Συναντήσεις στη πόλη: Μανίνα Ζουμπουλάκη

 



Συνέντευξη και φωτογραφίες: Χάρης Γαντζούδης

 

«Ευτυχία για μένα είναι τα παιδιά μου. Οι άνθρωποι που αγαπάω και οι φίλοι μου, ιδανικά με φόντο μια καλοκαιρινή παραλία»

Τετάρτη, 01 Φεβρουαρίου. Η ημέρα είναι υπέροχη. Ο ήλιος δημιουργεί μια μικρή άνοιξη την πρώτη μέρα του μήνα και εγώ είμαι στο δρόμο για το «ΒΑΝΙΛΙΑ και ΚΑΝΕΛΑ» στην Πανόρμου όπου σε λίγα λεπτά θα συναντήσω τη συγγραφέα Μανίνα Ζουμπουλάκη.

Κατεβαίνω από το μετρό και κατευθύνομαι προς το σημείο συνάντησης μας. Το μάτι μου δεν αργεί να εντοπίσει την ταμπέλα του μαγαζιού.

Κάθομαι σε ένα τραπέζι κοντά στην είσοδο. Κοιτάζω το ρολόι μου. 13:40. Το ραντεβού με τη Μανίνα Ζουμπουλάκη απέχει μισή ώρα περίπου. Παραγγέλνω καφέ και το βλέμμα μου εξερευνεί το χώρο η ζεστασιά του οποίου με κάνει να νιώθω ακόμα πιο άνετα.

Από τη μέχρι τώρα επικοινωνία μου με τη Μανίνα Ζουμπουλάκη έχω καταλάβει πως πρόκειται για έναν άνετο και χωρίς κόμπλεξ άνθρωπο. Το όνομα της μου φέρνει στο μυαλό το «Φεύγα», το «Ευτυχία», το τελευταίο της βιβλίο «Τα αόρατα κορίτσια» μα αυτό που κυριαρχεί είναι το «Πώς να γράψεις»  το οποίο το διάβασα χρόνια πριν, θέλοντας να μάθω και εγώ τα μυστικά της συγγραφής και ήταν τόσο άμεσο που ένιωθα πως έχω τη συγγραφέα απέναντι μου και μου καταθέτει την εμπειρία της.

Και καθώς είμαι βυθισμένος στις σκέψεις μου τη βλέπω να περνά την είσοδο του καφέ. Με πλησιάζει. Άνετη, φιλική, χαμογελαστή αρχίζουμε να συζητάμε (αφού καταργήσαμε τον πληθυντικό) από το πρώτο λεπτό που σχεδόν ξεχνάω τη συνέντευξη και νιώθω πως συζητάω με μια καλή φίλη που έχω να συναντήσω καιρό.

 Γιατί επέλεξες το Βανίλια και Κανέλα για τη συνάντησή μας;

«Γιατί μου αρέσει, είναι κοντά στο μετρό και σχετικά κοντά στο σπίτι μου».

Κοιτάζω το βιογραφικό της και το πρώτο πράγμα που διαβάζω είναι η ημερομηνία γέννησης της. Ο χρόνος που περνάει σε αγχώνει; 

«Στεναχωριέμαι που θα πεθάνω μια μέρα. Εγώ θα ήθελα να ζήσω μέχρι τα 1500 αλλά δε το βλέπω… Με αγχώνει η φθορά, ότι δε μπορώ να φορέσω τα ρούχα που φόραγα… Αλλά δε θα σκάσω κιόλας…».

Συνεχίζοντας να κοιτάζω το βιογραφικό της  βλέπω πως γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καβάλα κι αναρωτιέμαι ποιες μνήμες κρατά μέσα της ακόμα από εκείνα τα χρόνια.

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καβάλα, θυμάμαι τα καλοκαίρια στη Θάσο  που ήταν καταπληκτικά, ήλιος-θάλασσα-καρπούζια και θερινό σινεμά με ελληνικές ασπρόμαυρες ταινίες στον Ποτό».

Και κάπου εκεί, στα δέκα της χρόνια, άρχισε να γράφει ημερολόγιο κάνοντας την πρώτη της επαφή με τη συγγραφή. Τι κάνει ένα παιδί δέκα χρονών να γράφει;

«Διάβαζα πολύ πάντα, ό,τι έπεφτε στα χέρια μου, κι έγραφα  ημερολόγια, γράμματα… δεν ξέρω γιατί είχα αυτήν την ανάγκη να καταγράφω μη συστηματικά την πραγματικότητα ή/και την φαντασία μου. Ήμουν μονόχνοτο παιδί, λίγο παράξενο. Όταν με πλησιάζουν μαμάδες και μου λένε “Το παιδί μου είναι 11 χρονών και γράφει καταπληκτικά”, λέω μέσα μου “Ωχ το κακόμοιρο…” γιατί “κάτι δεν πάει καλά” στη ζωή του παιδιού… Άντε ψάξε βρες…».

Ποιο από εκείνα τα πρώτα αναγνώσματα σε καθήλωσε;

«Το πρώτο βιβλίο που διάβασα και με καθήλωσε ήταν…   Ίσως ο «Δον Κιχώτης» (του Θερβάντες), ή τα «Μυστικά του βάλτου» (Πηνελόπης Δέλτα). Αλλά μπορεί να είχα διαβάσει κάτι πιο πριν και να μην το θυμάμαι. «Το νησί των θησαυρών» (Ρομπερτ Λιουις Στήβενσον) με είχε καθηλώσει – το φανταζόμουν με ηρωίδα, κορίτσι, δηλαδή εμένα… όπως και τον «Τομ Σώγιερ» (Μαρκ Τουαίν) - θα ήμουν ο Τομ. Μπορεί και ο Χόκλμπερυ Φιν, ακόμα πιο αλητήριος».

Κι όταν η μικρή Μανίνα μεγάλωσε, έφυγε για σπουδές στην Αμερική. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;

«Στην Αμερική πήγα για σπουδές. Δε μου άρεσε καθόλου. Ήθελα να φύγω την άλλη μέρα. Δε μου άρεσε ο τρόπος ζωής, η μυρωδιά της…»


Η Μανίνα Ζουμπουλάκη είναι μια συγγραφέας με πολλούς τίτλους βιβλίων στο βιογραφικό της και πολλές επιτυχίες. Αλλά όταν κρατάς στα χέρια σου το πρώτο βιβλίο είναι μια ιδιαίτερη στιγμή. Πώς ένιωσε εκείνη;

«Πρώτο ήταν η συλλογή διηγημάτων «Κενά μνήμης» (εκδόσεις Ιστός). Ένοιωσα μεγάλη χαρά, ότι άλλο και να πω είναι λίγο: κατουρήθηκα από τη χαρά μου, δεν κρατιόμουν να γράψω το επόμενο. Πράγμα που έκανα τσάκα-τσάκα (με την «Μυροβόλο άνοιξη», επίσης συλλογή διηγημάτων, και το μυθιστόρημα «Φεύγα!» αμέσως μετά). Μου αρέσει πολύ να γράφω βιβλία, να εκδίδονται, να κυκλοφορούν και να τα διαβάζουν κανονικοί άνθρωποι….»

Ξέρω πως ο χρόνος της είναι περιορισμένος μα η μια ερώτηση φέρνει την άλλη και χανόμαστε μέσα στη συζήτηση. Θέλω να μάθω τι την εμπνέει και πώς ξεκινάει να γράφει ένα βιβλίο.

«Η έμπνευση έρχεται γράφοντας – όταν δεν έχω «θέμα», κάθομαι και γράφω άσχετα πράγματα μέχρι να ξεφοντάρει μια ηρωίδα, οπότε και την ακολουθώ. Συνήθως μου έρχεται όρεξη να γράψω κάτι καινούργιο κανένα-ενάμιση χρόνο μετά την έκδοση ενός βιβλίου. Μπορεί να είναι θεατρικό ή σενάριο ή διήγημα, είναι σαν να μην έχω έλεγχο στο τι ακριβώς θα γράψω. Ούτε καν σε είδος.

Όταν ξεκινάω να γράφω ένα βιβλίο, επειδή δεν ξέρω που πάει ξεκινώντας, είμαι κάπως αμήχανη στην αρχή, όπως όταν πέφτεις με τα μούτρα σε φρέσκο έρωτα. Με όλα όσα συνεπάγεται ο φρέσκος έρωτας – αναστάτωση, ενθουσιασμό, πάθος, έμπνευση, ανυπομονησία (να απομονωθώ και να καθίσω στο κομπιούτερ). Αυτό όλο, όταν φτάνω περίπου στη μέση, μετατρέπεται σε αγάπη: δεν θέλω να το αφήσω το ρημάδι το κείμενο, από τη μία έχω πρεμούρα να τελειώσει, από την άλλη δεν μπορώ να σκεφτώ τη ζωή μου χωρίς αυτό. Φαντάσου».

Κι αφού ολοκληρώσεις ένα βιβλίο ποιος είναι αυτός που θα το διαβάσει πρώτος;

«Ο πρώτος άνθρωπος που διαβάζει ένα βιβλίο μου είναι…  Η φίλη μου Ερση Μηλιαράκη, ο φίλος μου (και επιμελητής στα «Αόρατα κορίτσια») Θανάσης Τσιρταβής και η φίλη μου Ελένη Παπαλιάκου. Έχω πολλή εμπιστοσύνη στη γνώμη τους, ναι  μεν χρειάζομαι διορθώσεις και παρατηρήσεις, πρέπει όμως να είναι σερβιρισμένες με αγάπη για να τις καταλάβω. Αλλιώς, κλοτσάω…»

Η συζήτηση μας ακροβατεί ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη ζωή. Στο μυαλό μου έρχεται το μυθιστόρημα της «Ευτυχία» και της ζητώ να μου δώσει έναν ορισμό της ευτυχίας και της δυστυχίας.

«Ευτυχία για μένα είναι τα παιδιά μου. Οι άνθρωποι που αγαπάω και οι φίλοι μου, ιδανικά με φόντο μια καλοκαιρινή παραλία. Δυστυχία το να βρίσκομαι σε νοσοκομεία για οποιονδήποτε λόγο».

Τη γυρίζω πίσω στην Τέχνη της συγγραφής και με αφορμή το βιβλίο της «Πώς να γράψεις». Τελικά η συγγραφή διδάσκεται και τι θα έλεγες σε έναν νέο άνθρωπο που θέλει να γίνει συγγραφέας; 

«Μέσα από το βιβλίο μου «Πώς να γράψεις» ήθελα να πω ότι όλοι μπορούμε να γράψουμε αρκεί να το θέλουμε αρκετά: να δώσουμε τις εργατοώρες, την ενέργεια, τον ύπνο, τα δαχτυλάκια, τη μέση μας και τον έρωτά μας  στο γραπτό. Ήταν κι ένα είδος φόρου τιμής στον ποιητή Μίμη Σουλιώτη, που με έβαλε πρώτος στην Δημιουργική Γραφή και με έκανε να παθιαστώ με την ιδέα – ότι το γράψιμο, μάλιστα, μπορεί και να διδάσκεται. 

Αν κάποιος με ρωτούσε «Γιατί να γίνω συγγραφέας;» θα του απαντούσα πως αν θέλεις να γίνεις, τίποτε δεν θα σε σταματήσει. Θα παθαίνεις τενοντίτιδες και θα αναρωτιέσαι γιατί αρέσει το Α και όχι το Β, αλλά κατά τα άλλα θα είσαι πιο ευτυχισμένος από ότι αν δεν ήσουν συγγραφέας».

Τι πρέπει να έχει ένα βιβλίο για να είναι καλό;

«Να έχει έναν δυνατό κεντρικό χαρακτήρα και ένα δεύτερο δυνατό χαρακτήρα ως ερωτικό ενδιαφέρον ή ως αντίπαλο δέος. Δράση, να μην είναι στατικό. Βάθος με την έννοια να αποκαλύπτει κάτι για την ανθρώπινη φύση. Να σε αφήνει με μια ανάταση, να είσαι χαρούμενος όταν τελειώνεις την ανάγνωση».

Στη διάρκεια της πορείας σου έχεις μεταφράσει και πολλά άρλεκιν. Τελικά ένα άρλεκιν μπορεί να είναι λογοτεχνία;

«Το τι είναι λογοτεχνία είναι μεγάλη συζήτηση. Τα άρλεκιν έχουν μια συνταγή ροής, έχουν την αξία τους όμως δεν έχουν βάθος, δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης και κατά τη γνώμη μου δεν είναι λογοτεχνία».

Η πιο δύσκολη στιγμή της πορείας ποια ήταν και πως επιβιώνει ένας συγγραφέας στην Ελλάδα το 2017;

«Μπα, δεν θυμάμαι τέτοιες στιγμές: και να υπήρξαν, τις έχω  διαγράψει. Απολύσεις δηλαδή, παύσεις εργασίας και τα σχετικά; Είναι σαν να μην έγιναν ποτέ.

Ένας συγγραφέας στην Ελλάδα επιβιώνει δύσκολα, κάνοντας άλλες δουλειές: Εφημερίδες, ραδιόφωνο, επιμέλεια… Στη δεκαετία του ’90 και του ’00 υπήρχαν συγγραφείς που έβγαζαν πολλά λεφτά από τα βιβλία. Σήμερα δεν υπάρχει αυτό».

Ελλάδα 2017. Οικονομική κρίση. Ποια είναι η άποψη σου;

«Όσα βιώνει η Ελλάδα σήμερα με κάνουν να φρικάρω; Απογοητεύομαι; Αηδιάζω; Όλα αυτά μαζί και λίγο ξεράσογλου από πάνω. Δε νομίζω πως κάποιος από τους πολιτικούς ενδιαφέρεται πραγματικά για το λαό. Όλοι πάνε για τη μάσα. Η πληγή της Ελλάδας είναι η απληστία των πολιτικών».

Κι αν είχες ένα μαγικό ραβδί ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θα άλλαζες στον κόσμο;

«Απαντώ όπως η τελευταία και η πρώτη μοντέλα: θα εξαφάνιζα τον πόλεμο από την Γη. Χωρίς να επανεμφανίσω όμως τους δεινόσαυρους».

Από το 1982 που δουλεύεις στα περιοδικά και έρχεσαι σε επαφή με τον κόσμο, τι είναι αυτό που απασχολεί τους Έλληνες;

«Όλα αυτά τα χρόνια τα προβλήματα είναι ίδια. Τώρα με την οικονομική κρίση με ρωτούν για τα επαγγελματικά. Επίσης πολλοί άνθρωποι που γράφουν μου ζητάνε τη γνώμη μου. Αλλά το βασικό θέμα είναι πάντα τα ερωτικά».

Βιβλία, περιοδικά, σενάρια για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο… Πού περνάς πιο καλά;

«Στα βιβλία γιατί είμαι μόνη μου. Όλα τα άλλα θέλουν παρέα…».

Κι αν σου γινόταν μια καλή πρόταση για τηλεόραση;

«Δε μου έχουν κάνει καμία πρόταση εδώ και πολλά χρόνια αλλά και αυτά που μου πρότειναν παλιά ήταν να κάνω διασκευές σε Βραζιλιάνικα κάτι το οποίο δε με ενδιαφέρει. Ταινία θα ήθελα να κάνω. Τα τελευταία χρόνια δουλεύουμε ένα σενάριο με την Όλγα Μαλέα… Θα δούμε…»

Το τελευταίο σου μυθιστόρημα «Αόρατα Κορίτσια» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος. Πες μας λίγα πράγματα για αυτό;

«Είναι ένα περιπετειώδες ιστορικό μυθιστόρημα με γυναίκες ηρωίδες που κάνουν όλα όσα έκαναν επί χρόνια οι άντρες ήρωες σε αντίστοιχα μυθιστορήματα, και πολύ περισσότερα. Είναι ρομαντικό, αισιόδοξο, έστω κι αν ξεκινάει με τα Τάγματα Εργασίας στην Καππαδοκία του 1922. Φτάνει μέχρι το κοντινό μέλλον και αγγίζει το θέμα της προσφυγιάς, από την μεριά της Ελληνίδας προσφυγοπούλας του ’22 αλλά κι από αυτήν του σημερινού προσφυγικού όπως το βιώνουμε στην Ελλάδα… όταν έγραφα το βιβλίο, οι Σύριοι πρόσφυγες δεν ήταν τόσοι, δεν είχε ακόμα βομβαρδιστεί το Χαλέπι, μιλούσαμε για Αφρικάνους τότε, Κούρδους… Μεγάλο κομμάτι του τελευταίου τρίτου (του μυθιστορήματος) το έφτιαξα με το μυαλό μου, σε μια μελλοντική πραγματικότητα λίγο σπούκι. Για να τρομάξουμε και να μην φτάσουμε ποτέ εκεί…»

Η Μανίνα Ζουμπουλάκη έχει χαράξει τη δική της διαδρομή και έχει καταφέρει πολλά. Σκέφτομαι τα βιβλία, τα σενάρια, τις συνεργασίες με περιοδικά και αναρωτιέμαι πώς αντιμετωπίζει σήμερα μια αρνητική κριτική;

«Δε διαβάζω τις αρνητικές κριτικές. Το γράψιμο είναι ευαίσθητο πράγμα. Είναι σαν να είσαι καψούρα με ένα γκόμενο και η κολλητή σου να τον βρίσκει χάλια. Άλλωστε οι κριτικοί δε με αντιμετώπισαν ποτέ ως «λογοτεχνία» και σα συγγραφέας δεν ήμουν ποτέ μέσα στο σύστημα, δεν είχα καμία δικτύωση. Βέβαια είχα την τύχη τη “Μυροβόλο Άνοιξη” να την παρουσιάσει ο Φρέντυ Γερμανός. Τα λόγια του μου έδωσαν δύναμη. Τα κρατάω καλά φυλαγμένα μέσα μου».

Την ακούω με προσοχή και χαίρομαι με τη συζήτηση μας. Μα η ώρα έχει περάσει και σιγά σιγά πρέπει να σταματήσω να τη ρωτάω. Λίγο πριν τελειώσουμε της ζήτησα να  μου πει τι αγαπά και τη μισεί στην Πόλη.

«Στην Αθήνα αγαπώ το «Daily café», το «Mg bar» και τον «Αρχάγγελο». Η Πλατεία Μαβίλη είναι το αγαπημένο μου μέρος. Μου αρέσει πολύ το Μουσείο της Ακρόπολης, η Ακρόπολη η ίδια, και για λόγους συναισθηματικούς, η Πλατεία Βικτωρίας. 

Στην Αθήνα μισώ το να πρέπει να προσέχω όταν περπατάω στο κέντρο, όπου δούλευα επί 20 χρόνια χωρίς να προσέχω τίποτε»

Και τι άλλο να περιμένουμε από τη Μανίνα Ζουμπουλάκη;

«Έγραψα ένα παιδικό θεατρικό, ένα μεγαλίστικο θεατρικό (και για τα δύο είμαι στο περίμενε) και γράφω  ένα μυθιστόρημα. Αλλά δεν το βιάζομαι, είμαι ακόμα στη φάση του έρωτα και το τραινάρω επειδή το χαίρομαι τόσο….»

Και κάπου εκεί την αποχαιρετώ. Παίρνω το δρόμο για το σπίτι γεμάτος θετική ενέργεια και ανυπομονησία να κάτσω μπροστά στον υπολογιστή και να αρχίσω να δουλεύω το υλικό. Μα περισσότερο είμαι χαρούμενος γιατί είμαι σίγουρος πως σήμερα κέρδισα μια νέα φίλη. Μανίνα σε ευχαριστώ!



*Πρώτη δημοσίευση στις 05.02.2017 στο museekart.com και στη στήλη Συναντήσεις στη πόλη. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις