Συνομιλώντας με την Ελένη Γκίκα | συνέντευξη | τοβιβλίο.net

 

[συνέντευξη στον Χάρη Γαντζούδη]


«Σήμερα με προβληματίζει το τέλος του κράτους πρόνοιας. Ο καθένας μας πια μόνος του κι ο Θεός να βάλει το χέρι! Με τρομάζει και με πονά όλο αυτό! Τόσοι άνθρωποι στο δρόμο ή σε απόγνωση, νέοι που αναγκάζονται να φύγουν ή να αποποιηθούν τα όνειρά τους, αλλά θα πρέπει να αγωνιστούν, όλοι ν' αγωνιστούμε γι' αυτό»

Ελένη Γκίκα

Ξεκίνησε να γράφει τις πρώτες ιστορίες της στα επτά της χρόνια, θέλοντας να «αποδράσει» από την μοναξιά της. Από τότε μέχρι σήμερα, η Ελένη Γκίκα, έχει μια αξιοσημείωτη πορεία ως συγγραφέας αλλά και ως δημοσιογράφος. Άμεση, φιλική, δέχτηκε να μιλήσει στο δικτυακό τόπο τοβιβλίο.net για τη ζωή και το έργο της. Εγώ να την ευχαριστήσω για ακόμη μια φορά, για την τιμή που μου έκανε και ελπίζω να απολαύσετε και εσείς, όσο και εγώ, τη συνέντευξη που ακολουθεί.

Κυρία Γκίκα, σας καλωσορίζω στο δικτυακό τόπο τοβιβλίο.net

Κύριε Γαντζούδη, ευχαριστώ πολύ κι εσάς και τοβιβλίο.net για την τιμή, την φιλοξενία και την φροντίδα.

Την εμφάνισή σας στη λογοτεχνία την κάνατε με το βιβλίο «Εικοσιδύο χρωματικές μεταμφιέσεις και έντεκα αιρετικά ποιήματα». Πως προέκυψε η συγγραφή στη ζωή σας και ποια τα συναισθήματά σας μετά την κυκλοφορία του πρώτου σας έργου;

Κύριε Γαντζούδη, ως μοναχόπαιδο και σε ερημική γειτονιά υπήρξε... μονόδρομος, στην αρχή φαίνεται ότι δεν είχα άλλη επιλογή. Διάβαζα προτού πάω σχολείο, τα βιβλία υπήρξαν οι απόντες φίλοι και τα αδέλφια που ποτέ δεν απόκτησα, οι ιστορίες, η παρέα που είχα όταν φοβόμουν κι αμφέβαλα, άρχισα να γράφω... αστυνομικές ιστορίες από τα επτά! Στα ίχνη του θανάτου! Θυμάμαι και τα αυτοκόλλητα πατουσάκια στα τετράδια. Κατόπιν, ποίηση, στην εφηβεία μου πια. Τα πρώτα ποιήματά μου κυκλοφόρησαν ως Ελένη Σωτήρχου, μικροπαντρεμένη γαρ! “Σηματοδότες” ο τίτλος τους, εκδόθηκαν αρχές του 1980 και προηγήθηκαν ακόμα και της δημοσιογραφικής μου δουλειάς. Ακολούθησαν οι “Δρασκελιές” το 1987 από εκδόσεις “Θεωρία”, ένα αντίτυπο σώθηκε, είχε πλημμυρίσει κάποια εποχή το τυπογραφείο! Οι “μεταμφιέσεις” με βρήκαν πιο... ώριμη, σχεδόν άλλη, είχαν εν σπέρματι και τα πεζά που θ' ακολουθούσαν. Επειδή, όμως, ήδη δημοσιογραφούσα, και μάλιστα γράφοντας για βιβλία, σχεδόν το 'κρυβα! Σε σημείο που για χρόνια να νομίζουν ότι άλλη είναι εκείνη που γράφει κι άλλη εκείνη που δημοσιογραφεί.

Από τότε μέχρι σήμερα, έχετε εκδώσει αρκετά βιβλία. Τελικά η συγγραφή είναι εύκολη υπόθεση για εσάς;

Είναι και δεν είναι. Τώρα πια έχει γίνει δεύτερη φύση, για να μη σας πω πρώτη, αν δεν τα γράψω δεν τα καταλαβαίνω αυτά που ζω. Αλλά είναι κι ένα παράλληλο σύμπαν, εκείνο των ιστοριών και των μυθιστορηματικών ηρώων, πιο υπαρκτό και από την καθημερινότητα και από το πραγματικό, είναι ένας τρόπος να ζω και να βλέπω τη ζωή. Με ό,τι κοστίζει η ζωή: αθωότητα, αφοσίωση, πειθαρχία, αιφνίδιο, δέος, απόλαυση, περιέργεια, σκαμπανεβάσματα, μαγεία, χρόνο που πρέπει μόνος σου να περάσεις για να μάθεις να ακούς ήρωες κι ιστορίες μέσ' στη σιωπή. Αλλά ναι, τώρα πια είναι ένας τρόπος ζωής, για μένα, ο μόνος τρόπος ζωής.

Στις ιστορίες σας, χρησιμοποιείτε στοιχεία από τη δική σας ζωή; Μπορεί ο συγγραφέας να ξεφύγει από αυτό;

Στα πρώτα βιβλία, αρκετά. Τώρα λιγότερα έως καθόλου. Για πολλά χρόνια ισχυριζόμουν ότι με ό,τι είμαστε γράφουμε, αυτά που έχουμε υπάρξει και έχουμε ζήσει, εξάλλου το είπε ο Μάρκες σοφά: την ιστορία μας και την ιστορία της οικογένειάς μας γράφουμε και ξαναγράφουμε. Μεγαλώνοντας, όμως, με ενδιαφέρει αυτό που δεν έζησα, και υπάρχουν τόσες εν δυνάμει ζωές εκεί έξω για να γίνουν η σάρκα και το αίμα μου, κάτι από την ζωή μου, μέσα στο άσπρο χαρτί. Φυσικά, οι βασικές εμμονές- ακόμα κι αυτές που αγνοώ- παραμένουν οι ίδιες. Είναι το αγκαθάκι στη ζωή μας που πρέπει να βγάλουμε, η πληγή που επιθυμούμε να επουλώσουμε, ο γρίφος που παρά τα όσα βιβλία δεν πρόκειται ποτέ να λυθεί. Αλλά εμείς προσπαθούμε ωστόσο...

Το τελευταίο σας βιβλίο τιτλοφορείται «Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ». Πείτε μας λίγα λόγια για την υπόθεση. Ποια η αφορμή για την έμπνευσή του και ποιο το μήνυμα που θέλετε να περάσετε στους αναγνώστες;

Αφορμή, όσο κι αν θα ακουστεί αλλόκοτο ήταν ο... τίτλος! Ένα καλοκαίρι, ντάλα Ιούλιο στην παλιά πόλη της Ρόδου, όπου περιμένοντας έναν φίλο μου που άργησε, αντί για καφέ, επέλεξα να φάω... παγωτό. “Μπολερό”, διάβασα για εκείνο το μυθιστορηματικά μοιραίο παγωτό μέσα στα καβουρδισμένα αμύγδαλα και τα σιρόπια! Ο φίλος ήρθε κι εγώ σημείωσα στην χαρτοπετσέτα “το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ”. Μετά από δυο χρόνια, συνάντησα και τον τόπο, ένα παλιό ξενοδοχείο στη μέση του πουθενά, μπορχικής αρχιτεκτονικής. Και τέσσερα χρόνια πριν στα Χαριά της Μάνης και το πυργόσπιτο. Η ιστορία ήρθε σαν από μόνη της. Ένας μουσικός που επιστρέφει και ξαναστήνει τις πολεμίστρες στο πυργόσπιτο του παππού του με σκοπό να εκδικηθεί. Στα απόνερα του εμφυλίου όλη η πλοκή. Μια σειρά από φόνους σε αρχαιολογικούς χώρους και νεκρομαντεία αφήνοντας πίσω τους μια παρτιτούρα. Και δυο ήρωες, επωμισμένοι οικογενειακές αμαρτίες μέσα από το διαδίκτυο “ξαναπαίζουν” την αρχαία σκηνή. Ο θύτης που ερωτεύεται το θύμα του, η αιώνια επανάληψη πάλι και πάλι, εξάλλου αυτό δεν είναι η ζωή; Το έλεος που, εν τέλει, αποτελεί και την ύψιστη μορφή δικαίωσης.

Πως βλέπετε τη λογοτεχνία σήμερα; Ξεχωρίζετε κάποιους νέους συγγραφείς;

Είχαμε πάντα σπουδαίους συγγραφείς. Κι όσο... ζορίζουν τα πράγματα γεννιούνται όλο και σπουδαιότεροι! Διαβάζω πάντα ελληνική λογοτεχνία μ' απόλαυση, με περιέργεια, παρακολουθώ τις συγγραφικές εμμονές του καθενός από βιβλίο σε βιβλίο, χαίρομαι τόσο πολύ όταν διαβάζω καινούργιους καλούς, και υπάρχουν εξαιρετικοί νέοι που γράφουν, και ποίηση και πεζογραφία! Αν αρχίσω τα ονόματα, σίγουρα θ' αδικήσω, ας είναι, δεδομένου του ότι σίγουρα ξεχνώ κι ενδεχομένως και κάποιους να αγνοώ, θα πω ελάχιστους: Μαρία Ξυλούρη, Μιχάλης Γεννάρης, Αγγέλα Γαβρίλη, Γιάννης Αστερής, Στέφανος Ξένος, Γιάννης Τσίρμπας, αλλά και οι ήδη βραβευμένοι και καταξιωμένοι Χρήστος Οικονόμου, Σπύρος Γιανναράς... είναι πολλοί και ξεχνώ και ζητώ συγγνώμη γι' αυτό...

Θα ήθελα ένα γενικό σχόλιο σας για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Τι σας προβληματίζει περισσότερο;

Το τέλους του κράτους πρόνοιας. Ο καθένας μας πια μόνος του κι ο Θεός να βάλει το χέρι! Με τρομάζει και με πονά όλο αυτό! Τόσοι άνθρωποι στο δρόμο ή σε απόγνωση, νέοι που αναγκάζονται να φύγουν ή να αποποιηθούν τα όνειρά τους, αλλά θα πρέπει να αγωνιστούν, όλοι ν' αγωνιστούμε γι' αυτό.

Πως περνάτε τον ελεύθερο χρόνο σας;

Διαβάζοντας και γράφοντας, παραμένει η ύψιστη απόλαυση αυτό. Τελευταία και περπατώντας στο βουνό ή φτιάχνοντας τα λουλούδια στη βεράντα μου. Η γειτονιά μου, οι ιστορίες της γειτονιάς μου και των ηλικιωμένων που έχουν σπάσει το φράγμα του χρόνου διαθέτοντας πια και τον... χρόνο του Θεού, είναι μεγάλη παρηγοριά. Η αδυναμία μου, δηλαδή, εκτός από τα βιβλία και τους ελάχιστους φίλους μου, είναι οι μεγάλοι άνθρωποι και τα παιδιά. Με τα παραμύθια, ξανάνιωσα. Στα σχολεία ή στους παιδότοπους ξαναβλέπω επιτέλους τα ουσιαστικά και τα μαγικά, ύψιστο μάθημα ζωής είναι για μας τους μεγάλους τα παιδιά.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;

Έχω ήδη παραδώσει στους εκδότες μου, εκδόσεις Καλέντη, στον Αλέξανδρο και την Κέλλυ Καλέντη, ένα καινούργιο μυθιστόρημα, “Λίλιθ” ο τίτλος του, ερωτικό και βιβλιοφιλικό θρίλερ μαζί, με εγκιβωτισμένη μια αληθινή ερωτική αλληλογραφία [όχι δική μου! προς αποφυγή παρεξήγησης αυτό!], μια ποιητική συλλογή “Άδεια Δωμάτια” που υπήρχε τα τελευταία χρόνια μέσα στα συρτάρια μου, και τρία παραμύθια, αλλά αυτά εν καιρώ... “Η ζωγραφιά που ταξιδεύει” με την υπέροχη εικονογράφηση της Έφης Λαδά, μόλις ξεκίνησε το ταξίδι της.

Κυρία Γκίκα σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συνομιλία μας.

Κύριε Γαντζούδη, κι εγώ σας ευχαριστώ!

*Η συνέντευξη που μου παραχώρησε η συγγραφέας Ελένη Γκίκα δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο τοβιβλίο.net στις 14.02.2014


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις