ΑΝΘΡΩΠΟΙ – ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ | ΑΡΘΡΟ
Η παρουσιάστρια των ειδήσεων μεταφέρει την είδηση: "Νεκρός άνδρας στην πλατεία Ομονοίας. Άστεγος και χρήστης ναρκωτικών τα πρώτα στοιχεία...". Έσβησα την τηλεόραση. Στο μυαλό μου ήρθαν εικόνες από την τελευταία επίσκεψή μου στην Αθήνα.
Πριν κάποιους μήνες βρέθηκα στην
πρωτεύουσα προς αναζήτηση εργασίας. Έχοντας υπομάλης το απολυτήριο του στρατού,
πτυχίο και όνειρα, ανυπομονούσα να μπω στην επόμενη φάση, αυτή της ανεξαρτησίας
μου, μιας και λόγω σπουδών και στρατού είχε αργήσει να έρθει ο απογαλακτισμός
(κυρίως οικονομικός) από την οικογένεια. Όμως, όπως θα μου έδινε να καταλάβω η
ίδια η ζωή λίγο αργότερα, τα πράγματα δε θα ήταν και τόσο εύκολα.
Το τέλος της στρατιωτικής μου θητείας συνέπεσε με την έξαρση της
οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, την εκτίναξη της ανεργίας και τα πρώτα οικονομικά
μέτρα της Κυβέρνησης, προκειμένου να εξασφαλίσει την πρώτη δόση του δανείου από
την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποτέλεσμα τα όνειρα, μέρα με τη μέρα, να μετατρέπονται σε εφιάλτες μιας και πολλές
επιχειρήσεις άρχισαν να κλείνουν η μια μετά την άλλη. Και όσες δεν έβαζαν
λουκέτο, στο όνομα της οικονομικής κρίσης, απέλυαν κόσμο και μείωναν μισθούς.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, εγώ, έπρεπε να παραμείνω αισιόδοξος και να παλέψω για
το μέλλον μου.
Έναν μήνα μετά την άφιξή μου στην Αθήνα, δεν είχε βρεθεί θέση σε κάποια
δουλειά. Άλλοτε ευγενικά και άλλοτε όχι και τόσο, οι πόρτες έκλειναν. Όχι, δεν
γράφω αυτό το άρθρο για να απαριθμήσω τις δυσκολίες ή για να καταγράψω την
απογοήτευσή μου. Γράφω αυτό το άρθρο για μοιραστώ με εσένα που με διαβάζεις
αυτήν την στιγμή, την πληγή που δημιουργήθηκε στην καρδιά μου από τις μέρες που
τριγυρνούσα στο κέντρο της Αθήνας. Πληγή από τους ανθρώπους που ζούσαν στα
πεζοδρόμια, που ζητιάνευαν ένα κομμάτι ψωμί ή χρήματα για να πάρουν τη δόση
τους. Πληγή από την αδιαφορία του κράτους, της πολιτείας, από την δική μας
αδιαφορία για τους ανθρώπους που μας έχουν ανάγκη.
Σάββατο πρωί, λίγο μετά τις δέκα. Ξεκινάω με τον ηλεκτρικό από Πειραιά.
Αποβιβάζομαι Μοναστηράκι. Έξω από τον σταθμό ενδιαφέρουσες εικόνες τραβούν την
προσοχή μου. Η πλατεία ήσυχη ακόμα, τα μαγαζιά υποδέχονται τους πρώτους
πελάτες, ο ιερός βράχος της Ακρόπολης στέκει επιβλητικά πάνω από την αρχαία
αγορά. Αφήνω πίσω μου την πλατεία. Διασχίζω την οδό Αθηνάς. Πέφτω πάνω στην
πλατεία Ομονοίας. Το σκηνικό άρχισε να αλλάζει. Άστεγοι, οι πιο τυχεροί
κουλουριασμένοι σε χαρτόκουτα, ναρκομανείς εξαθλιωμένοι, αλλοδαποί με
παράνομους πάγκους. Το βήμα εδώ γίνεται γρήγορο και οι άνθρωποι καχύποπτοι. Ο
φόβος είναι ζωγραφισμένος στα μάτια τους. Θέλω να ρωτήσω μια διεύθυνση. Κανείς
δε σταματά. Κανείς δεν γυρίζει να κοιτάξει. Προσπαθώ να μείνω συγκεντρωμένος
και να βρω το σημείο που θέλω. Κάνω κύκλους. Περπατώ ξανά και ξανά από τα ίδια
σημεία. Δεν σταματάω μέχρι τη στιγμή που το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε μια
κοπέλα.
Είναι πεσμένη στη μέση της πλατείας. Τα κόκκινα μαλλιά της είναι ριγμένα
μπροστά και καλύπτουν το πρόσωπό της. Τα ρούχα της έχουν μικρά λουλούδια. Τα
χέρια της σημάδια. Τα πόδια της είναι γεμάτα πληγές. Πιο δίπλα η τσάντα της
μισανοιγμένη. Και μια σύριγγα κοντά στη δεξιά παλάμη της. Όλοι περνούν δίπλα
της. Κανείς δεν σταματά. Είναι ζωντανή; Είναι νεκρή; Προσπαθώ να καταλάβω αν
ανασαίνει. Δεν μπορώ. Κάνω μερικά βήματα πίσω καθώς πλησιάζουν δυο άντρες.
Χρήστες και αυτοί. Πρώτα κοιτάζουν την τσάντα της. Μετά τραβούν το σώμα της.
Της μιλάνε. Εκείνη δεν είπε τίποτα. Ίσα που άνοιξε τα μάτια της. Άρχισαν να
απομακρύνονται.
Σε είκοσι λεπτά είμαι έξω από την εταιρεία που είχα το ραντεβού για τη
συνέντευξη. Όμως στο μυαλό μου υπάρχει η κοκκινομάλλα κοπέλα της πλατείας. Όπως
και όλοι οι πεινασμένοι, εξαθλιωμένοι, άστεγοι και εξαρτημένοι άνθρωποι που
συνάντησα στον δρόμο μου. Πώς βρέθηκαν σε
αυτή την θέση; Δεν νοιάστηκε κανείς; Και η ζωή στους δρόμους; Βροχή οι
ερωτήσεις στο μυαλό μου. Μέχρι σήμερα, μήνες μετά από εκείνο το πρωινό. Όπως και η
απογοήτευσή μου που δεν μπόρεσα να βοηθήσω, που αυτοί που μπορούν δεν τον
κάνουν και επιτρέπουν σε αυτούς τους ανθρώπους να ζουν σε αυτή την κατάσταση.
Άνθρωποι – φαντάσματα. Υπάρχουν μα κανείς δεν τους βλέπει, δεν τους ακούει, δεν
νοιάζεται που θα ξημερώσουν και αν. Ας ελπίσουμε σύντομα να αλλάζει αυτή η
κατάσταση. Να βρεθεί κάποιος, κάτι και να πάψουν να υπάρχουν αυτές οι εικόνες
στο πάλαι ποτέ ιστορικό κέντρο της Αθήνας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου