Συναντήσεις στη πόλη: Ευρυδίκη

 


«Χαίρομαι που ως γυναίκα, αντιμετώπισα τη ζωή και τον εαυτό μου με θάρρος, δε δείλιασα» 



Πώς να ξεκινήσω; Τι να τη ρωτήσω και τι όχι; Ποιες στιγμές της, να αφήσω στην άκρη και σε ποιες να επικεντρωθώ;…. Αυτά ήταν μερικά από τα ερωτήματα που υπήρχαν στο μυαλό μου, από τη στιγμή που κανονίσαμε τη συνέντευξη με την Ευρυδίκη. Ήταν 1993. Τα ραδιόφωνα έπαιζαν ασταμάτητα το “Ένας ζηλιάρης ουρανός”. Η φωνή της μου κίνησε την περιέργεια να ψάξω για εκείνη. “Μίσησε με”, ”Μόνο μια στιγμή”, ”Πυξίδα”, ”Πόσο λίγο με ξέρεις”, ”Κάνε πως μ’ αγαπάς”, “Το μόνο που θυμάμαι”, ”Φύγε” ήταν οι επόμενες ανακαλύψεις μου και η περιέργεια έγινε …κόλλημα! Κόλλημα που κρατάει μέχρι και σήμερα. Η φωνή της, έχει “ντύσει” πολλές στιγμές μου ενώ πολλά από τα τραγούδια της θα μπορούσαν να αποτελούν το   soundtrack της ζωής μου. Για αυτό, το άγχος αυτή τη φορά ήταν μεγαλύτερο.

Το ραντεβού ορίστηκε για την Πέμπτη, 2 Μαρτίου στις 18:30 στην Άνω Γλυφάδα. Μέχρι και την τελευταία στιγμή έγραφα και έσβηνα ερωτήσεις. Προσπαθούσα να αφήσω στην άκρη τον θαυμασμό μου και να περιορίσω τον αριθμό τους. Παρακολουθώντας την πορεία της όλα αυτά τα χρόνια, ξέρω ότι δεν ησυχάζει ποτέ. Επίσης η παράσταση “Μια μέρα ξύπνησα” και το στούντιο, όπου αυτή την περίοδο ηχογραφεί τα νέα της τραγούδια, δεν της αφήνουν πολύ ελεύθερο χρόνο. Αλλά δεν τα κατάφερα. Όσο σκεφτόμουν αυτά τα χρόνια, κι άλλες ερωτήσεις έπαιρναν τη θέση τους στην, ήδη τεράστια, λίστα. Μέχρι που την είδα να ανεβαίνει τα σκαλιά του καφέ κι αποφάσισα να αφήσω τη συζήτηση να μας οδηγήσει όπου θέλει.

Η Ευρυδίκη με πλησιάζει: ευγενική, φιλική, ευδιάθετη, με ένα τεράστιο χαμόγελο και με τη θετική της αύρα, έδιωξε μακριά κάθε αμηχανία, “ξεκλείδωσε” τις λέξεις και η συζήτηση δεν άργησε να ξεκινήσει…

Ευρυδίκη, ας ξεκινήσουμε από το σήμερα: Κάθε Δευτέρα στις 21:00 σε βρίσκουμε στη σκηνή του Passport στον Κεραμεικό, με την παράσταση «Μια μέρα ξύπνησα» σε κείμενα και σκηνοθεσία του Δημήτρη Μαλισσόβα. Πες μας λίγα λόγια για αυτή τη δουλειά.       

«Είναι μια ιστορία γύρω από μια γυναίκα που στην ουσία κάνει αναδρομή στη ζωή της και θυμάται στιγμές από τότε που ήταν κοριτσάκι: τα πρώτα σκιρτήματα, ο πρώτος έρωτας, τα πρώτα ταξίδια… Όλα είναι σε σχέση με την ίδια και τον έρωτα. Προχωρώντας τα χρόνια, η σχέση που έγινε σημαντική, σοβαρή, το πρώτο παιδί, οι αποχωρισμοί… Όλα αυτά δηλαδή που ζούμε όλοι οι άνθρωποι σε αυτή τη διαδρομή της ζωής μας και που πολλές φορές πράγματα που μας πληγώνουν, που θεωρούμε ότι φταίνε οι άλλοι – συνήθως αυτό κάνουμε στη ζωή μας, πάντα βρίσκουμε υπεύθυνους τους άλλους – τελικά καταλήγουμε στο ότι αν καταφέρεις να δεις ουσιαστικά τον εαυτό σου, να τον κοιτάξεις κατάματα, τότε αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι κανένας άλλος δεν είναι εχθρός σου παρά μόνο ο ίδιος σου ο εαυτός και αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να μπεις βαθιά μέσα σου. Να κάνεις αυτή την κουβέντα με τον εαυτό σου. Να τον αγαπήσεις και να ξαναρχίσεις από την αρχή με άλλη ματιά».

Να κοιτάξεις κατάματα τον εαυτό σου… Θέλει κότσια, δύναμη. Δύσκολο…

«Δεν είναι δύσκολο φθάνει να θέλει κανείς. Τουλάχιστον στην παράσταση, έτσι όπως εξελίσσεται η ιστορία, η ηρωίδα μας το καταφέρνει στο τέλος. Για αυτό υπάρχει συγκίνηση τη στιγμή που κοιταζόμαστε με την Κατερίνα Τσάβαλου, γιατί υποδυόμαστε  ουσιαστικά την ίδια γυναίκα που μιλάει για την ιστορία της ζωής της, είναι στιγμές μέσα στο χρόνο, μπρος – πίσω, και λίγο πολύ καταλαβαίνεις τι έχει περάσει αυτή η γυναίκα. Καταλαβαίνεις ότι το όνειρο της ήταν πάντα η αγάπη. Δεν τα πηγαίνει τόσο καλά με τη μοναξιά της αλλά στο τέλος καταφέρνει να δει τον εαυτό της ουσιαστικά, να τον καταλάβει και να αρχίσει να της αρέσει η παρέα της, να περνάει καλά με τον εαυτό της, να βλέπει τον κόσμο γύρω της πολύχρωμο και να αγαπάει ακόμα και αυτή τη σιωπή. Γιατί η σιωπή μπορεί να έχει πολύ πιο δυνατούς ήχους από τις κραυγές. Είναι αυτό που υπάρχει μέσα μας, αυτό που μεγαλώνει – μεγαλώνει – μεγαλώνει και που μας κάνει να αισθανόμαστε ζωντανοί. Το να καταφέρνεις να είσαι καλά με τον εαυτό σου, να τον αγαπάς, είναι ότι πιο σπουδαίο».

Η ηρωίδα της παράστασης τα καταφέρνει στο τέλος. Εσύ, σαν Ευρυδίκη, τα έχεις καταφέρει;

«Ναι βέβαια…».

Η παράσταση, πήρε τον τίτλο από το νέο τραγούδι, που έγραψε για εσένα ο Θάνος Παπανικολάου. Τι σημαίνει αυτό το τραγούδι για εσένα;

«Είναι ένα πολύ σημαντικό τραγούδι για εμένα γιατί μιλάει βαθιά μέσα στην καρδιά μου και με εκφράζει απόλυτα. Θεωρώ ότι είναι ένα δώρο που μου έκανε ο Θάνος Παπανικολάου ο οποίος με έναν απίστευτο τρόπο κατάφερε να μπει μέσα στο μυαλό και την ψυχή της γυναίκας. Το να μιλήσεις για τον κύκλο ζωής μιας γυναίκας, να μπεις μέσα στην ψυχή της και να εκφράσεις πράγματα όπως αυτή τα αισθάνεται, δεν είναι καθόλου εύκολο. Ο Θάνος το κατάφερε και το έκανε με έναν τρόπο καλύτερο από ότι εμείς οι γυναίκες. Για αυτό τον ευχαριστώ. Σαν γυναίκα έχω βιώσει όλα τα στάδια που περιγράφει το τραγούδι: κοριτσάκι, γυναίκα, μητέρα… Η γυναίκα που έχει αγωνιστεί, που έκανε τα πάντα για τους άλλους και άφηνε λίγο πίσω τον εαυτό της μέχρι που συνειδητοποίησε πως πρέπει να αρχίσεις να ζεις για εσένα. Το να περιμένεις να σου δώσουν αγάπη, αυτό δε θα γίνει από μόνο του. Καταλήγουμε πάλι σε αυτό που λέει η παράσταση: πρέπει εσύ να αγαπήσεις τον εαυτό σου, για  να το εκπέμπεις αυτό και στους άλλους και να πάρεις αγάπη. Αυτό είναι το “Μια μέρα ξύπνησα”. Αυτό γίνεται και στην παράσταση όπου πέρα από την ιστορία της γυναίκας που αναπολεί στιγμές από τη ζωή της, όλο αυτό, γίνεται μέσα από λόγια που γράφτηκαν για τον έρωτα, όλα είναι γύρω από τον έρωτα γιατί ο έρωτας είναι έμπνευση στη ζωή μας, μας κάνει πιο δημιουργικούς, ρομαντικούς, μας δένει με τους ανθρώπους αλλά και με ότι υπάρχει στον κόσμο γύρω μας».

Όποιος έχει παρακολουθήσει την πορεία της Ευρυδίκης όλα αυτά τα χρόνια, θα έχει δει πως το θεατρικό στοιχείο είναι παρόν, τόσο στον τρόπο που ερμηνεύει ένα τραγούδι όσο και στις εμφανίσεις της. Παραστάσεις όπως «Ένας ζηλιάρης ουρανός» το 1994, «Ό,τι με αγγίζει» το 1995, η συμμετοχή της στο musical «Ο βασιλιάς κι εγώ» το 2001, η παράσταση «Εγώ, η Edith και ο Elvis…το μπλε ταξίδι» το 2012, η συμμετοχή της στην παιδική παράσταση «Οι ακροβάτες της τύχης» το 2014 αλλά και η εμφάνιση της στην παράσταση «Ας ερχόσουν για λίγο» το 2016 στο πλευρό του Γιάννη Μπέζου, είναι μερικά παραδείγματα. Αυτό σημαίνει πως κάποια στιγμή θα τη δούμε και ως ηθοποιό;

«Δεν ξέρω… Ενώ το αγαπώ πάρα πολύ και έχω τεράστια αδυναμία στο θέατρο, δεν είμαι ηθοποιός. Δεν σπούδασα ηθοποιός. Αν ξεκινούσα σήμερα ίσως να συνδύαζα και τα δυο στις σπουδές μου. Πιστεύω πως όταν αγαπάς κάτι πάρα πολύ, οφείλεις να το σπουδάζεις. Κυρίως για να έχεις εσύ τις σωστές βάσεις και γνώσεις. Από εκεί και πέρα, νομίζω η ουσία είναι στο ταλέντο. Το θέατρο είναι η έκφραση όλων αυτών που κρύβει ένας άνθρωπος μέσα του. Με αυτή την έννοια θα με ενδιέφερε πάρα πολύ αλλά πάντα σε σχέση με τη μουσική. Μπορώ και εκφράζομαι ίσως καλύτερα μέσα από τα τραγούδια απλά έχω την ανάγκη μερικές φορές να τα μιλήσω. Αυτό κάνω και τώρα στην παράσταση. Ακόμα και η πρόζα, όταν είναι κάποια λόγια που λέω εγώ, είναι σαν να τα λέω πιο τραγουδιστά. Έτσι αισθάνομαι. Αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο και μιλάω όπως θα μιλούσα στη ζωή μου, στο σύντροφο μου, στους φίλους μου, στο παιδί μου. Χωρίς να προσπαθώ να υποδυθώ κάτι».

Η Ευρυδίκη, ήρθε στην Ελλάδα το Καλοκαίρι του 1989 για διακοπές. Ένα demo της φθάνει στη MINOS EMI και υπογράφει αμέσως συμβόλαιο. Συμμετοχή σε συλλογικές δισκογραφικές δουλειές (“Το πρώτο μου πάρτι” το 1990, “Το πρώτο μας πάρτι” το 1991 κ.ά.), εμφανίσεις στο πλευρό των Γιώργο Χατζηνάσιο, Γιάννη Σπανό, Μάριο Τόκα, συμμετοχή στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης το 1990 με το τραγούδι “Ψηλά τα χέρια” του Γιώργου Θεοφάνους αλλά και στα προκριματικά   του Εθνικού Τελικού της Eurovision με το τραγούδι “Τα λόγια που μου λες”, ήταν τα πρώτα της βήματα. Ώσπου το Νοέμβριο του 1991 κυκλοφορεί ο πρώτος προσωπικός της δίσκος “Για πρώτη φορά”. Από τότε έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια και η Ευρυδίκη είναι ακόμα εδώ, διανύοντας την 3η δεκαετία της καριέρας της. Ποιο είναι το “μυστικό” της διαχρονικότητας;

«Εγώ δεν έχω καταλάβει ότι έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια. Σοκάρομαι όταν το σκέφτομαι καμιά φορά ή όταν μου στέλνουν μηνύματα ή έρχονται στα live και μου ζητάνε τα πρώτα μου τραγούδια και σκέφτομαι… αυτό ήταν το 1991…, είναι σοκαριστηκό πραγματικά. Από την άλλη μου δίνει τεράστια χαρά και με συγκινεί γιατί ενώ έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια, εγώ αισθάνομαι κοριτσάκι. Πολλές φορές αισθάνομαι να είμαι στο ξεκίνημα μου ακόμα γιατί έχω τέτοια όρεξη και τέτοια ενέργεια να κάνω τόσα πολλά πράγματα… Δεν σταματάω ποτέ να ονειρεύομαι, να κάνω σχέδια για το μέλλον και θέλω συνέχεια να κάνω διαφορετικά πράγματα. Το ότι είμαι δημιουργική με κάνει να αισθάνομαι ότι έχω πολλά χρόνια ακόμα μπροστά μου γιατί είναι σαν να μην έχω κάνει ούτε τα μισά από αυτά που θέλω, που ονειρεύομαι, που ξέρω ότι μπορώ να κάνω. Επίσης, το ότι περνάν τα χρόνια και νιώθω ότι εξελίσσομαι. Μπορεί μέσα μου να αισθάνομαι σαν το κορίτσι που ξεκινά και κάνει όνειρα αλλά κουβαλάω όλα αυτά τα χρόνια, τις εμπειρίες και άρα αισθάνομαι πιο δυνατή, πιο ώριμη, πιο κατασταλαγμένη. Είμαι ευτυχισμένη με αυτό που τελικά επέλεξα να κάνω».

Ίσως αυτό να είναι το  “μυστικό”: που δε σταματάς να ψάχνεις νέους καλλιτεχνικούς δρόμους…

«Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιο “μυστικό”. Θέλω να πω: Τι είναι αυτό που κάνει διαχρονικό έναν καλλιτέχνη; Είναι η δουλειά του, τα τραγούδια του. Αν ο κόσμος αγκαλιάσει τη δουλειά σου και βλέπεις ότι μετά από είκοσι ή τριάντα χρόνια τραγουδάνε με την ίδια αγάπη αυτά τα πρώτα τραγούδια και αυτά φτάνουν πια και στις νεότερες γενιές… Αυτό νομίζω είναι που κάνει διαχρονικό έναν καλλιτέχνη.

Κι αν σου ζητούσα να διαλέξεις κάποιους σταθμούς αυτής της πορείας;

«Είναι σίγουρα εκείνες οι πρώτες παραστάσεις, το 1994 και το 1995 όπου πιτσιρίκα ακόμα έχοντας κάνει 3-4 δίσκους, είχα τολμήσει, μαζί με τον Γιώργο Θεοφάνους τότε, με τον οποίο είχαμε το όνειρο, το όραμα και το πετύχαμε, να κάνουμε παραστάσεις που ήταν δικές μας παραγωγές γιατί δε γίνονταν τότε τέτοιες παραστάσεις σε συναυλιακό επίπεδο. Ήταν ας πούμε σαν να στήνεις παράσταση. Αλλά είχα από τότε αυτή την αγάπη και την ανάγκη να εκφραστώ με αυτό τον τρόπο. Έτσι, θα σταθώ ιδιαίτερα στην παράσταση “Ένας ζηλιάρης ουρανός” το 1994 και στην παράσταση  “Ό,τι με αγγίζει” το 1995 με την οποία είχα την τεράστια τιμή να τραγουδήσω και στο Αρχαίο Θέατρο Κούριον στην Κύπρο, στο Αρχαίο Ωδείο Πάτρας, στο Λυκαβηττό… Δεν το ξεχνάω αυτό. Ήταν σπουδαίες στιγμές αυτές για εμένα. Επίσης, οι εμφανίσεις μου στο διαγωνισμό της Eurovision εκπροσωπώντας την Κύπρο και ειδικά με το τραγούδι “Είμαι άνθρωπος κι εγώ” γιατί ήταν ένα τραγούδι που σήμαινε πάρα πολλά για εμάς. Ήταν μια δήλωση: “είμαστε όλοι άνθρωποι, έχουμε τα ίδια δικαιώματα και με τον ίδιο τρόπο που εσύ καταπατάς τα δικά μου δικαιώματα, ίσως και εγώ κάποια στιγμή να αντιδράσω και να απαντήσω με τον ίδιο τρόπο”, γιατί αυτό είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου. Ένα σπουδαίο τραγούδι που έγραψε ο Γιώργος Θεοφάνους. Αργότερα, θα σταθώ σε μια συνεργασία που ήταν από τις πιο σημαντικές στην καριέρα μου και αυτό γιατί λειτούργησε καταλυτικά για εμένα. Ήταν η συνεργασία μου με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου τον οποίο θαύμαζα και θαυμάζω, εκτιμώ απεριόριστα και ήταν ένα σχολείο για εμένα αυτή η συνεργασία. Δεν πέρασε μέρα όλους αυτούς τους μήνες που ήμασταν μαζί και στις μουσικές σκηνές αλλά και στην καλοκαιρινή περιοδεία, που να μην είμαι, όση ώρα δεν ήμουν στη σκηνή, στα παρασκήνια και να βλέπω το Βασίλη που τραγουδούσε. Έχει ένα μεγαλείο ψυχής αυτός ο άνθρωπος. Είναι τεράστιος καλλιτέχνης και νομίζω είναι σημαντικό, όποιος έχει την τύχη να βρεθεί δίπλα του να τον παρακολουθεί κάθε δευτερόλεπτο. Εγώ είχα αυτή την τύχη και την τιμή. Ένας ακόμη σταθμός είναι η μουσική παράσταση “Εγώ, η Edith και ο Elvis” σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Ήταν εκείνη η στιγμή που αποφάσισα αν θέλεις, να γυρίσω σελίδα και να αρχίσω κάνω πράγματα πιο δημιουργικά πάλι, δηλαδή από την αρχή, με μια πιο θεατρική προέκταση. Ήταν σαν να ήθελα να πω ότι είμαι εδώ, ονειρεύομαι και έχω πολλά ακόμα να κάνω. Και φυσικά το τώρα, η παράσταση “Μια μέρα ξύπνησα”».

Σημαντικές στιγμές… Όλα αυτά τα χρόνια φοβήθηκες μην χάσεις ποτέ την επαφή σου με τον κόσμο;

«Δεν είναι κάτι που με απασχόλησε ποτέ έντονα. Καμιά φορά αυτό συνέβαινε. Δηλαδή περνούσε κάτι από το μυαλό μου όταν άλλοι μου έβαζαν ιδέες. Εγώ πχ δε σκεφτόμουν ότι έπρεπε να έχω έτοιμο ένα δίσκο κάθε χρόνο. Εγώ ήθελα να το κάνω όταν έχω κάποια τραγούδια. Όταν ένιωθα την ανάγκη να ψάξω για καινούργιο υλικό. Είμαι κυρίως καλλιτέχνης που ζω μέσα από τα live και όταν λέω ζω δεν εννοώ οικονομικά. ΖΩ όταν ανεβαίνω στη σκηνή. Αυτό είναι ζωή για εμένα, αυτό είναι που κάνει την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά και έδινα πάντα μεγαλύτερη έμφαση στις ζωντανές μου εμφανίσεις, στην επαφή με το κοινό. Εντάξει, καταλαβαίνω ότι πολλές φορές,  για να έρχεται και κόσμος να σε βλέπει στις εμφανίσεις σου, χρειάζεται να έχεις και καινούργιο υλικό, καινούργιο ρεπερτόριο, τραγούδια… Όχι όμως με την έννοια: να κάνω επιτυχία. Δεν κυνηγούσα ποτέ την επιτυχία. Τουλάχιστον από ένα σημείο και μετά σταμάτησε να με απασχολεί εντελώς. Όταν μεγάλωσα, ωρίμασα κι άρχισα να βλέπω αλλιώς τη μουσική και τον εαυτό μου μέσα σε αυτή».

Κι από λάθη;

«Σίγουρα έκανα λάθη γιατί κανένας δεν είναι αλάνθαστος και να σου πω και κάτι, όταν ξεκινάς πολύ νωρίς, σε μικρή ηλικία, καλά – καλά δεν ξέρεις τον εαυτό σου, δεν ξέρεις τι θες. Εγώ, μικρή ήξερα πως θέλω να ανεβώ σε μια σκηνή και να τραγουδώ, ήθελα να κάνω δίσκους, ήθελα να βγαίνω στη σκηνή, όπως βλέπαμε στην τηλεόραση τις συναυλίες αγαπημένων καλλιτεχνών και να ζήσω το ίδιο πράγμα. Και ουσιαστικά αυτό έκανα πάντα. Ακολουθούσα την καρδιά μου, ανέβαινα σε μια σκηνή, έκανα ότι ήθελα και ότι με εξέφραζε τη συγκεκριμένη στιγμή. Αυτό δε σημαίνει πως όλα αυτά που έκανα στο παρελθόν  μου αρέσουν και σήμερα. Είμαι ο ίδιος άνθρωπος αλλά ευτυχώς, έχω μάθει πάρα πολλά πράγματα  ώστε να μπορώ να ξεχωρίζω πια. Κυρίως έχω μάθει πολύ καλά τον εαυτό μου. Άρα πράγματα, που ίσως πριν είκοσι ή δεκαπέντε χρόνια, να τα θεωρούσα πρόκληση και να ήθελα να δοκιμαστώ σε αυτά, σήμερα να μην έχουν τόση σημασία και να θέλω να κάνω άλλα πράγματα».



Μιας και συζητάμε για λάθη, σε έχω ακούσει πολλές φορές να αποκαλείς το δίσκο “Πέστο μου αυτό”… απαγορευμένο. Γιατί;

«Αυτό το κάνω και με μια δόση χιούμορ. Εκείνος ο δίσκος ήταν μοιρασμένος. Δηλαδή υπήρχαν τραγούδια με ένα πιο “λαϊκό χρώμα” που ήταν και στη μόδα τότε. Αυτό είναι αν θες που απορρίπτω τώρα. Αλλά υπήρχαν και τραγούδια εξαιρετικά μέσα όπως το “Όταν θα φτάσει ο έρωτας”, το “Τραγούδι του Άγγελου και του Αλέξανδρου”, το εξαιρετικό “Δυο για την κόλαση και δυο για τον παράδεισο” που τραγουδήσαμε μαζί με τον Αντώνη Βαρδή. Απλά, πραγματικά κάνοντας έτσι πλάκα με τον κόσμο εγώ λέω “Όχι, δε θα μου ζητάτε τραγούδια από το απαγορευμένο cd”, γιατί αυτά που είχαν γίνει πιο γνωστά ήταν τα πιο λαϊκά και δεν είναι αυτά που θέλω σήμερα να λέω».

 Αναγκάστηκες δηλαδή στην πορεία σου να κάνεις πράγματα που δεν ήθελες αλλά ήταν στη μόδα;

«Δεν είναι ότι αναγκάστηκα να κάνω κάποια πράγματα. Δηλαδή δεν ήρθε κάποιος εκβιαστικά και μου είπε “Ευρυδίκη αν δεν κάνεις αυτό δε θα έχεις αυτή τη δουλειά” αλλά ήταν σαν να θεωρούνταν δεδομένο αν θες, ως μια καλλιτέχνης που ανήκω στη mainstream σκηνή, θα ακολουθώ το ρεύμα της εποχής και όντας πιο μικρό παιδί, ήμουνα πιο ανασφαλείς και άκουγα περισσότερο τους γύρω μου παρά το ένστικτό μου ή την καρδιά μου. Όταν άρχισα να ακούω την καρδιά μου - και αυτό έγινε πολύ σύντομα ευτυχώς – κατάλαβα πια ότι δε μπορώ να λειτουργήσω κάνοντας πράγματα που δε με εκφράζουν. Ήθελα να δοκιμάσω, δεν είναι ότι με πίεσε κάποιος.  Έλεγα: “Και εγώ μπορώ να το κάνω, να δοκιμάσω. Πάει αυτό στη φωνή μου; Μπορώ να λειτουργήσω σε κάποιες ζωντανές εμφανίσεις;”, γιατί και στα μεγάλα μαγαζιά τότε, κακά τα ψέματα, ζητούσαν να κάνεις και αυτό το ρεπερτόριο. Τότε ήταν που πήρα την απόφαση πως δεν κάνω εγώ για αυτούς τους χώρους, δεν είναι αυτό που με εκφράζει, δεν είναι αυτό που με γεμίζει. Ήθελα να κάνω άλλα πράγματα κι ήθελα να ψάξω αυτά τα πράγματα».

Πιστεύεις ότι είχε τίμημα αυτή σου η απόφαση;

«Τίμημα με την κακή έννοια, δηλαδή αν το πλήρωσα όχι. Ουσιαστικά μόνο λεφτά είναι αυτό που κερδίζει κάποιος. Τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση γιατί κάτι άλλο δεν είχα να κερδίσω και τα λεφτά δε σήμαιναν κάτι για εμένα αν η ψυχούλα μου ήταν άδεια, αν η ψυχούλα μου έκλαιγε τα βράδια. Εγώ ήθελα στην ουσία να εκπληρώσω την υπόσχεση που  είχα δώσει στον εαυτό μου όταν ήμουνα μικρή και πήρα φωτογραφίες πραγματικά όταν ήμουν κοριτσάκι και τις έβλεπα κι έλεγα: “Κοριτσάκι δε θα σε απογοητεύσω ποτέ. Θα σε κάνω χαρούμενη πάντα”».

Αφήνω για λίγο στην άκρη το παρελθόν και επιστρέφω ξανά στο τραγούδι “Μια μέρα ξύπνησα” και στους εκπληκτικούς στίχους του Θάνου Παπανικολάου, μέσα από τους οποίους θα επιχειρήσω να ανακαλύψω κι άλλες πλευρές του εαυτού της.

“Μια μέρα ξύπνησα κορίτσι…”, πώς ήσουν ως παιδί;

«Ήμουν ένα ήσυχο, ντροπαλό, σεμνό κοριτσάκι αλλά και επαναστάτρια συγχρόνως. Θα μου πεις πως γίνεται αυτό; Δεν ξέρω πως γίνεται. Εκεί που δεν ήθελα ποτέ να ενοχλήσω κανέναν, εκεί που ήθελα να με αγαπάνε όλοι: στο σχολείο οι καθηγητές, οι συμμαθητές μου, στο σπίτι, οι συγγενείς μου. Δεν ένιωθα καλά να πει κάποιος κακό για εμένα. Ήθελα να τους ευχαριστώ όλους. Αλλά αυτό, σαν να ερχόταν και να δημιουργούσε μια πάλη μέσα μου και όταν έβλεπα το άδικο να συμβαίνει γύρω μου, επαναστατούσα και γινόμουν άλλο παιδί. Ίσως αυτό που συμβαίνει και τώρα στη ζωή μου και στη σκηνή. Στη σκηνή είναι σαν να κάνω πόλεμο».

“Μια μέρα ξύπνησα γυναίκα…”, δυο μακροχρόνιες σχέσεις, δυο γάμοι, δυο διαζύγια… Τελικά τι φταίει σήμερα και δεν κρατάει για πάντα ο έρωτας;

«Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι έχουμε γίνει πιο τολμηροί οι άνθρωποι και αντέχουμε να βλέπουμε την αλήθεια. Εγώ θεωρώ ότι ήμουν πολύ θαρραλέα για αυτό πήρα την απόφαση να προχωρήσω. Με τον εαυτό μου στην ουσία. Να κλείσω αυτή την πόρτα, να αφήσω πίσω μου ότι με στεναχωρούσε. Και δεν έχει να κάνει με τον άλλον. Ίσως να άλλαζα εγώ και να ήθελα άλλα πράγματα για τον εαυτό μου. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν, αλλάζουν, έχουν ανάγκη από διαφορετικά πράγματα, αλλάζουν τα θέλω τους. Έτσι και στη δική μου περίπτωση. Άρα, δε θεωρώ ότι φταίει κάποιος αλλά χαίρομαι, που ως γυναίκα πια, αντιμετώπισα τη ζωή και τον εαυτό μου με θάρρος, δε δείλιασα».

“Μια μέρα ξύπνησα μητέρα…”, πως πιστεύεις πώς τα πήγες σε αυτό το ρόλο και πως είναι σήμερα η σχέση σου με τον εικοσάχρονο πια Άγγελο;

«Η σχέση μου με τον Άγγελο είναι εξαιρετική. Δεν ξέρω πως ήμουν σαν μητέρα όταν ήταν μικρότερος γιατί πάντα με απασχολούσε το ότι δούλευα. Δηλαδή υπήρξαν φορές που ο Άγγελος μου είχε πει: “δε θέλω να είσαι τραγουδίστρια, δε θέλω να φεύγεις για δουλειά” και αυτό το κουβαλούσα πάντα μέσα μου. Κάποιες φορές αποτραβήχτηκα για λίγο. Μετά επανήλθα γιατί δεν το άντεχα να λείπω πολύ από τη δουλειά μου. Ένιωθα τύψεις παράλληλα. Είναι ένα πράγμα: να νιώθεις πως όλη η ζωή σου είναι στο σπίτι με το παιδί σου, να θες να κάνεις τα πάντα για αυτό αλλά συγχρόνως το άλλο είναι και για εσένα τροφή που σε κάνει να είσαι πιο δυνατός σαν άνθρωπος για να μπορείς να σταθείς δίπλα στο παιδί σου. Διάβασα πολλά βιβλία ψυχολογίας για το πώς πρέπει να είμαι σε σχέση με το παιδί μου και πώς να είμαι καλύτερη μητέρα. Προσπαθούσα να βρω πάντα απαντήσεις μέσα από τα βιβλία, από φίλους, ψυχολόγους. Δεν το άφησα δηλαδή στην τύχη του όλο αυτό. Μεγαλώνοντας πια ο Άγγελος, θέλω να πιστεύω επειδή κάναμε πάρα πολλές συζητήσεις, ότι πια είμαστε τόσο κοντά που εγώ μπορώ να μοιράζομαι τα πάντα μαζί του, που αυτό είναι πολύ σημαντικό για εμένα. Εκτιμώ τη γνώμη του, τη σέβομαι, έχω ανάγκη να μου λέει τη γνώμη του για πράγματα και νομίζω είναι κάτι που χαροποιεί και τον Άγγελο γιατί καταλαβαίνει ότι τον εμπιστεύομαι. Κι εκείνος εκφράζεται όποτε θέλει σε σχέση με τα δικά του θέματα. Αλλά το σίγουρο είναι πως κι εκείνος με εμπιστεύεται. Έχουμε δηλαδή πια,  μια σχέση αγάπης και εμπιστοσύνης».

“Μια μέρα ίσως να υπάρξει μια στιγμή, που θα έχω αγαπηθεί…”,  έχει έρθει αυτή η στιγμή;

«Ναι, έχει έρθει αυτή η στιγμή…».

Και τι πιστεύεις πως πρέπει να μας συμβεί ώστε να “ξυπνήσουμε” και να βγούμε από τα αδιέξοδα μας;

«Για τον κάθε άνθρωπο μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό. Για μένα ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα πως λειτουργούσα στη ζωή και στη δουλειά μου σαν μαριονέτα. Λες και κάποιος κρατούσε τα νήματα και αποφάσιζε τι θα κάνω. Δεν αποφάσιζα εγώ και αυτό έχει να κάνει με κάτι που είπα και προηγουμένως: το να θες να είσαι πάντα το καλό παιδί, το να θες να μη στεναχωρείς κανέναν, το να μη μπορείς να πεις όχι, είναι αυτό που σε κάνει να καταπιέζεσαι και αυτό, δεν κάνει κανέναν ευτυχισμένο τελικά γιατί με το να κάνεις εσύ εκπτώσεις και να γίνεσαι δυστυχισμένη,  γίνονται και οι γύρω σου δυστυχισμένοι. Αυτό ήταν. Λέω πρέπει να κάνω πράγματα για μένα. Δεν ξέρω αν ήταν μια στιγμή ή μια σειρά πραγμάτων αλλά είναι τόσο μαγικό τη στιγμή που το συνειδητοποιείς αυτό. Μπορεί πραγματικά, να κρατάει για χρόνια κάτι στη ζωή σου και να μη το συνειδητοποιείς, να μη το καταλαβαίνεις απλά να κλείνεσαι όλο και περισσότερο στον εαυτό σου. Και κάποια στιγμή κάτι που θα διαβάσεις, κάτι που θα ακούσεις να λέει κάποιος δίπλα σου κι ας μην είναι στην παρέα σου ή μια ταινία που θα δεις, ξαφνικά αυτό να είναι σημάδι για εσένα και να ξυπνάς. Ξέρεις όμως πόσο ευτυχισμένος γίνεσαι μετά; Σε δευτερόλεπτα από τη στιγμή που θα πάρεις την απόφαση και θα πεις “εγώ θα κάνω αυτό,  εγώ θα πω αυτό που θέλω και τέλος. Προχωράω με τη ζωή μου”. Και δεν έχει να κάνει μόνο με τους συντρόφους αλλά με οτιδήποτε μας αφορά και μας στεναχωρεί στη ζωή μας. Μπορεί να είναι η δουλειά μας, μπορεί να είναι οι συνάδελφοι μας, μπορεί να είναι η σχέση με το παιδί μας… Είναι η στιγμή που πρέπει να αποδεχτείς κάποια κατάσταση για να μπορέσεις να τη διορθώσεις ή να την ξεπεράσεις».

Η πιο δύσκολη κατάσταση που έχεις βιώσει και που ίσως να μην έχεις καταφέρει να ξεπεράσεις;

«Ήταν η στιγμή που αποχαιρετούσα την γιαγιά μου. Δεν ήταν εύκολο να το μοιραστώ αλλά ένιωθα αν το μοιραστώ θα ήταν σαν να φεύγει από πάνω μου. Ίσως για αυτό μου έχει μείνει και αυτή η φοβία με το θάνατο. Δεν έχει να κάνει τόσο με την ηλικία κάποιου ανθρώπου. Έχει να κάνει με το ότι είναι ο δικός σου άνθρωπος. Ο παππούς μου έφυγε πρώτος, αλλά ήμασταν όλοι πιο δυνατοί γιατί υπήρχε η γιαγιά και έπρεπε να της δίνουμε θάρρος και δύναμη. Όταν μετά, έφυγε η γιαγιά, ήταν, σαν μέσα σε ένα λεπτό, μια στιγμή, να σβήστηκαν όλα αυτά τα χρόνια τα παιδικά, οι μνήμες. Το σπιτάκι στη Λεμεσό που πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, όλες τις γιορτές, τις διακοπές, τα πρώτα ραντεβού που βγαίναμε με τον παππού να θυμώνει… Τη γιαγιά, που με πήγαινε βόλτες. Είχαμε και ένα περιβόλι που φύτευε διάφορα και είχαμε και κατσικάκια κι όλα αυτά που ήταν για εμένα ένα όνειρο. Εκεί ήταν το σημείο συνάντησης όλης της οικογένειας κάθε Κυριακή. Και μετά που εγώ έφυγα, κάθε φορά που πήγαινα στην Κύπρο, εκεί μαζευόμασταν πάλι. Κάναμε όλες τις γιορτές. Όλα συνέβαιναν εκεί. Κι ήμασταν και μια μεγάλη οικογένεια, πολύ δεμένη και αγαπημένη και κάθε φορά που βρισκόμασταν έπαιρνα εγώ την κιθάρα, ο θείος μου το βιολί, τραγουδούσαμε. Μπορεί μόνο εγώ να ασχολήθηκα επαγγελματικά με τη μουσική αλλά όλοι αγαπούσαν τη μουσική και ήταν καλοφωνάρηδες Λεμεσιανοί… Και όταν έφυγε και η γιαγιά και έκλεισε το σπιτάκι αυτό, ήταν σαν να έκλεισε και η κουρτίνα των παιδικών μου χρόνων».

Οπότε αυτό που σε φοβίζει περισσότερο για το μέλλον είναι ο θάνατος;

«Ναι. Όχι ο δικός μου θάνατος αλλά των δικών μου ανθρώπων. Είναι κάτι που δε μπορώ να αντέξω και δε θέλω καν να το σκέφτομαι. Όπως επίσης και η μοναξιά. Παρόλο που μ’ αρέσει πολλές φορές η μοναξιά μου αλλά όταν την επιλέγω και ξέρω πως οι άνθρωποι μου είναι εκεί».

Όση ώρα συζητάμε, είναι η μοναδική φορά που βλέπω τα μάτια της έτοιμα να δακρύσουν. Η Ευρυδίκη καταθέτει στη συζήτηση μας, κομμάτια της ψυχής της. Ανθρώπινη, αληθινή όπως όλα αυτά τα χρόνια. Στρέφω τη συζήτηση αλλού. Σε μια άλλη της μεγάλη αγάπη, το Παρίσι.

Το 1987, έφυγες από την Κύπρο και πήγες στο Παρίσι που ξέρω πως το λατρεύεις. Ένα χρόνο αργότερα όμως το εγκατέλειψες για να πας στη Βοστώνη κι ύστερα στην Ελλάδα. Έχεις σκεφτεί ποτέ πως θα ήταν η ζωή σου αν δεν είχες αφήσει τη Γαλλία;

«Ο στόχος ήταν αυτός ξέρεις. Δηλαδή όταν έφυγα για το Παρίσι έλεγα στο μπαμπά και στη μαμά μου : δε θα επιστρέψω ποτέ, θα μείνω στη Γαλλία, θα κάνω εκεί δίσκους… Πράγματα που δεν ξέρω αν θα τα κατάφερνα αλλά ήμουν πάρα πολύ αισιόδοξη και είχα τεράστια αυτοπεποίθηση όταν ήμουν τόσο μικρή. Η αλήθεια είναι πως όταν πήγα τον πρώτο χρόνο εκεί και άρχισα τις σπουδές μου, επειδή ήμουνα σε μια σχολή ημικρατική, στο STUDIO DES VARIETES, ήταν μέσα στη σχολή και παράγοντες της δισκογραφίας και για κάποιο λόγο, ήμουν η πρώτη ξένη – μη γαλλόφωνη φοιτήτρια, και μάλλον κάτι στο αξάν μου τους άρεσε και μου έκαναν κάποια demo από ότι θυμάμαι και τα δειγμάτιζαν στην εταιρεία και εγώ μετά είπα: “Γεια, φεύγω. Θα πάω στη Βοστώνη γιατί ερωτεύτηκα και αρραβωνιάστηκα”. Έτσι έγινε. Ο Γιώργος ήταν ήδη στη Βοστώνη και αποφάσισα να τον ακολουθήσω».

Αν με κάποιο τρόπο τότε, είχες τη σημερινή εμπειρία, θα έπαιρνες την ίδια απόφαση;

«Νομίζω, γυρνώντας πίσω όλοι μας θα κάναμε τα ίδια πράγματα. Εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρω τι θα γινόταν αν δεν γνώριζα το Γιώργο και δεν έφευγα από το Παρίσι, τι θα έκρυβε το μέλλον εκεί για εμένα και τι θα μου χάριζε η ζωή. Φαντάζομαι ότι θα έμενα…».

Και από το 1989 που ήρθες στην Ελλάδα, πόσο πιστεύεις πως έχεις αλλάξει καλλιτεχνικά;

«Έχω αλλάξει πάρα πολύ και είμαι και η ίδια συγχρόνως. Δηλαδή, όταν τραγουδάω τα παλιά μου τραγούδια, αισθάνομαι την ίδια χαρά, συγκίνηση. Τα λέω με την ίδια ενέργεια. Μπορώ συγχρόνως να τραγουδάω την “Πυξίδα” που είναι ένα χαρούμενο και ρυθμικό τραγούδι και το “Μια μέρα ξύπνησα” που είναι ένα τραγούδι ζωής. Αν δεις όμως και τη δισκογραφία μου, ακόμη και σε εκείνον τον πρώτο δίσκο, υπήρχαν τραγούδια εξίσου σημαντικά. Αλλά και στην επόμενες δουλειές όπως πχ στο “Πόσο λίγο με ξέρεις”, στο “Μίσησε με”, τραγούδια δηλαδή που ακόμα και τώρα να τα πω είναι σαν να τα λέει μια μεγάλη γυναίκα. Από μικρή ήμουν πιο ώριμη σε σχέση με άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Μουσικά αυτό το αισθανόμουνα πάντα. Με συγκινούσαν και με άγγιζαν τα τραγούδια που ήταν για πιο μεγάλες γυναίκες. Δεν είναι τυχαίο που στα 26 μου έκανα το “Φθινόπωρο Γυναίκας”. Μου έλεγαν όλοι και στην εταιρεία ακόμα: “Είναι πολύ νωρίς. Εσύ τώρα ανθίζεις, δε μπορείς να μιλάς για φθινόπωρο γυναίκας”. Όμως εγώ, το ένιωθα αυτό το πράγμα. Ήθελα να το πω. Για αυτό λέω πως είμαι ο ίδιος άνθρωπος και πιο ώριμος συγχρόνως. Είναι αυτός ο συνδυασμός: Κορίτσι – Γυναίκα».




Η επιτυχία, χτύπησε την πόρτα της Ευρυδίκης από τον πρώτο δίσκο, το 1991. Τραγούδια όπως “Το μόνο που θυμάμαι”, ”Φύγε”, ”Για πρώτη φορά”… γίνονται μεγάλες επιτυχίες. Μέχρι σήμερα έχει κυκλοφορήσει δεκαπέντε προσωπικούς δίσκους, πολλά singles, αμέτρητες συνεργασίες και συμμετοχές σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών, βραβεία (Καλύτερη Πρωτοεμφανιζόμενη Τραγουδίστρια το 1992, Βραβείο Καλύτερης Ερμηνείας το 1993,  Καλύτερη Τραγουδίστρια το 2007…) κι όμως απέναντι μου έχω ένα πλάσμα που τα πόδια του πατάνε γερά στη Γη.

«Ήμουν πάντα προσγειωμένη νομίζω. Αυτό έχει να κάνει με το πώς μεγαλώνεις, με το τι παίρνεις από την οικογένεια σου, με την παιδεία σου, τη μόρφωση σου, οι αρχές, οι αξίες, αν πιστεύεις σε ιδανικά, οι εμπειρίες της ζωής σου που σε μαθαίνουν να έχεις μια συγκεκριμένη στάση απέναντι στη ζωή και τους ανθρώπους,  με το ποιους ανθρώπους συναναστρέφεσαι γιατί πολλές φορές και οι “κακές παρέες” αλλάζουν έναν άνθρωπο και τον παρασύρουν. Και νομίζω πως αν έχεις μεγαλώσει και έχεις μάθει να σέβεσαι τον εαυτό σου τότε σέβεσαι και τους υπόλοιπους ανθρώπους. Τότε, δεν υπάρχει περίπτωση να ξεφύγεις και να θεωρείς πως εσύ είσαι κάτι σαν Θεός ας πούμε. Οι άνθρωποι αυτοί που ξεφεύγουν και συμπεριφέρονται σαν να είναι καλύτεροι και ανώτεροι από άλλους ανθρώπους σε αυτή τη δουλειά ή αυτοί που “καβαλάνε” το καλάμι, είναι αυτοί που δεν σέβονται τους συνανθρώπους τους και θεωρούν ότι είναι κάτι ανώτερο, κάτι σημαντικό, κάτι διαφορετικό. Εγώ πιστεύω πως ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός. Πιστεύω δηλαδή στη μοναδικότητα του ανθρώπου, σέβομαι τον κάθε άνθρωπο γιατί έτσι έμαθα. Έτσι μεγάλωσα. Χαίρομαι που πήρα αυτές τις αρχές από το σπίτι μου, από τους γονείς μου και είναι αυτό που με κάνει να κοιμάμαι ήσυχη τα βράδια και να μπορώ να ονειρεύομαι ακόμα. Αισθάνομαι δηλαδή σαν ένα παιδί που ήρθα σε αυτή τη γη για να κάνω τα όνειρα μου πραγματικότητα. Ούτε για να με βλέπουν οι άνθρωποι στο δρόμο και να κάνουν υποκλίσεις ας πούμε. Αυτό το θεωρώ παράλογο. Εγώ ζω, χαίρομαι όταν είμαι σε μια σκηνή. Όταν είμαι στο δρόμο δε με ενδιαφέρει ούτε αν με αναγνωρίζει ο κόσμος, ούτε αν με ξέρουν. Όλα αυτά μαζί όπως και από το γεγονός ότι έβλεπα τη μουσική σαν Τέχνη και όχι σαν ένα τρόπο για να κερδίσω χρήματα, δόξα, να κάνω τις τρέλες μου…».

Κι όταν σβήνουν τα φώτα και κατεβαίνεις από τη σκηνή, πως είσαι στην καθημερινότητα σου;

«Είμαι ήσυχη, το αντίθετο δηλαδή από αυτό που είμαι στη σκηνή. Έχω ένα απίστευτο παράδειγμα: υπάρχουν άνθρωποι που με έχουν γνωρίσει μέσα από φίλους και κάνουμε παρέα αλλά δε με είχαν δει ποτέ στη σκηνή και έβλεπαν ένα ήσυχο κορίτσι, που μπορεί να μιλάει λίγο, να μην ενοχλεί, χαμογελαστή συνέχεια και ήρθαν την προηγούμενη βδομάδα στην παράσταση και είδαν ένα άλλο πλάσμα και μου λένε: Εσύ είσαι αυτή; Είμαι το αντίθετο από αυτό που βλέπει κάποιος στη σκηνή: έναν άνθρωπο να εκφράζεται έντονα. Στη ζωή μου είμαι ήσυχη, ήρεμη, αυτό που λέμε καλούλα, χαμογελάω συνέχεια… Μου αρέσει να απολαμβάνω στιγμές με τους δικούς μου ανθρώπους, να μαγειρεύω στο σπίτι κάτι που δεν έκανα πιο παλιά και τώρα, όσο περνάει ο καιρός, γίνομαι καλύτερη και το απολαμβάνω και αυτό πάρα πολύ».

Ξανά στα δισκογραφικά: “Μαγνήτης”, ”Έχω γίνει η άλλη”, ”Πάγος”, ”Μια μέρα ξύπνησα”… πολλά singles. Ολοκληρωμένο άλμπουμ πότε θα έχουμε;

«Δε ξέρω… Δε θέλω πια να λέω γιατί κάθε φορά λέω και μετά δε γίνεται. Δεν είναι εύκολα τα πράγματα με τους δίσκους κι εγώ μοιράζομαι σε διαφορετικά πράγματα και έχω και πολλές ιδέες και θέλω να τα κάνω όλα παράλληλα και τελικά κάτι μένει πάντα πίσω. Ξεκίνησα λοιπόν να γράφω κομμάτια για το καινούργιο άλμπουμ. Μετά προέκυψε αυτή η συνεργασία μου με το Θάνο Παπανικολάου και όταν πήρα το “Μια μέρα ξύπνησα” στα χέρια μου, άρχισα πλέον να δουλεύω πάνω στην παράσταση πια χωρίς να κάνω τίποτα άλλο. Άρα όλα έμειναν πίσω. Θα συνεχίσουμε τώρα να γράφουμε κάποια πράγματα με το Θάνο, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο στα σκαριά: μια δουλειά με διασκευές των πρώτων μου τραγουδιών που είναι και αυτό κάτι που θέλω πολύ να κάνω. Ξεκινήσαμε ήδη, με την μπάντα που δουλεύω τον τελευταίο καιρό, τους Victory in Rio, αλλά και με τον Bob Κατσιώνη, να δουλεύουμε πάνω στα πρώτα μου τραγούδια και τώρα δε ξέρω τι θα γίνει πρώτα αλλά απολαμβάνω πολύ και αυτό που γίνεται και στο στούντιο, στις live εμφανίσεις. Η αλήθεια είναι πως έχω επικεντρωθεί πολύ στην παράσταση γιατί είναι κάτι που μου παίρνει και πολύ ενέργεια και με ενθουσιάζει κιόλας».

Πώς επιλέγεις ένα τραγούδι και υπάρχει κάποιο που ενώ το πίστευες πολύ, έμεινε άγνωστο;

«Πολλά τραγούδια. Εγώ πια, επιλέγω τραγούδια που με κάνουν πάντα να αισθάνομαι κάτι: είτε με κάνουν να χαίρομαι είτε με συγκινούν, που με κάνουν να δακρύζω, είτε έχουν να κάνουν με τον έρωτα είτε με τα παιδιά μας, με τη ζωή μας, με την πατρίδα μας γιατί η μικρή μου πατρίδα είναι πάντα στην καρδιά μου. Κουβαλάω μια θλίψη και πίκρα σε σχέση με την Κύπρο. Με όλα όσα έζησα ως κορίτσι και ως έφηβη στην Κύπρο αλλά και όλο αυτό που κουβαλάμε όλοι μας από το πραξικόπημα, την εισβολή και μέχρι σήμερα και έχω ανάγκη πάντα να μιλάω και να τραγουδάω για την Κύπρο. Έτσι, επιλέγω κυρίως τραγούδια που να μιλάνε στην καρδιά μου».

Τα τελευταία χρόνια, πολλά από τα τραγούδια σου τα γράφεις η ίδια. Πώς προέκυψε αυτή η ανάγκη;

«Έγραφα από πολύ μικρή, αλλά δεν το έλεγα ποτέ. Ντρεπόμουνα. Όση αυτοπεποίθηση ένιωθα σαν τραγουδίστρια το αντίθετο γινόταν με αυτά που έγραφα. Κάποια στιγμή, άρχισα να παίζω κάποιες από τις μελωδίες μου στο Γιώργο Θεοφάνους και μου είπε: “Δούλεψε το, γιατί όλα αυτά που γράφεις, βγαίνουν από μέσα σου. Είσαι εσύ και τίποτα όταν είναι ειλικρινές δεν είναι κακό. Μην ντρέπεσαι να παίξεις τα κομμάτια σου , τόλμησε το”, κι έτσι άρχισα σε κάθε δουλειά να βγάζω 1-2 τραγούδια δικά μου. Κάποια στιγμή ελπίζω να καταφέρω να κάνω μια ολοκληρωμένη δουλειά».

Μου μιλά για την Κύπρο και βλέπω ξανά τη συγκίνηση στο βλέμμα της. Θυμάμαι το single  “Ας εν τζιαί μιαν φοράν” που κυκλοφόρησε το 1997 και το δίσκο “ΔΥΟ ΜΕΤΡΑ ΓΗΣ ΑΓΑΠΗΣΑ” το 2013 που ήταν για την Κύπρο. Τις αναρτήσεις της στο διαδίκτυο μέσα από τις οποίες δε διστάζει να εναντιωθεί απέναντι σε όποιον προσπαθεί να βλάψει τη… “Μικρή της Πατρίδα”. Θυμάμαι την παρουσία της, στις συναυλίες αλληλεγγύης, εκείνες τις δύσκολες μέρες της Κύπρου στο πρόσφατο παρελθόν και το συγκλονιστικό της μήνυμα  “HANDS OF CYPRUS”. Ποια η σχέση της με τα πολιτικά δρώμενα της Κύπρου;

«Ενημερώνομαι σχεδόν καθημερινά. Συζητάω με δικούς μου ανθρώπους που είναι στην Κύπρο και τα ζουν από κοντά. Γιατί πολλές φορές αυτό που διαβάζουμε εμείς στο διαδίκτυο δε σημαίνει ότι είναι και αυτό που ισχύει. Ο καθένας πια έχει πρόσβαση σε όλα αυτά τα μέσα και μπορεί να λέει ότι θέλει και να παραποιεί κάποια πράγματα. Αυτός που εμπιστεύομαι περισσότερο από όλους είναι ο πατέρας μου και ίσως να τον ταλαιπωρώ γιατί κάθε φορά ότι και να κάνουμε θα καταλήξουμε να συζητάμε πολιτικά, το Κυπριακό αλλά μόνο από αυτόν μπορώ να μάθω την αλήθεια γιατί είναι και γνώστης της ιστορίας. Ακόμη και εκεί, έχω πάρει βιβλία, θέλω να ξέρω την ιστορία μας για να καταλάβω τι έχει συμβεί και γιατί. Αν δεν ξέρεις την ιστορία δε μπορείς να βλέπεις από εδώ και πέρα. Για αυτό καμιά φορά θυμώνω περισσότερο με αυτούς που ξεχνούν την ιστορία μας. Η χειρότερη τιμωρία έρχεται όταν κάποιος ξεχάσει την ιστορία του γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ενημερώνομαι λοιπόν καθημερινά μα δεν ξέρω αν μπορώ να ελπίζω πια. Κάποτε ήλπιζα. Τώρα τα βλέπω όλα πολύ αρνητικά».

Δε βλέπεις μια λύση…

«Δεν τη βλέπω αυτή τη λύση, όχι. Ελπίζω. Ήμαστε κι εμείς διχασμένοι αλλά και η άλλη πλευρά δεν είναι με εμάς. Ξέρουμε από εκεί, τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο τον έχει η Τουρκία. Άρα, είναι δυνατόν να πιστέψω ότι η Τουρκία θα συμφωνήσει σε κάτι που θα συμφέρει και εμάς ή που είναι δίκαιο και απέναντι μας; Εκτός κι αν θέλει να βάλει το χέρι σε όλη την Κύπρο».

Όταν κλείνεις τα μάτια σου και σκέφτεσαι την Κύπρο, ποια εικόνα ή ποιο συναίσθημα  σου έρχεται στο μυαλό;

«Πρώτα φέρνω στο μυαλό μου το χάρτη μας. Είναι πραγματικά αυτό το χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο Πέλαγο. Είναι σαν να πλημμυρίζει η καρδιά μου από τεράστια αγάπη αλλά και από στεναχώρια γιατί νιώθω ανήμπορη στο να βοηθήσω».

Αν και ήσουν μικρή, θυμάσαι εικόνες από την εισβολή;

«Βέβαια. Καταρχήν θυμάμαι το πραξικόπημα, γιατί το σπίτι μας ήταν κοντά στο Προεδρικό και θυμάμαι ακόμα και τον ήχο από τα τανκς και τα όπλα. Με το που έγινε το πραξικόπημα, φύγαμε και πήγαμε στη Λεμεσό που ήταν το σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Αυτό το σπιτάκι λοιπόν το μικρό, που στην ουσία ήταν δυο δωμάτια αλλά είχε ένα τεράστιο περιβόλι και μια κληματαριά στην αυλή, κάτω από την οποία είχαμε βάλει στρώματα και είχαν έρθει όσοι μπόρεσαν, όσοι δεν πιάστηκαν αιχμάλωτοι από την οικογένεια του πατέρα μου που ήταν από τα Κατεχόμενα, την Κερύνεια και τη Λάπηθο. Όσοι κατάφεραν να ξεφύγουν, ήρθαν και έμεναν εκεί και ήμασταν όλοι μαζί, μεγάλοι και παιδιά, οι γυναίκες βασικά γιατί οι άντρες ήταν στον πόλεμο. Θυμάμαι τις ώρες που έπρεπε να κλείσουν τα φώτα, τις σειρήνες, τους βομβαρδισμούς… Τις ιστορίες των μητέρων και των γιαγιάδων που ήταν μαζεμένες εκεί και κοιμόμασταν και ξυπνούσαμε με τον ίδιο φόβο: ότι θα έρθουν οι Τούρκοι και θα μας σκοτώσουν. Αυτό στο λέω μέσα από τα παιδικά μου μάτια και τη φαντασία ενός παιδιού. Για εμένα, έτσι όπως βιώσαμε τον πόλεμο, ήταν να περιμένουμε τους συγγενείς μας να επιστρέψουν ζωντανοί, τις γυναίκες να κλαίνε σχεδόν καθημερινά, τον τρόμο μη φτάσουν οι Τούρκοι μέχρι εκεί που ήμασταν και οι εφιάλτες μου ήταν δύο: ο ένας ήταν ότι έρχονταν οι στρατιώτες, τους οποίους έβλεπα τεράστιους στον ύπνο μου, με τα όπλα και ότι έπιαναν τις γυναίκες και όλα αυτά που άκουγα τη μέρα να εξιστορούν οι μεγάλοι, εγώ τα έβλεπα στον ύπνο μου το βράδυ. Και ο χειρότερος εφιάλτης, που δε μπορούσα ποτέ να τον εξηγήσω γιατί τον έβλεπα συνέχεια μέχρι και μεγάλη ηλικία, ήταν ο ήχος της φωτιάς. Σαν να καιγόμουν αλλά δεν ένιωθα τον πόνο. Ήταν ο ήχος αυτός της φωτιάς. Σαν να καίγονταν όλα γύρω μου… Και ξυπνούσα πάντα τρομαγμένη, κλαίγοντας. Αυτό, κράτησε για χρόνια».

Την κοιτάζω και βλέπω τη θλίψη, τη στεναχώρια, την πίκρα, τη συγκίνηση της και αλλάζω θέμα. Τίτλοι τραγουδιών και εξομολογήσεις. Αν και με κόπο κατάφερα να περιορίσω τη λίστα μου, διαλέγοντας ένα τραγούδι από κάθε δισκογραφική δουλειά.

«Συγγνώμη»… ζητάς εύκολα συγγνώμη;

«Όχι. Αυτό το είχα από μικρή και δε μ’ άρεσε ποτέ. Ήταν λες και ντρεπόμουν να πω συγγνώμη. Ήταν το ότι ήμουν πολύ περήφανη;… πάντως δε μπορούσα να πω με τίποτα συγγνώμη. Δεν είχε να κάνει με το ότι θεωρούσα ότι έχω πάντα δίκιο. Τώρα, μεγαλώνοντας κι ίσως είναι και αυτό ένα δείγμα ωριμότητας, όταν θεωρώ ότι έχω άδικο, μπορώ να πω συγγνώμη αλλά δε το λέω εύκολα».

«Πόσο λίγο με ξέρεις»… ποια εικόνα σου δεν έχει δει ποτέ ο κόσμος;

«Ίσως, τη δυναμική πλευρά του εαυτού μου. Πολλοί νομίζουν πως είμαι απλά ένα γλυκό πλάσμα που δεν είμαι πάντα έχω να σου πω. Υπάρχει και μια πιο dark, ας πούμε πλευρά».

«Ζηλιάρης ουρανός;»… ζηλεύεις; Και ποια η σχέση σου με τη ζήλια;

«Η αλήθεια είναι πως δε ζηλεύω. Έχω ζηλέψει πολύ λίγες φορές στη ζωή μου και δε μου αρέσει. Αν νιώσω τη ζήλια, μπορεί αυτό να είναι και το τέλος μιας σχέσης και αυτό έχει να κάνει με το σύντροφο σου, να μη σου δίνει δικαιώματα».

«Φθινόπωρο γυναίκας»… ποια η σχέση σου με το χρόνο που περνάει;

«Νομίζω ότι είναι σαν να με συμπαθεί ο χρόνος και μου συμπεριφέρεται ευγενικά».

«Αυτό το φιλί»… Θυμάσαι το πρώτο σου φιλί;

«Ναι, βέβαια και το θυμάμαι…».

«Να του πείτε»… Έχεις μετανιώσει για πράγματα που δεν είπες;

«Ναι, έχω μετανιώσει πολλές φορές για πράγματα που δεν είπα, είτε καλά είτε κακά. Για αυτό πήρα την απόφαση ό,τι αισθάνομαι και ό,τι σκέφτομαι να το μοιράζομαι πια. Δηλαδή δε θέλω να κρατάω πράγματα μέσα μου γιατί αυτό καταστρέφει τη σχέση. Οποιαδήποτε σχέση: είτε ερωτική, είτε φιλική. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με τους συνανθρώπους μας».

«Δέσε μου τα μάτια»… Υπάρχουν στιγμές που “κλείνεις” τα μάτια;

«Συνήθως δεν κλείνω τα μάτια. Δεν ξέρω αν το έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου. Μπορεί να το έχω κάνει για μικρό χρονικό διάστημα, ίσως σε μια περίοδο που δεν ήμουν έτοιμη ή δυνατή να αντιμετωπίσω μια κατάσταση. Κι έκλεινα απλά τα μάτια μέχρι όλο αυτό να ξεσπάσει μέσα μου και να πω αυτά που θέλω να πω».

«Αυτά που κρύβω μέσα μου»… Υπάρχουν πράγματα που δε μοιράζεσαι με κανέναν;

«Ναι, βέβαια…».

«Όλα δικά σου» σε μια σχέση δίνεις τα πάντα ή είσαι επιφυλακτική;

«Νομίζω ότι δίνω τα πάντα».

«Συντροφιά που με σκοτώνει»… όταν μια κατάσταση αρχίζει να σε “σκοτώνει” φεύγεις αμέσως ή δίνεις χρόνο;

«Μέχρι τώρα στη ζωή μου έδινα χρόνο. Πάντα έδινα χρόνο στους ανθρώπους που μοιράστηκα πράγματα μαζί τους και που μας έδενε κάτι πολύ δυνατό. Έχω γενικά, τεράστια υπομονή σαν άνθρωπος και επιμένω στις επιλογές μου, μέχρι να καταλάβω πως αυτή η επιλογή με σκοτώνει».

«Όσο φεύγω γυρίζω»… από τι δε μπορείς να ξεφύγεις;

«Από τον εαυτό μου… Μόνο…».

«Ζωή να μπω»… όταν βλέπει αδιέξοδο έχεις ανάγκη από κάποιον άνθρωπο να σου δείξει το δρόμο ή θες μόνη σου να βρεις την λύση;

«Έχω νιώσει και τα δύο. Έχουν υπάρξει στιγμές στη ζωή μου που ήθελα να βρω το δρόμο μου, μόνη μου και υπήρξαν και στιγμές που ευχόμουν να ήταν κάποιος δίπλα μου που να με πάρει από το χέρι και να με οδηγήσει. Γιατί μπορεί να αισθανόμουν κουρασμένη ή φοβισμένη».

«Τι σου λείπει»… υπάρχει κάτι που να λείπει από τη ζωή σου σήμερα;

«Όχι, σήμερα δε λείπει τίποτα από τη ζωή μου».

«Άσε με να κάνω λάθη»… συγχωρείς εύκολα;

«Ναι, συγχωρώ εύκολα…».

«Δε σε περίμενα»… το πιο ξαφνικό πράγμα που έχει έρθει στη ζωή σου;

«Δύο πράγματα μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή. Ο γιος μου, που ήταν κάτι που δεν ήταν προγραμματισμένο και ήρθε ξαφνικά στη ζωή μου. Ήταν δώρο Θεού. Όπως και η γνωριμία μου με τον Μπάμπη. Ήταν κάτι που ούτε το σκεφτόμουνα, ούτε το έψαχνα, ούτε το περίμενα…».

 «Στης αγάπης το θυμό»… έχεις μετανιώσει για πράγματα που έχεις πει πάνω στο θυμό;

«Ναι, βέβαια…».

«Μαγνήτης»… τι φθείρει μια σχέση και αλλάζουν τα πράγματα;

«Είναι η ίδια η ζωή που μας παίζει παιχνίδια. Είναι η ζωή μας, είναι η ρουτίνα, εμείς οι ίδιοι που αλλάζουμε… Είναι πολλά πράγματα μαζί. Ή καμιά φορά το ότι μπορεί να μην είμαστε ώριμοι αρκετά για να αντέξουμε σε μια σχέση».

«Πάγος»… τι μπορεί να “παγώσει” τα αισθήματα σου;

«Η προδοσία και η αχαριστία».

Η κουβέντα μας, φθάνει σιγά – σιγά στο τέλος της μα δε μπορώ να μη τη ρωτήσω για την απόφαση της  να συμμετέχει σε δυο τηλεοπτικά μουσικά προγράμματα για παιδιά…

«Η αλήθεια είναι πως είμαι πάντοτε πολύ προσεκτική σε οτιδήποτε κάνω αλλά δε μπορούσα να αντισταθώ σε αυτή την πρόταση. Να είμαι δηλαδή “δασκάλα” παιδιών. Ήταν μαγικό όλο αυτό που έζησα και τις δυο φορές. Την πρώτη φορά, δε γνώριζα καλά. Μου είχαν δείξει έναν οδηγό της εκπομπής και μου είχε αρέσει πάρα πολύ. Όταν δε άρχισαν τα γυρίσματα και γνώρισα τα παιδιά και αρχίσαμε τα μαθήματα και περνούσαμε άπειρες ώρες μαζί, ένιωθα πιο ευτυχισμένη από ποτέ. Ζούσα ένα όνειρο. Όταν βλέπει ότι τα παιδιά έχουν τόσο ταλέντο που δεν πιστεύεις ούτε στα μάτια σου ούτε στα αφτιά σου, λες υπάρχει ελπίδα σε αυτόν τον κόσμο».

Και σε αυτούς που έκριναν αυτά τα προγράμματα αρνητικά;

«Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφέρει γνώμη και να πει την άποψη του. Αυτό που έχω εγώ να πω και ως μητέρα η ίδια, είναι ότι αν το παιδί μου είχε αυτό το ταλέντο και ήθελε να πάρει μέρος σε μια τέτοια μουσική εκπομπή, εγώ θα έλεγα το ναι. Μπορώ να θυμηθώ πως ήμουν εγώ σαν παιδάκι. Οι γονείς μου δε μου χάλασαν ποτέ χατίρι. Τους είχα τρελάνει. Ήθελα να πηγαίνω από εκδήλωση σε εκδήλωση, από διαγωνισμό σε διαγωνισμό. Ακόμη και στην τηλεόραση, ήμουν 12 χρονών όταν βγήκα για πρώτη φορά. Δε θα δεχόμουν ποτέ να πει κάποιος κακή κουβέντα, για τον πατέρα μου ή τη μητέρα μου, επειδή άφησαν το παιδί τους να “εκτεθεί” στην τηλεόραση. Ήταν το δικό μου όνειρο και εγώ τους λατρεύω που δε μου χάλασαν ποτέ χατίρι, που ήταν δίπλα μου, που με έσπρωχναν, που με γέμιζαν με αυτοπεποίθηση. Έκαναν τα όνειρα μου πραγματικότητα. Οι γονείς μου το έκαναν αυτό που πίστευαν σε εμένα και με βοηθούσαν. Οπότε, έχοντας ζήσει όλο αυτό, το χαίρομαι ακόμα περισσότερο ότι γίνονται αυτά τα μουσικά shows. Τηλεοπτικά μεν αλλά δίνουν ένα βήμα στα παιδιά και να εκφραστούν και να χαρούν αυτό το πράγμα σαν μια μουσική γιορτή αλλά και να κερδίσουν και γνώσεις γιατί εκεί γίνονται πραγματικά μαθήματα. Αν συναντήσεις αυτά τα παιδιά και τα ρωτήσεις Ποια ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής σου, είμαι σίγουρη πως όλα θα πουν αυτό. Επίσης το έπαθλο, μην το ξεχνάμε και αυτό. Ειδικά τώρα, με το Junior Music Stars, που έχω την ανάγκη να πω για ακόμη μια φορά συγχαρητήρια στο Γιώργο Θεοφάνους που το τόλμησε γιατί ήταν δική του η ιδέα και είναι το καλύτερο show που έχει γίνει στην Ελλάδα, και στον ΣΚΑΙ επίσης που το τόλμησε και βοήθησε. Αλλά από εκεί και πέρα το ότι το έπαθλο ήταν για δυο παιδιά μουσικές σπουδές, μέχρι την ενηλικίωση τους στα ωδεία Φίλιππος Νάκας, είναι κάτι το μοναδικό γιατί ξέρουμε όλοι πόσο πολύ κοστίζει όλο αυτό. Δηλαδή να έχεις ένα παιδί που να έχει ταλέντο και να θέλει να σπουδάσει και έτσι όπως έχουν τα πράγματα και στη χώρα μας πια, οι γονείς δεν έχουν τη δυνατότητα αυτή. Τουλάχιστον, από εμάς βγήκαν δυο εξαιρετικά ταλέντα και ξέρουμε ότι θα σπουδάσουν. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και χαίρομαι πολύ για αυτό».

Η Ευρυδίκη σε ηλικία 14 ετών εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή της Eurovision και από τότε ακολούθησαν άλλες πέντε φορές. Φέτος επιλέχθηκε να μας εκπροσωπήσει η Demy  στο διαγωνισμό και δε μπορώ να μη ρωτήσω τη γνώμη της.

«Θεωρώ εξαιρετική την επιλογή της Demy. Είναι καταπληκτική τραγουδίστρια και εξαιρετικό πλάσμα. Δηλαδή, επειδή είχαμε συνεργαστεί και στο Music School, τη γνώρισα πάρα πολύ καλά. Είναι πραγματικά ένα παιδί με ήθος και παιδεία και χαίρομαι πάρα πολύ που έγινε αυτή η ανάθεση στην Demy. Έχει μια υπέροχη φωνή και αν είναι και το τραγούδι το ίδιο υπέροχο όπως η Demy, νομίζω θα πάει καταπληκτικά η Ελλάδα φέτος. Αν θα της έλεγα κάτι, αυτό θα ήταν να πάει και να το χαρεί χωρίς να σκέφτεται ούτε τη θέση που θα πάρει ούτε τίποτα».

Τι αγαπάς στην Αθήνα;

«Η Αθήνα μ’ αρέσει γενικά. Και για να είμαι πιο ειλικρινείς, μου αρέσει πιο πολύ το βράδυ. Την ημέρα, μου αρέσει να κάνω βόλτες παραλιακά. Ίσως για αυτό επέλεξα να ζω και Νότια όλα αυτά τα χρόνια γιατί μου αρέσει να πηγαίνω και να περπατάω στη θάλασσα. Χειμώνα – καλοκαίρι. Μου αρέσει να κάνω βόλτες. Είναι σα να πετάει η ψυχή μου. Ένα τέτοιο πράγμα αισθάνομαι. Το βράδυ είναι οι ώρες που μου αρέσει να κάνω βόλτες στο Κέντρο. Μου αρέσει να βλέπω μαγαζάκια, στο Μοναστηράκι, στην Πλάκα. Μου αρέσει να πηγαίνω σε πιο μικρούς χώρους που μου θυμίζουν και λίγο Παρίσι. Μ’ αρέσει να παρατηρώ ανθρώπους, να βλέπω τους φίλους μου, να ακούω μουσική…».

Τα επόμενα σχέδια σου;

«Θα ήθελα να φτάσει αυτή η παράσταση σε όσο πιο πολύ κόσμο γίνεται και μακάρι να μπορέσουμε να τη συνεχίσουμε και του χρόνου. Είναι κάτι που θα το ήθελα πάρα πολύ. Επίσης θα ήθελα να κάνουμε και μια περιοδεία με την παράσταση αυτή. Ήδη συζητάμε για τη Θεσσαλονίκη και για την Κύπρο. Το στούντιο που συνεχίζεται και με καινούργια τραγούδια και με διασκευές που δεν ξέρω πότε θα είμαστε έτοιμοι και πότε θα βγει. Πάμε σιγά σιγά. Κάνω το κέφι μου στο στούντιο και όταν έχω μια έτοιμη δουλειά θα την παρουσιάσω».

Κλείνοντας, θα ήθελα να χρησιμοποιήσεις ένα στίχο σου για να δώσεις τον τίτλο της σημερινής μας συνάντησης.

«Θα χρησιμοποιήσω κάτι που αγαπώ πάρα πολύ και είναι από το  “Ό,τι με αγγίζει”: Ό,τι με αγγίζει, είναι μόνο ότι αξίζει να θυμάμαι γιατί άντεξε στο χρόνο…” και ελπίζω αυτή, η σημερινή συνάντηση - γιατί μέσα από τις ερωτήσεις σου και την κουβεντούλα μας, εγώ είπα πολλά πράγματα έτσι όπως τα νιώθω, έτσι όπως τα έχω ζήσει, μοιράστηκα πάρα πολλά πράγματα με εσένα - ελπίζω να είναι μια από αυτές τις στιγμές που θα αντέξουν στο χρόνο, για εμάς.

Η συνέντευξη τελείωσε. Αποχαιρέτησα την Ευρυδίκη και έμεινα για μερικά λεπτά στο χώρο προσπαθώντας να γράψω τον επίλογο αυτής της συνάντησης. Κάποιες σκέψεις μπήκαν στο χαρτί  μα τελικά αποφάσισα να μη γράψω κανέναν επίλογο. Όταν συναντάς ανθρώπους που μοιράζονται μαζί σου κομμάτια της ψυχής τους, μόνο ΑΡΧΗ μπορεί να υπάρχει και δρόμος…


*Πρώτη δημοσίευση 12.03.2017 στο museekart.com και στη στήλη Συναντήσεις στη πόλη. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις