Κυκλοφορία: Μια παράξενη Κυριακή | συλλογικό έργο

Κυκλοφορεί από τις ψηφιακές εκδόσεις Αρχίγραμμα το συλλογικό έργο "Μια παράξενη Κυριακή". Συμμετοχή με το διήγημα "Μια Κυριακή στο Γαλαξίδι". 




Τίτλος: «Μια παράξ3νη Κυρι4κή»

Συλλογικό έργο

Είδος: Διήγημα

Εκδόσεις Αρχίγραμμα

Άδεια διανομής: Creative Commons BY-NC-ND  (Αναφορά δημιουργού – Μη εμπορική χρήση – Όχι παράγωγα έργα)

Σελίδες: 150

Έτος έκδοσης: 2013


Περιγραφή:

Το στοίχημα ήταν μεγάλο για τις εκδόσεις Αρχίγραμμα. Η πολυγλωσσία, η πολυτονικότητα στην σκέψη και την φαντασία , το ψηφιδωτό μιας σκέψης από την ίδια αφετηρία αποτέλεσε απαρχή για την δημιουργία αυτού του βιβλίου. Πως “Μια παράξενη Κυριακή” έδωσε το έναυσμα σε συγγραφείς να εκδώσουν το παρών βιβλίο;

Η ιδέα ήρθε κάπου στα μέσα του Σεπτέμβρη και η αφετηρία τοποθετείται κάπου στο τέλος του 2012 όπου και έγινε η ανοικτή πρόσκληση προς όλους τους συγγραφείς για την δημιουργία του βιβλίου. Μετά από την πάροδο κάποιων μηνών και αρκετής υπομονής τόσο από τους επιμελητές όσο και από τους συγγραφείς αμφίπλευρα , το αποτέλεσμα είναι αυτό που κρατάτε στα χέρια σας, ή που μάλλον έχετε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή σας.


Μια Κυριακή στο Γαλαξίδι

 

«…Μέσα στα ρούχα μου σε κρύβω σαν φωτιά

να’ χουν να λεν πως δε σε γνώρισα ποτέ μου

όνειρο είναι η ιστορία μας, καρδιά μου

τα ξωτικά γυρνούν τις νύχτες συντροφιά μου…»

[Σωκράτης Μάλαμας]

 

Είχε ξημερώσει. Ο πρωινός ήλιος ξεπρόβαλε από την ανατολή, σβήνοντας τη δροσιά άλλης μιας νύχτας Σαββάτου, δίνοντας την σκυτάλη στη νέα, καυτή, αυγουστιάτικη Κυριακή που μόλις ξεκινούσε. Η μαύρη μερσεντές κυλούσε πάνω στην εθνική οδό Αθηνών – Λαμίας. Το ζευγάρι, άφηνε πίσω του, τους φρενήρεις ρυθμούς της πρωτεύουσας, μαζί και τα άγχη, τις έγνοιες, την ρουτίνα, για να ζωντανέψει ξανά τον έρωτά του στην πόλη που γεννήθηκε, το Γαλαξίδι. Αυτό τουλάχιστον είχε στο μυαλό της η Έλλη.

   Δε μιλούσε κανείς. Στο εσωτερικό του αυτοκινήτου απλώνονταν μια απαλή μελωδία από το ραδιόφωνο ενώ τα ερμητικά κλειστά παράθυρα κρατούσαν μακριά τους ήχους των άλλων οχημάτων, που ανέπτυσσαν ταχύτητα καθώς τους προσπερνούσαν. Ο Σταύρος, από τη θέση του οδηγού, άλλαζε νευρικά τις ταχύτητες ενώ τα πόδια του χτυπούσαν άτσαλα μια στο γκάζι και μια στο φρένο. Το βλέμμα του αφηρημένο. Χανόταν έξω από το παράθυρο. Μια φωνή ούρλιαζε μέσα του.

«Τι θέλαμε τώρα να πάρουμε τους δρόμους Κυριακάτικα;»  ήθελε να ρωτήσει την Έλλη, την σύζυγό του, η οποία με ανεβασμένα τα πόδια στο δερμάτινο κάθισμα του συνοδηγού, έδειχνε να απολαμβάνει την διαδρομή. Δεν την ρώτησε.  Δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Άλλωστε ήξερε την απάντηση. Την είχε ακούσει να την λέει το προηγούμενο βράδυ στον εφτάχρονο γιο τους, τον Δημητράκη, όταν εξέφρασε την απορία του για αυτή την εκδρομή

«Θα γνωρίσεις τον τόπο, όπου πριν από δέκα χρόνια ο μπαμπάς ερωτεύτηκε τρελά τη μαμά» του εξήγησε με ένα παιχνιδιάρικο τόνο στη φωνή η Έλλη,  κλείνοντας πονηρά το μάτι στον Σταύρο που περνούσε από το διάδρομο.

«Δέκα χρόνια γνωριμίας, έρωτα, γάμου». Και αφόρητης πλήξης ήθελε να προσθέσει εκείνος. Στο μεταξύ ο Δημητράκης που δεν άντεξε το πρωινό ξύπνημα, αποκοιμήθηκε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.

«Και τι θα πει επέτειος; Μόνο ο Δημητράκης μας ενώνει πια!» συνέχισε η φωνή να ουρλιάζει μέσα του και να του τρυπάει το μυαλό.

   Γαλαξίδι, Αύγουστος του 1992. Την παρατηρούσε αρκετή ώρα. Καθόταν μόνη της στο μπαρ πίνοντας βότκα λεμόνι. Πέρασε ανάμεσα από τα ηλιοκαμένα κορμιά των τουριστών, που χτυπιόταν στους ρυθμούς της δυνατής μουσικής και κάθισε δίπλα της. Το καλοσχηματισμένο της κορμί τύλιγε ένα στενό γαλάζιο φόρεμα το οποίο έφτανε λίγο κάτω από το γόνατο. Τα μακριά, ξανθά μαλλιά της, έκρυβαν το πρόσωπό της.

«Καλησπέρα»

Γύρισε προς το μέρος του. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Τα γαλάζια μάτια της τον διαπέρασαν ενώ τα σαρκώδη χείλη της τον προκαλούσαν να τα φιλήσει. Από εκείνη τη νύχτα ήταν μαζί. Γύρισε το κεφάλι του προς τη γυναίκα που καθόταν στο κάθισμα του συνοδηγού. Δεν την αναγνώριζε.

«Πού πάει ο έρωτας όταν χάνεται;» αναρωτήθηκε σιωπηλά και δυνάμωσε την ένταση του ραδιοφώνου για να διαλύσει τις σκέψεις του. Μα καθώς τα χιλιόμετρα περνούσαν κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου, το μυαλό του έκανε βουτιά στο παρελθόν του.

   Όλοι οι σταθμοί της ζωή του περνούσαν σαν σκιές πάνω στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Οι σπουδές δημοσιογραφίας, το κλάμα της μάνας στο αεροδρόμιο καθώς τον αποχαιρετούσε όταν εκείνος έφευγε για μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία, το κλάμα το δικό του λίγους μήνες αργότερα όταν  η Λένα, η πρώτη του μεγάλη αγάπη, του ανακοίνωνε από το τηλέφωνο πως δεν θα τον περίμενε να γυρίσει, η γνωριμία του με την Έλλη, ο γάμος τους, η πρώτη μέρα στο σπίτι με τον Δημητράκη όπου εκείνος έτρεχε πανικόβλητος  με κάθε ήχο που έβγαινε από το μικρό στόμα του γιου του και με την Έλλη να προσπαθεί να ηρεμήσει μπαμπά και γιο, η προαγωγή του από ρεπόρτερ σε αρχισυντάκτη στην αθλητική εφημερίδα όπου εργαζόταν τα τελευταία πέντε χρόνια. Έφτασαν μερικά λεπτά για να καλύψουν τα σαράντα χρόνια της ζωή του. Εκτός από την αγάπη του για το γιο του όλα τα άλλα του φαινόταν ανούσια. Το ενδιαφέρον για τη δουλεία του είχε χαθεί. Ίσως το είχε καταπιεί η πολυθρόνα του αρχισυντάκτη. Το πάθος που ένιωθε πριν δέκα χρόνια για την κοπέλα που καθόταν μόνη της στο μπαρ πίνοντας βότκα λεμόνι δεν το ένιωθε για τη γυναίκα που βρισκόταν δίπλα του. Κάθε πρωί ξυπνούσε πρώτος. Ντυνόταν αθόρυβα και γλιστρούσε έξω από το σπίτι, μην τυχόν και την ξυπνήσει και αντικρίσει τη σύμβαση μέσα στην οποία ζούσε. Μα ακόμα πιο ανούσια από όλα του φαινόταν αυτή η κυριακάτικη εκδρομή.

«Αργούμε να φτάσουμε; Ζαλίζομαι» ακούστηκε η φωνή του Δημητράκη ο οποίος είχε ανασηκωθεί στο πίσω κάθισμα.

«Σχεδόν φτάσαμε μωρό μου» του απάντησε η Έλλη γέρνοντας προς τα πίσω και χαϊδεύοντας τα ξανθά μαλλιά του. Μα πριν προλάβει να τραβήξει το χέρι της ο Δημητράκης, μην μπορώντας να κρατηθεί, έβγαλε πάνω στο μπεζ δερμάτινο κάθισμα ότι είχε φάει το πρωί στο σπίτι. Διέκοψαν για λίγο την πορεία τους. Η Έλλη έβγαλε το μικρό από το αυτοκίνητο για να πάρει καθαρό αέρα και του δρόσισε το μέτωπο με νερό. Ο Σταύρος αφού καθάρισε το αυτοκίνητο τους φώναξε για να συνεχίσουν τη διαδρομή τους. Πριν επιβιβαστούν και πάλι η Έλλη στάθηκε.

«Κρίμα»

«Τι;» απόρησε ο Σταύρος.

«Κρίμα» επανέλαβε εκείνη σηκώνοντας το χέρι της και δείχνοντας τη φωτογραφία μιας νεαρής κοπέλας που βρισκόταν στο εικόνισμα στην άκρη του δρόμου. «Είκοσι πέντε χρονών κορίτσι» , συνέχισε και μπήκε στο αυτοκίνητο.

   Η κυρ-Ευτυχία, της οποίας η όψη δεν είχε αλλοιωθεί καθόλου από το χρόνο,  τους οδήγησε μέχρι την πόρτα του δωματίου τους. Το ίδιο δωμάτιο που πριν από δέκα χρόνια ο Σταύρος και η Έλλη είχαν περάσει την πρώτη τους νύχτα. Όλα ήταν ίδια. Τα χρώματα, οι μυρωδιές, οι μεταξωτές κουρτίνες που έκρυβαν τα σκοροφαγωμένα παραθυρόφυλλα, οι φωτογραφίες στους τοίχους που απεικόνιζαν τη ναυτική παράδοση του Γαλαξιδίου. Λες και το δωμάτιο όλα αυτά τα χρόνια παρέμεινε κλειστό, έρημο, και περίμενε να ξαναπάρει ζωή από το ερωτευμένο ζευγάρι. Όμως δέκα χρόνια μετά, ο ερωτισμός που κατέκλυζε τα κορμιά του χθες είχε χαθεί και σε συνδυασμό με την αδιαθεσία του Δημητράκη ο οποίος ανέβασε και πυρετό καμία ερωτική διάθεση δεν χωρούσε να περάσει την πόρτα μαζί τους.

    Άνοιξε τα ξύλινα παραθυρόφυλλα. Το δωμάτιο πλημμύρισε με φως. Βγήκε στο μπαλκόνι και πήρε μια βαθιά ανάσα. Το βλέμμα του χάθηκε στη θέα των ήρεμων νερών του Κορινθιακού κόλπου. Τα γύρω σοκάκια ήταν έρημα. Το απαλό άγγιγμα στην πλάτη του τον έκανε να γυρίσει.

«Δεν το φανταζόμουν έτσι».

«Δεν πειράζει. Το παιδί;»

«Αποκοιμήθηκε» του απάντησε εκείνη και χώθηκε στην αγκαλιά του.

   Όταν ο Σταύρος σηκώθηκε από το κρεβάτι ο ήλιος έπεφτε στη δύση. Σκούντηξε ελαφρά την Έλλη στον ώμο.

«Τι είναι;» ρώτησε νυσταγμένα εκείνη.

«Δεν φωνάζεις την Ευτυχία να μείνει με το παιδί, να πάμε καμιά βόλτα;»

«Δεν μου πάει η καρδιά να τον αφήσω μόνο του στην κατάσταση του»

«Μα ο πυρετός υποχώρησε»

«Πήγαινε εσύ»

Ο Σταύρος βγήκε από το δωμάτιο. Αρχικά τσαντίστηκε με την άρνηση της γυναίκας του να τον ακολουθήσει μετά όμως το σκέφτηκε καλύτερα. Θα εκμεταλλευόταν την απουσία της για να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του.

   Περπάτησε στα γραφικά σοκάκια. Τουρίστες θαύμαζαν τα δίπατα σπίτια των καπεταναίων με τις κεραμοσκεπές, τα οποία έστεκαν αγέρωχα στο πέρασμα του χρόνου δίνοντας μια άλλη αίσθηση στο χώρο. Διέσχισε την προβλήτα του λιμανιού. Ξαφνικά ξεπήδησε στο μυαλό του η ύπαρξη μιας μικρής παραλίας λίγα μέτρα πιο κάτω. Αγόρασε τσιγάρα και μια μπίρα από το περίπτερο και κίνησε για εκεί.

   Κάθισε στην ακρογιαλιά. Το σκοτάδι που είχε απλωθεί παντού, αλλά και τα βράχια που υψώνονταν γύρο από την παραλία τον έκαναν να αισθάνεται προστατευμένος. Άναψε ένα τσιγάρο και ρούφηξε μια γερή γουλιά μπίρα από το μπουκάλι. Ξεκούμπωσε το πουκάμισο του και πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Θα της μιλήσω. Μόλις γυρίσουμε στην Αθήνα θα της πω να χωρίσουμε» μονολόγησε φωναχτά. Στο μυαλό του ήρθε ο διάλογος που είχε προ ημερών με τον Φάνη, κολλητό και συνεργάτη στην εφημερίδα.

«Από το να βασανίζεσαι καλύτερα να χωρίσεις»

«Απλά δεν θέλω να την πληγώσω. Είναι και το παιδί…»

«Το παιδί θα καταλάβει. Δεν είστε ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο ζευγάρι που θα πάρει διαζύγιο»

   Το πήρε απόφαση. Θα της ζητούσε διαζύγιο. Έσβησε το τσιγάρο του, έβγαλε τα ρούχα του και βούτηξε στην ζεστή θάλασσα. Όταν βγήκε στην ακρογιαλιά ένιωθε ήρεμος. Φόρεσε το ξεβαμμένο τζιν του και ξάπλωσε το υγρό κορμί του στα χαλίκια. 

   Ξαφνικά άκουσε βήματα. Ανασηκώθηκε. Γύρισε το κεφάλι του. Μια νεαρή κοπέλα κατέβαινε τα σκαλιά που οδηγούσαν στην παραλία. Από το φως του φεγγαριού κατάφερε να διακρίνει τη λεπτή σιλουέτα της η οποία ήταν τυλιγμένη σε ένα λευκό παρεό. Τα σγουρά, μαύρα μαλλιά της ήταν όλα ριγμένα στον δεξί της ώμο. Τον πλησίασε με αργά βήματα και κάθισε δίπλα του.

«Γεια»

«Γεια»

«Άσχημη μέρα;»

«Κενή μέρα» απάντησε εκείνος ανάβοντας τσιγάρο.

«Γιατί;»

«Ρουτίνα!»

«Ξέρω…»

«Πως μπορείς να ξέρεις; Δεν σε κάνω πάνω από είκοσι δυο» γύρισε και την κοίταξε με απορία εκείνος. Το πρόσωπό της κάτι του θύμιζε. Κάπου την είχε ξαναδεί αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί.

«Είμαι είκοσι πέντε»

«Το ίδιο είναι. Από εδώ είσαι;»

«Όχι. Βρέθηκα εδώ πριν από έξι χρόνια για διακοπές και έμεινα για πάντα»

«Έρωτας;»

«Ναι αλλά εγώ έμεινα και εκείνος έφυγε»

«Σε εγκατέλειψε;»

«Δε μπορούσε μα γίνει αλλιώς» είπε εκείνη και ρούφηξε μια γουλιά από τη μπίρα του ενώ εκείνος της ζήτησε συγνώμη για την αδιακρισία του.

«Εσύ;» τον ξάφνιασε εκείνη.

«Εγώ επέστρεψα μετά από δέκα χρόνια εδώ για να γιορτάσω την επέτειο γνωριμίας με τη γυναίκα μου»

«Και γιατί δεν είσαι μαζί της;»

«Ρουτίνα!»

«Δεν την αγαπάς;»

«Φτάνει μόνο η αγάπη;»

«Νομίζω πως ναι…»

«Εγώ νομίζω ότι δεν φτάνει. Χωρίς πάθος δεν επιβιώνει μια σχέση»

«Και φτάνει μόνο το πάθος;» τον ρώτησε εκείνη βυθίζοντας το βλέμμα της στα γκριζοπράσινα μάτια του.

«Νομίζω πως ναι» απάντησε εκείνος πλησιάζοντας το πρόσωπό της. Νιώθει τη δροσερή της ανάσα. Τα καστανά της μάτια κλείνουν και τα χείλη της παραδίνονται χωρίς καμιά αντίσταση στα δικά του. Εκείνος την τραβάει προς το μέρος του. Αγκαλιάζει σφιχτά το λεπτεπίλεπτο κορμί της. Η απαλή αφή της νεανικής της επιδερμίδας τον διεγείρει ακόμα περισσότερο. Νιώθει το πάθος να κατακλύζει ξανά το σώμα του. Οι παλμοί της καρδιάς του ακολουθούν τους ξέφρενους παλμούς της δικής της καρδιάς. Εκείνη τυλίγει τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Τα χείλη του γλιστρούν στο λαιμό της και από εκεί στο στήθος της. Τα κύματα που χάιδευαν τις άκρες των ποδιών τους έπαιρναν στα ανοιχτά παθιασμένα λόγια και ηδονικούς αναστεναγμούς.

   Ξάπλωσε δίπλα της. Η ανάσα του έβγαινε βαριά από το στήθος του ενώ στο κορμί του ένιωθε ακόμα το μούδιασμα της ηδονής. Έκλεισε τα μάτια του.

«Χρόνια είχα να νιώσω έτσι» είπε λαχανιασμένα και γύρισε προς το μέρος της κοπέλας. Μια έκπληξη όμως τον περίμενε. Η κοπέλα είχε εξαφανιστεί. Με το βλέμμα του άρχισε να βολιδοσκοπεί κάθε σπιθαμή της παραλίας. Κανένα σημάδι. Λες και κάποιο κύμα την τράβηξε μαζί του στο βυθό.   

   Σε όλη τη διαδρομή μέχρι το δωμάτιο ήταν προβληματισμένος. Πριν μπει μέσα στάθηκε στον κήπο και άναψε ένα τσιγάρο. Η σκέψη ότι η νεαρή κοπέλα ήθελε να ζήσει μια καλοκαιρινή περιπέτεια και τίποτα παραπάνω του διέλυσε τον προβληματισμό. Τώρα ένιωθε ακόμη πιο σίγουρος για την απόφαση του να χωρίσει με την Έλλη.

    Γύρισε το κλειδί στην πόρτα και την άνοιξε σιγά σιγά. Το τρίξιμο της όμως  τον πρόδωσε.

«Άργησες» του φώναξε η  Έλλη, εμφανώς εκνευρισμένη για την αργοπορία του, καθώς εκείνος έκλεινε την πόρτα του μπάνιου πίσω του. Το κρύο ντους τον χαλάρωσε ακόμα περισσότερο. Βγήκε και ξάπλωσε δίπλα στη γυναίκα του. Εκείνη περίμενε κάποιες εξηγήσεις, αλλά αντί για αυτές εισέπραξε μια γλυκιά καληνύχτα από τα χείλη του, η οποία την εκνεύρισε ακόμα περισσότερο αλλά δεν ήθελε να ταράξει τον ύπνο του Δημητράκη.

   Το επόμενο πρωί στις δέκα, ξεκίνησαν για την Αθήνα. Η διάθεση του Σταύρου ήταν διαφορετική. Τραγουδούσε, χαμογελούσε, έκανε αστείες γκριμάτσες στο γιο του. Η Έλλη αποσβολωμένη από τη θέση του συνοδηγού δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτή την αλλαγή του. Όπως επίσης δεν μπορούσε να εξηγήσει και το απότομο φρενάρισμα, που έκανε τα λάστιχα της μερσεντές να λιώσουν πάνω στην καυτή άσφαλτο, τη στιγμή που περνούσαν από το σημείο που είχαν κάνει στάση την προηγούμενη μέρα.

«Τι έπαθες;»φώναξε τρομαγμένη η Έλλη. Ο Σταύρος δεν μιλούσε μόνο κοιτούσε με μανία το εικόνισμα στην άκρη του δρόμου. Η κοπέλα της φωτογραφίας ήταν η χθεσινή του ερωμένη.

«Τι έπαθες;» τον ξαναρώτησε η Έλλη πιο δυνατά  αυτή τη φορά.

«Κρίμα, νέα κοπέλα» ψέλλισε εκείνος δείχνοντας τη φωτογραφία.

    Μια κρύα ανατριχίλα διαπέρασε όλο του το κορμί. Πάτησε τέρμα το γκάζι. Ήθελε να φύγει μακριά και να ξεχάσει εκείνη την παράξενη Κυριακή στο Γαλαξίδι. 



Περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο: https://arxigramma.wordpress.com/2013/05/27/%ce%bc%ce%b9%ce%b1-%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%ac%ce%be%ce%b5%ce%bd%ce%b7-%ce%ba%cf%85%cf%81%ce%b9%ce%b1%ce%ba%ce%ae-%cf%83%cf%85%ce%bb%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b9%ce%ba%cf%8c/

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις