ΜΗΝΥΜΑ ΣΤΟΝ ΤΗΛΕΦΩΝΗΤΗ | ΔΙΗΓΗΜΑ


 

Ξημερώματα Κυριακής. Το σπίτι σιωπηλό. Μια δέσμη φωτός που γλίστρησε από το παράθυρο ανάγκασε τη Δανάη να ανοίξει τα μάτια της. Σηκώθηκε αργά από τον καναπέ, σαν να πάλευε με το ίδιο της το σώμα, για να αποχαιρετήσει την Κατερίνα, την κολλητή της από το Λύκειο.

«Θα μπορέσεις να οδηγήσεις;» ρώτησε, προσπαθώντας να μείνει όρθια.

«Μην ανησυχείς», της χαμογέλασε η άλλη, κουμπώνοντας το παλτό της ως τον λαιμό. «Μετά από τόσα χρόνια, έχω εκπαιδευτεί να οδηγώ… ζαλισμένη».

Το γέλιο τους αντήχησε σε όλο το σπίτι, σπάζοντας την ησυχία σε χίλια κομμάτια.

   Έτσι ήταν τα Σαββατόβραδά τους τα τελευταία, πολλά, χρόνια: κρασί, κουβέντες, εξομολογήσεις μέχρι το πρώτο φως.

   Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω από την Κατερίνα, το σπίτι άδειασε απότομα. Η Δανάη έμεινε μόνη με τα θηρία της. Με τις τύψεις που ξυπνούσαν κάθε φορά που ο φόβος τής έκλεινε το στόμα. Δεν είχε μπορέσει να της πει. Δεν είχε βρει τη δύναμη. Πάλι.

   Δεκέμβριος. Η πρόσφατα απολυμένη και προδομένη από έναν έρωτα δύο χρόνων Δανάη έφτασε στο σπίτι της Κατερίνας για το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν. Η έκπληξη της βραδιάς: ένα έκτακτο επαγγελματικό ταξίδι είχε κρατήσει την οικοδέσποινα μακριά. Συχνά η Δανάη έβριζε τη φίλη της που είχε διαλέξει το διπλωματικό σώμα. Ανάμεσα σε άγνωστα πρόσωπα, βουτηγμένη στην απογοήτευση, προσπαθούσε να καλωσορίσει τη νέα χρονιά με λίγη αισιοδοξία. Στην παρέα μόνο ο Στέλιος, ο σύντροφος της Κατερίνας, της ήταν γνώριμος. Κι εκείνος, λες και διαισθανόταν τη μοναξιά που κουβαλούσε, δεν την άφησε στιγμή μόνη. Της έλεγε αστεία, την έκανε να γελάει. Και εκείνη, αδύναμη και τρωτή, άφησε τον εαυτό της να πλησιάσει τον πλησιάσει.

   Προς το τέλος της βραδιάς οι ματιές τους γίνονταν όλο και πιο καθαρές. Όλο και πιο απαγορευμένες. Δέχτηκε να τη γυρίσει σπίτι. Δέχτηκε να αφεθεί. Πριν το καταλάβει, το πρώτο φως του νέου έτους τους βρήκε γυμνούς στο κρεβάτι της. Και όταν η μνήμη επανήλθε και το ποτό έφυγε από το αίμα, οι τύψεις την έκοψαν σαν μαχαίρι. Πετάχτηκε από το στρώμα σαν ελατήριο.

«Πρέπει να φύγεις», είπε στον Στέλιο. Δεν του άφησε περιθώρια κουβέντας.

   Τις επόμενες ώρες περιφερόταν σαν φάντασμα στο διαμέρισμά της, επαναλαμβάνοντας μία φράση που την κατέκαιγε: «Πώς μπόρεσα να της το κάνω αυτό;».

   Η Κατερίνα μιλούσε συχνά για τον Στέλιο. Για το πόσο τρυφερός ήταν, πόσο ευγενικά της φερόταν, πόσο τον είχε ανάγκη μετά από μια μακρά περίοδο μοναξιάς. Η Δανάη το ήξερε. Το ένιωθε. Ο Στέλιος δεν ήταν ένας «γκόμενος». Ήταν κάτι σημαντικό για την φίλη της. Κι όμως, παρότι υποσχέθηκε στον εαυτό της πως εκείνη η νύχτα θα ήταν η πρώτη και η τελευταία, παραδόθηκε ξανά. Στα χέρια του. Στον τρόπο που την κοιτούσε. Στην ανάγκη της για λίγη στοργή, έστω και κλεμμένη.

   Ο κίνδυνος της σχέσης τους έδινε μια διεστραμμένη ένταση. Κάθε φορά που την άγγιζε, όλα τα «σωστά» και «λάθος» γίνονταν στάχτη. Ώσπου ήρθε το μήνυμα:

«Γύρισα. Θέλω να σε δω». Ήταν από την Κατερίνα.

«Θα μου πεις τι έχεις;» τη ρώτησε όταν συναντήθηκαν. «Τις τελευταίες μέρες είσαι αλλού».

   Το στομάχι της Δανάης έγινε κόμπος. Ξέσπασε σε κλάματα. Η αγκαλιά της Κατερίνας ήταν βάλσαμο και μαχαίρι μαζί. Έπνιξε την αλήθεια σε δικαιολογίες για επαγγελματικές δυσκολίες. Μα όταν έμεινε πάλι μόνη, λύγισε. Μισούσε τον εαυτό της. Μισούσε τα ψέματα.

   Οι μέρες πέρασαν. Με διάφορες προφάσεις η Δανάη απέφευγε την κολλητή της. Όμως όταν ήρθε νέο μήνυμα που την καλούσε για φαγητό. Δεν μπορούσε πλέον να αρνηθεί.

«Θα είναι και ο Στέλιος. Σε περιμένουμε». Η Δανάη πήγε να βρει μια δικαιολογία, αλλά η επιμονή της φίλης της ήταν αφοπλιστική.

  Στο τραπέζι εκείνο το βράδυ η αμηχανία της ήταν κραυγή που μόνο εκείνη άκουγε. Όταν ο Στέλιος προσφέρθηκε να τη γυρίσει σπίτι, δέχτηκε μηχανικά. Μα έξω από την πόρτα της, όταν εκείνος έκανε να την ακολουθήσει, τον σταμάτησε.

«Δεν θέλω να έρθεις πάνω. Και… δεν θέλω να σε ξαναδώ». Εκείνος προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη. Εκείνη τράβηξε το χέρι της, πιο αποφασισμένη από ποτέ.

«Θα της μιλήσω. Δεν αντέχω άλλο». Τα μάτια του σκοτείνιασαν.

«Και θα τα καταστρέψεις όλα;»

«Ίσως. Αλλά τουλάχιστον θα είναι η δική μου αλήθεια».

   Το επόμενο Σάββατο η Δανάη δεν μπόρεσε να μιλήσει. Η γλώσσα της ήταν δεμένη, οι τύψεις μια θάλασσα που την τραβούσε προς τα κάτω.

«Τις επόμενες δυο βδομάδες θα είμαι εκτός. Λονδίνο. Φεύγω τη Δευτέρα πρωί πρωί», είπε η Κατερίνα, και η Δανάη βρήκε για λίγο τη χαμένη ανάσα της.

«Όταν γυρίσει… θα της τα πω όλα», σκέφτηκε. Αλλά πρώτα έπρεπε να μιλήσει στον Στέλιο.

   Δευτέρα. Η Δανάη σε αναμμένα κάρβουνα από τα ξημερώματα. Καθώς πλησίαζε το μεσημέρι κάλεσε τον Στέλιο σπίτι. Δεν απάντησε κανείς. Ο τηλεφωνητής ενεργοποιήθηκε και εκείνη, τρέμοντας, άφησε μήνυμα:

«Στέλιο… θα μιλήσω στην Κατερίνα. Δεν μπορώ άλλο. Δεν θέλω να με πάρεις, δεν θα μου αλλάξεις γνώμη. Μόνο… σβήσε το μήνυμα».

   Η Κατερίνα, τυλιγμένη ακόμη με την πετσέτα του μπάνιου, πάγωσε ακούγοντάς το. Το σώμα της λύγισε στη μέση του διαδρόμου. Τα δάκρυα κύλησαν αθόρυβα. Μια πνιχτή κραυγή, μικρή σαν ράγισμα, ξέφυγε από μέσα της.

   Όταν ο Στέλιος γύρισε σπίτι φώναξε το όνομα της Κατερίνας. Καμία απάντηση. Πάτησε το κουμπί του τηλεφωνητή. Η φωνή της Δανάης ακούστηκε ξανά. Έτρεξε στα μέσα δωμάτια. Βρήκε τις ντουλάπες άδειες και ένα σημείωμα στο κρεβάτι:

«Τελειώσαμε». Κατάλαβε. Τηλεφώνησε στη Δανάη. Δεν απάντησε. Πληκτρολόγησε ένα μήνυμα: «Το ταξίδι της Κατερίνας αναβλήθηκε. Άκουσε το μήνυμά σου στον τηλεφωνητή». Κανείς δεν αναζήτησε κανέναν ξανά. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις