Αυλαία | διήγημα | Λογοτεχνικό Ταξίδι

 



«Θ’ αλλάξω, στο υπόσχομαι! Αν κοιτάξεις πιο προσεκτικά μέσα μου, κάτω από την άχρωμη επιφάνεια του δέρματος μου θα δεις και εσύ πόσο έχω αλλάξει. Κοίτα. Μια στιγμή μόνο…».
Χαμήλωσε το βλέμμα του. Σαν μια σπίθα λογικής να άναψε τη φωτιά της ντροπής μέσα του για τα λόγια που ξεστόμισε μα και για το παιχνίδι που αποφάσισε να παίξει για ακόμα μια φορά.
  Τίναξε απότομα το κεφάλι του θέλοντας να το αδειάσει από τις σκέψεις που έρχονταν και ξεθώριαζαν το σκηνικό γύρω του. Σηκώθηκε αργά από τον καναπέ και άνοιξε το ράδιο. Η μελωδία του τραγουδιού που είχαν χορέψει στο πρώτο τους ραντεβού, κύκλωσε νοσταλγικά το δωμάτιο. Εκείνη τον παρατηρούσε σιωπηλή. Την πλησίασε.
«Έλα! Μια προσπάθεια ακόμη. Αυτή τη φορά θα είμαι πιο προσεκτικός. Δε θα σε πατήσω όπως τότε. Όχι, δε θα σε πονέσω αυτή τη φορά…»
   Ένιωσε το δισταγμό της. Είδε τη δυσπιστία στο βλέμμα της. Τέντωσε το χέρι του και τύλιξε την παλάμη της απαλά με τη δική του. Ολόκληρο το σώμα του αναρίγησε καθώς η αφή του ερχόταν σε επαφή με την λεία υφή του δέρματος της. Άσκησε μια ελαφριά πίεση στο σώμα της για να τη φέρει κοντά του. Τα βήματά του αργά, άρχισαν να ακολουθούν το ρυθμό του τραγουδιού. Χαμογέλασε όταν αισθάνθηκε το σφιγμένο σώμα της να χαλαρώνει μέσα στην αγκαλιά του.
«Η μοναξιά σου μοιάζει!» του είχε πει κάποιους μήνες πριν, όταν του γυρνούσε τα κλειδιά στο χέρι και τον άφηνε μόνο του. Χαμογέλασε ξανά όταν σκέφτηκε πως όλα αυτά δεν ήταν τίποτα άλλο πια από μια πικρή ανάμνηση στην κοινή  τους πορεία.
   Ένα ανοιξιάτικο αεράκι τρύπωσε στο δωμάτιο σβήνοντας τη φλόγα του κεριού που φώτιζε το χώρο και τα λιγοστά τετραγωνικά βυθίστηκαν στο σκοτάδι μα αυτό δεν τον σταμάτησε. Συνέχισε να την κρατάει στην αγκαλιά του και να ακολουθεί το ρυθμό του τραγουδιού. Μα και όταν η μουσική σώπασε και το μόνο που ακούγονταν στο χώρο ήταν ο ήχος που έκαναν οι γυμνές του πατούσες στο πάτωμα πάλι δεν σταμάτησε να χορεύει.
«Ξημερώνει» της ψιθύρισε στο αφτί όταν είδε το παχύ σκοτάδι να αναμειγνύεται με μια ελαφριά απόχρωση φωτός.
«Θα ανοίξω το παντζούρι να δούμε την ανατολή. Θυμάμαι πόσο σου άρεσε να βλέπεις το ξύπνημα της μέρας». 
Μια κατάφαση τρύπωσε στα αφτιά του που τον έκανε να τρέξει κοντά στο παντζούρι. Το άνοιξε γρήγορα και βγήκε στο μπαλκόνι. Είδε τον ήλιο να ανεβαίνει στον ουρανό. Γύρισε να την κοιτάξει όμως ένιωσε το μπαλκόνι να χάνετε κάτω από τα πόδια του όπως το χώμα υποχωρεί τη στιγμή που οι χοντρές σταγόνες της βροχής κυλούν πάνω του…
   Το φως που είχε πλημμυρίσει το δωμάτιο είχε σβήσει την παρουσία της και του φανέρωσε την αλήθεια του και αυτή ήταν πως ήταν μόνος. Για ακόμη μια νύχτα είχε καταφέρει να ξεγελάσει τη μοναξιά του. Κατάφερε να την κρατήσει μακριά, για λίγο. Αυτό τον τρόπο είχε βρει. Έφτιαχνε μια ιστορία με το μυαλό του, διαμόρφωνε το σκηνικό, περνούσε μια γρήγορη ανάγνωση τα λόγια του και στην ησυχία της νύχτας έστηνε τη δική του παράσταση. Μα σήμερα δεν πρόλαβε να παιχτεί το φινάλε. Η μέρα πρόλαβε και έριξε πρόωρα την αυλαία.


*Το διήγημα με τίτλο "Αυλαία" δημοσιεύτηκε στο Λογοτεχνικό Ταξίδι (http://logotaxidi.blogspot.com/2013/06/blog-post_22.html ) στις 22.06.2013

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις