Το Λογοτεχνικό Ταξίδι συνομιλεί με τον Δημήτρη Νίκου


[Συνέντευξη στον Χάρη Γαντζούδη]



"Επιδιώκω πάντα με αυτά που γράφω, πέρα από την αναγνωστική απόλαυση να πετάω και το μπαλάκι στον αναγνώστη, να του δίνω όσο το δυνατόν κάτι να σκεφτεί έξω από το κείμενο και την όποια ιστορία".

Δημήτρης Νίκου 



Ξεκίνησε την συγγραφική του πορεία γράφοντας άρθρα για τη μουσική. Το 2010 δημοσίευσε το πρώτο λογοτεχνικό του κείμενο στο περιοδικό Σοδειά και φέτος διανύει μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους καθώς κυκλοφόρησαν τρία βιβλία του. Το Λογοτεχνικό Ταξίδι συνομιλεί με τον ταλαντούχο συγγραφέα Δημήτρη Νίκου για τη ζωή και το έργο του. 


Κύριε Νίκου σας καλωσορίζω στο Λογοτεχνικό Ταξίδι.

Καλώς σας βρήκα, ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία στις σελίδες σας και εύχομαι πάντα καλές και ουσιαστικές αναγνώσεις, όμορφα Λογοτεχνικά Ταξίδια.

Φέτος είναι η χρονιά σας καθώς κυκλοφόρησαν τρία βιβλία σας. Τα «Όσα ποτέ δεν είπαμε» και «Σημασία έχει μονάχα η ζωή» από τις εκδόσεις Ωκεανός και το «Ιστορίες από ένα παγκάκι» από τις εκδόσεις Σαΐτα στο οποίο συμμετέχετε με το διήγημα «Χαρώνεια Δόση». Πείτε μας δυο λόγια για το καθένα.

Λέτε; Μακάρι. Ας τα πάρουμε ένα ένα. Το «Όσα ποτέ δεν είπαμε» είναι ένα συλλογικό μυθιστόρημα, αποτέλεσμα μιας πολύ ιδιαίτερης συνεργασίας με τους φίλους συγγραφείς Χρυσούλα Λουλοπούλου, Τάσο Αγγελίδη Γκέντζο και Ευρυδίκη Αμανατίδου, στο οποίο καθένας από μας διηγείται από τη σκοπιά ενός ήρωα. Ήταν ένα πείραμα συνεργατικής γραφής το οποίο εξελίχθηκε σε ένα, κατά τη γνώμη μου, πολύ καλό κοινωνικό και ερωτικό μυθιστόρημα, γεμάτο ανατροπές στην πλοκή. Το «Σημασία έχει μονάχα η ζωή», η σόλο δουλειά μου, για να δανειστώ έναν όρο από τη μουσική, είναι ένα νεανικό ψυχολογικό θρίλερ με στοιχεία τρόμου που έχει να κάνει σε πρώτο επίπεδο με τις ανθρώπινες σχέσεις, τη φιλία, τον έρωτα και ταυτόχρονα αποτελεί μία απόπειρα σπουδής για το σημερινό πρόσωπο της κοινωνίας όπως το βιώνουν οι ήρωες, ο καθένας με τη δική του προσωπική ιστορία. Όσο για τις «Ιστορίες από ένα παγκάκι», την πραγματικά πολύ καλή συλλογή διηγημάτων που κυκλοφορεί δωρεάν σε ψηφιακή μορφή, η δική μου συμμετοχή είναι ένα διήγημα που παρακολουθεί ένα ζευγάρι τοξικομανών στο κέντρο της Αθήνας επικεντρώνοντας στις τελευταίες ώρες του ενός εκ των δύο.

Το «Όσα ποτέ δεν είπαμε» είναι ένα βιβλίο το οποίο το έχετε γράψει εσείς μαζί με την Ευρυδίκη Αμανατίδου, τον Τάσο Αγγελίδη Γκέντζου και την Χρυσούλα Λουλοπούλου. Ωστόσο στη θέση του συγγραφέα υπάρχει το όνομα Νία Μαγγέλου. Γιατί και ποιος το σκέφτηκε;

Το ψευδώνυμο, που αν το καλοσκεφτούμε δεν είναι και τόσο ψευδώνυμο τελικά (θα εξηγήσω τι εννοώ), ήταν ιδέα της εκδότριάς μας, της κυρίας Κεκροπούλου, που σκέφτηκε να αιφνιδιάσουμε όμορφα τους αναγνώστες με αυτό το παιχνιδιάρικο τρικ. Είπα ότι δεν είναι και τόσο ψευδώνυμο, αφού το Νία Μαγγέλου, στο οποίο καταλήξαμε, έχει φτιαχτεί από τα πρώτα γράμματα των επωνύμων μας. Είναι ένα ψευδώνυμο σαν αληθινό όνομα αντί τεσσάρων.

Η συγγραφή είναι μοναχικό ταξίδι. Πως είναι να γράφεις μια ιστορία με άλλους τρεις διαφορετικούς ανθρώπους;

Η συγγραφή είναι πράγματι ταξίδι επίπονο και μοναχικό, γι' αυτό και απ' την αρχή η συνεργασία αυτή ήταν μια σπουδαία πρόκληση, ένα πείραμα όπως το είπα και πιο πριν που δεν ξέραμε αν τελικά θα ολοκληρωθεί και πού θα καταλήξει. Έχεις τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους, με τέσσερις εντελώς διαφορετικές γραφές και στυλ, διαφορετικές λογοτεχνικές επιρροές, που επίσης δε ζουν και στην ίδια πόλη. Πρόκληση με τα όλα της και γι' αυτό αισθάνομαι πολύ χαρούμενος και υπερήφανος, αν θέλετε, που κάρπισε τόσο όμορφα αυτή η σύμπραξη, γεννώντας ένα βιβλίο που δείχνει ότι με θέληση και αποφασιστικότητα όλα επιτυγχάνονται. Το όμορφο είναι ότι κατά τη διάρκεια της συγγραφής του «Όσα ποτέ δεν είπαμε», δεν προσπαθήσαμε να διαφοροποιήσουμε τις γραφές μας ώστε να έρθουμε, ας πούμε, πιο κοντά ο ένας στο ύφος του άλλου. Αντίθετα, η διαφορετικότητα στις προσεγγίσεις μας ως προς τη γραφή ήταν αυτό που βάλαμε ως μαγιά στη συνταγή για να βγει κάτι πολύ ωραίο, όπως και έγινε, έχει κι αυτό τη σημασία του.

Ας πάμε στο «Σημασία έχει μονάχα η ζωή». Ποια είναι η υπόθεση του βιβλίου και ποιο το μήνυμα που θέλετε να περάσετε στους αναγνώστες;

Στο «Σημασία έχει μονάχα η ζωή» ακολουθούμε τρεις καρδιακούς φίλους σε μια εκδρομή τους κοντά στην Αθήνα. Η εκδρομή αυτή έχει λάβει στο μυαλό τους διαστάσεις απόδρασης από την καθημερινότητα, μιας που, όπως βλέπουμε στα πρώτα κεφάλαια, ο καθένας τους έχει τον δικό του λόγο να βλέπει με πολύ κακό μάτι τη ζωή του. Η ιδέα με την οποία ξεκίνησα να το γράφω, ήταν πως η ίδια η ζωή στήνει μια φάρσα στα τρία παιδιά, στην προσπάθειά της να τους ξυπνήσει, να τους δείξει δηλαδή ότι δεν πρέπει να σηκώνουν τα χέρια στις δυσκολίες, αλλά να παλεύουν για να κερδίζουν μικρές μάχες προς την ολοκλήρωση και την ευτυχία. Στην εκδρομή αυτή, λοιπόν, συμβαίνει ένα σοβαρό ατύχημα, κάποιος από τους τρεις σκοτώνεται με ευθύνη των άλλων δύο. Από κει και μετά η ζωή των υπολοίπων θα γίνει πραγματική κόλαση καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν, εκτός φυσικά από τις τρομερές τύψεις για αυτό που έγινε και το ότι πρέπει να κουκουλώσουν το συμβάν αποφεύγοντας την αστυνομία και όσους θα αναζητούν το πρόσωπο που χάθηκε, και τα όσα αυτός ο θάνατος θα φέρει στην επιφάνεια για τους άλλους δύο. Ζήλειες, απωθημένα, ανομολόγητους έρωτες και άλλα που θα διαμορφώσουν ένα θανατηφόρο κοκτέιλ. Είναι ένα βιβλίο σκληρό, αλλά η ζωή αγαπάει τα παιδιά της, κι εγώ επίσης αγαπάω πολύ τους ήρωές μου, γι' αυτό στο τέλος τους λυτρώνω με έναν τρόπο εντελώς απρόσμενο που άρεσε πολύ σε όσους το έχουν διαβάσει.

Στις παρουσιάσεις που κάνετε, τι μηνύματα παίρνετε από τους αναγνώστες;

Επιδιώκω πάντα με αυτά που γράφω, πέρα από την αναγνωστική απόλαυση να πετάω και το μπαλάκι στον αναγνώστη, να του δίνω όσο το δυνατόν κάτι να σκεφτεί έξω από το κείμενο και την όποια ιστορία. Μου αρέσει να συναντώ αναγνώστες στις εκθέσεις βιβλίων, γιατί σε αντίθεση με τις παρουσιάσεις όπου εσύ καλείς και ο άλλος έρχεται ξέροντας σε ποιου την παρουσίαση θα πάει, στις εκθέσεις έχεις την ευκαιρία να δοκιμαστείς με μεγαλύτερο και πλουσιότερο δείγμα αναγνωστών. Με μένα, λοιπόν, συμβαίνει κάποιοι να ακούνε την ιστορία των βιβλίων μου, να μου εύχονται “καλή επιτυχία” και να φεύγουν χαμογελώντας μου ευγενικά και στον αντίποδα κάποιοι άλλοι να με ρωτούν και ασχέτως αν θέλουν να πάρουν το βιβλίο ή όχι, να έχουμε μια ωραία κουβέντα, λογοτεχνική και γεμάτη ουσία. Χαίρομαι εξίσου και αυτούς που μου λένε, με ειλικρίνεια, “αχ, δεν τα μπορώ αυτά, θέλω κάτι να χαλαρώσω” και αυτούς που με επιβραβεύουν. Ξέρετε, το τι επιλέγει να διαβάσει το κοινό μέσα σε συνθήκες τέτοιας οικονομικής και ψυχολογικής πίεσης, όπως και τι μουσική θα ακούσει ή πχ ποια ταινία θα επιλέξει να δει ένα Σάββατο στον κινηματογράφο, καθρεφτίζει και την ανάγκη του να ξεφύγει επιτέλους από όλα όσα γίνονται γύρω μας. Πραγματικά το έχουν ανάγκη και είναι κάτι που το κατανοώ και το σέβομαι απόλυτα.

Εκτός από βιβλία γράφεται και σε πολλά site και περιοδικά. Πότε δημοσιεύσατε το πρώτο σας κείμενο; Και ποιο ήταν αυτό; Είχατε άγχος για τα σχόλια;

Το πρώτο μου λογοτεχνικό κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Σοδειά” τον Ιούνιο του 2010, λίγο πριν βγάλω το πρώτο μου βιβλίο και ήταν ένα μικρό πεζό με τίτλο “Για σκέψου, ερωτευθήκαμε”. Από τότε έχουν δημοσιευθεί πολλά κείμενά μου σε λογοτεχνικά περιοδικά, όπως η Σοδειά, οι Chimeres, το Αντί επι Λόγου και το Fresh και πραγματικά αισθάνομαι πάντα πολύ όμορφα να συνεργάζομαι με λογοτεχνικά έντυπα, ιδίως κάποια που διανέμονται δωρεάν. Το έργο που προσφέρουν είναι πολύ σημαντικό, φέρνοντας νέα λογοτεχνία κοντά σε ένα μεγάλο κοινό που την ανακαλύπτει και την αγαπά. Όσο για άγχος, πάντα έχω όταν ένα κείμενο φεύγει απ' τα χέρια μου και ανοίγει τα φτερά του για μικρά ή μεγαλύτερα ταξίδια.

Είστε δημιουργός του ΒΙΒΛΙΟΔΕΙΚΤΗ. Πείτε μας δυο λόγια για αυτό το εγχείρημα.

Ο ΒΙΒΛΙΟΔΕΙΚΤΗΣ είναι μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια ιστοσελίδα με ξεχωριστές ειδήσεις για το βιβλίο απ' όλο τον κόσμο, συνεντεύξεις ανθρώπων του βιβλίου και άρθρα γνώμης από συγγραφείς. Η ανταπόκριση είναι μεγάλη, όμως δυστυχώς, εξαιτίας των άλλων δικών μου ασχολιών τον τελευταίο καιρό οφείλω να παραδεχτώ πως το έχω παρατήσει το site, έχω σκοπό όμως να το συνεχίσω και να το ενεργοποιήσω ξανά γιατί είναι κάτι που πιστεύω πως χρειάζεται.

Εκτός από το να γράφετε, τι άλλο σας αρέσει να κάνετε στον ελεύθερο χρόνο σας;

Θα το πω όπως το είπα και σε μια άλλη συνέντευξή μου πρόσφατα, μου αρέσει να σερφάρω σε εικόνες και ιδέες με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο. Γενικά, να ακούω, να μαθαίνω, να εμπνέομαι, να βιώνω και να συνδιαλέγομαι.

Κλείνοντας θα ήθελα να προτείνετε στους αναγνώστες μας το αγαπημένο σας βιβλίο.

Αγαπημένο βιβλίο... δύσκολο με τόσα πολλά που έχω κατά καιρούς ξεχωρίσει. Ελληνική λογοτεχνία: θα έλεγα, διαβάστε την “Πάπισσα Ιωάννα” του Ροΐδη, διαβάστε την “Ασκητική” του Καζαντζάκη και από πιο σύγχρονα, διαβάστε τη “Μοναξιά είναι από χώμα” της Βαμβουνάκη, με την μοναδικά ερωτική πρωτοπρόσωπη γραφή που μαγεύει.

Σας ευχαριστώ πολύ.
Εγώ σας ευχαριστώ για την τιμή.


Δημήτρης Νίκου

ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΧΕΙ ΜΟΝΑΧΑ Η ΖΩΗ

Ο Άρης, ένας εσωστρεφής νέος άνδρας με αυτοκαταστροφικές τάσεις, που τον τελευταίο καιρό έχει μείνει άνεργος, η Πηνελόπη, μια κοπέλα αναγκασμένη από το περιβάλλον της να ζει ως “τέρας” εξαιτίας της εμφάνισής της και η Έλλη, μια νέα γυναίκα που βιώνει το κενό της απώλειας μιας ευτυχίας που κάποτε φάνταζε αυτοσκοπός, είναι τρεις αδελφικοί φίλοι που η ζωή, το χθες και το σήμερα, τους έχουν βουλιάξει σε μια σκληρή καθημερινότητα. Είναι μόνοι, ακόμα και μέσα στις οικογένειές τους. Είναι μόνοι, αν και μαζί, με αυτή την φοβερή μοναξιά, την πιο δραστικά καταστροφική, που μπορεί κάποιος να νιώθει έστω κι αν βρίσκονται γύρω του οι πιο “δικοί του” άνθρωποι, τα πιο οικεία πρόσωπα. Οι άνθρωποι τους προσπερνούν, η πόλη τους διώχνει κι αυτοί μένουν εξόριστοι στο πιο βασανιστικό “τώρα”.

Ήταν μια Κυριακή που από καιρό περίμεναν. Μια εκδρομή, που για κάποιους είναι απλή, είχε λάβει για εκείνους όμως τη διάσταση απόδρασης, εξόδου ηρωικής από όσα τους κρατούσαν κολλημένους σε βαλτώδες χώμα. Μια όμορφη ανοιξιάτικη εκδρομή σε μια όμορφη, απομονωμένη παραλία έξω απ' την πόλη, μια αθώα νεανική αυθάδεια κόντρα σε όσα κρατούσαν επίμονα το χαμόγελό τους παγωμένο. Μοιάζει με πέρασμα από κόλαση σε παράδεισο. Το νιώθουν, αυτή θα είναι η Κυριακή τους! Θα τη θυμούνται για πάντα. 
Το γέλιο τους, μέσα σε λίγες στιγμές, θα γίνει λυγμός, πόνος αβάσταχτος, κραυγή απόγνωσης. Ένα απίστευτο ατύχημα θα αλλάξει τη ροπή των πραγμάτων. Η αυθόρμητη ιδέα για μια παιδιάστικη φάρσα, για μια παρεϊστικη πλάκα, θα αποδειχθεί μοιραία. Τα κοφτερά βράχια της παραλίας βάφονται κόκκινα με το αίμα της Έλλης και καθώς το δέχεται με σεβασμό στο απέραντο και το αιώνιό της η θάλασσα, ο άνεμος μοιρολογώντας παίρνει μαζί του την τελευταία της πνοή. Ο Άρης και η Πηνελόπη, μονομιάς, προαισθάνονται ένα τέλος. Ένα τέλος που όμως δεν περιλαμβάνει, όπως για τους περισσότερους, την ελπίδα για μια επόμενη, νέα αρχή. Η ευθύνη για τον τραγικό θάνατο της καλύτερης φίλης τους, πέφτει ασήκωτη πάνω στις ήδη κατακρεουργημένες ζωές τους. Η σκέψη θολώνει, το μυαλό και η ψυχή μοιάζουν μικρές κι αδύναμες βαρκούλες σε ανταριασμένο πέλαγος. Η ζωή έχει πάψει εδώ και καιρό να κρατά το τιμόνι της ρότας τους· τώρα, απλώς τυπικά, το παίρνει στα λιπόσαρκα χέρια του ο θάνατος.
Πώς είναι όταν οι φόβοι υποκαθιστούν την πραγματικότητα; Πώς είναι όταν οι χειρότεροι εφιάλτες που μπορεί ο παραστρατημένος νους να γεννήσει ζωντανεύουν; Όλα είναι ντόμινο! Απωθημένα που είχαν ναρκωθεί κάτω από παντοδύναμες ιδεοληψίες, τώρα ξυπνούν. Ανομολόγητοι έρωτες που τρέφονταν με το διαπεραστικό δηλητήριο του συμβιβασμού, τώρα ξεσπούν. Κάθε τους βήμα και μια θαμμένη, ξεχασμένη νάρκη που τώρα εκρήγνυται απαιτώντας θύματα, νέο και περισσότερο αίμα. Ποια είναι η γυναικεία φιγούρα με το λευκό φόρεμα και το σκοτεινό, κρυμμένο πρόσωπο που εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά τους, μιλώντας τους σαν να τους ξέρει χρόνια, προκαλώντας τους να την ακολουθήσουν. Ποια μορφή έχει σήμερα η βάρκα που πάντοτε διασχίζει σταθερά και ακούραστα τον ποταμό του μεγάλου περάσματος, τον φοβερό Αχέροντα και πού θα τους οδηγήσει; Ποιος έπειτα απ' όλα αυτά θα λογοδοτήσει για τις τρεις χαμένες ψυχές;
Τα μάτια, ευτυχώς, ανοίγουν, μπορεί όμως η ζωή τελικά να νικήσει, να βρει την πολυπόθητη λύτρωση; Σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου η χαμένη ανάσα θα επιστρέψει στην κουρασμένη καρδιά, για να βρει κι εκείνη ξανά το ρυθμό της. Το κρεβάτι που κοιμίζει, μπορεί και αφυπνίζει. Το κρεβάτι που υποδέχεται άρρωστο, παραδίδει επίσης υγιή. Όλα είναι ντόμινο, μα ό,τι γκρεμίζεται μπορεί να χτιστεί ξανά απ' την αρχή. Οι παραισθήσεις διαλύονται, η ομίχλη υποχωρεί από τη ζεστασιά του ολόλαμπρου ήλιου. Τα χέρια ενώνονται και όλα τελειώνουν σαν ποτέ να μην άρχισαν, σαν ποτέ να μην έγιναν. Κι όμως, από δω και πέρα, δε θα είναι τίποτα ίδιο στις ζωές των τριών φίλων.




Βιογραφικό 


Ο Δημήτρης Νίκου γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα, όπου και ζει. Έκανε σπουδές ηχοληψίας και παράλληλα, από το 2005 άρχισε να αρθρογραφεί σε έντυπα και στο διαδίκτυο, γράφοντας κυρίως για μουσική. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 2010 με ένα μικρό πεζό στο περιοδικό "Σοδειά" και μέχρι σήμερα έχει επίσης δημοσιεύσει μικρά πεζά και διηγήματα στα περιοδικά "Σοδειά", "Chimeres", "Αντί επί λόγου", "Fresh" και στην online ανθολογία "One_story". Έργα του που έχουν εκδοθεί, είναι η νουβέλα «Βόλτα στο φεγγάρι» (Ίαμβος, 2010), το μυθιστόρημα «Σημασία έχει μονάχα η ζωή» (Ωκεανός, 2013) και το συλλογικό μυθιστόρημα «Όσα ποτέ δεν είπαμε» (Ωκεανός, 2013) με το ψευδώνυμο Νία Μαγγέλου, σε συνεργασία με τους συγγραφείς Τάσο Αγγελίδη Γκέντζο, Ευρυδίκη Αμανατίδου και Χρυσούλα Λουλοπούλου. Είναι επίσης δημιουργός και υπεύθυνος του διαδικτυακού λογοτεχνικού περιοδικού ΒΙΒΛΙΟΔΕΙΚΤΗΣ. 


*Η συνέντευξη με τον συγγραφέα Δημήτρη Νίκου δημοσιεύτηκε στο Λογοτεχνικό Ταξίδι (http://logotaxidi.blogspot.com/2013/06/blog-post_26.html) στις 26.06.2013

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις