχο ταξίδι που λέγεται ελληνικό τραγούδι . Σίγουρα θα σου έλεγα το “Εν λευκώ”, που είναι ένα κομμάτι που δεν περίμενα ποτέ να γίνει τραγούδι και ένα κομμάτι που με έκανε τελικά συγγενή με πάρα πολύ κόσμο και είμαι ευγνώμων που συνέβη αυτό. Θα σου έλεγα ας πούμε τα τραγούδια που έχω γράψει για την Τάνια Τσανακλίδου που είναι μια φωνή που αγαπώ πάρα πολύ είτε με τον Θέμη Καραμουρατίδη είτε με τον Γιάννη Χριστοδουλόπουλο. Η “Συνέντευξη” της Άννας Βίσση, που επίσης θεωρώ ότι είναι μια πετυχημένη προσωπογραφία μιας γυναίκας που για εμένα ήταν μυστήριο για πάρα πολλά χρόνια και χαίρομαι που χάρηκε κι εκείνη τη στιγμή που το είδε».

Με αφορμή το  “Εν λευκώ” που μου ανέφερες,  πολλά από τα τραγούδια σου δεν έχουν την κλασική φόρμα…

«Αυτό μπορεί να στο επιβεβαιώσει και ο Θέμης Καραμουρατίδης ο οποίος με βρίζει συνέχεια για αυτό. Με παρακαλάει κάποια στιγμή να του γράψω ένα τετράστιχο να μελοποιήσει σαν άνθρωπος αλλά εγώ του λέω και στο τετράστιχο εγώ θα βάλω και έναν πέμπτο στίχο έτσι για να υπάρχει και να τον βασανίζει…».

Έχεις σκεφτεί κάποια στιγμή να γράψεις και κάτι άλλο; Ένα βιβλίο ας πούμε…

«Εγώ γενικότερα φλερτάρω πολύ με τη γραφή, με την πρόζα… Ίσως το τραγούδι κι ίσως είναι λίγο οξύμωρο αυτό, παρόλο που είναι αυτό το οποίο κάνω και από το οποίο ζω, δεν είναι η πρώτη φόρμα την οποία προσωπικά εγώ επιλέγω και εκτιμώ όταν θέλω να εκφραστώ. Για αυτό ίσως και τα τραγούδια τα δικά μου να λες ότι έχουν ένα περίεργο μέτρο. Μου αρέσει πάρα πολύ να είναι μιλητά τα τραγούδια που γράφω, οπότε σε πρώτη ανάγνωση και εγώ τα βλέπω σαν πεζά κείμενα. Μετά αποφασίζω πως “Aν θες να γίνουν τραγούδια τώρα αυτά πρέπει να τα σουλουπώσεις, να τους βάλεις ένα μέτρο, κάποιο ρεφρέν όπως κι όπου σου έρχεται…”».

Έχεις επηρεαστεί από το έργο άλλων δημιουργών; Από ανθρώπους που θαύμαζες και που με ένα μαγικό τρόπο έχουν “κουμπώσει” στη δική σου γραφή;

«Βεβαίως, με πάρα πολλούς. Αν σου πω μερικούς  θα αφήσω κάποιους άλλους έξω και θα αδικήσω αυτούς τους κάποιους…  Κάθε φορά που ακούω το τραγούδι ενός στιχουργού ή ένα μελοποιημένο ποίημα, οτιδήποτε, το οποίο το ζηλεύω νομίζω ότι ξεκινάω από το σημείο μηδέν και θέλω να πιάσω χαρτί και μολύβι και να αρχίσω και εγώ να γράφω από την αρχή… Νομίζω από όλους τους στιχουργούς κάποια στιγμή έχω ζηλέψει ένα τραγούδι τους τουλάχιστον».

Σήμερα, για έναν νέο άνθρωπο που γράφει, πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να μπει σε αυτό το ταξίδι, που είπες και εσύ λίγο πριν;

«Κοίτα, εξαρτάται ποιο είναι το ζητούμενο του. Αν το ζητούμενο του είναι να μπει στη δισκογραφία είναι πολύ δύσκολο γιατί απλά δεν υπάρχει δισκογραφία με τον τρόπο που την ξέραμε. Αν το ζητούμενο του είναι να εκφραστεί είναι πάρα πολύ εύκολο γιατί υπάρχουν δεκάδες τρόποι που στο παρελθόν δεν υπήρχανε για να εκφράσεις αυτά που θες να γράψεις: υπάρχει το internet, τα blogs, τα κοινωνικά δίκτυα, οι αυτοεκδόσεις… Θέλω να σου πω ότι μπορείς να εκφραστείς. Έχει να κάνει πολύ με το ζητούμενο σου. Τι θέλεις σε αυτή τη ζωή… Αν η φιλοδοξία σου είναι αυτό που παλιά ήταν οι πετυχημένοι στιχουργοί του παρελθόντος, είναι δύσκολο όπως είναι δύσκολο σε οποιοδήποτε επάγγελμα, σε οποιαδήποτε τέχνη πια».

Στίχοι, τραγούδια, δίσκοι, συνεργασίες, θέατρο… μπαίνουν για λίγο στην άκρη και τον γυρίζω στην αρχή, στα παιδικά του χρόνια.

Γεννήθηκες και μεγάλωσες στην Αθήνα. Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια και πως ήσουν σαν παιδί;

«Νομίζω φαίνεται πολύ από τα τραγούδια μου. Ήμουν κλειστό παιδί, που έβρισκε πολύ συχνά καταφύγιο στα διαβάσματα, στις ταινίες, στο θέατρο… Αυτό με έκανε πάρα πολύ επιλεκτικό με τους ανθρώπους μεγαλώνοντας. Με έκανε να έχω μια πολύ οξυμένη φαντασία , έναν πολύ ωραίο κόσμο, ένα πολύ ωραίο οπλοστάσιο με σημεία αναφοράς μέσα από την τέχνη και τα πράγματα. Ωραία μεγάλωσα, ωραία περνούσα εγώ στον πλανήτη μου ως  παιδί».

Εξακολουθείς να βρίσκεσαι στον ίδιο πλανήτη;

«Ναι μόνο που τώρα έχει ανοίξει ο πλανήτης. Δηλαδή κατάλαβα πια μεγαλώνοντας ότι είναι ωραίο στον πλανήτη να υπάρχουν   και άλλοι άνθρωποι αρκεί να είναι το ίδιο εξωγήινοι με εσένα. Δηλαδή να συναντιέστε στο τι ανασαίνετε, στο τι σας καλύπτει και σας κάνει να νιώθετε καλά».

Όλα σου τα χρόνια λοιπόν στην Αθήνα. Τι αγαπάς και τι δεν αντέχεις σε αυτή την πόλη;

«Νομίζω αγαπάω τα πάντα στην Αθήνα… Δεν αντέχω μερικές φορές τους ανθρώπους που τους πλακώνει και γίνονται μίζεροι και σκοτεινοί, αγενείς. Νομίζω το βασικότερο αυτό είναι: αν κάτι δεν αντέχω γενικότερα είναι οι αγενείς άνθρωποι. Κάθε μορφή βίας αλλά η αγένεια είναι αυτή που μου έρχεται πρώτη στο μυαλό».

Τελικά αυτό που είχα σαν αίσθηση για τον Γεράσιμο πριν τον γνωρίσω επιβεβαιώθηκε. Είναι εξαιρετικός συνομιλητής για αυτό η κουβέντα μας δε σταματά ούτε στιγμή αλλά ανοίγονται συνεχώς νέοι “δρόμοι”…

Αν χτυπούσε τώρα το κινητό σου και στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν μια φωνή που σου ζητούσε να γράψεις για αυτή, ποια θα ήθελες να είναι;

«Για εμένα, η φωνή που ήταν όνειρο μου να γράψω ήταν η Τάνια Τσανακλίδου. Το ξέρει και η ίδια, το έχω πει πάρα πολλές φορές οπότε είμαι ικανοποιημένος. Από εκεί και πέρα είναι εκατομμύρια οι φωνές που λατρεύω και αγαπώ. Το θέμα είναι οι συνθήκες, πως θα βρεθείτε δηλαδή σε ποια συνθήκη θα συναντηθείς με αυτούς τους ανθρώπους και τις φωνές. Δεν έχω πολύ μεγάλα απωθημένα φωνών. Εγώ θα ήθελα να κάνω ωραία τραγούδια που θα τα αγαπήσουνε οι άνθρωποι που θα τα πούνε σαν ένα δικό  τους κομμάτι, να ανακαλύψουν δικά τους κομμάτια μέσα από αυτά και να τα δώσουμε στον κόσμο με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ειλικρίνεια».

Όταν δεν γράφεις, με τι ασχολείσαι; Τι  σου αρέσει να κάνεις;

«Μου αρέσει να κάνω αυτά που έκανα πάντα: να διαβάζω, να βλέπω ταινίες, να πηγαίνω στο θέατρο, να βγαίνω με τους φίλους μου έξω στα διάφορα μέρη της Αθήνας, σε στέκια να ανακαλύπτουμε καινούργια πράγματα για φαγητό, ποτό… Μου αρέσουν πολύ τα ταξίδια…».

Αγαπημένος προορισμός;

«Είναι γνωστό στην περίπτωση μου, το έχω πει πολλές φορές, είναι το Παρίσι, το αγαπώ πάρα πολύ. Όνειρο της ζωής μου αν ήταν οι παλιές εποχές και είχα πολλά χρήματα θα ήθελα κάποια στιγμή να πάω να ζήσω εκεί».

Έχεις ταξιδέψει αρκετά;

«Όχι, έχω ταξιδέψει λίγο και σε πολύ συγκεκριμένα μέρη. Είμαι πολύ πιστός στα μέρη που ταξιδεύω. Τώρα τελευταία έχω αρχίσει να ανοίγω λίγο περισσότερο τη βεντάλια  των προορισμών μου. Νομίζω όμως εξακολουθητικά δυο μέρη που πηγαίνω είναι το Παρίσι και το Λονδίνο που είναι πια ένα κομμάτι από τον εαυτό μου. Αγαπάω πολλά πράγματα εκεί και μου αρέσει να τα επισκέπτομαι και να τα ξανά επισκέπτομαι».

Όταν βρίσκεσαι στα παρασκήνια και βλέπεις τον κόσμο να τραγουδάει, να συγκινείτε, να χαίρετε με τα δικά σου λόγια, τι συναισθήματα έχεις;

«Είναι πολύ συγκινητικό. Κάτι που πραγματικά με όσα ωραία λόγια κι αν προσπαθήσω να στο περιγράψω, μόνο όσοι το έχουν νιώσει  μπορούν να καταλάβουν πόσο σημαντικό είναι, τι δώρο σου κάνει ο κόσμος εκείνη τη στιγμή χωρίς καν να το υποπτεύεται. Ξέρεις, εγώ επειδή αυτό είναι πολλά χρόνια που το κάνουμε, επειδή δε μπορώ να το διαχειριστώ  σπάνια είμαι μέσα στον κόσμο. Συνήθως πάω πίσω, στα παρασκήνια γιατί είναι πάρα πολύ έντονο όλο αυτό που γίνεται από κάτω».

Μπορείς να μας αποκαλύψεις μια ιστορία που κρύβεται πίσω από ένα τραγούδι σου;

«Αμέ, πες μου ποιο τραγούδι θες να σου πω…»

“Επιζώντες”…

«”Οι επιζώντες”, ξεκίνησε ως ένα κείμενο το οποίο είχα γράψει στο blog μου παραμονή Πρωτοχρονιάς το 2016 νομίζω… Ήταν λίγο διαφορετική η μορφή του από αυτή που έχει  ως τραγούδι. Όταν λοιπόν ολοκληρώναμε το δίσκο “Βαβέλ” είπα εγώ στα παιδιά: Εντάξει, οκ παιδιά φτιάξαμε ένα δίσκο ο οποίος έχει όλες αυτές τις ανησυχίες τις πολιτικές  που είχα εγώ σε εκείνη τη φάση, και ευτυχώς και τα παιδιά γιατί μοιραζόμασταν τις ανησυχίες μας, μου λείπει όμως ένα από αυτά τα τραγούδια που τελικά ό,τι κι αν συμβαίνει θα ευγνωμονούμε για τα μικρά πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας. Όταν φτιάχναμε τη “Βαβέλ”, η νούμερο ένα ανασφάλεια και φοβία που είχαμε ήταν μη μας πούνε ότι μέσα σε ένα κόσμο που καταρρέει ότι εσείς εμμένετε στις εμμονές του πρώτου κόσμου σας ας πούμε: τις ταινίες που σας αρέσουν, να βγαίνετε με τους φίλους σας, το οτιδήποτε και πραγματικά ως ένα βαθμό το είχαμε ενοχοποιήσει πάρα πολύ. Εγώ δηλαδή είχα μπλοκάρει πάρα πολύ την περίοδο που γίνονταν όλες αυτές οι αναταραχές με τα δημοψηφίσματα, με όλα αυτά, γιατί συνειδητοποίησα ότι είχα έναν ολόκληρο κόσμο άμυνας ο οποίος κατέρρεε και φαινόταν εκτός τόπου και χρόνου. Παρόλο αυτά λοιπόν όταν φτιάξαμε το δίσκο, εγώ ένιωσα ότι μου έλειπε ένα τραγούδι έστω και σαν υστερόγραφο στο οποίο εγώ θα εκφράζω πόσο ευγνώμων είμαι για τα μικρά πράγματα που ακόμα τα κρατάω στη ζωή μου. Ήθελε λοιπόν ένα εύθραυστο τραγούδι το οποίο να κάνει έναν μικρό απολογισμό που να λέει: έχουμε τόσα, δεν ξέρουμε για πόσο – γιατί αυτό είναι το βασικό αυτού του τραγουδιού, δεν παίρνεις τίποτα ως δεδομένο, τουλάχιστον εμείς όπως το προσεγγίσαμε- απλώς λες ένα ευχαριστώ για τα λίγα πράγματα που ακόμα έχεις στη ζωή σου. Τελειώνοντας λοιπόν ο δίσκος και στήνοντας την παράσταση, λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα – νομίζω δυο βράδια πριν – το στέλνω στον Θέμη και του λέω “Nα σου πω, θέλω αυτό. Ξέρω ότι δεν προλαβαίνει να μπει στο δίσκο όμως εγώ πιστεύω ότι αξίζει να το προσπαθήσουμε”. Ο Θέμης το φτιάχνει το ίδιο βράδυ, μου το στέλνει το επόμενο πρωί, το στέλνουμε στη Νατάσα, μας βρίζει η Νατάσα: “Είστε τρελοί, πότε θα το μάθω” και όλα αυτά. Και εκεί μου έρχεται η ιδέα γιατί εμείς κλείνουμε όλες τις παραστάσεις συνήθως με το “Εν λευκώ”, λίγο πριν να ειπωθεί αυτό το τραγούδι με ένα πιάνο, τελείως γυμνό ως ένα κλείσιμο του ματιού σε όλα τα χρόνια που είμαστε μαζί και αγαπάμε αυτά τα πράγματα. Και τελικά ηχογραφήθηκε με αυτό τον τρόπο. Δηλαδή μέσα στο δίσκο υπάρχει με ένα πάρα πολύ λιτό πιανάκι και τη Νατάσα να το τραγουδάει όσο πιο εσωτερικά μπορεί».

Σήμερα γιατί ανησυχείς; Τι σε φοβίζει;

«Νομίζω αυτά που φοβίζουν τους πάντες: η ανασφάλεια, το ότι δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει, το ότι ανά πάσα στιγμή όλοι είμαστε στόχοι ενός παράλογου χτυπήματος. Για παράδειγμα την προηγούμενη βδομάδα ήμουν στο Λονδίνο και ξαφνικά έγινε ένα τρομοκρατικό χτύπημα λίγα μέτρα από εκεί που κάναμε τη βόλτα μας ανυποψίαστοι και παρόλο αυτά που σκεφτήκαμε όλοι που ήμασταν εκεί και το είδα και από τους Λονδρέζους είναι ότι οκ ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί οτιδήποτε. Ζούμε λοιπόν σε μια περίοδο τεράστιας ανασφάλειας, φόβου, σε μια περίοδο που ακριβώς επειδή είναι έτσι τα πράγματα φαίνεται οι αξίες και οι αρχές να μην έχουν πια και τόση σημασία. Φαινόμαστε οι άνθρωποι να είμαστε λίγο… “Πόσο ωραία θα περάσουμε”, “Ότι φάμε κι ότι πιούμε”. Αυτό με φοβίζει περισσότερο μη χάσουμε την ανθρωπιά μας, μη χάσουμε το να νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλο και μη χάσουμε τη δυνατότητας μας να ονειρευόμαστε τα επόμενα. Το ότι δεν έχουμε έναν ξεκάθαρο ορίζοντα μπροστά μας δεν πρέπει να μας κάνει να σταματήσουμε να κοιτάζουμε μπροστά. Πρέπει. Ο άνθρωπος με  πιο δύσκολες συνθήκες από τις τωρινές κατάφερε να ονειρεύεται, να οραματίζεται, να δουλεύει για να φτιάξει κάτι καλύτερο για τις επόμενες γενιές αν όχι για τον εαυτό του. Θέλω λοιπόν να πιστεύω πως θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για αυτό».

Το όνομα σου αποτελεί εγγύηση…

«Δε νομίζω ότι συμβαίνει αυτό αλλά σε ευχαριστώ πολύ που το λες»

Σε φοβίζει το να μπλοκάρεις κάποια στιγμή ή να μην έρχονται τα πράγματα όπως το θες;

«Όχι και ξέρεις γιατί συμβαίνει αυτό: γιατί δεν έγινα ποτέ μια μεγάλη μηχανή που παράγει τραγούδια για πάρα πολύ κόσμο. Εγώ γράφω πολύ λίγο σε σχέση με άλλους στιχουργούς, γράφω για συγκεκριμένους ανθρώπους, δεν έχω ανοίξει μια πολύ μεγάλη βεντάλια…»

Έχεις πει πολλά όχι;

«Τα περισσότερα που έχω πει ήταν όχι. Δεν ανοίγω μια μεγάλη βεντάλια, είναι σε έναν δικό μου ρυθμό λειτουργώ μέσα στα πράγματα. Οπότε δε με αγχώνει γιατί ξέρω ότι όταν δε μπορώ να γράψω απλά δε θα γράψω. Θα προσπαθήσω να κάνω κάτι άλλο. Όπως και συνέβη την περίοδο που είχα μπλοκάρει, η “Βαβέλ” ήταν ένας δίσκος που είχε προγραμματιστεί να βγει ένα χρόνο πριν. Δεν με πίεσε κανείς να μπω στη διαδικασία να το γράψω. Έλεγα “Παιδιά όταν έρθει και βρω τι είναι αυτό που θέλω να πω θα το πούμε, μην αγχώνεστε”».

Κλείνοντας, εκτός από την Evita που θα κάνει πρεμιέρα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά στις 2 Μαΐου, ποια είναι τα επόμενα σχέδια σου;

«Εξακολουθώ να ετοιμάζω, να μαγειρεύω, να ονειρεύομαι μαζί με τα παιδιά τα επόμενα πράγματα που θέλουμε να κάνουμε. Το δεύτερο μέρος της “Βαβέλ” μας μετά την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, θα την πάμε περιοδεία το καλοκαίρι την ίδια παράσταση αυτή που μας άρεσε πάρα πολύ και μας συγκίνησε. Ετοιμάζουμε κάτι καινούργιο για το χειμώνα, που θέλουμε να πιστεύουμε ότι είναι κάτι τελείως διαφορετικό και που εμάς μας έχει ενθουσιάσει και έχω αγωνία να γυρίσουν τα παιδιά από την περιοδεία και να στρωθούμε να δουλέψουμε».

Η συνέντευξη τελείωσε. Μείναμε αρκετά λεπτά στο καφέ και τα πράγματα που είπαμε θα μπορούσαν να είναι το υλικό για ακόμα μια συνέντευξη.

Ο Γεράσιμος έφυγε πρώτος. Έμεινα λίγο παραπάνω και στο μυαλό μου υπήρχαν όσα είπαμε κι ανάμεσα τους μπερδευόταν αγαπημένοι στίχοι.

Είναι η δέκατη “Συνάντηση Στη Πόλη” και αν και τις αγαπάω όλες κάποιες έχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Μια από αυτές ήταν και η συνάντηση με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο.



*Πρώτη δημοσίευση στις 21.04.2017 στο museekart.com και στη στήλη Συναντήσεις στη πόλη. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις