Η έκπληξη | μικρό πεζό |τοβιβλιο.net

 



Δεν πίστευε στις εκπλήξεις. Στα θαύματα. Ήταν σίγουρος πως η υπόλοιπη ζωή του θα κυλούσε στο ίδιο, ανούσιο κι ανιαρό σκηνικό.

   Κοιτούσε το ρολόι επίμονα. Οι δείκτες έμοιαζαν σταματημένοι. Πίσω από το γραφείο του, προσπαθούσε να βρει κάτι να κάνει για να περάσει η ώρα. Τσιγάρο, κι άλλο τσιγάρο, λίγες, ανούσιες, κουβέντες, στους διαδρόμους της εταιρείας με τους συναδέλφους του, μα ο χρόνος παγωμένος.

   Ένα μήνυμα εμφανίστηκε στην οθόνη του κινητού του. Ο κολλητός του τον ενημέρωνε πως το ραντεβού τους για φαγητό μεταφερόταν μια ώρα αργότερα. Κι εκείνος τι θα έκανε; Δεν ήθελε να γυρίσει στο σπίτι.

   Από το χωρισμό του και μετά δεν ήθελε να μένει μόνος του. Το μυαλό του, τις ώρες της μοναξιάς, του έπαιζε περίεργα παιχνίδια κι εκείνος τις ξόρκιζε με βόλτες, ξενύχτια, σχέσεις της μιας βραδιάς.

   Βγαίνοντας από την εταιρεία, αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στο κέντρο της πόλης για να περάσει η ώρα, μέχρι να συναντήσει τους φίλους του. Περπατούσε γρήγορα λες και κάποιος τον κυνηγούσε. Τον κυνηγούσαν οι σκέψεις του. Πού και πού σταματούσε σε κάποια βιτρίνα μα τις προσπερνούσε γρήγορα καθώς κινδύνευε να τον πιάσουν οι σκέψεις του και να τον τραβήξουν στον θλιβερό τους κόσμο.

   Περπατούσε γρήγορα. Σχεδόν είχε λαχανιάσει. Το βλέμμα του έπεφτε για δευτερόλεπτα πάνω στους περαστικούς, στα αυτοκίνητα, σε συνθήματα γραμμένα σε τοίχους και έπειτα χανόταν. Σταμάτησε μόνο, όταν το βλέμμα του εντόπισε μια κοπέλα να κάθεται σε ένα παγκάκι, λίγα μέτρα μακριά του.

   Έκλαιγε. Σιωπηλά. Δάγκωνε τα χείλη της. Ήθελε να κρύψει τον πόνο μα τα δάκρυα που κυλούσαν από το μάτια της την πρόδιδαν. Το πρόσωπό της χλωμό. Κάπνιζε και κοιτούσε το κενό.

«Χρειάζεσαι κάτι;» την ρώτησε κάπως διστακτικά.

«Χρειάζομαι έναν περίπατο» του απάντησε εκείνη ξαφνιάζοντάς τον. Δεν ήξερε τι να πει. Και δεν είπε τίποτα. Μόνο άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της.

   Περπατούσαν για αρκετή ώρα. Ήξερε το όνομά της κι εκείνη το δικό του. Της είπε λίγα πράγματα για τη δουλειά του. Εκείνη δεν του είπε τίποτα. Ούτε και γιατί είχε ανάγκη αυτόν το περίπατο του είπε, όταν τη ρώτησε. Έστρεψε αλλού το βλέμμα και συνέχισε να περπατά δίπλα του. Δεν επέμεινε κι εκείνος.

«Πρέπει να φύγεις;» τον ρώτησε όταν τον είδε να κοιτάζει το ρολόι του.

«Έχω ένα ραντεβού…» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του. Εκείνη τον τράβηξε κοντά της και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του. Εκείνος προσπάθησε να της πει κάτι μα εκείνη τον φίλησε ξανά. Πιο παθιασμένα αυτή τη φορά. Κι αυτός αφέθηκε. Ένα ελαφρύ μούδιασμα τύλιξε το σώμα του. Το ίδιο και το σώμα εκείνης. Το ένιωσε καθώς την κρατούσε στην αγκαλιά του. Εκείνη του χαμογέλασε για πρώτη φορά. Το χαμόγελό της, έλιωσε την παγωμένη όψη που είχε όταν την πρωτοείδε. Εκείνος την τράβηξε από το χέρι.

   Μπήκαν στο σπίτι του. Τα ρούχα τους άρχισαν να πέφτουν στο πάτωμα. Έκαναν έρωτα. Τα ηδονικά επιφωνήματα τους απλώθηκαν στο χώρο.

   Μετά το τέλος της ένωσής τους, εκείνη ξάπλωσε δίπλα του. Κάπνισε λίγο από το τσιγάρο του και έκλεισε τα μάτια της.

Ο ήχος του κινητού του, τράβηξε για λίγο το βλέμμα του από πάνω της.

«Πού χάθηκες όλη μέρα εσύ;». Δεν απάντησε στο μήνυμα του κολλητού του. Έκλεισε το κινητό και γύρισε προς το μέρος της. Ήθελε να τη ρωτήσει τόσα πολλά πράγματα, μα δεν το έκανε. Κάτι μέσα του του έλεγε πως θα είχαν πολύ χρόνο οι δυο τους.

   Αγκάλιασε το γυμνό κορμί της και ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Εκείνη τον έσφιξε πάνω της. Άκουσε και τη δική της καρδιά. Χαμογέλασε. Τελικά η ζωή του έκανε την έκπληξη.



*Το μικρό πεζό με τίτλο «Η έκπληξη» δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο τοβιβλίο.net στις 06.03.2014


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις