Συναντήσεις στη πόλη: Γιώργος Νανούρης

 



«Δεν ξέρω γιατί αλλά για εμένα ήταν δεδομένο ότι θα γίνω ηθοποιός. Κάτι σαν μονόδρομος. Ίσως γιατί ήθελα να νιώθω αγαπητός…» 

Δευτέρα, 6 Φεβρουαρίου. Το ρολόι μου δείχνει 12:30. Βρίσκομαι στην Προφήτου Δανιήλ 3 στον Κεραμεικό, έξω από το Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου και περιμένω τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Γιώργο Νανούρη. Όταν κανονίζαμε στο τηλέφωνο τις λεπτομέρειες της συνάντησης μας μού πρότεινε να βρεθούμε στο Θέατρο μιας και αυτή την περίοδο βρίσκεται σε πρόβες για την παράσταση «Αφέντης και Δούλος» που θα κάνει πρεμιέρα στις 20 Φεβρουαρίου.

Αν και δεν το είχα συνειδητοποιήσει από τη συζήτηση μας, όταν έφτασα έξω από το Θέατρο θυμήθηκα πως πριν σχεδόν τρία χρόνια είχα βρεθεί ξανά στον ίδιο χώρο για να παρακολουθήσω την παράσταση του Πέτρου Ζούλια «Δε μ’ αγαπάς – Μ’ αγαπάς» με την Πέγκυ Τρικαλιώτη και την Ρένη Πιττακή να ζωντανεύουν στη σκηνή του θεάτρου τη σχέση της Μαργαρίτας Καραπάνου με τη μητέρα της Μαργαρίτα Λυμπεράκη. Αυτή η ανάμνηση μου έφερε στο μυαλό τη ζεστασιά που είχαν νιώσει στο συγκεκριμένο χώρο και αμέσως αισθάνθηκα πιο άνετα.

Όση ώρα περιμένω άνθρωποι βγαίνουν από το θέατρο, μιλούν βιαστικά στο τηλέφωνο κι ύστερα πάλι πίσω. Πρόβες… σκέφτομαι. Παρατηρώ τις αφίσες με τις παραστάσεις. Στέκομαι στην «Κατερίνα» του Αύγουστου Κορτώ σε σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη. 3ος Χρόνος, 40000 θεατές. Η πρεμιέρα ήταν προγραμματισμένη στις 3 Φεβρουαρίου μα αναβλήθηκε διάβασα πρόσφατα σε μια ανακοίνωση.

«Κατερίνα», «Χειρόγραφο», «Γαλάζιο φόρεμα», «Ταξίμ»… δουλειές του Γιώργου Νανούρη. Τις φέρνω στο μυαλό μου και προσπαθώ να σκιαγραφήσω την προσωπικότητα του. Δε γνωρίζω πολλά πράγματα για εκείνον. Το υλικό από προηγούμενες συνεντεύξεις του είναι λίγο και οι εμφανίσεις του σε τηλεοπτικές εκπομπές σπάνιες. Από τον τρόπο που κινείτε όλα αυτά τα χρόνια στο χώρο της υποκριτικής αλλά και από τις επαγγελματικές επιλογές του μού δημιουργείται η εντύπωση πως πρόκειται για έναν σεμνό, χαμηλών τόνων άνθρωπο που λειτουργεί επιλεκτικά τόσο στη ζωή όσο και στην Τέχνη του.

Στο μυαλό μου υπάρχουν πολλά που θέλω να τον ρωτήσω μα τις σκέψεις μου διακόπτει ο ερχομός του. Παρκάρει τη μηχανή του μπροστά από το θέατρο. Είναι χαμογελαστός, φιλικός, ευδιάθετος αλλά και με μια αγωνία για το πώς πάνε οι προετοιμασίες εντός του θεάτρου. Χωρίς να χάνουμε χρόνο περνάμε την είσοδο. Διάφοροι τεχνικοί δουλεύουν πυρετωδώς. Εκείνος ρωτά, τσεκάρει κι ύστερα περνάμε στα καμαρίνια για να ξεκινήσουμε τη συζήτηση.

Αν και στις σημειώσεις μου είχα σχεδιάσει να ξεκινήσω αλλιώς αυτή τη συνέντευξη, βλέποντας όλες αυτές τις προετοιμασίες, το πρώτο πράγμα που τον ρώτησα ήταν για το τι ετοιμάζει στο Θέατρο Βασιλάκου.

«Στις 20 Φεβρουαρίου κάνει πρεμιέρα η παράσταση “Αφέντης και Δούλος”. Είναι ένα διήγημα του   Λέοντος Τολστόι το οποίο έχω διασκευάσει και σκηνοθετώ. Είμαι ευτυχισμένος που σε αυτή τη δουλειά συνεργάζομαι με τον Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος υποδύεται το ρόλο του Αφέντη αλλά και με τον Λόλεκ, ο οποίος υπογράφει τη μουσική της παράστασης».

 “…Μοιάζει με σύγχρονη παραβολή που μιλά για την αναζήτηση του νοήματος της ζωής…” διαβάζω στο δελτίου τύπου για το έργο  και τον ρωτώ γιατί επέλεξε το συγκεκριμένο διήγημα του Ρώσου συγγραφέα;

«Εγώ, λειτουργώ σχεδόν πάντα πρώτα με την καρδιά και μετά με το μυαλό. Όταν το διάβασα τόσο το θέμα του όσο και η συγκίνηση που μου προκάλεσε, κατευθείαν με έκαναν να θέλω να καταπιαστώ μαζί του».

03/02 ήταν να ξεκινήσει και η «Κατερίνα» όπου εκτός από τη σκηνοθεσία βρίσκεσαι και πάνω στη σκηνή. Γιατί αναβλήθηκε η πρεμιέρα;

«Ναι, ήταν να ξεκινήσουμε αρχές του μήνα αλλά λόγω ενός ατυχήματος του Λόλεκ, έπαθε ρήξη αχίλλειου τένοντα δυο μέρες πριν την έναρξη των παραστάσεων, η πρεμιέρα αναβλήθηκε και τώρα περιμένουμε να γίνει καλά για να αρχίσουμε».

 Αν και δεν έχω προλάβει να δω την παράσταση, έχω διαβάσει αρκετές φορές το βιβλίο. Το θέμα του η διπολική διαταραχή μιας γυναίκας. Μιας υπαρκτής γυναίκας: της Κατερίνας, μητέρα του συγγραφέα. Ευαίσθητο θέμα και σκληρό. Εσύ πώς το αντιμετώπισες και πώς είναι η συνεργασία σου με τη Λένα Παπαληγούρα;

«Η παράσταση είναι σαρκαστική και σκληρή. Έπρεπε να αποδώσω το κείμενο του Αύγουστου αλλά κράτησα τα κομμάτια που θεωρούσα εγώ σημαντικά, τον πυρήνα του βιβλίου. Προσπάθησα να το αντιμετωπίσω με σεβασμό. Τώρα, η συνεργασία μου με τη Λένα και τον Λόλεκ ήταν και είναι υπέροχη. Είμαστε σαν οικογένεια πια».

 Θυμάσαι την πρώτη θεατρική παράσταση που είδες;

«Ναι, ήταν το “Ευτυχισμένος Πρίγκιπας” του Όσκαρ Ουάιλντ στο θέατρο ΘΥΜΕΛΗ στην Πλατεία Αμερικής και είχα μαγευτεί».

Και το μικρόβιο της Υποκριτικής πότε μπήκε στη ζωή σου και τι ήταν αυτό που σε έκανε να σκεφτείς σοβαρά το να γίνεις ηθοποιός;

«Από ότι μου λένε οι δικοί μου,  έλεγα πως θέλω να γίνω ηθοποιός από 4 χρονών. Εγώ θυμάμαι να το είπα στη Β’ Δημοτικού. Δεν έγινε κάτι που με έκανε να πω “Τώρα θα το προσπαθήσω”. Για εμένα ήταν δεδομένο ότι θα ασχοληθώ με το θέατρο. Χωρίς να ξέρω γιατί ήταν σαν μονόδρομος. Ίσως γιατί ήθελα να νιώθω αγαπητός. Με την πορεία αυτά αλλάζουν βέβαια αλλά ίσως αυτό να ήταν το πρωταρχικό.»

Την απόφαση λοιπόν, την είχες πάρει από νωρίς. Πότε όμως έγινε το  «το βάπτισμα του πυρός» και πώς ήταν σαν εμπειρία;

«Ξεκίνησα το 2000 και έκτοτε, ευτυχώς, δουλεύω ασταμάτητα. Ξεκίνησα στο θέατρο Παρκ με την παράσταση “Αλλοίμονο στους νέους” σε σκηνοθεσία Κ. Τσιάνου. Ήταν μια υπέροχη εμπειρία: καλοκαίρι, πολλοί νέοι ηθοποιοί… ήταν σαν παιχνίδι».

Το ότι από το 2000 δουλεύεις ασταμάτητα το θεωρείς μόνο θέμα τύχης;

«Πιστεύω πως όλα τα πράγματα είναι μια συνισταμένη παραγόντων: δουλειά – αφοσίωση – τύχη. Εγώ είμαι από τους ανθρώπους που προκαλούν τα πράγματα. Ξέρω και κάποιους που κάθονται στο σπίτι τους και τους παίρνουν τηλέφωνο για δουλειά. Εγώ δεν το είχα αυτό. Έπρεπε να το κυνηγήσω, να δουλέψω πολύ αλλά ταυτόχρονα ήμουν και τυχερός».

Σε αυτή τη διαδρομή των 17 χρόνων, ποια στιγμή κατάλαβες πως η δουλειά σου έχει αποδέκτες, ανταπόκριση;

«Από την πρώτη παράσταση που σκηνοθέτησα μαζί με την Όλια Λαζαρίδου, το “ΕΔΩ” ένιωσα πως κάτι συμβαίνει μα όλο αυτό έγινε πιο έντονο από την “Κατερίνα” και μετά».

Αλήθεια, πώς αποφάσισες να ασχοληθείς και με τη σκηνοθεσία;

«Ξεκίνησε τυχαία με την παράσταση “ΕΔΩ” και εκεί κατάλαβα πως κάτι συμβαίνει με εμένα και τη σκηνοθεσία που δεν το είχα φανταστεί μέχρι τότε και απλά άφησα τη ζωή να το φέρει».

Κι αν έπρεπε να διαλέξεις: ηθοποιός ή σκηνοθέτης;

«Δε θα ήθελα ποτέ να χρειαστεί να διαλέξω. Ιδανικά θα ήθελα να μπορώ να κάνω πότε το ένα και πότε το άλλο. Αλλά από την άλλη, εγώ είμαι πάρα πολύ καλά μέσα στα θέατρα οπότε δε με νοιάζει με ποιο ρόλο».

Ο Γιώργος Νανούρης, στα 17 χρόνια που βρίσκεται στο χώρο της Υποκριτικής έχει κάνει πολλά πράγματα: θέατρο, τηλεόραση, κινηματογράφο… Ποια όμως από όλα αυτά θεωρεί ο ίδιος πως σημάδεψαν την πορεία του;

«Δεν είναι ένα πράγμα. Σίγουρα ήταν η ταινία “Γαλάζιο φόρεμα” η οποία με άλλαξε και ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. Άλλη μια δουλειά ήταν σίγουρα το σίριαλ “Ταξίμ” μέσα από το οποίο γνώρισα την Όλια Λαζαρίδου όπου είναι για εμένα ο άνθρωπος που με έχει επηρεάσει θετικά όσο κανέναν και σίγουρα θα ήμουν άλλος άνθρωπος αν δεν την είχα γνωρίσει. Φυσικά και η “Κατερίνα”».

Απομονώθηκες για 6 μήνες. Οι άνθρωποι που βρίσκονται γύρω σου και δεν ανήκουν σε αυτό το χώρο, πώς το αντιμετωπίζουν αυτό; 

«Υπάρχουν άνθρωποι που το δέχονται και άλλοι που δε μπορούν να το καταλάβουν. Δεν τους κατηγορώ. Δεν είναι εύκολο να έχεις έναν άνθρωπο στη ζωή σου ο οποίος χάνεται για 4 μήνες εντελώς και μετά επανέρχεται. Βέβαια, εγώ, δυστυχώς, εξακολουθώ να απομονώνομαι όταν ετοιμάζω μια νέα δουλειά. Είναι ο μόνος τρόπος να νιώθω πως την κάνω καλά».

Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, ποιο είναι το πιο περίεργο που σου έχει συμβεί πάνω στη σκηνή;

«Σεισμός. Ήταν στην παράσταση “Το αμάρτημα της μητρός μου” του Γ. Βιζυηνού σε ένα μικρό θέατρο και έγινε ένας δυνατός σεισμός. Σταμάτησα. Κοίταξα τον κόσμο που ήταν τρομοκρατημένος. Όταν ηρέμησαν τους ρώτησα “Συνεχίζουμε;” και μου είπαν “Ναι”».

Η συνεργασία σου με τη Χαρούλα Αλεξίου στο “Χειρόγραφο” τι σου έδωσε;

«Υπέροχη συνεργασία! Τη λατρεύω τη Χαρούλα, όπως όλοι μας. Ήταν δώρο ζωής η συνεργασία μας και το σύμπαν μου το έφερε. Μετά τη συνεργασία μας την αγάπησα περισσότερο γιατί τη γνώρισα και σαν άνθρωπο. Η Χαρούλα Αλεξίου ζωντανεύει μπροστά στα μάτια σου μια εποχή που δεν την έχεις ζήσει. Αισθάνομαι πιο πλούσιος μετά από αυτό».

Τόση ώρα μιλάμε κυρίως για θέατρο αλλά έχεις περάσει και από καθημερινή σειρά. Θα το έκανες ξανά;

«Σήμερα όχι. Τότε ήταν μια εποχή που το καθημερινό σήριαλ γινόταν καλύτερα και από εβδομαδιαίο. Τώρα δεν είναι τόσο προσεγμένες οι παραγωγές. Άλλωστε εγώ όλα αυτά τα χρόνια έχω κάνει λίγο τηλεόραση και επειδή είχε καλά χρήματα. Τώρα η τηλεόραση δεν έχει χρήματα οπότε δεν έχω λόγω να κάνω. Ίσως μόνο αν ήταν μια εξαιρετική πρόταση και με χρήματα που να άξιζε τον κόπο».




Ζούμε εξαιρετικά δύσκολες μέρες. Εσύ από πού αντλείς δύναμη;

«Νομίζω όπως όλοι από μέσα μου. Δεν έχεις από κάπου αλλού να αντλήσεις. Δηλαδή δε σου δίνετε κάποιο κίνητρο ή μια πηγή για να πάρεις δύναμη σε αυτή τη Χώρα πλέον. Μόνος σου πρέπει να βρεις τρόπους να μη λυγίζεις. Από το μικρόκοσμό σου ή από τους μικρούς πυρήνες ανθρώπων που υπάρχουν στη ζωή σου. Και δε νομίζω πως θα αλλάξει ποτέ αυτή η κατάσταση απλά εμείς το συνηθίζουμε και βρίσκουμε νέους τρόπους να επιβιώνουμε».

Κλείνοντας, και αφού σε ευχαριστήσω για την όμορφη συνομιλία μας, θα ήθελα να μου πεις τι σου αρέσει και τι σε απογοητεύει στην Αθήνα του σήμερα;

«Την Αθήνα την αγαπώ. Οι άνθρωποι που τη διαχειρίζονται είναι το πρόβλημα. Δηλαδή το ότι η Αθήνα είναι βρόμικη δε φταίει η πόλη αλλά αυτή που την κρατούν βρόμικη. Η Αθήνα είναι μια υπέροχη πόλη, με έναν υπέροχο ουρανό και έναν εξαιρετικό ήλιο που δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον πλανήτη. Το ότι εμείς δεν ξέρουμε τι να τα κάνουμε όλα αυτά είναι δικό μας θέμα. Η Αθήνα είναι ένα καταπληκτικό φιλέτο που εσύ, αντί να το προσέξεις, του βάζεις φωτιά και το κάνεις στάχτη».

Αφήνουμε πίσω μας τα καμαρίνια και κατευθυνόμαστε προς την έξοδο του θεάτρου. Στη σκηνή συνεχίζονται οι προετοιμασίες. Όλα πρέπει να είναι έτοιμα μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου που κάνει πρεμιέρα η παράσταση «Αφέντης και Δούλος». Αποχαιρετώ, χωρίς να πω πολλά, το Γιώργο Νανούρη μιας και ξέρω πως πρέπει να επιστρέψει στις προετοιμασίες, μα φεύγω από το θέατρο Βασιλάκου και αισθάνομαι τυχερός που μου δίνεται η δυνατότητα μέσα από αυτές τις συναντήσεις, να γνωρίζω ανθρώπους που έχουν πολλά να πουν και να δώσουν στο χώρο που έχουν επιλέξει.



*Πρώτη δημοσίευση: 17.02.2017 στο museekart.com και στη στήλη Συναντήσεις στη πόλη


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις