Συναντήσεις στη πόλη: Γιώργος Χρονάς

 



Συνέντευξη και φωτογραφίες: Χάρης Γαντζούδης

 

«Μέσα από τη διαδρομή μου έμαθα να μην κουράζομαι. Να πέφτω και να σηκώνομαι. Να υπομένω. Να αγαπώ» 

 

«Συναντήσεις στην Πόλη» λοιπόν… Σχεδόν  ένα χρόνο υπήρχε στο μυαλό μου αυτό το εγχείρημα: η δημιουργία μιας στήλης στην οποία θα φιλοξενώ ανθρώπους που θαυμάζω και εκτιμώ και οι οποίοι έχουν πράγματα να μοιραστούν. Ίσως να φοβόμουνα, ίσως να μην ήμουν έτοιμος για κάτι τέτοιο. Ίσως πάλι και οι συνθήκες να μη βοηθούσαν. Τώρα όμως η στήλη αυτή είναι πραγματικότητα μέσα από το MUSEEKart και χάριν της εμπιστοσύνης του Γιώργου Σταυρακίδη. Η “στέγη” λοιπόν βρέθηκε. Το μόνο που έλειπε ήταν οι άνθρωποι που θα της έδιναν ζωή.

Σκέψεις πολλές. Η λίστα, με τα ονόματα των ανθρώπων που θα ήθελα να συναντηθώ και να συνομιλήσω μαζί τους, μεγάλη. Όπως και το άγχος για την ανταπόκριση που θα είχε το κάλεσμα μου προς αυτούς. Γι’ αυτό η χαρά μου ήταν τεράστια όταν έλαβα τη θετική απάντηση του Γιώργου Χρονά.

Μετά από την ανταλλαγή κάποιων emails το ραντεβού κλείστηκε για το Σάββατο, 28 Ιανουαρίου στις εννέα το πρωί στο χώρο του βιβλιοπωλείο του στο κέντρο της Αθήνας.

Τα συναισθήματα μου, τις μέρες που μεσολαβούσαν ως τη συνέντευξη, πολλά: χαρά, ενθουσιασμός μα και άγχος που θα βρισκόμουν δίπλα σε αυτό τον σπουδαίο άνθρωπο των Γραμμάτων . Τι θα του έλεγα; Τι θα μου απαντούσε; Ήξερα τόσα πολλά για εκείνον μέσα από τα βιβλία και τις συνεντεύξεις του μα δεν ήμουν σίγουρος αν θα μπορούσα να σταθώ απέναντι του. Μέχρι που η ημέρα της συνέντευξης έφτασε και αποφάσισα να διώξω το άγχος και την αγωνία και να κρατήσω μόνο τον ενθουσιασμό και τη χαρά μου που ήταν όμοια με εκείνη ενός μικρού παιδιού που αποκτά το δώρο των ονείρων του.

Σάββατο, 28 Ιανουαρίου, ώρα 08:40 και βρίσκομαι στον Ηλεκτρικό Σταθμό της Καλλιθέας. Σε αναμονή. Αν και έχω ετοιμάσει τις ερωτήσεις και σε μερικές έχω λάβει και τις απαντήσεις του μέσα από τα emails, το μυαλό μου δε σταματά να γεννά και νέες ερωτήσεις. Και πώς να μη θες να ρωτήσεις έναν άνθρωπο στο πρόσωπο στου οποίου συναντάς μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας;

09:00 βρίσκομαι στη Διδότου 39, στην είσοδο του βιβλιοπωλείου. Τα ρολά είναι κατεβασμένα. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ανάβω τσιγάρο ενώ ταυτόχρονα προσπαθώ να μαντέψω πως θα είναι η πρώτη επαφή μας.

Έχει περάσει μισή ώρα. Κοιτάζω δεξιά κι αριστερά. Κοιτάζω τους περαστικούς και προσπαθώ να τον αναγνωρίσω. Ώσπου τον είδα να στρίβει από την Ιπποκράτους και να κατηφορίζει προς το μέρος μου. Με καλημερίζει με ένα χαμόγελο και μου ζητά συγγνώμη που άργησε.

Μπαίνουμε στο εσωτερικό του βιβλιοπωλείου. Εκείνος περνά πίσω από το γραφείο του, τακτοποιεί τα πράγματα του, κοιτάζει τις εφημερίδες του. Εγώ κάθομαι σε μια καρέκλα απέναντι του και τον κοιτάζω χωρίς να μιλάω. Προσέχω κάθε του κίνηση μα δε μπορώ να αρθρώσω λέξη λες και όσα ήθελα να τον ρωτήσω χάθηκαν στα γύρω στενά και τώρα είχε μείνει μόνο η σιωπή την οποία εκείνος (προφανώς αντιλαμβανόμενος το άγχος μου) έσπασε.

«Τι ζώδιο είσαι;» με ρώτησε και ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα να ακούσω εκείνη τη στιγμή μα και αυτό που μ’ έκανε να χαμογελάσω. «Εγώ είμαι Ζυγός… Και ως Ζυγός, δε μπορώ να δουλέψω αν δεν είναι όλα τακτοποιημένα», συνέχισε. Μου έκανε και κάποιες άλλες απρόσμενες ερωτήσεις: για τις σπουδές, για τη δουλειά, για την περιοχή που μένω ώσπου με έκανε να αισθανθώ άνετα και οι λέξεις άρχισαν να κυλούν και η συζήτηση μας να βρίσκει το δρόμο της.

Πόσα χρόνια στεγάζεται το βιβλιοπωλείο και οι εκδόσεις σας σε αυτό το κτήριο;

«Την άνοιξη του ’90 αγόρασα αυτό το κτήριο και φέτος μπήκα στον 27ο χρόνο που βρίσκομαι στη Διδότου 39».

Και τι σας οδήγησε σε αυτόν τον χώρο και τι σας έμαθε αυτή η διαδρομή;

«Πριν 36 χρόνια δημιούργησα το περιοδικό «Οδός Πανός» και τις ομώνυμες εκδόσεις γιατί ήθελα να κάνω κάτι με τα τρομερά παιδιά που έκανα παρέα και που έβλεπα στις βόλτες μου στην πόλη, στη Θεσσαλονίκη. Παντού. Και το έκανα. Και με τη βοήθεια των θεών είμαστε μαζί με το κοινό μας ένα. Μέσα από αυτή τη διαδρομή έμαθα να μην κουράζομαι. Να πέφτω και να σηκώνομαι. Να υπομένω. Να αγαπώ».

Και η περιπέτεια της συγγραφής πώς ξεκίνησε;

«Η συγγραφή μπήκε στη ζωή μου στα 20 χρόνια μου. Σαν αναγνώστης ήθελα να γράφω για αναγνώστες. Τότε έγραψα και το πρώτο μου ποίημα. Το 1970;».

Έτσι όπως τον παρατηρώ, χωμένο μέσα στα βιβλία και τις σημειώσεις του, τον ρωτώ για τις ώρες που επιλέγει να γράφει.

«Οι ώρες που γράφω είναι για εμένα παντού και πάντοτε. Άγνωστη είναι η ώρα που κατεβαίνει ο άγγελος της γραφής και αρχίζω να γράφω. Όταν γράφω χάνομαι στις ελληνικές μου λέξεις».

Τον γυρίζω πίσω: στον τόπο που γεννήθηκε, στα παιδικά του χρόνια και στις μνήμες από την οικογένεια του.

«Γεννήθηκα στον Πειραιά. Το 1948. Θυμάμαι τα πάντα από λίγα χρόνια μετά. Ο αγαπημένος μου Πειραιάς. Τα κτίρια, το Δημοτικό Θέατρό του, οι Σχολές Αυγέρη στην Αγιά Σοφιά, το Τέταρτο Γυμνάσιο, τα σινεμά στη σειρά στη Νίκαια που φάνταζαν σαν δρόμος του Λονδίνου ή της Νέας Υόρκης με ανάλογα σινεμά. Πάντα ήθελα να φεύγω. Να είμαι αλλού.

Σαν παιδί ήμουν ατίθασο. Με τα χρόνια έμαθα αυτά που ήθελα να μάθω. Ακόμα μαθαίνω.

Από την οικογένεια μου δε θα ξεχάσω ποτέ τα μεσημεριανά γεύματα της Κυριακής, τους ξένους που ήταν μαζί μας, τα ψάρια που τρώγαμε από την μεγάλη ψαραγορά του Πειραιά, το τσίρκο Μεντράνο στην  Πλατεία Καραϊσκάκη του Πειραιά, τον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά…».

Και κάπου εκεί, μας διακόπτει το τηλέφωνο. Όση ώρα μιλά κοιτάζω τα βιβλία, τις φωτογραφίες στους τοίχους. Σε μια από αυτές απεικονίζεται η Μαρία Κάλλας. Σκέφτομαι τις σπουδαίες προσωπικότητες που είχε συναναστραφεί και αυτό μου δίνει τη συνέχεια της συζήτησης.

«Είχα την τύχη να συναναστραφώ με σπουδαίες προσωπικότητες (Τσαρούχης, Χατζιδάκις κ.ά.) στους οποίους οφείλω. Ήμουν ομοτράπεζος και συνομιλητής τους. Με δέχτηκαν από την αρχή. Τους ευχαριστώ και με δίδαξαν πολλά. Όμως κι εγώ μιλούσα για την παράξενη ζωή των ηρώων μου. Τη φτώχεια μου που γινόταν πλούτος».

Η συζήτηση έφθασε στην Κατερίνα Γώγου. Με κοιτάζει και μου λέει πως λίγες μέρες πριν το θάνατο της τον είχε επισκεφθεί στο βιβλιοπωλείο του και καθόταν στη θέση που καθόμουν εγώ εκείνη τη στιγμή.  

«Η Κατερίνα Γώγου πίστευε τόσο πολύ στην ποίηση που πέθανε για εκείνη. Όπως και ο Νίκος Ασλάνογλου. Ίσως η ποίηση ήταν για αυτούς καταφύγιο όχι για να σωθούν μα για να πεθάνουν.

Η Κατερίνα Γώγου, ότι είχε πεθάνει ο Φαληρέας, ήρθε και με βρήκε. “Έφυγε ο Άσημος, ο Σιδηρόπουλος, καιρός να φύγω και εγώ” μου είπε και της είπα να μη λέει τέτοια πράγματα. Πίσω μου υπήρχε ένα μπουκάλι ουίσκι. Όταν το είδε μου είπε  “Φεύγω… Δε σου ζήτησα ποτέ τίποτα. Δώσε μου λίγο ουίσκι”. Ήταν 07:00 το πρωί. Έφυγε παραπατώντας. Στην κηδεία της στεκόμουν λίγα μέτρα μακριά από τη μητέρα και την κόρη της. Δεν άντεχα να πάω πιο κοντά. Είχε μαζευτεί και πολύ νεολαία. Όλοι ήταν ντυμένοι στα μαύρα».

Από τον Κώστα Ταχτσή τι θυμάστε;

«Κάποια στιγμή που υπέφερα από συναισθηματικά προβλήματα μου είπε: “Μη στεναχωριέσαι. Βγες στην Πλατεία Κουμουνδούρου και θα βρεις ό,τι θες με ένα πενηντάρικο”. Ο Ταχτσής είναι στην Ελλάδα ότι ο Τρούμαν Καπότε στην Αμερική. Είμαι σίγουρος πως τον δολοφόνησαν μα δε μπορώ να το αποδείξω».

Ακολουθεί μικρή σιωπή. Κοιτάζει τις σημειώσεις του.

«Πέρασε και ο πρώτος μήνας του έτους. Πόσο γρήγορα περνά ο χρόνος…» μου λέει και μου δίνει την ευκαιρία να τον ρωτήσω για τη σχέση του με αυτόν.

«Η σχέση μου με το χρόνο είναι μαγική. Μην ξεχνάτε πως το επώνυμό μου είναι ο ίδιος ο χρόνος. Χρονάς. Δεν μετράω το χρόνο που φεύγει. Αισθάνομαι και είμαι 7 χρονώ λέει η φίλη μου Χρυσή. Κι ας έχω γεννηθεί το 1948».

Ο Γιώργος Χρονάς, ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Άραγε πώς του φαίνεται η πόλη σήμερα και ποιο είναι το καταφύγιο του;

«Η Αθήνα του σήμερα με κάνει να την φαντάζομαι πάντα ωραία, καθαρή, με ανθρώπους που την αγαπούν και την φροντίζουν να’ ναι πάλι μοναδική κι όχι την πιο άσχημη πόλη του κόσμου – όπως την κατάντησαν.

Καταφύγιο μου στην πόλη είναι το σπίτι μου και το βιβλιοπωλείο μου, στην Διδότου 39 και Ιπποκράτους. Τα σινεμά που καταφεύγω για να μάθω, να ταξιδέψω στις τέχνες τους. Ίσως κάποιο λαμπρό θεατρικό έργο. Η Ομόνοια, το Σύνταγμα, το Ζάππειο, το Θησείο είναι αγαπημένα μου μέρη».

Και τι όνειρα βλέπετε;

«Όταν κλείνω τα μάτια μου ονειρεύομαι το νέο τεύχος του περιοδικού Οδός Πανός – στα 36 χρόνια μπήκε με τη βοήθεια του κοινού που το διαβάζει – τα νέα βιβλία μας. Τον βραδινό μου ύπνο για να πάρω δυνάμεις, φυσικές».

Αναρωτιέμαι ποιο είναι το πιο οδυνηρό πράγμα που έχει βιώσει;

«Το πιο οδυνηρό πράγμα που έχω βιώσει είναι ο θάνατος των γονιών μου. Και του φίλου μου ζωγράφου Δημήτρη Λαλέτα που άλλαξε όλη μου τη ζωή».

Μετά από όλα αυτά που έχετε ζήσει πώς είναι σήμερα η ζωή σας;

«Σήμερα η ζωή μου είναι πιο απλή, χωρίς κανένα κόμπλεξ. Χωρίς ζήλιες ή κακίες. Βαδίζω πάνω σ’ αυτά που κάνω. Γραφή και εκδόσεις. Περιοδικό».



Και αν κυκλοφορούσε σήμερα η βιογραφία σας, τι τίτλο θα είχε;

«Αν κυκλοφορούσε σήμερα η βιογραφία μου θα είχε τίτλο  - Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς»

Έχουν περάσει σχεδόν σαράντα λεπτά από τη στιγμή που πέρασα την πόρτα του βιβλιοπωλείου. Όλη αυτή την ώρα ακούω το Γιώργο Χρονά προσεκτικά. Κρέμομαι από τα χείλη του και μερικές φορές κρατώ ως και την ανάσα μου για να μην ενοχλήσω τη σκέψη του. Πριν φύγω τον ρωτώ αν τον απασχολεί η υστεροφημία του.

«Ακολουθώ τη γραμμή: ότι ασχολούμαι  με το σήμερα. Είμαι ζωντανός και γράφω. Εκείνο που βλέπω βαδίζοντας στους δρόμους της Πόλης είναι η αγάπη του κόσμου. Τους κράτησα συντροφιά με τα ποιήματα μου, το ραδιόφωνο, τη δημοσιογραφία μου, το θέατρο (Παράσταση για τον Καβάφη και για τον Τζέιμς Ντιν)… Αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά».

Μετά από τόσα χρόνια  και αυτή τη σπουδαία διαδρομή ο Γιώργος Χρονάς, καθώς τον παρατηρώ να μου μιλάει, να τακτοποιεί εκκρεμότητες, να γράφει, μου δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου που τώρα ξεκινάει. Ακούραστος και με όρεξη για δουλειά, για δημιουργία. Τον ρωτώ για τα επόμενα σχέδια του.

«Αυτή την περίοδο ετοιμάζω το νέο τεύχος, 174, του περιοδικού Οδός Πανός, τα νέα βιβλία μας στις ομώνυμες εκδόσεις και για το 2018 το βιβλίο με τους στίχους ή τα ποιήματά μου που έγιναν τραγούδια. θα κυκλοφορήσει με τον τίτλο – Κάτι χαλασμένα τζουκ μποξ».

Η ώρα έχει περάσει. Πρέπει να φύγω. Πριν τον αποχαιρετήσω του ζητώ να μας «χαρίσει» ένα ποίημα του και με αυτό θα κλείσω αυτή τη συνέντευξη αφού πρώτα τον ευχαριστήσω από τα βάθη της καρδιάς μου για την τιμή που μου έκανε να τον έχω απέναντι μου και να συνομιλήσω μαζί του. Κύριε Γιώργο Χρονά να είστε πάντα καλά!

 

Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΕΡΑΜΙΔΙΩΝ

 

Μητέρα,

μπορεί η κουζίνα να σας ανήκει

τα πιάτα που τη σκεπάζουν

να έχουνε γεμίσει από νερά

Μητέρα,

μπορεί, εδώ να μαγειρεύατε

το αγαπημένο σας φαγητό

για τους συγγενείς που θα φτάνανε το βράδυ

Αλλά τώρα περάστε

Αλλά τώρα φύγετε

Αλλά τώρα που λείπετε

Αυτή η κουζίνα είναι δική μου

Κοιτάχτε τον, μητέρα, πως άφησε

στους φράχτες τα δόκανα των ζώων

τη ζώνη του αλόγου που έμεινε χωρίς σέλα

Κοιτάχτε τα μάτια του πως λάμπουν

όπως του λύκου στο σκοτάδι

Κοιτάχτε τον πως ψάχνει για αποτσίγαρα στο πάτωμα

πως περπατάει σαν πρόβατο στα τέσσερα

πως κοιτιέται μυθικά μες στον καθρέφτη

Κοιτάχτε τον πόσο υπνωτισμένος φαίνεται

κάτω από τα βάζα του γλυκού, το κουτί της ζάχαρης

τα κόκκινα ρόδια, τις σταφίδες

 

Εγώ μονάχος μου τον βρήκα

κι από το σκοτάδι τον απέσπασα

Δεν έκαναν τίποτα

Όχι, δεν ακούμπησα τα χείλη μου στο κρύσταλλο

Όχι, δεν άφησα αναπνοή πάνω στο τζάμι

Στο απέναντι πεζοδρόμιο πέρασα

Και μ’ ακολούθησε

 

Φτάσαμε στην πόρτα του σπιτιού σας

μια μέρα που λείπατε

Μια μέρα που ο πατέρας δεν υπάρχει

Μια μέρα που τα νερά γυρίζουν στις πηγές

καθώς τηλεφωνήσατε πως αργείτε και απόψε

δεν θα ’ρθετε

 

Κοιτάχτε τον, μητέρα, πως δένει τα κορδόνια του

πως χτενίζει τα μαλλιά του

πως σκύβει στο πάτωμα να μαζέψει τα νομίσματα

   που έπεσαν

Βγαίνει στο διάδρομο σαν κλέφτης

περνάει ανάμεσα στις σπασμένες καρέκλες

και μου φωνάζει

 – Μες στα σκουπίδια ζεις.

 

Γιώργος Χρονάς

 

 

   

  *Πρώτη δημοσίευση: 31.01.2017 στο museekart.com και στη στήλη Συναντήσεις στη πόλη

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις